Κάθε χρόνο μόλις έρχεται η Μ. Τεσσαρακοστή, συγκεντρωνόμαστε στους ναούς της Εκκλησίας μας κάθε Παρασκευή, για να υμνήσουμε την Θεοτόκο Μαρία. Να την υμνήσουμε μαζί με τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος πρώτος έμαθε το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Χριστού μας και της απηύθυνε το γνωστό «Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη σύ εν γυναιξίν». Να την υμνήσουμε ενώνοντας έτσι τις φωνές με όλες τις γενεές γενεών, οι οποίες μακάρισαν ανά τους αιώνες την τεκούσα τον δημιουργό της κτίσεως και του σύμπαντος. Να την υμνήσουμε με τον τόσο λαοφιλή και τόσο συνδεδεμένο με την εθνική μας ιστορία Ακάθιστο Ύμνο.
Ο ύμνος αυτός είναι πέρα για πέρα ορθόδοξος, πέρα για πέρα βιβλικός. Οι προτεστάντες μας κατηγορούν ότι υμνούμε υπέρμετρα μία γυναίκα, έστω και αγία. Μας κατηγορούν ότι ξεφεύγουμε σε ακρότητες και υπερβολές. Δεν έχουν όμως δίκαιο. Η ίδια η Γραφή μας λέγει ότι η ίδια η Παναγία μετά την επίσκεψη της στην Ελισάβετ, την μητέρα του Προδρόμου, όταν άκουσε τον προφορικό χαιρετισμό της Ελισάβετ «ευλογημένη σύ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου» επλήσθη και η ίδια Πνεύματος Αγίου και προφήτεψε εκείνη την παράδοξη, για την εποχή της, προφητεία· «Ιδού γάρ από του νύν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί». Γραφικός λοιπόν και ορθόδοξος ο ύμνος μας.
Πλην όμως ο δικός μας λόγος, ο δικός μας ύμνος, όσο και αν θέλουμε δεν έχει να προσθέσει τίποτα το ιδιαίτερο, ούτε στον ύμνο του αρχαγγέλου, ούτε στον ύμνο της Ελισάβετ, ούτε στον ύμνο των αγίων της Εκκλησίας μας. Συγκρινόμενοι εμείς με αυτούς τους θεόπνευστους και θεοδίδακτους, που έγραψαν όσα γράψανε κινούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, μοιάζουμε με ψάρι άφωνο που δεν μπορεί να μιλήσει καθόλου. Τι να πούμε εμείς οι άγευστοι θείων εμπειριών; Εμείς που καθημερινά με λογισμούς, λόγους και πράξεις μολύνουμε το «κατ’ εικόνα» και δεν αγωνιζόμαστε να φθάσουμε το «καθ’ ομοίωσιν»; Δεν έχουμε να πούμε τίποτα δικό μας, απλώς επαναλαμβάνουμε τους ύμνους της Εκκλησίας μας. Ειδικά στην περίπτωση αυτή τον Ακάθιστο Ύμνο.
* * *
Ποιος είναι ο συγγραφέας του Ακάθιστου Ύμνου; Δεν γνωρίζουμε. Προτάθηκαν πολλοί λόγιοι της Εκκλησίας μας και ποιητές που έζησαν σε διαφορετικές εποχές και χρόνους. Δεν έχουμε όμως κανένα σίγουρο στοιχείο για να ανακαλύψουμε την ταυτότητα του ποιητού. Και αυτό είναι η απόδειξη ότι θεληματικά ο άγνωστος ποιητής έκρυψε το όνομά του. Είναι μία απόδειξη ότι και ο ίδιος ήταν ταπεινός όπως και η Παναγία την οποία ύμνησε.
Μας λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, όταν ο άγγελος Γαβριήλ είπε τον γνωστό χαιρετισμό «χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν», τότε η Παναγία μας αντί να χαρεί και να βγει έξω από το σπίτι της και να ξεσηκώσει τον κόσμο, ότι αυτή είναι η ευλογημένη, η χαριτωμένη, η διαλεγμένη, όπως κάνουν μερικές ελαφρόμυαλες γυναίκες οι οποίες γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε· «είδα την Παναγία», «είδα τον Χριστό», και άλλα παρόμοια, η Παναγία μας δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Αλλά ταράχθηκε· «η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος». Αν και δεν είχε αμαρτίες, αν και είχε αγωνισθεί σκληρά και με συνέπεια όλη της την προηγούμενη ζωή να καταστήσει τον εαυτό της χαριτωμένο και ευλογημένο, εν τούτοις ταράσσεται. Γνωρίζει την ιερά ιστορία και πως η Εύα καταστράφηκε από παρόμοιο χαιρετισμό και συνομιλία με τον άγγελο του σκότους. Γνωρίζει ότι και κει ο διάβολος μίλησε για θέωση και για δοξασμό των ανθρώπων. Γνωρίζει ότι μόλις πίστευσαν οι πρωτόπλαστοι στο άγνωστο ον που τους συκοφαντούσε τον Θεό, οδηγήθηκαν στην παρακοή, στην διακοπή της κοινωνίας τους με τον Θεό, στην έξωση από τον παράδεισο. Και φοβάται· ταράζεται· δεν το παίρνει επάνω της. Δεν κολακεύεται· δεν γλυκαίνεται· δεν ζαλίζεται από τον χαιρετισμό. Πόση η ταπείνωση της Παναγίας μας!
