Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ (Δ'.)
Ας δούμε και άλλα δύο αξιοπρόσεκτα σημεία της προσευχής της αγίας Άννας.
«Και κατέστη ενώπιον Κυρίου» (1,9) το πρώτο. Προσευχόταν ενώπιον Κυρίου, ενώ εμείς προσευχόμαστε, αλλά δεν προσεύχονται όλοι ενώπιον του Θεού. Γιατί, όταν το σώμα βρίσκεται στη γη, το στόμα φλυαρεί άσκοπα, ο νους τριγυρίζει παντού εκτός από το Θεό, πως μπορούμε να πούμε ότι προσευχόμαστε ενώπιον Κυρίου; Προσεύχεται ενώπιον Κυρίου αυτός που συγκεντρώνει την ψυχή του στο Θεό και μένει απερίσπαστος. «Εκχέω την ψυχή μου ενώπιον Κυρίου» (1,15) λέγει η Άννα στον υπηρέτη, όταν την μαλώνει ότι δήθεν είναι μεθυσμένη. Δηλαδή ολόκληρο τον εαυτό μου τον μετέθεσα στο Θεό, τον νου μου τον απορρόφησε ο Θεός, προσευχήθηκα με όλη τη δύναμη και την ένταση της ψυχής μου. Ξέχασα εντελώς τον κόσμο και τα του κόσμου και ζητούσα μόνο τη θεραπεία του προβλήματός μου. Εκείνη τη στιγμή υπήρχε μόνο ο Θεός και τίποτα άλλο. Είμαι μεθυσμένη όχι από κρασί αλλά από ευλάβεια. Έχω περιπέσει στην θεία έκσταση, στη θεία θεωρία.
Και «επλήθυνε προσευχομένη ενώπιον Κυρίου» (1,12) το δεύτερο σημείο. Είχε υπομονή και επιμονή στην προσευχή. Δεν απεύθυνε μεγάλες δεήσεις και ικεσίες, με πολλά νοήματα και σκέψεις. Αλλά έλεγε συνεχώς τα μεστά και ουσιαστικά λόγια που προαναφέραμε. Αυτό συνέστησε και ο Χριστός στα ευαγγέλια· να μη λέμε περιττά και φλύαρα λόγια όπως οι εθνικοί, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν. Να μη γινόμαστε όμοιοι με αυτούς. Διότι γνωρίζει ο Πατέρας μας τι έχουμε ανάγκη πριν του το πούμε (Ματθ. 6, 7-8).
Βέβαια υπάρχει η παραβολή της χήρας που κατόρθωσε να επηρεάσει τον άδικο κριτή που ούτε φόβο Θεού είχε ούτε ανθρώπους ντρεπόταν με τις συνεχείς ενοχλήσεις της. Και ο απόστολος Παύλος μας λέγει «τη προσευχή προσκαρτερούντες» (Ρωμ. 12,12) και «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θεσ. 5,17). Αλλά με αυτά που λένε ο Χριστός και ο Παύλος μας συνιστούν να κάνουμε σύντομες και πυκνές προσευχές με σύντομα διαλείμματα. Κι αυτό γιατί, αν προσεύχεσαι με πολλά νοήματα και λόγια, δίνεις μεγάλη ευκαιρία στο Διάβολο να έρθει και να σε αποσπάσει το νου από αυτά που λες. Ενώ, αν προσεύχεσαι με μικρές επαναλαμβανόμενες προτάσεις, τότε μένεις συνεχώς απορροφημένος στην προσευχή και το Θεό. Οι συχνές, μικρές και κατά τακτά χρονικά διαστήματα προσευχές είναι σαν τα σήματα που εκπέμπει ο οιοσδήποτε συναγερμός, το οποιοδήποτε ξυπνητήρι και το οποιοδήποτε προειδοποιητικό σήμα που εκπέμπουν τα σύγχρονα μηχανήματα.
Οι προσευχές αυτές δεν είναι απαραίτητο να λέγονται εκφώνως. Δεν κάνει την προσευχή ο τόνος της φωνής αλλά η προθυμία του νου και η ένταση της ψυχής. Έτσι προσευχόταν ο Μωυσής και ο Θεός του απάντησε· «τί φωνάζεις Μωυσή» (Εξοδ. 14,14); Σαν να του έλεγε· ‘με ξεκούφανες, σταμάτα δεν υποφέρω να σε ακούω’. Οι άνθρωποι ακούνε μόνο τις φωνές, ενώ ο Θεός πριν τις φωνές ακούει τις επικλήσεις της ψυχής που δεν συλλαμβάνουν οι άνθρωποι.
