« Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τόν πάντων
ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον»
(Δ΄ Στάση Ακαθ. Ύμνου)
Κάποιες έννοιες στην ζωή μας ακτινοβολούν μία ιεροπρέπεια· εκφράζουν έναν βαθύ σεβασμό· ένα μυστήριο. Αποτελούν από την φύση τους μία ιερή μυσταγωγία. Εκπέμπουν ένα αθάνατο φως, προσδίδοντας παρηγοριά, ελπίδα, ίαση, πνευματικό φτερούγισμα, λύτρωση και στο αποκορύφωμα μία μεγάλη και αληθινή ανάσταση. Αναδίδουν το ευγενέστερο άρωμα με το οποίο περιέχυσε ο δημιουργός την πλάση του και ευωδιάζει. Προπάντων όμως στέλνουν το παρήγορο και ελπιδοφόρο μήνυμα της ζωής.
Όλες αυτές οι έννοιες, οι πυκνές και σύνθετες, συνοψίζονται σε μία μεγαλειώδη λέξη. Μικρή από πλευράς γραμματικής· δισύλλαβη· αλλά «πολυσύλλαβη» και πολυσήμαντη από πλευράς ψυχικού μεγαλείου και πλούτου. Η λέξη αυτή είναι η ΜΑΝΑ και έτσι προφέρεται εκπηγάζουσα από τις αείδροσες πηγές της λαϊκής γλωσσικής κληρονομιάς μας.
Μία υψηλή έννοια από άποψη νοήματος και αποστολής. Γιατί η μάνα, η μητέρα, ενσαρκώνει την μητρότητα. Μία μοναδική κλήση. Ένα θεϊκό μυστήριο που επιτελείται περικλειόμενο μέσα στην μήτρα κάθε γυναίκας και αποκαλύπτεται μεγαλειωδώς με την γέννηση της ζωής.
Το ανυπέρβλητο μεγαλείο της μητρότητος, τονίστηκε και εξυψώθηκε αναλόγως από τα αρχαία χρόνια της ειδωλολατρίας.
Έτσι στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. 770) αναφέρεται: «Δεινόν τό τίκτειν ἐστίν· οὐδέ γάρ κακῶς πάσχοντι μῖσος ὧν τέκη προσγίγνεται». Επειδή όμως λησμονήσαμε και διαγράψαμε την αθάνατη γλώσσα μας από την συνείδησή μας, ας μεταφέρουμε απλά το νόημα. «Είναι φοβερή η δύναμη των μητρικών αισθημάτων. Ουδέποτε μισεί η τεκούσα τα παιδιά της, οποιοδήποτε κακό και αν της κάνουν».
Η ίδια έκφραση συναντάται και στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (στ. 917). «Δεινόν τό τίκτειν», με την έννοια, ότι η μητρότης είναι κάτι το υπερφυές και το μυστηριώδες· γεννά ισχυρό «φίλτρο», ώστε να υποφέρουν οι μητέρες υπερβολικά χάρη των τέκνων.
Αυτή η άρρηκτη ψυχοσωματική σύνδεση μάνας και παιδιού, που διασφαλίζεται μέσα στο σώμα της γυναίκας με τον ομφάλιο λώρο, διοχετεύοντας τροφή προς το τέκνο, όχι μόνο υλική, αλλά και όλον τον ψυχικό κόσμο της μάνας για να κορεσθεί και η ψυχική πείνα του εμβρύου, η σύνδεση αυτή παραμένει και μετέπειτα, ολοκληρώνοντας το μυστήριο της γέννησης με έναν ξεχωριστό τρόπο. Όταν οι μάνες θέλουν να κοιμίσουν τα τέκνα τους που έχουν αϋπνία, τότε τα λικνίζουν στην αγκαλιά τους όχι σιωπηλά, αλλά με κάποιο νανούρισμα. Ένα νανούρισμα που αναπληρώνει την εσωτερική γαλήνη της μήτρας στο εξωτερικό πλέον αφιλόξενο περιβάλλον. Αυτό το νανούρισμα, αποτελεί «τον μέλανα ζωμό» που γρήγορα θα αντρειώσει τρέφοντάς τες, υγιείς ψυχοσωματικές υπάρξεις, ισορροπημένες και καταξιωμένες στο πάνθεο των ηρώων, για να συνεχίσουν την πάλη της ζωής, αφού αρπάξουν στα χέρια τους τον αγώνα, όπως τον προδιέγραψε ο Θεός πατέρας, μέσω του αγωνιστού υιού του.
Όμως ας προσηλώσουμε την σκέψη μας και την ευρύτερη προσοχή μας σε μία γυναίκα, που πραγματικά τίμησε την αποστολή της ως μητέρα και υψώθηκε φωτεινός φάρος στην κοινωνία έμπρακτα και ως εκ τούτου δικαιωματικά.
