ΞΕΝΟΝ ΤΟΚΟΝ ΙΔΟΝΤΕΣ ΞΕΝΩΘΩΜΕΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΝ ΝΟΥΝ ΕΙΣ ΟΥΡΑΝΟΝ ΜΕΤΑΘΕΝΤΕΣ

 

Μεταξύ των κειμένων των λεγομένων αποστολικών πατέρων, δηλαδή των πατέρων που διαδέχθηκαν τους αποστόλους, είναι και η «Προς Διόγνητον επιστολή». Το κείμενο αυτό είναι μία απολογητική πραγματεία που γράφτηκε τα τέλη του Β΄ αιώνος. Ο συγγραφεύς του είναι άγνωστος, ο δε Διόγνητος είναι επιφανής εθνικός που ζητά να μάθει για την πίστη των χριστιανών. Μερικοί λέγουν ότι ίσως είναι ο ομώνυμος διδάσκαλος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου (121-180 μ. Χ.), ο οποίος αυτοκράτωρ ήταν και στωϊκός φιλόσοφος (Εις εαυτόν 1,6).

  Στη πραγματεία αυτή, που είναι υποδειγματική για τη γλαφυρότητα και καλλιέπεια της, γίνεται λόγος ανάμεσα στ’ άλλα και για την «ξενητεία» των χριστιανών. Τι σημαίνει ξενητεία; Είναι η αίσθηση που είχαν οι χριστιανοί ότι ήταν «πάροικοι και παρεπίδημοι» σ’ αυτόν τον κόσμο, μ’ αποτέλεσμα να μη απορροφόνται από τα κάλλη  και τις ομορφιές του ούτε να στενοχωριόνται υπερβολικά για τα λυπηρά και άσχημα αυτής της ζωής, αλλά όλα να τα βλέπουν σχετικά και αδιάφορα. Μοιάζανε με τον μετανάστη που έχει το νου του στην πατρίδα του και στην οικογένεια του και δεν έχει μάτι να προσέξει τις ομορφιές της ξένης χώρας που τον φιλοξενεί· αλλά συγχρόνως αντέχει και στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που παρουσιάζονται, γιατί το μυαλό του είναι αλλού.

  Γράφει λοιπόν ο άγνωστος συγγραφεύς· «Βλέπω εξοχώτατε Διόγνητε ότι έχεις ζήλο να μάθεις τι Θεό πιστεύουν οι χριστιανοί και πως η θρησκεία που έχουν τους κάνει να αδιαφορούν για τα παρόντα και να μη φοβούνται τον θάνατο». Βλέπουμε λοιπόν ότι τόσο πολύ ήταν η «ξενητεία» των χριστιανών, που ο Διόγνητος ρωτά να μάθει τι Θεό πιστεύουν και πως αδιαφορούν για τα παρόντα και καταφρονούν τον θάνατο. Οι χριστιανοί την εποχή εκείνη ήταν μια καινούργια τάξη ανθρώπων και ζούσαν μια καινούργια ζωή που εντυπωσίαζε τους ειδωλολάτρες. Γινόταν πραγματικότητα αυτό που πολύ αργότερα θα γράψει ο συγγραφεύς του Ακαθίστου Ύμνου· «Νέαν έδειξε κτίσιν, εμφανίσας ο κτίστης, ημίν τοις υπ’ αυτού γινομένοις».

 

   Και ο άγνωστος συγγραφεύς παρουσιάζει την ζωή των χριστιανών.

  «Οι χριστιανοί δεν ξεχωρίζονται από τον τόπο που κατοικούν ούτε από τη γλώσσα που μιλούν ούτε εξωτερικά έχουν κάτι που να διαφέρει. Ούτε πόλεις ιδιαίτερες κατοικούν· κατοικούν όπου έλαχε ο καθένας. Σε πόλεις πολιτισμένες και απολίτιστες. Ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες στα φορέματα, στα φαγητά, στην υπόλοιπη ζωή. Κι όμως η πολιτεία τους φαίνεται θαυμαστή και ομολογουμένως παράδοξη. Πατρίδα τους έχουν κι αυτοί ένα ορισμένο τόπο, αλλά ζουν ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα ως πολίτες και όλα τα υπομένουν ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος.

