ΙΩΒ (ΚΒ´.)

Προσευχή του Ιώβ

Κύριε θυμήσου ότι η ζωή μου φεύγει όπως ο άνεμος και δεν πρόκειται τα μάτια μου να επανέλθουν και να δουν κάτι αγαθό. Δεν θα με δει πλέον οφθαλμός ανθρώπου και οι δικοί σου οφθαλμοί θα με βλέπουν, αλλά εγώ δεν θα είμαι πλέον στη γη. Σαν σύννε­φο που διαλύθηκε και χάθηκε στον ουρανό, έτσι χάνεται και εκείνος που πεθαίνει. Ο άνθρωπος, αν κατεβεί στον άδη, δεν πρόκειται να ανεβεί από εκεί. Ούτε θα επιστρέψει σπίτι του, ούτε θα τον χαρεί πάλι ο τόπος του» (Ιώβ 7,7-10).

Ο Ιώβ παύει να απευθύνεται στους φίλους του και αναπέμπει στον Θεό μια προ­σευχή με την οποία προσπαθεί να αποσπάσει την εύνοια και το έλεός του. Τον παρα­καλεί να θυμηθεί ότι η ζωή του, και φυσικά η ζωή κάθε ανθρώπου, είναι τόσο παρο­δική και φευγαλέα που μοιάζει με τον άνεμο. Όπως ο άνεμος φεύγει και απομακρύ­νεται από το ένα μέρος εις το άλλο με ταχύτητα, έτσι και ο άνθρωπος περνά τάχιστα από την ιστορική κονίστρα και σβύνει. Δεν πρόκειται τα μάτια του να επιστρέψουν και να δουν τα αγαθά της γης. Ούτε αυτός θα βλέπει αλλά ούτε και οι άνθρωποι θα τον θωρούν. Παύει κάθε σχέση και επικοινωνία μαζί τους. Χάνεται η ανθρώπινη συ­νάφεια και η αλληλοπεριχώρηση. Ο Θεός βέβαια θα εξακολουθεί να τον βλέπει, αλλά αυτός δεν θα είναι πλέον πάνω στη γη. Δεν αρνείται ο Ιώβ την αθανασία του ανθρώπου μετά τον τάφο, αλλά στέκεται στη πανανθρώπινη άποψη ότι «γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα». Ο άδης για τους αρχαίους ήταν κάτι σκοτεινό και με­λαγχολικό. Το δόγμα της αναστάσεως και η ηδύτης της ουρανίου βασιλείας, το άρ­ρητο καλλος της, το άτρεπτο της χαράς στους ανθρώπους και η ανυπαρξία της πα­ντοειδούς λύπης δεν ήταν τότε ξεκάθαρα όπως στην Καινή Διαθήκη. Και ναι μεν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης έζησαν ως πάροικοι και παρεπίδημοι εις την γην της επαγγελίας που την θεωρούσαν αλλοτρία γι' αυτούς, διότι προσδοκούσαν την ου­ράνιο πόλη που κατασκεύασε ο Θεός (Εβρ. 11,9-10), αλλά ο Ιώβ δεν ανήκε στον πε­ριούσιο λαό του Θεού, ώστε να έχει αυτή την θεολογική ωριμότητα...

Εκτός από άνεμο η ζωή του ανθρώπου μοιάζει με σύννεφο, που ενώ στην αρχή σκεπάζει τον ήλιο και φαίνεται ότι κυριαρχεί, σιγά-σιγά διαλύεται και σε λίγο τίποτε δεν θα μαρτυρεί το πέρασμά του. Άλλα σύννεφα θα σηκωθούν αργότερα και θα κα­ταλάβουν την θέση του, αλλά το πρώτο σύννεφο δεν θα ξαναεπιστρέψει στον ουρα­νό. Έτσι και ο άνθρωπος, όταν κατεβεί εις τον άδη, δεν πρόκειται να επιστρέψει ούτε ως επισκέπτης στην γη και στο σπίτι του. «Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Εκκλ. 1,4). Αλληλο­διαδοχή υπάρχει, επιστροφή όμως όχι. Ο άνθρωπος όχι μόνο φεύγει αλλά και λησμο­νείται. Ελάχιστες ισχυρές προσωπικότητες που διέπρεψαν επ᾽αγαθώ ή κακώ της κοι­νωνίας μένουν στην μνήμη της ανθρωπότητας, είτε για να τους τιμά είτε για να τους ελεεινολογεί και να τους καταράται. Μεταξύ αυτών συγκα­ταλέγονται και οι άγιοι, οι πραγματικοί ευεργέτες της ανθρωπότητας. Αυτοί έχουν αιώνιο το μνημόσυνο και σ' αυτήν την ζωή αλλά και στην αιώνια.