Είναι η βασίλισσα μάνα που περπάτησε ταπεινά μέσα στα σοκάκια της φτώχειας, του πόνου, της δίωξης, της ειρωνείας και του χλευασμού, των αισχρών ύβρεων. Παρ’ όλα αυτά είναι η Παναγία, η μεσίτρια, η Παρηγορήτρια, η Παρθένος μητέρα, το καντήλι της κοινωνίας που φωτίζει όλους τους ταπεινούς και πονεμένους. Είναι ο σιωπηλός συνοδοιπόρος του καθενός μας, που μας συνδράμει με την ιερή συντροφιά της στις αντιξοότητες της ζωής.
Έτσι λοιπόν η γαλήνη της μητρότητος, ήταν απλωμένη στο πρόσωπο της Μαριάμ και στα χείλη της ανθούσε ένα επιφυλακτικό χαμόγελο προσμονής. Κάποια στιγμή το δημιούργημα, γεννά τον δημιουργό. Το δημιούργημα, η Μαρία, γίνεται η μητέρα του παιδίου, αλλά και η συνεργός στο σχέδιο του δημιουργού· του Θεού. Είναι η Μαρία, η υποτασσόμενη στο θείο θέλημα μ’ εκείνη την πηγαία και άδολη έκφραση «γενηθήτω μοι κατά τό ρῆμα σου».
Έτσι πλέον η παρθένος καθίσταται ο φωτεινός Ναός, γιατί από την αγιασμένη γαστέρα της ανέτειλε σε ανθρώπινη μορφή, ξεπηδώντας, ο μυστικός της δικαιοσύνης ήλιος. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της γέννησης, η ΜΑΝΑ σκυμμένη πάνω στο θείο βρέφος της φάτνης, τονίζει μοναδικά ένα περιβάλλον βαθειάς ειρήνης και αγροτικής λιτότητος. Η θεσπέσια μορφή της μέσα στην βαρυχειμωνιά, υποτάσσεται ταπεινά στο παράδοξο και παράλληλα σηματοδοτεί την αφετηρία της δικής μας πνευματικής ανατολής.
Θαυμάζει και εκθαμβείται η Μαριάμ αντικρίζοντας μπροστά της αυτό που κυοφορούσε τόσο καιρό. Τον Θεό!
Ας θαυμάσουμε κι εμείς οι άνθρωποι, ο ευσεβής λαός μαζί της. Οι δε γυναίκες, οι σύγχρονες μάνες –όσες εναπέμειναν– ας διδαχθούν από την καθ’ εαυτού μητέρα, ότι η μητρική αγκαλιά είναι η προτιμότερη και οικειότερη παράσταση της ανθρώπινης αγάπης. Γιατί μέσα σ’ αυτήν χαμογελά η Ελπίδα. Ανάμεσα σε δύο μητρικά χέρια και δύο παιδικά μάτια. Αυτά τα παιδικά μάτια θα αποτελέσουν τον οφθαλμόν της Δίκης. Η αιώνια μάνα ίσως να αποτελεί το σπουδαιότερο πρόσωπο μέσα στην Γέννηση! Γιατί πληροί την βασική προϋπόθεση του γεγονότος της Γεννήσεως. Την εύρεση της Παρθένου ανέμενε η ανθρωπότητα για να ακολουθήσει το γεγονός. Την ηθική καθαρότητα που ενσαρκώνει η Παναγία ανέμενε η κτίση, για να επιτελεσθεί η γέννηση και η αναγέννηση του κόσμου. Με απλά λόγια αν δεν υπήρχε η Παναγία, δεν θα υπήρχε Σωτήρ. Γιατί αυτή η μάνα έδωσε την σάρκα της στον Άσαρκο, κάνοντας μετόχους της θείας φύσεως όλους εμάς. Έτσι παραμένει η Πρώτη Κυρία στην ανθρωπότητα και όλοι οι άλλοι ακολουθούν. Προπάντων οι αυτοαποκαλούμενες πρώτες κυρίες της εξουσίας κατ’ ουσίαν έσχατες και ποταπές. Ακολουθούν λοιπόν άλλοι, σαν πραγματικοί βασιλικοί ακόλουθοι μιας μοναδικής πριγκίπισσας και άλλοι ως συνήθως, σαν υβριστές· βάτραχοι κοάζοντες. Πάντα όμως πίσω της, συρόμενοι από την ανεξίκακη αγάπη, της μάνας όλου του κόσμου.
Αυτή η μάνα λοιπόν στάθηκε πιστή ακόλουθος και συνοδοιπόρος στην επί γης ζωή του υιού της και Θεού της. Μαζί στις χαρές του γάμου, μαζί όμως και στις λύπες. Σ’ εκείνες τις ατελείωτες ώρες αγωνίας με τον κρύο ιδρώτα να πλημμυρίζει το αλύπητα «μαστιγωμένο» κορμί της, προσπαθώντας να κάμψει το μητρικό φρόνημά της. Όμως εκείνη όρθια πνευματικά, έκαμπτε ευγενώς όλη της την υπόσταση σαν θεϊκή μάνα στο πατρικό θέλημα και σχέδιο, αφιέμενη και υποτασσόμενη πλήρως. Όπως άλλοτε ήταν υποτασσόμενος ο υιός της «καί ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. 2,51). Παρ’ όλη την πίκρα που δηλητηρίαζε την ψυχική της ύπαρξη, δεν έχανε την ανεπανάληπτη φωτεινότητα και γλυκύτητα του προσώπου της. Αυτήν την μοναδική ομορφιά που την ξεχώριζε απ’ όλες τις άλλες γυναίκες. Αυτήν την ομορφιά που είχε προσέξει ο Πιλάτος και την ανέφερε στον αυτοκράτορα Τιβέριο.