Ας δώσουμε όμως τον λόγο στον άγιο Χρυσόστομο, για να μας διαφωτίσει πλήρως στο πόσο ζωτικό θέμα είναι η προσευχή. «Τίποτα δεν είναι ίσο με την προσευχή· αφού και τα αδύνατα τα κάνει δυνατά και τα δύσκολα εύκολα. Με αυτήν ασχολείτο συνεχώς ο Δαυΐδ, αν και πολυπράγμων και πολυάσχολος. ‘Επτά φορές την ημέρα σε δοξολόγησα για τις δίκαιες κρίσεις σου’ (Ψαλμ. 118, 164) έλεγε. Εάν λοιπόν βασιλιάς, άνδρας, που πνίγεται σε μύριες φροντίδες και περισπάται από παντού, τόσες πολλές φορές την ημέρα παρακαλούσε τον Θεό, ποιά δικαιολογία και συγγνώμη θα μπορούσαμε να έχουμε εμείς, που, ενώ έχουμε, πολύ πιο ελεύθερο χρόνο, δεν τον παρακαλούμε συνεχώς; Αυτό δε συμβαίνει, ενώ πρόκειται να έχουμε μεγάλο κέρδος και ωφέλεια. Γιατί είναι αδύνατο άνθρωπος, που προσεύχεται και παρακαλεί τον Θεό με την πρέπουσα επιθυμία, να αμαρτήσει ποτέ. Και πως συμβαίνει αυτό θα σας το εξηγήσω. Αυτός που θέρμανε την σκέψη του και διήγειρε ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του στον ουρανό και θυμήθηκε τα αμαρτήματά του και ζήτησε συγγνώμη και παρακάλεσε να έχει το έλεος του Θεού, αυτός αποβάλλει κάθε βιοτική μέριμνα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος των ανθρώπινων παθών· κι αν δει εχθρό μετά την προσευχή, δεν θα τον δει πια ως εχθρό· κι αν δει γυναίκα όμορφη, δεν θα καταλιστεί από το θέαμα, επειδή η φλόγα της προσευχής, μένει μέσα του και διώχνει κάθε άτοπο λογισμό.
»Αλλά, επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε και σε ραθυμία, όταν περάσει μια και δεύτερη και τρίτη ώρα μετά την προσευχή και δεις ότι η θερμότητα που είχες πηγαίνει σιγά-σιγά να σβήσει, τρέξε παλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την σκέψη σου που πάγωσε. Και αν αυτό το κάνεις όλη την ημέρα διαθερμαίνοντας τα ενδιάμεσα διαλείμματα με την πυκνότητα των προσευχών, δεν θα δώσεις δικαίωμα στον Διάβολο να εισχωρήσει στους λογισμούς σου. Αυτό που κάνουμε, όταν παγώσει το φαγητό, και το ξαναζεσταίνουμε, αυτό ας κάνουμε και με την προσευχή. Ας ανάβουμε και πάλι την σκέψη μας και την ευλάβεια μας βάζοντας σαν πάνω σε κάρβουνα τα λόγια της προσευχής στο στόμα μας. Ας μιμηθούμε τους οικοδόμους οι οποίοι όταν κτίζουν με πλιθιά, επειδή το υλικό αυτό δεν είναι σταθερό, σφίγγουν την οικοδομή με μακριά ξύλα και μάλιστα κατά συχνά διαστήματα. Και συ σφίξε όλες τις βιωτικές σου πράξεις και ολόκληρη την ζωή σου με συνεχείς προσευχές. Αν το κάνεις αυτό, τότε κι αν ακόμη φυσήξουν μύριοι άνεμοι και πειρασμοί και στενοχώριες και αηδείς λογισμοί, κι αν συμβεί οτιδήποτε κακό, τίποτα δεν θα μπορέσει να γκρεμίσει το οικοδόμημα της ψυχής σου, που είναι στηριγμένο σε τόσες προσευχές.
»Και πως είναι δυνατό άνθρωπος κοσμικός κάθε τόσο να προσεύχεται και να τρέχει στην εκκλησία, θα μου πεις. Είναι, διότι δεν χρειάζεται φωνή ούτε έκταση των χεριών ούτε κάποια στάση ούτε συγκεκριμένος τόπος, αλλά σκέψη, ένταση ψυχής, πόθος για τον Θεό και πίστη. Ας μη προφασιζόμαστε λοιπόν λέγοντας ότι δεν υπάρχει κοντά μας οίκος προσευχής· γιατί εμάς τους ίδιους έκανε ναούς η χάρη του Πνεύματος του Θεού, εάν βέβαια είμαστε επάγρυπνοι και νήφοντες. Η λατρεία μας δεν είναι σαν τη λατρεία των Ιουδαίων, που έπρεπε να ανεβείς στον ναό, να αγοράσεις ζώα και τρυγόνια, να χρησιμοποιήσεις ξύλα και φωτιά να πάρεις το μαχαίρι και να θυσιάσεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, έχεις το θυσιαστήριο μαζί σου και το μαχαίρι και το θύμα, διότι εσύ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα. Όπου λοιπόν κι αν βρίσκεσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό, δείχνοντας μόνο νηφάλια πρόθεση, και σε τίποτα δεν σε εμποδίζει ο τόπος, ούτε σε εμποδίζει η ώρα, αλλά και χωρίς να γονατίσεις, χωρίς να χτυπήσεις το στήθος σου και χωρίς να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, μόνο αν δείξεις θερμή διάνοια, ολοκλήρωσες το άπαν της προσευχής».
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