Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ (Β'.)
Ο Κύριος σιωπούσε και το δράμα της Άννας συνεχιζόταν, αλλά και αυτή συνέχιζε να προσεύχεται με πόνο και με κλάμα κάθε φορά που ανέβαιναν στο ναό, χωρίς να τρώει και να συμμετέχει στη χαρά του πανηγυριού. Παρατεταμένη η οδύνη της και μεγάλο το μήκος της λύπης της. Όχι δύο και τρεις μέρες, ούτε είκοσι και εκατό, ούτε χίλιες και δύο χιλιάδες, για πολλά χρόνια λυπόταν και έκλαιγε. Δεν αποθαρρυνόταν με τίποτα. Δεν έκαμψε την επιμονή της ούτε το μήκος του χρόνου, ούτε η μειωτική συμπεριφορά και οι κακολογίες της αντιζήλου, ούτε η παρατεινόμενη σιωπή του Θεού. Προσευχόταν συνεχώς και παρακαλούσε τον Κύριο να της χαρίσει ένα παιδί. Το σπουδαιότερο είναι ότι δεν επιθυμούσε απλώς να αποκτήσει το παιδί γι’ αυτήν και για ν’ ανυψώσει το γόητρό της, ούτε για να κερδίσει τον άνδρα της, αφού αυτός την αγαπούσε έτσι κι αλλιώς και μάλιστα λυπόταν που την έβλεπε να αθυμεί και να κλαίει και της έλεγε ότι αυτός αξίζει περισσότερο κι από δέκα παιδιά, αλλά ήθελε το παιδί για να το αφιερώσει στο Θεό, να κάνει αντίδωρο σε Εκείνον το δώρο που θα της έδιδε.
Έτσι κάποια φορά που ήρθαν στην Σηλώμ για να προσκυνήσουν, αυτή «μετά το φαγητό» κάθισε μέσα στο ναό και προσευχόταν. Δεν είναι τυχαίο το ότι πήγε στο ναό μετά το φαγητό. Γιατί μετά το φαγητό και το ποτό, που συνήθως το συνοδεύει και μάλιστα σε εορταστική περίοδο, ο άνθρωπος νιώθει ανάγκη για ανάπαυση και για ύπνο. Τα πάντα στην προσωπικότητα του αδρανούν και το σώμα του προσπαθεί να αφομοιώσει την τροφή και δεν επιθυμεί ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο. Κι όμως η Άννα τον καιρό της αναπαύσεως και της ψυχαγωγίας τον έκανε καιρό προσευχής και δακρύων. Ο άγιος Χρυσόστομος στα έργα του, μετά από παρόμοιες βιβλικές αφορμές, συνιστά σαν κατ’ εξοχή περίοδο προσευχής την ώρα μετά το φαγητό. Και για να το κατορθώσουμε αυτό συνιστά να τρώμε λίγο, ώστε μετά να μη ναρκωθούμε, αλλά να μπορούμε ν’ ασχοληθούμε και με το έργο της προσευχής με πνευματική διαύγεια και ψυχική επαγρύπνηση. Να κατορθώσουμε έτσι, εφαρμόζοντας τις συμβουλές του, να συναγωνιστούμε με το σώμα μας τους ασώματους αγγέλους. Όπως λέγει ο ψαλμωδός· «εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου και εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι» (Ψαλμ. 137,1). Το «εναντίον αγγέλων» σημαίνει θα συναγωνιστώ τους αγγέλους στο ύψιστο έργο της προσευχής.
Και κάτι άλλο στο κατώφλι του ναού καθόταν ο αρχιερέας Ηλί, αλλά η Άννα δεν απευθύνθηκε σ’ αυτόν. Δεν τον παρακάλεσε να μεσιτεύσει γι’ αυτήν. Αλλά όπως μια γυναίκα απροστάτευτη και έρημη, όταν αδικείται πολύ και συνεχώς απειλείται, καταφεύγει κατ’ ευθείαν στον ανώτατο άρχοντα της χώρας και προσπερνά όλους τους υπασπιστές και φρουρούς του, χωρίς να ντρέπεται και χωρίς να διστάζει, έτσι έκανε και η Άννα. Με θάρρος και πόθο, αλλά και με δάκρυα και οδυρμούς προσπαθούσε να πετύχει την βοήθειά του. Κι όπως και η πιο σκληρή γη, όταν πέφτουν βροχές, μαλακώνει έτσι και η μήτρα της Άννας μαλάκωσε από τα δάκρυα, ζεστάθηκε από τον πόνο και άρχισε να διεγείρεται με την βοήθεια του Θεού!
Προσευχόταν λοιπόν χωρίς να μιλά, αλλά σαλεύοντας μόνο τα χείλη της. Ανάφερε όχι μόνο ένα όνομα του Θεού αλλά πολλά, για να τον τιμήσει και να τον συγκινήσει να δει θετικά το αίτημά της. «Αδωναΐ Κύριε, Ελωέ Σαβαώθ» δηλαδή «Δέσποτα μου Κύριε, Θεέ των δυνάμεων». Ζητούσε δε από τον Θεό να της χαρίσει ένα αγόρι κι αν γινόταν αυτό, αυτή θα το αφιέρωνε στον Κύριο. Θα ζούσε σαν αφιερωμένος-Ναζιραίος. Δεν θα έπινε ποτέ οίνο ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό ούτε θα ξυριζόταν και θα κουρευόταν ποτέ, σύμφωνα με όσα ίσχυαν στην Παλαιά Διαθήκη για τους Ναζιραίους. Συνέχισε έτσι να προσεύχεται για πολλή ώρα, χωρίς φωνή, αλλά μέσα από την καρδιά της, ενώ τα χείλη της μόνο σάλευε.
