Τα δεινά είναι άνευ προηγουμένου ανυπόφορα
και τα παράπονα μικρά και ελάχιστα ανάλογα με το τι υποφέρει ο Ιώβ.
«Ο Ιώβ έλαβε τον λόγο (μετά τις επικρίσεις του Ελιφάζ) και είπε· 'Μακάρι να βρισκόταν κάποιος που να σταματήση την αγανάκτηση που νιώθω, τις δε οδύνες μου να τις σηκώσει και να τις ζυγίσει. Διότι είναι βαρύτερες από την άμμο της παραλίας. Φαίνεται ότι τα λόγια μου είναι ασεβή και αξιοκατάκριτα. Τα βέλη όμως του Κυρίου πληγώνουν το σώμα μου και ο πόνος που προκαλούν με απομυζά όλο μου το αίμα· ὀταν αρχίζω και μιλώ αυτά με κεντούν ανυπόφορα.
»Διότι τι νομίζετε· μήπως ο όνος ο άγριος φωνάζει χωρίς λόγο, όταν του λείπει η τροφή; Ή είναι δυνατόν να φωνάξει βόδι, όταν έχει μπροστά του την τροφή; Ή ότι μπορεί να φαγωθεί άρτος χωρίς αλάτι; Ή ότι μπορεί να υπάρξει γεύμα με λόγια μόνο, χωρίς να υπάρχουν φαγητά; Δεν μπορεί να σταματήσει η αγανάκτηση και το παράπονο, όταν οι τροφές που μου προσφέρουν τις βλέπω σαν βρόμη που τρώνε τα ζώα και η μυρουδιά τους με προκαλεί αηδία, όπως η μυρουδιά του λιονταριού.
»Μακάρι να δώσει ο Θεός και να πραγματοποιηθεί το αίτημά μου και αυτό που ελπίζω να μου το δώσει ο Κύριος. Αφού άρχισε ο Κύριος να με κτυπά, ας μου δώσει και το τελειωτικό κτύπημα. Είναι αδύνατο να μη ευχηθώ να με φονεύσει τελειωτικά. Μακάρι να γίνει ο τάφος μου εδώ στην πόλη, στα τείχη της οποίας καμάρωνα άλλοτε την οχύρωσή της» (Ιώβ 6,1-10).
Ο Ελιφάζ τελειώνοντας τα όσα είπε στο προηγούμενο κεφάλαιο, πίστεψε ότι είχε δίκαιο στα όσα υποστήριξε και ότι ο Ιώβ δεν θα μπορούσε να του αντιλέξει κάτι. Ο Ιώβ τον άκουσε χωρίς να τον διακόψει και χωρίς να φέρει καμμιά αντίρρηση στα λεγόμενα του. Τώρα όμως που τελείωσε αντέτεινε στα επιχειρήματα του και απέδειξε ότι δεν έχει δίκαιο στα όσα εξέθεσε. Ο Ιώβ δείχνει εδώ πόσο ευγενικός και πολιτισμένος είναι και πόσο απαθής παραμένει στις σκληρές και μη διακριτικές υποδείξεις και επικρίσεις του φίλου του, που μιλά εκ του ασφαλούς και μη έχοντας τα προβλήματα του Ιώβ. Δινει ένα ωραίο μάθημα σε όλους μας, που συνήθως δεν αφήνουμε τον συνομιλητή μας να ολοκληρώσει τις απόψεις του, χωρίς να τον διακόπτουμε συνεχώς και να προβάλλουμε αντιρρήσεις στα λεγόμενά του, ενώ όταν μιλούμε εμείς θεωρούμε απαράδεκτη και την πιο μικρή ένσταση που μπορεί να εκφέρει ο συνομιλητής μας.
