Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ

Η Παναγία, η Μαριάμ (Μαρία στα ελληνικά) είναι το πρόσωπο το οποίο ευλαβούνται οι χριστιανοί περισσότερο από κάθε άλλο ανθρώπου. Υπήρξε η γυναίκα, την οποία επέλεξε ο Θεός μεταξύ όλων των γυναικών όλων των εποχών για να φέρει στον κόσμο τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, που διακρίνεται για ανθρώπους παντελώς ανερ­μάτιστους και παράλληλα καυχησιολόγους στο έπακρο για τα δήθεν επι­τεύγματά τους, τα γραφέντα ως εισαγωγή του άρθρου φαντάζουν μωρολογί­ες. Δεν είναι εντυπωσιακό αυτό. Ο λόγος του σταυρού, το ευαγγελικό μήνυ­μα δηλαδή, φάνταζε ως μωρία και σε ανθρώπους της πρώτης μετά Χριστόν εποχής. Αυτό όμως δεν στάθηκε αρκετό, ώστε να ανασχεθεί η προσέλευση στη νέα πίστη πλήθους άλλων ανθρώπων, ώστε κατά τον τέταρτο αιώνα η πλειοψηφία των πολιτών της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να εγκολ­πωθούν αβίαστα τη νέα πίστη.

Και δεν ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο ο φιλοσοφικός λόγος, που χαρακτή­ριζε το Ευαγγέλιο μωρία. Ήσαν οι απηνείς διωγμοί κατά της νέας πίστης από εξουσία άκρως ανεκτική μέχρι τότε έναντι των διαφόρων θρησκευτικών δοξασιών, ακόμη και του ιουδαϊσμού! Το άκρως εκπληκτικό αυτό και ανερ­μήνευτο με βάση την υλιστική ερμηνεία της ιστορίας συμβάν παραθεωρεί­ται συνήθως από τους εμπαθείς και άκρως προκατειλημμένους ιστορικούς της νεωτερικότητας. Αυτοί έχουν πλούσια τροφή, τις αδυναμίες των χρι­στιανών μεταγενεστέρων εποχών, ώστε να στοχοποιήσουν το ευαγγελικό μήνυμα και στην επιεικέστερη κριτική διάθεση να το χαρακτηρίσουν ουτο­πικό.

Η Μαριάμ υπήρξε γόνος ιερατικής εβραϊκής οικογένειας. Οι Ευαγγελι­στές πολύ λίγα βιογραφικά της στοιχεία παραθέτουν. Ελάχιστοι είναι οι λόγοι της που έχουν διασωθεί στα Ευαγγέλια. Είναι άκρως εντυπωσιακή η αποχή της από τη δημοσιότητα, τότε που ο λαός έτρεχε να ακούσει τον λόγο του Γυιού της. Κάθε άλλη μάνα θα το είχε αυτό καμάρι και θα διεκδικούσε κάποιο μέρος της ανθρώπινης δόξας Του. Η Παναγία μας άφησε απαράμιλ­λο ανθρώπινο πρότυπο με τη σιωπή της.

Αργότερα οι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας την τίμησαν με πλήθος ύμνων ικεσίας, ευχαριστίας και εγκωμιαστικούς. Είναι ύμνοι που έστω και μόνο από φιλολογικής άποψης αν εξεταστούν είναι θαυμάσιοι! Όμως στο δυτικό προτεκτοράτο – νεοελληνικό κράτος από τη σύστασή του ο φιλολο­γικός κόσμος πλην εξαιρέσεων απαξίωνε και απαξιώνει στο έπακρο την εκ­κλησιαστική υμνογραφία και προβάλλει από την άλλη μονομερώς ωδές της αρχαιότητας κατά πολύ φτωχότερες λογοτεχνικά. Βέβαια δεν είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση νοηματική και ηθική. Επειδή όμως η φιλοσοφία της νεωτερικότητας είναι στο έπακρο εχθρική προς τη χριστιανική πίστη με την απαξίωση αναφοράς στην εκκλησιαστική υμνογραφία δηλώνεται η επάνοδος στον χαρακτηρισμό του Ευαγγελίου ως μωρίας.

Στα πλαίσια αυτά φιλόλογος σπάνια θα αισθανθεί ως φιλολογικό χρέος να αναλύσει τον ύμνο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ». Εμείς βέβαια δεν θα σταθού­με στη φιλολογική αξία του ύμνου, αλλά στην ιστορική σημασία αυτού. Η Κωνσταντινούπολη σώθηκε το 626 μ. Χ. ανέλπιστα από την επικείμενη άλωσή της από Αβάρους και άλλους πολιορκητές. Κλήρος και λαός απέδω­σε τη συντριβή του στόλου των πολιορκητών από φοβερή τρικυμία στην επέμβαση της Θεοτόκου. Με την καθιέρωση της εγκωμιαστικής ακολουθίας του «Ακαθίστου ύμνου» οι πρόγονοί μας εκδήλωσαν την άμετρη ευγνωμο­σύνη τους προς την σώτειρα της Πόλης. Και είναι και αυτός ο ύμνος θαυ­μάσιος από φιλολογική άποψη.

