ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ

panagia.jpg ap_paylos.jpg

 Ο απόστολος, που διαβάζεται στις θεομητορικές εορτές Κοιμήσεως Θεοτόκου, απόδοση Κοιμήσεως και Γενέθλιο Θεοτόκου, είναι από την προς Φιλιππησίους επιστολή του αποστόλου Παύλου (2,5-11). Είναι στο περιεχόμενο του, όπως λένε οι θεολόγοι στην ορολογία τους, ένας χριστολογικός απόστολος, δηλαδή ένας απόστολος που αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού και το έργο του.

  Διαβάζεται όμως στις θεομητορικές εορτές, διότι η Παναγία μας συνδέεται στενά και αχώριστα με το Χριστό και όλη η ζωή της, όλη η σκέψη της, όλα τα συναισθήματα της, όλες οι επιθυμίες της είναι αφιερωμένες σ’ αυτόν. Το κύριο επίθετό της, το οποίο επικύρωσε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και το οποίο μισούν θανάσιμα οι αιρετικοί, είναι Θεοτόκος· και ως Θεοτόκος υπάρχει παντού και πάντοτε μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και ο απόστολος που διαβάζεται στις γιορτές της αναφέρεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.

  Για να καταλάβουμε τι λέγει ο απόστολος αυτός, πρέπει να πούμε δύο λόγια για την Εκκλησία των Φιλίππων και τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε, τον καιρό που έγραψε ο Παύλος την προς Φιλιππησίους επιστολή. Η πόλη των Φιλίππων, μια πολη που κτίσθηκε τον Δ΄ π.χ. αιώνα από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο, πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, και που βρισκόταν έξω από τη σημερινή Καβάλα, είχε δεχθεί πρώτη στην Ευρώπη τον Χριστιανισμό και είχε μια χαριτωμένη εκκλησιαστική κοινότητα. Μια κοινότητα που αγαπούσε πολύ ο Παύλος και την εμπιστευόταν. Ήταν η μόνη Εκκλησία από την οποία δεχότανε οικονομική ενίσχυση (4,10-20). Από τις άλλες δεν δεχότανε, διότι οι άνθρωποι, όταν δεν είναι καλλιεργημένοι και απλοί, την ενίσχυση τους θέλουν να την προβάλλουν, να την διογκώνουν, να έχουν υποχειρίους τους αποστόλους, να διοικούν αυτοί την Εκκλησία κατά το δοκούν.

  Όμως αυτή οι χαριτωμένη Εκκλησία δεν έπαυε να είναι ανθρώπινη και να έχει τα προβλήματά της. Άρχισαν κάποιες φιλονικίες, κάποιες διαστάσεις, κάποιες έριδες. Και οι άγιοι δυστυχώς κάποτε συγκρούονται. Στο τέταρτο κεφάλαιο της επιστολής αναφέρεται ο Παύλος σε δύο γυναίκες την Ευοδία και την Συντύχη, οι οποίες ήταν τόσο χαριτωμένες, που συνάθλησαν στο έργο της διαδόσεως του ευαγγελίου με τον Παύλο και τους άνδρες συνεργούς του και που τα ονόματά τους είχαν γραφτεί ήδη στο βιβλίο της ζωής. Κι όμως αυτές οι άγιες γυναίκες είχαν έρθει σε διάσταση.

  Λοιπόν ο Παύλος αναγκάζεται να επέμβει και, όπως γράφει στην αρχή του 2ου κεφαλαίου, τους παρακαλεί «αν λάβανε το Πνεύμα το Άγιο, αν δεχθήκανε την παρηγοριά και την ανακούφιση της θείας χάριτος από το κήρυγμά του, τότε ας του δώσουνε τη χαρά να έχουν το ίδιο φρόνημα, την ίδια ψυχή, την ίδια αγάπη. Να μη κάνουνε τίποτα από διάθεση φιλονικίας ή ματαιοδοξίας αλλά με ταπεινοφροσύνη ο ένας να θεωρεί τον άλλο ως ανώτερό του. Να μη σκέφτονται το δικό τους συμφέρον, αλλά ν’ αναλογίζονται πρώτα τι συμφέρει τους άλλους».