Ο Ιώβ παρουσιάζει την συμφορά που τον έπληξε όσο μπορεί πιο παραστατικά, διότι στους άλλους είναι αδύνατο να την εννοήσουν, αφού δεν μετέχουν σ᾽αυτήν βιωματικά. Εύχεται να βρισκόταν κάποιος που να μπορούσε να του σταματήση την αθυμία, την απελπισία, την αγανάκτηση, αλλά και τον θυμό που τον κατέλαβαν, αντιμετωπίζοντας τα ποικίλα και πολύπλευρα βάσανά του. Να βρισκόταν κάποιος που να ζύγιζε τις οδύνες του, που είναι άπειρες σαν τους αμέτρητους κόκκους της άμμου της θάλασσας και βαρειές όσο είναι η άπειρη υγρή άμμος. Στη Γραφή πάντα η άμμος είναι το παράδειγμα για να δηλώσει κανείς το αμέτρητο πλήθος και το δυσβάστακτο βάρος (Παρ. 27,3· πρβλ. Σοφ. Σειρ. 22,15). Ο Ιώβ με όλα αυτά θέλει να δηλώσει ότι τα δεινά του υπήρξαν άνευ προηγουμένου ανυπόφορα και συνεπώς τα παράπονα είναι μικρά και ελάχιστα, ανάλογα του τι υποφέρει. Οι φίλοι του που φιλοσοφούν και τον συμβουλεύουν είναι έξω από τα δεινά αυτά και εύκολα λέγουν λόγια μεγάλα και αποφθέγματα με υψηλές ιδέες. Τα βέλη όμως του Κυρίου, δηλαδή οι δοκιμασίες που παραχώρησε να υποστεί ο δίκαιος, πληγώνουν το σώμα του και ο πόνος που προκαλούν ρουφά το αίμα του, δηλαδή απομυζούν όλη του την ικμάδα και την δύναμη. Όταν αρχίζει και μιλά, τότε τον κεντούν ανυπόφορα· με αποτέλεσμα να ξεσπά σε παράπονα και οιμωγές. Να σε στοχεύουν οι εχθροί σου το καταλαβαίνεις· αλλά και ο Κύριος και Θεός σου! Ας θυμηθούμε εδώ και την περίπτωση του Κυρίου μας, ο οποίος προ του πάθους του δονείται από πόνο και παράπονο. «Νυν η ψυχή μου τετάρακται, και τι είπω» (Ιω. 12,27)· «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38)· «πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ᾽εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ. 26,39)· «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες» (Ματθ. 27,46). Ο Ιώβ, τέλειος τύπος του Σωτήρος μας, τον μιμείται και σ' αυτό.
Ο Ιώβ για να δικαιολογήσει την θέση του και την συμπεριφορά του αναφέρει παραδείγματα από το ζωικό βασίλειο. Δεν παραπονείται και δεν βαρυγκωμεί εική και ως έτυχεν, όπως κάνουν κάποιοι ευέξαπτοι και μη μου άπτου, αλλά όπως ο άγριος όνος κράζει, όταν του λείπει η τροφή, και όπως το βόδι μουκρίζει, όταν η φάτνη του είναι αδειανή, έτσι κι αυτός. Ακόμη και τα άλογα ζώα δεν υποφέρουν τις αντίξοες συνθήκες. Ποιος σκέφθηκε να τα μαλώσει και να τα τιμωρήσει όταν εκείνα φωνάζουν; Έτσι κι αυτός στερείται και του πιο απλού φαγητού. Δεν υπάρχει ούτε λίγο αλάτι να νοστιμήσει το σκέτο ψωμί που έχει. Κι όταν βρεθεί κάτι να φάει, αυτός το νιώθει σαν να του προσφέρουν βρόμη που τρώνε τα ζώα ή αηδιάζει όπως όταν νιώθει την οσμή του λιονταριού. Σαν καταπονημένος από την ασθένεια και εξαντλημένος από τις δοκιμασίες είχε ανάγκη καλού και εκλεκτού φαγητού. Οι φίλοι του οι αρεσκόμενοι στο να δείχνουν το ενδιαφέρον τους με λόγια και μάλιστα επιτιμητικά, προφανώς δεν φρόντισαν να του φέρουν κάτι εκλεκτό. Απλώς του προσέφεραν συμβουλές και υψηλή θεολογία, χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρυσμα. Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος κακίζει αυτούς τους πιστούς που βλέπουν γυμνούς και ενδεείς αδελφούς, που στερούνται ακόμη και της καθημερινής τροφής, και δεν τους προσφέρουν τίποτα ούτε συγκοινωνούν με τις ανάκες τους, αλλά απλώς λένε υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίναισθε και χορτάζεσθε (Ιακ. 2, 14-16). Το ίδιο έκαναν και οι φίλοι του Ιώβ. Ο Ιώβ στο τρίτο κεφάλαιο είχε εκφράσει την επιθυμία να μη γεννιόταν, να μη ζούσε και να ησυχάσει με το να πεθάνει. Ο Ελιφάζ τον είχε ελέγξει γι' αυτό. Και ο Ιώβ, αντί να ανακαλέσει εκείνη την επιθυμία του, εκδηλώνει τώρα πιο έντονα την επιθυμία να πεθάνει, αφού δεν βλέπει άλλη λύση στα δεινά του. Παρόλα αυτά όμως δεν αυτοκτονεί ο ίδιος, αλλά ζητά από τον Κύριο να θέσει τέρμα στη ζωή του. Αφού τον κτυπά συνεχώς, ας δώσει και το τελικό κτύπημα. Με το πρώτο κτύπημα τον κατέστησε πτωχό και χωρίς παιδιά. Με το δεύτερο άρρωστο με ανίατη νόσο. Με το τρίτο μόνο και έρημο, εγκαταλειμμένο ακόμη κι από την γυναίκα του. Ας του δώσει και την χαριστική βολή. Δεν είναι ασεβής ο Ιώβ, αλλά αξιολύπητος.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