Κι αργότερα όταν πείσθηκε ότι είναι θέλημα Θεού να γεννήσει τον Υιό του και είπε· «Ιδού η δούλη του Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» πόσο ταπεινώθηκε. Δεν έδειξε απλώς υπακοή με τα λόγια αυτά αλλά άκρα ταπείνωση και σταυρική αυταπάρνηση. Διότι ήξερε ότι κανείς δεν θα τη πίστευε, ότι γέννησε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Αυτό ήταν πρωτάκουστο και άκρως παράδοξο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Ακόμα και ο Ιωσήφ θα την υποπτευόταν, όπως και έγινε. Και η τιμωρία για γυναίκα που αποκτούσε εξώγαμο ήταν θάνατος δια λιθοβολισμού, σύμφωνα με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Το δε χείριστο στην υπόθεση δεν είναι ο φρικτός θάνατος, αλλά ότι θα πέθαινε σαν μία κοινή γυναίκα. Πόσο μαρτυρική ταπείνωση είχε η Παναγία μας για να πει· « ιδού η δούλη Κύριου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου»!
* * *
Η ταπεινοφροσύνη λοιπόν που κοσμούσε την Παναγία ήταν και το κόσμημα της αγίας ψυχής του υμνογράφου του Ακάθιστου Ύμνου. Θέλησε και προσπάθησε να υμνήσει την Παναγία και τον Κύριο, όχι απλώς με το στόμα του, με τα ποιήματα του, με το ταλέντο του, αλλά με ολάκερο τον βίο του, με ολόκληρη τη ζωή του. Διότι μόνο εκείνος ο ύμνος που βγαίνει μέσα από την καρδία του ανθρώπου και με τον οποίο συμφωνούν τα έργα και οι σκέψεις και οι λογισμοί του ανθρώπου ταιριάζει στην Παναγία μας. Μόνο εκείνος ο ύμνος τον οποίο ψάλλει ολόκληρος ο άνθρωπος, και η ψυχή του και το σώμα του και το πνεύμα του, είναι πραγματικός ύμνος και σύμφωνος με το μυστήριο και το θαύμα της Παναγίας. Όταν υμνεί τον Κύριο και την Παναγία του Μητέρα μόνο ο εξωτερικός εαυτός μας, δηλαδή τα χείλη μας, η γλώσσα μας, τα χέρια μας που σταυροκοπιούνται, τα πόδια μας που κάνουν μετάνοιες, και ο εσωτερικός μας άνθρωπος, δηλαδή η καρδιά μας, η σκέψη μας, οι επιθυμίες μας, η θέληση μας, υμνούν κάτι άλλο, κάποιο είδωλο ή κάποιον άλλον Θεό, τότε ο άνθρωπος γίνεται σχιζοφρενικό όν ή «ανήρ δίψυχος», όπως λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, και αποβαίνει διπλοπρόσωπος, υποκριτής, φαρισαίος και τον ύμνο του δεν τον δέχεται ο Θεός.
* * *
Αυτή την υποκριτική λατρεία την καταδικάζουν σκληρά οι προφήτες. Λέγει ο προφήτης Ησαΐας· «Τι να κάνω το πλήθος των προσφορών σας και των αφιερωμάτων σας; Τι να κάνω τα κριάρια και τους τράγους και τους ταύρους; Τι να κάνω την σεμίδαλη και το θυμίαμα και τις νηστείες σας, τις νουμηνίες, τα Σάββατα και τις γιορτές σας; Όλα αυτά τα μισώ, σας βαρέθηκα, σας μπούχτισα. Όταν σηκώνετε τα χέρια σας για προσευχή θα πάρω τα μάτια μου να μη σας βλέπω. Και όσο και να πληθύνετε τις προσευχές σας δεν θα σας ακούσω. Γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίμα. Λουσθείτε, γίνετε καθαροί, σταματήστε να κάνετε κακό, βοηθήστε τις χήρες και τα ορφανά, τους αδικημένους και τότε θα σας δεχθώ (Ησ. 1, 11-17)
Για να κατανοήσουμε πληρέστερα τα λόγια του προφήτη Ησαΐα ας θυμηθούμε την θυσία του Κάιν, ο οποίος πρόσφερε τυχαία και όχι καλής ποιότητας γεωργικά προϊόντα, σε αντίθεση με τον αδελφό του τον Άβελ που πρόσφερε τα πρωτότοκα και πιο ρωμαλέα και παχιά ζώα του. Ας θυμηθούμε την προσευχή του Φαρισαίου, που προσευχόταν μόνο για να επαινεί τον εαυτό του και να δοξάζεται. Ας θυμηθούμε αυτό που λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (5,23)· « Εάν προσφέρεις το δώρο σου επί το θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο, και πήγαινε πρώτα και συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε έλα και πρόσφερε το δώρο σου». Ο Θεός δεν θέλει τέτοιες εξωτερικές, τυπικές, διπλωματικές ή εμπορικές θυσίες και προσευχές. Ο Θεός θέλει προσφορά ολόκληρο το είναι μας. Τότε πραγματοποιείτε αυτό που λέμε στο ‘Πάτερ ημών’… «αγιασθήτω το όνομα σου…». Πως αγιάζεται το όνομα του Θεού; Πως δοξάζεται; Με την έμπρακτη εφαρμογή του ευαγγελίου. Με την βίωση των εντολών του Χριστού. «Ούτω λαμψατω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δόξασι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοις» (Ματθ. 5,16).
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