Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ (Ε'.)
Αφού η Άννα απέκτησε τον Σαμουήλ, ο άνδρας της ο Ελκανά ανέβηκε την επόμενη χρονιά με την οικογένεια του στην Σηλώμ, για να προσφέρει την καθιερωμένη ετήσια θυσία, να εκπληρώσει τα τάματά του και να αποδώσει το ένα δέκατο όλων των προϊόντων του, που ήταν ο καθιερωμένος φόρος για το ναό. Η Άννα δεν θέλησε να τους ακολουθήσει, διότι δήλωσε ότι θα περίμενε πρώτα να σταματήσει να θηλάζει ο μικρός Σαμουήλ και μετά θα ανέβαινε μαζί του να προσκυνήσει, αφήνοντας συγχρόνως για πάντα το παιδί της στο ναό, όπως υποσχέθηκε πριν το αποκτήσει. Ο άνδρας της δέχθηκε την επιθυμία της και την ευχήθηκε ο Κύριος να την αξιώσει να πραγματοποιήσει αυτό που έταξε.
Όταν το μωρό της έπαυσε να θηλάζει και μπορούσε να αυτοσυντηρείται, η μητέρα του το πήρε και πήγαν μαζί με τον άνδρα της στη Σηλώμ, στη σκηνή του μαρτυρίου. Ο Ελκανά πήρε μαζί τους ένα τρίχρονο μοσχάρι, άρτους, σαράντα περίπου κιλά σιμιγδάλι και διακόσια περίπου λίτρα κρασί. Ο Ελκανά θυσίασε το μοσχάρι και προσέφερε τις υπόλοιπες προσφορές του η δε γυναίκα του προσέφερε τον υιό της τον Σαμουήλ, παραδίδοντάς τον στον Ηλί τον αρχιερέα. «Να ζήσεις πολλά χρόνια Κύριε» του είπε. «Είμαι η γυναίκα εκείνη, που είχε προσευχηθεί τότε μπροστά στον Κύριο. Το παιδί αυτό ζήτησα τότε στην προσευχή μου εκείνη και ο Κύριος μου το έδωσε. Κι εγώ τώρα το επιστρέφω στον Κύριο για όλη του την ζωή. Επιστρέφω το δάνειο που εκείνος μου έδωσε».
«Κάθισε και θήλασε τον Σαμουήλ μέχρι που έφθασε ο καιρός να τον απογαλακτίσει». Πρόσεξε, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, έβλεπε εκείνο το παιδί όχι μόνο σαν παιδί αλλά και ως αφιέρωμα. Δεν τολμούσε να εμφανιστεί στο ναό χωρίς το δώρο. Ούτε ήθελε να πάει και μετά να πάρει ξανά μαζί της το μωρό. Περίμενε τον χρόνο που θα εμφανιζόταν μαζί με το δώρο. Η αγάπη της για το μωρό της ήταν διπλή. Το αγαπούσε και ως μητέρα και ως πιστή. Συγχρόνως το σεβόταν και το τιμούσε. Όπως αυτοί, που αγοράζουν σκεύη για το ναό και πριν τα αφιερώσουν δεν τολμούν να τα χρησιμοποιήσουν, αφού είναι του ναού, έτσι και η Άννα το φρόντιζε σαν παιδί της και σαν αφιέρωμα. Πίστευε ότι μέσω του παιδιού της θα αγιαστεί· γιατί το σπίτι της έγινε ναός, αφού φιλοξενούσε τον ιερέα και τον προφήτη.
Όταν πάλι το αφιέρωσε δεν λυπήθηκε, γιατί πίστευε ότι μυστικά βρισκόταν πάλι μαζί, αφού τους ένωνε η θεία χάρη. Μέσα στην Εκκλησία οι πιστοί αισθάνονται μαζί, ακόμη κι όταν δεν συνυπάρχουν. Ακόμη κι όταν δεν επικοινωνούν δια των αισθήσεων. Η Άννα ήταν σαν μια κληματαριά που η ρίζα είναι εδώ, αλλά τα κλήματα επεκτείνονται πολύ μακρύτερα, χωρίς όμως να αποκόπτονται από την ρίζα. Διατηρούν την ενότητα μεταξύ τους. Την ουσιαστική και πραγματική ενότητα, όχι την τυπική και επιφανειακή. Η Άννα διέμενε στην Αριμαθαία, αλλά άπλωνε το κλήμα της μέχρι τη Σηλώμ στο ναό και κει κρέμασε το ώριμο σταφύλι της.