Την είδε ο ιερέας Ηλί, που καθόταν στο κατώφλι της εισόδου του της σκηνής του μαρτυρίου, να προσεύχεται με αυτό τον τρόπο και νόμισε ότι ήταν μεθυσμένη και παραμιλούσε. Πάντοτε σε μεγάλες θρησκευτικές εορτές υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι τις γιορτάζουν κοσμικά και έτσι γίνονται διάφορες παρεκτροπές. Πήγε ο υπηρέτης του Ηλί τότε την μάλωσε και της είπε· «Μέχρι πότε θα είσαι σ’ αυτή την κατάσταση μεθυσμένη; Πάρε τον οίνο σου και φύγε από το ναό του Κυρίου». Τότε του αποκρίθηκε η Άννα· «Όχι Κύριε. Δεν είμαι μεθυσμένη ούτε πιωμένη· αλλά βρίσκομαι σε μια πολύ δύσκολη για μένα κατάσταση. Δε έχω πιει κρασί ή άλλο ποτό, αλλά ξεχύνω τον εαυτό μου ενώπιον του Κυρίου. Μη νομίσεις ότι είμαι διεφθαρμένη γυναίκα, απλώς έχω λιώσει κι έχω ζαλιστεί από τον πόνο κι από το παρακαλητό μου». Τότε ο `Ηλί της είπε· «Πήγαινε παιδί μου στο καλό· εύχομαι ο Θεός του Ισραήλ να σου δώσει ό,τι του ζήτησες».
Η απάντηση της Άννας στον ιερέα είναι ο καλύτερος ορισμός για το τι είναι προσευχή. Είναι ξεχείλισμα της ψυχής. Ανάθεση των προβλημάτων των δυσκολιών της ζωής μας σε Εκείνον. Είναι αυτό που μας προτρέπει ο ιερέας στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας. «Εαυτούς και αλλήλους και πάσα την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Και ο Παύλος μας συνιστά· «Για τίποτα μην αγωνιάτε, αλλά για κάθε πρόβλημά σας προστρέξτε στον Θεό και δια της προσευχής αναθέστε το σε Εκείνον, αφού συγχρόνως ευχαριστήσετε και για όσα αιτήματά σας έχετε λάβει απάντηση μέχρι τώρα» (Φιλιπ. 4,6).
Ξεχείλισμα λοιπόν της ψυχής είναι η προσευχή αλλά συγχρόνως και λιώσιμο. Ό,τι προσφέρουμε στο Θεό, λάδι, κερί, θυμίαμα, λιώνει και διαλύεται. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου» (Ψαλμ. 140,2). Έτσι και η προσευχή είναι ανάθεση του εαυτού μας στον Θεό, πλήρη εγκατάλειψη στο θέλημά του και στην πρόνοιά του, και συγχρόνως λιώσιμο. Η προσευχή είναι η πιο όμορφη θυσία. Πολλές φορές εμείς μένουμε στις λαμπάδες, στο λάδι, στο θυμίαμα και ξεχνούμε ότι η ωραιότερη προσφορά είναι το ξεχείλισμα της ψυχής μας και το λιώσιμο του εαυτού μας. Λιώσιμο από αγάπη και πόθο για τον Θεό.
Κι άλλες πνευματικές θυσίες απαιτούν το λιώσιμο. Η ταπείνωση απαιτεί το λιώσιμο του εγωισμού. Η ελεημοσύνη απαιτεί το λιώσιμο του προσωπικού συμφέροντός μας. Η εγκράτεια απαιτεί το λιώσιμο των παθών μας, σωματικών και πνευματικών.
Ας προσέξουμε ότι η Άννα ζητά από το Θεό ένα δώρο το οποίο δεν θα το κρατήσει γι’ αυτήν, αλλά θα του το προσφέρει ξανά. Η αφιέρωση των αγαθών, που μας προσφέρει ο Θεός, σε Εκείνον ξανά, είναι το αντίδωρό μας στη δωρεά του Θεού. Προσφέρουμε στο Θεό τα δικά του δώρα, γιατί δεν έχουμε τίποτα άλλο αξιόλογο δικό μας να του προσφέρουμε. Αν δεν το κάνουμε είναι ασέβεια και φιλαυτία του χειρότερου είδους. Εγωισμός άκρατος. Οι περισσότεροι από εμάς ζητούμε δώρα από τον Θεό, χωρίς να προσφέρουμε ανταπόδοση. Ακόμη και τα τάματά μας ή δεν τα προσφέρουμε ή προσφέρουμε ελάχιστα εν σχέσει με τα όσα απολαύσαμε.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