Έκτοτε και μέχρι τη δεύτερη άλωση της Βασιλεύουσας οι κάτοικοί της εί­χαν ακράδαντη την πίστη ότι η Παναγία σκέπει την Πόλη. Το είχε ιδεί αυτό σε όραμα ο όσιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν σαλός, στην καμπή των αιώνων 9ου προς 10ο με συνέπεια να καθιερωθεί η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Θεο­τόκου. Από σαλό τί να περιμένεις; Θα παρατηρήσει ο σύγχρονος ορθολογι­στής. Απορρίπτοντας το υπέρλογο της πίστης, καθώς θεοποίησε τη λογική του, προκειμένου να εδραιώσει τον αυτοθαυμασμό ο άνθρωπος της νεωτερι­κότητας, κατάντησε να αποκαλέσει στο τέλος τον εαυτό του παράλογο, προ­κειμένου να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του. Αλλά οι ενέργειές μας δεν είναι απόρροια παραλογισμού αλλά εμπάθειας. Τα πάθη όμως έχουν εξοβε­λιστεί από την ανάλυση του ανθρωπίνου προσώπου, επειδή η Εκκλησία μας καλεί να απαλλαγούμε από αυτά με την άσκηση και να οδεύσουμε προς τον θείο φωτισμό και τη θέωση!

Η Παναγία απέσυρε τη σκέπη της από τη Βασιλεύουσα στον καιρό της έσχατης παρακμής αυτής, τότε που τα πάθη είχαν κυριαρχήσει σε άρχοντες και αρχόμενους. Και η Πόλις εάλω! Ο λαός μας θρήνησε, όπως ακριβώς θρήνησε και η ίδια η προστάτρια του Γένους. Και έσπευσε ο πονεμένος λαός να την παρηγορήσει με το πονεμένο τραγούδι του «σώπασε κυ­ρά-Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις». Η Παναγία στάθηκε η παρηγορήτρα του λαού μας καθ’ όλη τη μακρά διάρκεια της φρικτής δουλείας. Ιδιαίτερα τι­μούσε ο λαός μας την κοίμησή της. Δεν ήταν θρηνητικός ο εορτασμός, αλλά ιδιαίτερα πανηγυρικός με έκδηλη την ελπίδα ότι «πάλι με χρόνους με και­ρούς». Και ήλθε το ποθούμενο, καθώς πολλοί υπόδουλοι άντεξαν στις πιέσεις προς εξισλαμισμό και δεν πρόδωσαν την πίστη τους! Η σύγχρονη εθνομηδενιστική ιστοριογραφία απαξιώνει το σθένος των υποδούλων προ­γόνων μας, οι οποίοι εμπνευσμένοι από το πνεύμα θυσίας των νεομαρτύρων της πίστης άντεξαν στη βία των κατακτητών. Ενδοτικοί στο έπακρο και υποταγμένοι πλήρως στον ξένο παράγοντα, «δια μιάν δολεράν καλημέραν των πρέσβεγων των ανθρωποφάγων», χωρίς νόημα ύπαρξης επιχειρούν τον αφανισμό της ιδιοπροσωπείας του λαού μας με την άγρια πολεμική τους κατά της πίστης μας και της πατρίδας μας.

Η άκριτη αποδοχή των λεγομένων ευρωπαϊκών αξιών μας οδήγησε στην κατάντια να βιώνουμε την τρίτη μεγάλη παρακμή του ελληνισμού. Η απαλ­λαγή από το ένδυμα της Παναγίας, όπως αυτή εικονίζεται στις παραδοσια­κές εικόνες, και η επάνοδος στην αφροδίσια ενδυμασία χαρακτηρίζεται απε­λευθέρωση και κατάκτηση. Το θλιβερό είναι ότι ο φαλλοκράτης άνδρας κα­τάφερε να πείσει τη γυναίκα ότι όντως έχει απελευθερωθεί! Ο ίδιος εκτο­νώνεται βλασφημώντας την Θεοτόκο κατά τρόπο άκρως αήθη. Ουδείς ανα­ρωτήθηκε γιατί βλασφημούνται ο Χριστός και η Παναγία μητέρα Του δύο χιλιάδες έτη μετά τον, κατά τους υλιστές, θάνατό τους. Απεναντίας θεωρεί­ται δικαίωμα η βλασφημία, ίσως και κατάκτηση, μάλιστα μετά την πρόσφα­τη τροποποίηση της ποινικής δικονομίας, ώστε να πάψει να θεωρείται η βλασφημία αδίκημα! Βέβαια η Παναγία δεν είχε την ανάγκη των δικαστηρί­ων του Καίσαρα προς αποκατάσταση της υπόληψής της. Πώς είναι δυνατόν η άσπιλη να αναμένει δικαίωση από ανυπόληπτους; Οι άνθρωποι αυτοί λη­σμόνησαν ακόμη και το έπος του 40, των αμέσων προγόνων τους. Οι ιστορι­κές μαρτυρίες για τη σκέπη της Παναγίας επάνω από τους στρατιώτες μας είναι πάμπολλες! Εμείς όμως επιδιώκουμε πάση θυσία την ιστορική λήθη. Μας είναι ανυπόφοροι αυτοί που βροντοφώναξαν όχι, εμπνευσμένοι από την πίστη τους. Εμείς επιχειρούμε να επιβάλουμε το ναι σε όλες τις απαιτή­σεις των ισχυρών!

Ασφαλώς και δεν έχει θέση πλέον η Παναγία στη χώρα μας. Δεν είναι δυ­νατόν να συγκινηθεί από την υποκριτική τιμή στην κοίμησή της την παρα­μονή αυτής με ευωχία και καταπάτηση της πατροπαράδοτης νηστείας. Θα υποστούμε τις συνέπειες της αφροσύνης μας; Ασφαλώς, ναι. Ίσως μετά από δυό τρεις γενιές να είναι περισσότερες στη χώρα μας οι Μαριγιέμ από τις Μαρίες. Αλλά οι μουσουλμάνοι τιμούν την Παναγία και δεν τη βλασφη­μούν!

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Κορυφή