Ο Ιώβ εκθέτει και πάλι τα παράπονά του στον Θεό διά της προσευχής

«Γι' αυτό λοιπόν κι εγώ το στόμα μου δεν θα το περιορίσω. Θα μιλήσω στην ανάγκη που βρίσκομαι και την πίκρα της ψυχής μου θα αφήσω να ξεχυθεί. Τι είμαι τέλος πάντων θάλασσα ή δράκοντας θαλάσσιος που συνεχώς με περιορίζεις και με δεσμεύ­εις;

Νόμισα πως το κρεβάτι μου θα με παρηγορήσει και ενώ είμαι ξαπλωμένος θα μπο­ρέσω να μιλήσω με τον εαυτό μου. Αν όμως κοιμηθώ, με φοβίζεις με όνειρα και με τρομάζεις με εφιάλτες.

Απάλλαξε από την δύσπνοια που βασανίζει την ζωή μου, λόγω ασθενείας και τα οστά μου, που κι αυτά υποφέρουν, διά του θανάτου, διότι αιώνια δεν πρόκειται να ζήσω, ώστε να ελπίζω κάποια καλύτερη ζωή. Απομακρύνσου λοιπόν από μένα και μη εμποδίζεις τον θάνατό μου, αφού η ζωή μου δεν έχει κανένα νόημα» (Ιώβ 7,11-18).

Ο Ιώβ επειδή ευρίσκεται σε οριακές στιγμές πόνου και θλίψεως δεν μπορεί να κρατηθεί και θέλει ν' αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο να εκφράσει την πίκρα της ψυ­χής του. Νομίζει ότι αν λεκτικά ξεσπάσει θα βρει ανακούφιση και ψυχικά. Δεν βλα­σφημεί τον Θεό ούτε αποστατεί από αυτόν, απλώς βγάζει τον πόνο του και το σωμα­τικό και ψυχικό μαρτύριό του. Παραπονείται και διαμαρτύρεται πιστεύοντας ότι έτσι θα αναγκάσει τον Θεό να τον ελεήσει και να τον ενδυναμώσει.

Ένας άλλος μεγάλος άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης, ο Δαυΐδ, όταν φιλοσοφούσε πάνω στην αδυναμία και αθλιότητα της ανθρώπινης ζωής, ακολούθησε άλλη τακτική από αυτήν που ακολουθεί εδώ ο Ιώβ. «Εγώ ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων τω στόματι αυτού· και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς (παράπονα, διαμαρτυρίες)» (Ψαλ. 37,14-25). Επίσης αλλού λέγει· «Είπα φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τω στόματί μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου». «Εκωφώθην και ουκ ήνοιξα το στόμα μου ότι συ εποίησας» (Ψαλ. 38,2·10). Διαφο­ρετικές λοιπόν οι τακτικές των αγίων της Εκκλησίας μας.

Πάντως οι πατέρες συνιστούν, όταν πάσχουμε, να προσευχόμαστε και όχι απλώς να παραπονούμαστε. Τα παράπονα, όταν τα εκφράζουμε εική και ως έτυχε, αντί να μας αναπαύσουν και να μας ειρηνεύσουν, επαυξάνουν την ταραχή, τον πόνο και την αδημονία μας. Το «εν παντί ευχαριστούντες» και «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» ή έστω το εναγώνιο και θρηνητικό «Κύριε ελέησον» είναι η καλύτερη λύση στον πόνο που αντιμετωπίζουμε.