Πήγαινε ο κόσμος να προσκυνήσει και έβλεπαν τον μικρό Σαμουήλ και ρωτούσαν γιατί και πως βρίσκεται στο ναό και έτσι μαθαίναν την καταπληκτική ιστορία της Άννας και δόξαζαν και τον Θεό και αυτήν και η Άννα γινόταν διάσημη και ένδοξη. Γι’ αυτό άργησε ο Θεός να εκπληρώσει τον πόθο της· για να επιτείνει την ηδονή της μητρότητας και να την δοξάσει αφάνταστα και ουσιαστικά. Ας μη λέμε λοιπόν, όταν βλέπουμε αγίους ανθρώπους να υποφέρουν από διάφορα αίτια, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πάσχουν έτσι και γιατί δεν εισακούει τις προσευχές τους. Δεν παραβλέπει ο Θεός ούτε αδιαφορεί ούτε ξεχνά τους ανθρώπους του, αλλά φροντίζει να τους οδηγήσει εκεί που τους συμφέρει και τους αρμόζει. Η πιο μικρή θλίψη και δοκιμασία, λέγει ο Παύλος, αιώνιο και υπερβολικό βάρος δόξας μας χαρίζει (Β´Κορ. 4,17). Δεν είναι σωστό οι διάφοροι αθλητές, καλλιτέχνες και διάφοροι άλλοι να ασκούνται σκληρότατα και να ζουν ζωή πολύ στερημένη για να πετύχουν να πάρουν το στεφάνι του νικητού των διαφόρων αγωνισμάτων και να διακριθούν μεταξύ πολλών άλλων και εμείς να δυσφορούμε και να αθυμούμε, γιατί ο προπονητής Θεός μας υποβάλλει σε σκληρή προπόνηση και γύμναση, για να πετύχουμε των ουρανίων βραβείων.
Η Άννα λοιπόν μιμήθηκε τους γεωργούς, οι οποίοι, αφού σπείρουν σε ειδικούς αγρούς τα φυτά τους, όταν αυτά προβάλλουν και μεγαλώσουν λίγο, αυτοί τα παίρνουν και τα μεταφυτεύουν σε άλλα μέρη, που είναι πιο πρόσφορα και κατάλληλα για να αναπτυχθούν και να φθάσουν στην πιο τέλεια ακμή τους. Πήρε η Άννα το παιδί της και το μεταφύτευσε στο ναό. Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Να συνδεθεί με τον ναό, όχι τυπικά και κατ’ έθιμο αλλά ουσιαστικά, και να μετέχει των θείων μυστηρίων και θείων δωρεών. Όταν οι γονείς έτσι ενεργούν πραγματοποιείται αυτό που λέγει ο Δαυΐδ στον πρώτο ψαλμό του· «Είναι μακάριος ο άνθρωπος, που δεν πήγε σε συνέδριο ασεβών και δεν στάθηκε σε λημέρια αμαρτωλών. Αλλά το θέλημα του αναπαύεται στον νόμο του Κυρίου, τον οποίον μελετά μέρα-νύχτα. Και μοιάζει ο άνθρωπος αυτός με το δένδρο, που είναι φυτευμένο εκεί που τρέχουν άφθονα νερά και δίνει τον καρπό του στον κατάλληλο καιρό». Έτσι και ο μικρός Σαμουήλ ήρθε στο ναό, όχι για να απαλλαγεί από την αμαρτία, όπως συμβαίνει στους περισσότερους από εμάς, αλλά χωρίς να έχει πείρα της αμαρτίας. Από τον μαστό της μητέρας του πήγε στον μαστό της Εκκλησίας κι από το γάλα το μητρικό στο γάλα το πνευματικό. Δεν μεσολάβησε τίποτα το αμαρτωλό στην πνευματική του ανάπτυξη.
Ανέβηκε η Άννα με τον σύζυγό της, έχοντας μαζί τους κι ένα μοσχάρι τριών ετών, για να το προσφέρουν θυσία. Η θυσία όμως που προσέφεραν ήταν διπλή. Το ένα μοσχάρι ήταν άλογο και το άλλο λογικό. Το ένα το θυσίασε ο ιερέας, το άλλο η ίδια η μητέρα του. Η θυσία της μητέρας ήταν ανώτερη της θυσίας του ιερέως. Μιμήθηκε τον Αβραάμ, ο οποίος προσέφερε κι αυτός θυσία τον υιό του. Στην Εκκλησία άνδρες και γυναίκες αγωνίζονται τα ίδια αγωνίσματα, έχοντας τις ίδιες επιδόσεις.
Πήγε η Άννα στον ιερέα και του είπε· «Να ζήσεις πολλά χρόνια Κύριε. Είμαι η γυναίκα εκείνη, που είχε προσευχηθεί τότε μπροστά στον Κύριο. Το παιδί αυτό ζήτησα τότε στην προσευχή μου εκείνη και ο Κύριος μου το έδωσε. Κι εγώ τώρα το επιστρέφω στον Κύριο για όλη του την ζωή. Επιστρέφω το δάνειο που εκείνος μου έδωσε». Δεν είπε ‘εγώ είμαι η γυναίκα, που τότε ο υπηρέτης σου με έβρισε και με πρόσβαλε ότι είμαι μεθυσμένη και ασεβής και να τώρα ο Κύριος ο ίδιος ήρθε να σας διαψεύσει και να με δικαιώσει. Ταπεινωθείτε λοιπόν και ζητήστε μου συγγνώμη για την ανάρμοστη συμπεριφορά σας’. Δεν μιλά με ικανοποίηση εγωιστική και ανθρώπινη αλλά με καλοσύνη και ευχαριστία προς τον Κύριο. Εξηγεί στον ιερέα γιατί ήρθε και τι θέλει από αυτόν. Όπως τότε τον έκανε μέτοχο στην λύπη της και την προσευχή της, τώρα τον κάνει μέτοχο στη χαρά και στην ευχαριστία της.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