  Και, αφού αναφέρει όλες αυτές τις θεϊκές και αγιοπνευματικές παραινέσεις, αναφέρει αυτά που έχει ο απόστολος των θεομητορικών εορτών που προαναφέραμε. «Ας επικρατεί μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα, το οποίο υπήρχε και στον Ιησού Χριστό, ο οποίος αν και είναι Θεός ίσος προς τον Θεό πατέρα και δεν έχει αυτή την ισότητα από αρπαγή, χωρίς να του ανήκει δικαιωματικά, εν τούτοις κένωσε (άδειασε) τον εαυτό του (φαινομενικά βέβαια) από την θεότητα του και προσέλαβε μορφήν δούλου, έγινε όμοιος με μας τους ανθρώπους και ταπείνωσε τον εαυτό του κατά την ενσάρκωσή του και έγινε τόσο υπάκουος στο Θεό πατέρα του, ώστε να φθάσει μέχρι το θάνατο και μάλιστα τον σταυρικό. Γι’ αυτό και ο Θεός τον υπερύψωσε (ως άνθρωπο) και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα. Στο όνομα αυτό θα κάμψει γόνυ κάθε ον από τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια. Κάθε δε γλώσσα θα ομολογήσει ότι ο Ιησούς Χριστός (ο τόσο ταπεινωθείς) είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός».

  Το πόσο ταπείνωσε ο Χριστός τον εαυτό του και πόσο τον κένωσε από τη δόξα της θεότητάς του θεληματικά και αδιαμαρτύρητα το καταλαβαίνουμε αν αναλογιστούμε πως και που γεννήθηκε, πως μεγάλωσε, πως συμπεριφέρθηκε στους μαθητές του και στους σταυρωτές του. Στο Χριστό βλέπουμε να εφαρμόζεται αυτό που λέγει ο Παύλος «Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των άλλων βαστάζειν, και μη εαυτοίς αρέσκειν» (Ρωμ. 15,1). Ο Χριστός είναι «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου (Ιω. 1,29).  Είναι αυτός που δεν ήρθε να κατακρίνει, να κοροϊδεύσει, να χλευάσει αυτούς που αμαρτάνουν, όπως συνηθίζουμε εμείς δυστυχώς, αλλά αυτός που θα σηκώσει την αμαρτία τους, θ’ αναλάβει την ευθύνη για την διάπραξή της και θα την εξιλεώσει.

 

  Το ίδιο με το Χριστό έκανε και η Παναγία μας. Η Παναγία ταύτισε όχι μόνο τη ζωή της αλλά και το θέλημά της και το φρόνημά της με το θέλημα και το φρόνημα του Χριστού. Ήθελε ότι ήθελε ο Χριστός· όπως και ο Χριστός ως άνθρωπος ήθελε ό,τι ήθελε ο ουράνιος πατέρας του.

  Δεν φαίνεται πουθενά η Παναγία να εμποδίζει τον Χριστό να σταυρωθεί, όπως ο Πέτρος. Πράγμα που θα ήταν πολύ φυσικό για μια μητέρα. Δεν φαίνεται πουθενά να φρονεί τα των ανθρώπων και όχι τα του Θεού (Ματθ. 16,24). Δεν φαίνεται πουθενά να εγκαταλείπει τον υιό της. Αντιθέτως  συμπορεύεται μαζί του. Απαρνείται τον εαυτό της, αίρει τον σταυρό της και τον ακολουθεί. Ακόμη και στον σταυρό, που κι αυτοί οι μαθητές του, εκτός του Ιωάννου, τον είχαν εγκαταλείψει.

  Δεν φαίνεται πουθενά να βρίζει και να καταριέται τους σταυρωτές του υιού της. Αντιθέτως η παράδοση της Εκκλησίας μας την παρουσιάζει να πρεσβεύει συνεχώς για τη σωτηρία ολοκλήρου του κόσμου ανεξαιρέτως, όπως έκανε και ο υιός της πάνω στο σταυρό.

  Στις ελάχιστες περιπτώσεις που φαίνεται η Παναγία να θέλει να κατευθύνει τον υιό της σύμφωνα με το προσωπικό της θέλημα, όπως στο γάμο της Κανά (Ιω. 2,1-12) και όταν θέλησε ο Χριστός να σταματήσει το κήρυγμα και να την υποδεχθεί, αυτήν και τους αδελφούς του από τον προηγούμενο γάμο του Ιωσήφ (Λουκ. 8,19-21), αμέσως υποχωρεί στις υποδείξεις του υιού της και δέχεται αδιαμαρτύρητα τον έλεγχό του. Γι’ αυτό και στις γιορτές της διαβάζεται ο χριστολογικός αυτός απόστολος, διότι παρουσιάζει παραστατικά και την δική της προσωπικότητα και οντότητα.

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

 
Κορυφή