  Είπα έχουν τις ίδιες συνήθειες αλλά και διαφέρουν. Παντρεύονται όπως όλοι· κάνουν παιδιά· δεν τα απορρίχνουν όμως. Κάθονται σε κοινό τραπέζι, αλλά δεν έχουν κοινό κρεββάτι. Έχουν σώμα από σάρκα, αλλά δεν ζουν κατά σάρκα. Στη γη περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Αγαπούν όλους και όλοι τους καταδιώκουν. Δεν τους ξέρουν κι όμως τους καταδικάζουν. Τους θανατώνουν κι αυτοί ζωοποιούνται. Πτωχεύουν κι όμως πλουτίζουν πολλούς. Απ’ όλα στερούνται κι όλα τα έχουν περίσσια. Ατιμώνονται κι όμως η ατιμία τους δοξάζει. Βλασφημούνται και βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδορούνται και ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Αγαθοποιούν και τιμωρούνται ως κακοποιοί. Και οι Ιουδαίοι τους πολεμούν και οι ειδωλολάτρες τους καταδιώκουν. Κι όλοι αυτοί δεν ξέρουν την αιτία που τους μισούν.

   Ότι είναι για το σώμα η ψυχή είναι για τον κόσμο οι χριστιανοί. Είναι απλωμένη σ’ όλα τα μέλη του σώματος η ψυχή και οι χριστιανοί είναι κατάσπαρτοι στην οικουμένη. Κατοικεί μέσα στο σώμα η ψυχή, αλλά δεν είναι  του σώματος. Και οι χριστιανοί κατοικούν μέσα στον κόσμο, αλλά δεν είναι του κόσμου. Αόρατη η ψυχή φρουρείται μέσα στο ορατό σώμα. Και οι χριστιανοί ξέρουμε όλοι ότι βρίσκονται μέσα στον κόσμο, αλλά η θεοσέβεια τους μένει αόρατη. Μισεί την ψυχή η σάρκα και την πολεμά ενώ σε τίποτα δεν την αδικεί η ψυχή, διότι την εμποδίζει να ριχτεί στις ηδονές. Μισεί ο κόσμος τους χριστιανούς για τον ίδιο λόγο. Η ψυχή αγαπά την σάρκα και τα μέλη της που την μισούν. Και οι χριστιανοί αγαπούν εκείνους από τους οποίους μισούνται. Η ψυχή είναι φυλακισμένη στο σώμα, αλλά αυτή το συγκρατεί στην ζωή. Και οι χριστιανοί είναι δεσμώτες του κόσμου, αλλά ο κόσμος ζη χάρι σ’ αυτούς. Αθάνατη είναι η ψυχή και κατοικεί σε θνητό σκήνωμα. Και οι χριστιανοί περνούν μέσα από την φθορά κατευθυνόμενοι προς την ουράνια αφθαρσία».

 

*  *  *

  Ο Ακάθιστος Ύμνος –που ψάλλεται αυτές τις μέρες στις εκκλησίες μας– μεταξύ των άλλων μας συμβουλεύει, αφού παρατηρήσουμε και μελετήσουμε τον παράδοξο, περίεργο, υπερφυσικό, ασύλληπτο και ακατανόητο διανοητικώς, τοκετό του Χριστού, να αποστασιοποιηθούμε από το αμαρτωλό και υλιστικό πνεύμα του κόσμου αυτού. Να μεταθέσουμε το νουν μας στον ουρανό και η διαγωγή μας, το φρόνημά μας, η ζωή μας να είναι επουράνια, αγγελικά, υπερκόσμια. «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες». Το ότι αυτό είναι δυνατό να συμβεί και να πραγματοποιηθεί απ’ όλους τους χριστιανούς, και όχι μόνο από τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας, μας το πιστοποιεί και το αποδεικνύει η «Προς Διόγνητον επιστολή», απόσπασμα της οποίας παραθέσαμε. Ας παραδειγματισθούμε και ας εμπνευσθούμε από το υπέροχο αυτό κείμενο, ας το κάνουμε καθημερινό μας εντρύφημα, και ας αγωνισθούμε να το βιώσουμε και εμείς. 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή