«Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τὴ γενεὰ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε Νῶε» (Γέν. 6,9). Μ’ αὐτὲς τὶς λέξεις παρουσιάζει ἡ Γραφὴ τὴν προσωπικότητα τοῦ Νῶε. Ἃς τὶς μελετήσουμε μία-μία.
Τὸν ἀναφέρει ἐν πρώτοις ὡς ἄνθρωπο. Λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι τὸ κοινὸ ὄνομα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὸν δίκαιο αὐτὸν γίνεται ἐγκώμιο. Ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς ἡ λέξη ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ μεγάλο καὶ θαυμαστό. Ἃς θυμηθοῦμε τὶς παροιμίες ποῦ ὑπάρχουν· «Περπάτα σὰν ἄνθρωπος», «Δὲν εἶσαι ἄνθρωπος ἐσύ;», «Πόσο χαριτωμένο ὂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ἄνθρωπος» καὶ ἄλλες παρόμοιες. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ εἶχαν παύσει νὰ εἶναι ἄνθρωποι. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ πνεῦμα καὶ σάρκα. Εἶναι δισυπόστατος. Ὅταν χαθεῖ τὸ πνεῦμα καὶ παραμείνει μόνο ἡ σάρκα καὶ κυριαρχεῖ καὶ κατεξουσιάζει, αὐτὴ καὶ μόνο, ὁλόκληρη τὴν προσωπικότητα, τότε ὁ ἄνθρωπος καταντᾷ σάρκα, δηλαδὴ κρέας. Μοιάζει μὲ τὶς σάρκες τῶν ζῴων ποὺ κρέμονται στὰ κρεοπωλεῖα ἄψυχες καὶ ἀπνευμάτιστες. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ εἶχαν γίνει σάρκες (Γέν. 6,3). Ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ τὴν ὕλη, τὶς ζωικὲς ἀπολαύσεις, τὴν τωρινὴ ζωή. Καμμία μεταφυσικὴ ἀνησυχία, κανένας θεῖος πόθος, καμμία νοσταλγία τοῦ χαμένου παραδείσου.
Πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀπαντώντας πὼς θὰ εἶναι οἱ ἡμέρες ποὺ θὰ γίνει ἡ Β΄ Παρουσία, λέγει ὅτι θὰ εἶναι ὅπως οἱ ἡμέρες τοῦ Νῶε καὶ τοῦ Λὼτ (Λούκ. 17,26). Ἔτρωγαν, ἔπιναν, παντρευόταν, ἀρραβωνιαζόταν, πωλοῦσαν, φύτευαν, ἔκτιζαν. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴ ἔκαναν κάτι τὸ ἰδιαίτερα ἁμαρτωλό. Εἶχαν ξεχάσει ὅμως τὸν οὐρανό, τὸ Θεό. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶχε καμμία σχέση μὲ τὴ ζωή τους. Σημειώνει χαρακτηριστικὰ ἡ Γραφή, ὅτι προκειμένου νὰ παντρευτοῦν, δὲν ἐνδιαφερόταν ἂν ὁ μελλοντικὸς σύντροφός τους εἶχε σωστὸ χαρακτῆρα, ἂν εἶχε σχέση μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο ἂν εἶχε ὀμορφιὰ καὶ σωματικὰ προσόντα (Γέν.6,9). Στὶς ἐπιδιώξεις τοὺς κυριαρχοῦσε τὸ ἔνστικτο καὶ ἡ ζωικὴ ὁρμή. Αὐτὴ ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι ἡ χειρότερη καὶ φοβερώτερη ἁμαρτία.
Ὁ Νῶε λοιπὸν ἦταν ἄνθρωπος, διότι διέσῳζε τὸ «κατ’ εἰκόνα». Ἄνθρωπος, κατὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ διασῴζει τὸ «κατ’ εἰκόνα». Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸ πὼς θὰ πετύχει τὸ καθ’ ὁμοίωση. Ἂν αὐτὸ δὲν ὑπάρχει τότε ἡ Γραφὴ μιλᾷ γιὰ «σάρκες» καὶ ὄχι γιὰ ἀνθρώπους. Ἢ μιλᾷ γιὰ χῶμα! «Ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας (Γέν. 6,11). «Καὶ εἶδεν Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἣν κατεφθαρμένη, ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς». Ἐδῶ φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι δὲν μιλᾷ διὰ τὴν αἰσθητὴ γῆ, ἀλλὰ τοὺς κατοίκους τῆς γῆς τοὺς ὀνομάζει γῆ, δηλαδὴ χῶμα.