«Τι είμαι», λέγει ο Ιώβ, «θάλασσα, της οποίας τα αφρισμένα κύματα ορμούν ασυ­γκράτητα, καταστρέφοντας περιοχές της ξηράς, και θέλεις να με περιορίσεις και να με αναχαιτίσεις; Μήπως είμαι επικίνδυνον θαλάσσιο κήτος και θέλεις να με συγκρα­τήσεις και να με φυλακίσεις, για να μη καταβροχθίσω όλα τα ψάρια; Κατάλαβε Κύριε ότι είμαι μικρός και ασθενής και περιορισμένης δυνατότητας και δυνάμεως και ψυχικά γίνομαι ράκος με τέτοιες δοκιμασίες και περιορισμούς». Κι όμως οι δοκιμασίες του Θεού είναι αυτές που αποκαλύπτουν τις δυνατότητές μας και την ανεξάντλητη εν Κυρίω ενέργεια και αντοχή μας. Μη υποτιμούμε λοιπόν την προσωπικότητά μας και τις δυνατότητες της με την ολιγοπιστία και ανυπομονησία μας. Ο Κύριος γνωρίζει τι θησαυρούς έχουμε μέσα μας και τι πολύτιμα αποθέματα υπομονής και αποφασιστικότητας. Επίσης ο Κύριος είναι αυτός που μας δίνει δύναμη και να ξεπερνούμε τις δυνατότητες του εαυτού μας και να προχωρούμε σε θαυμαστά επιτεύγματα, που ποτέ δεν διανοηθήκαμε. Μη έχουμε προστριβές με τον πνευματικό προπονητή μας, που θέλει να φύγουμε από την ραστώνη και την ησυχία μας και να φθάσουμε σε υψηλά κατορθώματα.

Ο Ιώβ στην συνέχεια παραπονείται ότι ούτε στο κρεβάτι του βρίσκει ανάπαυση. Η στιγμή της κατακλίσεως, που είναι τόσο επιθυμητή στους ανθρώπους μετά τον κόπο και τον μόχθο της ημέρας, γι' αυτόν ήταν συνέχεια της δοκιμασίας και του μαρτυρίου του. Κι αν ακόμη τον έπαιρνε ο ύπνος, φοβερά όνειρα και εφιάλτες τον συντάραζαν. Ασφαλώς και ο Διάβολος θα φρόντιζε να του δημιουργεί προβλήματα και στον ύπνο. Η εκκλησιαστική πείρα και παράδοση, η οποία εκφράζεται μέσα από τις προσευχές και τις ευχές της Εκκλησίας μας, παρακαλεί τον Κύριο να μας δίδει «ύπνον ελαφρόν και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον» (ευχή Αποδείπνου) και να μας δια­φυλάττει «κατά την παρούσαν εσπέραν και την προσιούσαν νύκτα από πάσης αντι­κειμένης ενεργείας και διαλογισμών ματαίων και ενθυμήσεων πονηρών» (ευχή κεφα­λοκλισίας του εσπερινού μετά τα πληρωτικά). Πάντως ο Κύριος αφήνει κάποτε και τον Διάβολο ελεύθερο, αν και ορίζει να προσευχόμαστε να απαλλαγούμε από την επίδραση του, για να μας προπονεί κι αυτός με την κακία του στην αρετή και την αγιότητα.

Ο Ιώβ εν τέλει παρακαλεί τον Κύριο να επιτρέψει να αποθάνει, ώστε να απαλλαγεί από όλα τα δεινά που τον βασανίζουν. «Απάλλαξε με από την δύσπνοια που βασανί­ζει την ζωή μου, λόγω ασθενείας, και τα οστά μου, που κι αυτά υποφέρουν, διά του θα­νάτου, διότι αιώνια δεν πρόκειται να ζήσω, ώστε να ελπίζω κάποια καλύτερη ζωή. Απομακρύνσου λοιπόν από μένα και μη εμποδίζεις τον θάνατό μου, αφού η ζωή μου δεν έχει κανένα νόημα.». Ο Ιώβ, όπως και σε άλλα σημεία τονίσαμε, δεν επιχειρεί να αυτοκτονήσει αλλά αφήνει στον Θεό την πρωτοβουλία να τον αναπαύσει. Έχει συ­νείδηση ότι δεν είναι αθάνατος και είναι περαστικός από την ζωή, οπότε αφού η ζωή αυτή δεν έχει κανένα νόημα γι' αυτόν, ας την τερματίσει ο ίδιος ο Θεός, που έχει την αρμοδιότητα και την εξουσία.

«Τι αξία έχει ο άνθρωπος ώστε να τον δοξάζεις ή να ενδιαφέρεσαι συνεχώς γι' αυ­τόν, ή να τον επισκέπτεσαι κάθε πρωί και αντί να τον αναπαύεις να τον κρίνεις Μέχρι πότε δεν θα με αφήσεις ούτε θα με εγκαταλείψεις, ώστε να μπορέσω να καταπιώ το σάλιο μου, έστω και με πόνο. Εάν έχω αμαρτήσει, τί μπορώ να κάνω πές μου, εσύ που γνωρίζεις τις σκέψεις των ανθρώπων; Διατί με ανάγκασες να γίνω κατήγορός σου και σου έχω γίνει βάρος; Και γιατί την ανομία μου δεν την λησμονείς και δεν με καθαρί­ζεις από την αμαρτία μου. Τώρα εγώ σε λίγο θα πεθάνω και δεν θα σηκώνομαι πλέον το πρωί (για να προσευχηθώ και να σε δοξολογήσω) (Ιώβ 7,19-21) .