Αυτή την μάνα κάποια στιγμή, την αντικρίζει ο Ιησούς πάνω από τον σταυρό. «Ἰησοῦς οὖν ἰδών τήν μητέρα» (Ιω. 19,26). Παρούσα η αγνή μητέρα· άσβεστη λαμπάδα, δίπλα στον σταυρό του μαρτυρίου· σιωπηλή παραστεκάμενη. Η στοργή της μάνας εκείνη την στιγμή πλαισιώνει το πιο κακούργο ανθρώπινο έργο. Εκείνη την ώρα ακριβώς την «διώχνει» και ο μονάκριβος γιός της. «Γῦναι ἴδε ὁ υἱός σου» (Ιω. 19,27). Την εμπιστεύεται στον φίλο του και μαθητή του Ιωάννη για να μη την αφήσει σαν έρημη καλαμιά μέσα στην νεκρική ατμόσφαιρα. Εκείνος δε «ἔλαβεν αὐτήν εἰς τά ἴδια» για να της μαλάξει τον μητρικό πόνο.
Μέχρι την ώρα που θρήνησε τον εκλεκτό της καρπό, τον χυμώδη βλαστό, τον Υιό του Θεού, νεκρό πάνω στο ικρίωμα, έμεινε και έζησε ταπεινή, γλυκειά και απονήρευτη και έφυγε απ’ τον κόσμο στον οποίο ήλθε προορισμένη για την μοναδική αποστολή «άσπιλη, αμόλυντη, άφθορη, άχραντη». Κοιμήθηκε, σφραγίζοντας τις πόρτες του θανάτου. Η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων· η μητέρα της σωφροσύνης και της αγνείας· το καθαρό, ακέραιο και αμόλυντο άγαλμα φιλοτεχνημένο στα στείρα αρχικά σπλάχνα της μητέρας της Άννας –ζωοποιημένα όμως ύστερα από το θέλημα του Θεού– και αφιερωμένο σ’ αυτόν με το όνομα Μαρία που σημαίνει δυνατή, δοξασμένη, ελπιδοφόρα, Κυρία, δωρήτρια…
Ιδού η μήτηρ! Αυτή είναι η μάνα μας! Αυτήν την μάνα εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι σύγχρονοι διωκόμενοι Χριστιανοί από τον ενσκήψαντα ναομάχο «Λέοντα Αρμένιο», γιορτάζουμε στις 2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ! Τα γνήσια τέκνα γιορτάζουν την γνήσια και τιμημένη μάνα τους. Αυτή θα τα διαφυλάξει και πάλι, ο δε οψίνοος διώκτης, ο δούλος της εμπαθείας και της επάρσεως, θα διωχθεί δεινά από την ίδια του την θεομαχία ως εκείνος ο Λέων. Τα δε νόθα τέκνα της κοινωνίας, τα υποκατάστατα της αθεΐας, ας γιορτάζουν όποτε θέλουν την δική τους γιορτή «στα καμπαρέ της Μασσαλίας» σε ανάλογη ατμόσφαιρα και ας καμαρώνουν την γύμνια τους. Ψυχική και σωματική.
Όταν όμως έλθει η ώρα και «…ἤγγικεν», η άσχημη ώρα των δεινών, τότε άθελά τους όλες οι κουλτουριάρες φεμινίστριες, οι στυγνές φόνισσες αγεννήτων υπάρξεων, θα την θυμηθούν και «άθελά» τους θ’ αναφωνήσουν «Παναγιά μου σώσε μας. Σώσε την ζωή μας…» Για ψυχή όμως καμιά δεν ενδιαφέρθηκε τόσες δεκαετίες…
Αλλά ο πιστός λαός δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Έκλεψε την φράση «Ἰδού ἡ μήτηρ σου» από το στόμα του Χριστού και «ἔλαβε τήν Παναγία εἰς τά ἴδια». Χόρδισε την λύρα της καρδιάς του και της έψαλε ύμνους στοργής και λατρείας από το «Χαῖρε Μαρία» του Σούμπερτ ως το «Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» του Ακαθίστου. Και πάντοτε η γνήσια Χριστιανική ψυχή θα βρίσκει νέους τρόπους ν’ ανταποκρίνεται στην στερνή και τρυφερή επιθυμία του σταυρωμένου υιού «Ἰδού ἡ μήτηρ σου».
«…Μάνα, που πήρες απ’ όλα τα πλάσματα ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι’ ανέγγιχτ’ η δόξα σου μέσα στον χρόνο.
Μέσ’ στην αγκάλη σου, ω θαύμα! Κρατάς τον Θεό μας, Μητέρα
Κι είσαι απ’ τη γη κι’ απ’ τους κόσμους των άστρων, εσύ, πλατυτέρα!
(Γ. Βερίτης)
Αρίσταρχος