Ἀλλοῦ πάλι ἡ Γραφὴ δίνει στοὺς ἀνθρώπους ὀνόματα ζῴων, ὅταν αὐτοὶ γίνονται αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν. «Ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγένοντο» (Ἱερ.5,1). «Ἰὸς (δηλητήριο) ἀσπίδων (φίδια) ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν» (Ψάλμ.13,3). «Κύνας ἐνεούς»=ἄφωνα σκυλιὰ (Ἤσ. 56,10). Ἀκόμη καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη ποὺ διαπνέεται ἀπὸ πνεῦμα φιλανθρωπίας καὶ ἐπιεικείας τοὺς ὀνομάζει παρόμοια. «Γεννήματα ἐχιδνῶν, τὶς ὑπέδειξεν ὑμὶν φυγεὶν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» (Μάτθ. 3,7). «Εἴπατε τὴ ἀλώπεκι ταύτη» (Λούκ.13,32). Ἀλεποῦ ὀνομάζει ὁ Χριστὸς τὸν Ἡρῴδη τὸν Ἀντίπα!
Παρατηρώντας τὰ χωρία αὐτά, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὸ ἐλεεινὸ πρᾶγμα ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι στεροῦνται τὸ δικαίωμα νὰ ὀνομάζονται ἄνθρωποι, ἐνῷ κλήθηκαν νὰ γίνουν ἀκόμη καὶ «υἱοὶ Θεοῦ».
Ἀλλοῦ πάλι λέγει ἡ Γραφή· «Ἦλθον καὶ οὐκ ἣν ἄνθρωπος» (Ἤσ. 50,2). Ἐδῶ οὔτε σάρκα οὔτε γῆ οὔτε ζῷα τοὺς ὀνομάζει, διότι θεωρεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχουν καθόλου! Καὶ τοὺς θεωρεῖ ἔτσι, διότι δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ Θεό, δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ θέλημά του. Συνεχίζουν τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας, ποὺ προσπάθησαν νὰ βροῦν τὴν εὐτυχία καὶ τὴ θέωση μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ λέγει ἀλλοῦ ἡ Γραφὴ ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους δὲν τοὺς θυμᾶται, διότι τοὺς θεωρεῖ ἀνύπαρκτους.
Ὁ Νῶε λοιπὸν ἦταν ἄνθρωπος καὶ μάλιστα «δίκαιος». Στὴ Γραφὴ δίκαιος εἶναι ὁ καθ’ ὅλα ἐνάρετος, ὁ τέλειος. Δὲν εἶχε μία ἢ κάποιες ἀρετὲς ἐνῷ ὑστεροῦσε σ’ ἄλλες, ἀλλὰ ὅλες τὶς εἶχε στὸν ὑπερθετικὸ βαθμό. Αὐτὸ εἶναι ἀσυνήθιστο καὶ πολὺ σπάνιο.
«Ἐν τὴ γενεὰ αὐτοῦ». Ἐνῷ ἡ γενεὰ τοῦ εἶχε διαφθαρεῖ, ἐκεῖνος εἶχε ἀρετὴ καὶ μάλιστα καθολική. Εὔκολο εἶναι νὰ εἶσαι ἐνάρετος μέσα σὲ μιὰ κοινωνία ἁγίων ἢ σ’ ἕνα μοναστῆρι μὲ σωστοὺς μοναχούς, ἀλλὰ δύσκολο νὰ εἶσαι ἅγιος μέσα σὲ μιὰ σάπια καὶ ἀθεόφοβη κοινωνία. Ὁ Νῶε ὅμως δὲν ἦταν μοναχὸς ποὺ ἔζησε στὸ ἤρεμο καὶ φιλόθεο περιβάλλον ἐνὸς μοναστηριοῦ, κάτω ἀπὸ καθοδήγηση καὶ στήριξη πνευματική, ἀλλὰ ἔγγαμος ποὺ ἔζησε ὅταν ὁ κόσμος βρισκόταν στὸ ναδὶρ τῆς καταπτώσεώς του καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὸν στηρίζει κανείς. Κι ὅμως ἔφθασε ἐκεῖ ποὺ ἔφθασε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ βέβαια. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἔγγαμοι ἐπίσης ἦταν ὁ ἀναληφθεῖς στοὺς οὐρανοὺς -λόγω ἀρετῆς- Ἐνὼχ (Γέν.5,21-24), οἱ θεόπτες Μωυσῆς καὶ Ἠσαΐας, ὁ πολύπαθος Ἰώβ, τὸ πρότυπό της πίστεως, ὁ Ἀβραάμ, καὶ ἀναρίθμητοι ἄλλοι.
«Τῷ Θεῷ εὐηρέστησε ὁ Νῶε». Ὁ πλοῦτος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἦταν τόσο μεγάλος, ὥστε ἀπέσπασε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνο σώθηκε ἀπὸ τὴν καταστροφή, ἀλλὰ ἔγινε καὶ σωτῆρας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἡ μεγαλύτερη κόλαση εἶναι νὰ χάσουμε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ· ὁ μεγαλύτερος παράδεισος νὰ τὴν ἀποκτήσουμε.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