Ο Ιώβ κατόπιν ασχολείται με το ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο γενικά. Δεν μπορεί να κατανοήσει πως ο Θεός ασχολείται με το σκουλήκι που λέγεται άν­θρωπος και το συντηρεί στην ζωή χωρίς να υπάρχει λόγος. Με το θέμα αυτό ασχο­λείται και ο Δαυΐδ λέγοντας «τι έστιν άνθρωπος ότι μιμνήσκει αυτού; ή υιός αν­θρώπου ότι επισκέπτη αυτόν» (Ψαλμ. 8,5), αλλά με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ενώ εδώ ο Ιώβ αιτιάται τρόπον τινά τον Θεό για το ενδιαφέρον του. Και απορεί πως ο Θεός ασχολείται με τα κατώτερα όντα της δημιουργίας. Οι άνθρω­ποι συνήθως δεν το κάνουν αυτό. Αλλά αυτοί είναι εγωιστές, ενώ ο Θεός γεμάτος αγάπη για τους άλλους. Οι ερμηνευτές του Ιώβ λένε και το ότι τον κρίνει κι αυτό εί­ναι τεκμήριο της αγάπης και του ενδιαφέροντος του Θεού. Αν ήταν αδιάφορος δεν θα το έκανε.

«Να καταπιώ το σάλιο μου» είναι παροιμιώδης έκφραση των Αράβων και σημαί­νει ότι και το δικό μας «εν ριπή οφθαλμού». Ο Ιώβ λέγει· «μέχρι πότε δεν θα παύσεις να ασχολείσαι με μένα έστω και για ελάχιστες στιγμές, ώστε να μπορέσω να καταπιώ το σάλιο μου». Φαίνεται ότι η αρρώστια του είχε προσβάλλει την γλώσσα, το φάρυγ­γα και τον λαιμό, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται και να καταπιεί ακόμη και το σάλιο του. Πάντως το ότι ο Θεός δεν μας αφήνει ούτε στιγμή δείχνει τον απέραντο και συνεχές ενδιαφέρον του για μας. Αυτό το αντιλαμβάνεται ο ψαλμωδός και παρα­καλεί τον Θεό «μη αποστρέψης το πρόσωπό σου απ' εμού» (Ψαλμ. 26,9) και αλλού σημειώνει με λύπη ότι «απέστρεψας, Κύριε, το πρόσωπόν σου και εγεννήθην τετα­ραγμένος» (Ψαλμ. 29,8). Ο Ιώβ λέγει τα όσα λέγει υπό την πίεση της ασθένειάς του και έχοντας την ατέλεια του ανθρώπου της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο Ιώβ αν και είχε την μαρτυρία του Θεού ότι ήταν «άμεμπτος, αληθινός, απεχόμε­νος από παντός πονηρού πράγματος» (Ιώβ 1,8) και αν και ο ίδιος υποστήριζε εις τους φίλους του ότι δεν είχε αμαρτήσει, τουλάχιστον με βαριές αμαρτίες, διότι «πολλά πταίομεν άπαντες» (Ιακ. 3,2), εν τούτοις λέγει ότι, ας υποθέσω ότι αμάρτησα, πες μου τι πρέπει να κάνω και να εξιλεωθώ. Γιατί με αφήνεις πάνω στον πόνο μου να σε κατηγορώ και να γκρινιάζω για όσα υποφέρω; Γιατί με άφησες να γίνω βάρος σε σένα; Τώρα σε λίγο θα πεθάνω και πλέον δεν θα μπορώ να σηκώνομαι και να ζητώ το έλεός σου. Ο ψαλμωδός θα πει κάτι παρόμοιο σε ανάλογη περίπτωση· «μη διηγή­σεται τις εν τω τάφω το έλεός σου και την αλήθειάν σου εν τη απωλεία»; (Ψαλ. 87,12). Και αλλού «ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τω άδη τις εξομολογήσεταἰ σοι»; (Ψαλ. 6,6). Συμπαθής και χαριτωμένος, αν και παραπονούμε­νος, ο Ιώβ. Δεν έχει κάτι το εγωιστικό και σκληρό και επιθετικό έναντι του Θεού. Μας θυμίζει την ταπείνωση αλλά και την εν Κυρίω εξυπνάδα της Χαναναίας στην Καινή Διαθήκη.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή