Ο Ελιφάζ πιστοποιεί τα όσα λέγει επικαλούμενος και οπτασίες προσωπικές.
«Εάν κάτι από όσα είπες ήταν αληθινό και θείας προελεύσεως, κανένα από τα κακά που αντιμετωπίζεις δεν θα σου συνέβαινε. Έπρεπε ή δεν έπρεπε και το δικό μου αυτί να μη δεχθεί αυτά που μου αποκαλύφθηκαν; Φόβοι και ήχος νυκτερινός έγιναν αισθητοί σε μένα. Φόβος που επέρχεται και τρομάζει όχι ένα αλλά περισσότερους ανθρώπους. Φρίκη με κυρίευσε και τρόμος· έσεισε πάρα πολύ τα κόκκαλά μου. Και αέρας ισχυρός έπεσε στο πρόσωπό μου· σηκώθηκαν οι τρίχες μου και ρίγος κατέλαβε το σώμα μου.
»Σηκώθηκα όρθιος να δω τι συμβαίνει και δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τίποτα. Δεν είδα κάποια μορφή μπροστά μου, αλλά αισθάνθηκα μια αύρα και άκουσα φωνή (που έλεγε)· Τι λοιπόν; Νομίζεις ότι μπορεί να βρεθεί άνθρωπος καθαρός ενώπιον Κυρίου ή άμεμπτος με τα όσα κάνει; Εάν ούτε στους υπηρέτες του αγγέλους δεν είχε εμπιστοσύνη ο Θεός και διέκρινε εις αυτούς κάτι το διεστραμμένο (διά το οποίο και εξέπεσαν αυτοί), πόσω μάλλον οι άνθρωποι που κατοικούν εις πήλινα σπίτια και είναι κατασκευασμένοι κι αυτοί από πηλόν δεν παύουν να αμαρτάνουν και να τους κτυπά ο Θεός όπως ο σκόρος τρυπά και φθείρει τα ρούχα. Και από το πρωί μέχρι το βράδυ (σε ελάχιστο δηλαδή διάστημα) παύουν να υπάρχουν, διότι δεν μπορούν να δώσουν κάποια βοήθεια στον εαυτό τους. Χάνονται δε, διότι φύσηξε πάνω τους η ψυχρή πνοή του θανάτου και ξεράθηκαν (σαν τα άνθη που καίει ο άνεμος). Χάθηκαν γιατί δεν είχαν την σοφία του Θεού» (Ιώβ 4,12-21).
Ο Ελιφάζ πιστοποιεί τα όσα υποστηρίζει για τον Ιώβ, ότι δεν υπήρξε πάντοτε αθώος και καθαρός, αφού όλοι οι άνθρωποι είμαστε αμαρτωλοί, και με αποκάλυψη που είχε από τον Θεό. Πότε συνέβη αυτή η αποκάλυψη δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι έγινε κατά την διάρκεια μιας νύχτας. Την νύχτα που ο άνθρωπος ησυχάζει από τις μέριμνες και τις βιοποριστικές εργασίες είναι πιο ελεύθερος να δεχθεί θείες αποκαλύψεις. Εφόσον βέβαια έχει γρήγορον νουν και νηφαλιότητα ψυχής. Εφόσον δεν ζει βοσκηματώδη και κτηνώδη βίο. Εφόσον την ώρα της ησυχίας και αναπαύσεως αυτός την χρησιμοποιεί και γιά προσευχή, μελέτη της Γραφής και των πατέρων της Εκκλησίας. Εφόσον έχει την φιλόθεον αδολεσχία, δηλαδή την εντρύφηση, έρευνα, αναζήτηση των προσταγμάτων και δικαιωμάτων του Θεού. Όλοι μιλάμε για τα δικαιώματά μας και τα δικαιώματα των άλλων, ελάχιστοι όμως ασχολούνται με τα διακαιώματα του Θεού. Ελάχιστοι ασχολούνται με την βασιλεία του Θεού, με το θέλημα του Θεού. Ελάχιστοι φροντίζουν να έχουν αδιάλειπτη την μνήμη του Θεού. Πως λοιπόν να απολαύσουμε και εμείς θείες αποκαλύψεις;
Της αποκαλύψεως προηγήθηκε φόβος και τρόμος. Η επαφή με τον Θεό δεν είναι παίξε γέλασε. Το μεγαλείο του, το ακατάληπτο και το απρόσιτο που τον περιβάλλει γεμίζουν τον άνθρωπο με δέος, φόβο, αγωνία. Όλοι οι προφήτες, οι απόστολοι και οι άγιοι νιώθουν αυτό το δέος. Έχουν τον πόθο να συναντηθούν με τον Θεό, αλλά συγχρόνως συγκρίνοντας το απόλυτο και απροσπέλαστο της αγιότητας του Θεού με την σχετική, φαινομενική και ταλαντευόμενη δική τους αγιότητα, διακατέχονται και από την αγωνία και την ταραχή ενώπιον αυτής της συναντήσεως. Γι’ αυτό ο Χριστός ιστορείται στις εικόνες, και μάλιστα ως Παντοκράτωρ, με τον ένα οφθαλμό του ιλαρό και τον άλλο αυστηρό. Για να βοηθεί την εμπέδωση στους πιστούς του πόθου αλλά και του φόβου. Επακολουθεί από πλευράς Θεού βέβαια η «αύρα», η οποία δίνει κουράγιο και δύναμη στους αγίους ν' αντέξουν τη θεία παρουσία.
Ο Ελιφάζ δεν είδε κάποια μορφή, αλλά άκουσε τη φωνή Θεού. Η φωνή ρώτησε τον Ελιφάζ με ρητορική ερώτηση αν μπορεί άνθρωπος να φανεί καθαρός και άμεπτος ενώπιον του Θεού, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτό είναι αδύνατο. Πολλές φορές οι άνθρωποι νομίζουν ότι κάποιος είναι τέλειος και άγιος, αλλά ενώπιον Θεού ουδείς είναι τέλειος και άμεμπτος. Άμεπτοι και αναμάρτητοι δεν είναι ούτε οι άγγελοι. Έγιναν τέτοιοι μετά την δοκιμασία που υπέστησαν με την ανταρσία του Εωσφόρου. Τότε δεν τον ακολούθησαν, αλλά έμειναν πιστοί στον Θεό. Κι από τότε έγιναν άπτωτοι και σταθεροί στο αγαθό, ενώ ο Εωσφόρος και οι ακόλουθοί του έμειναν κακοί και διεστραμμένοι αιωνίως. Εάν λοιπόν ο Θεός στους αγγέλους διέκρινε κάτι διεστραμμένο, πόσο μάλλον στους ανθρώπους που κατοικούν σε πήλινα σπίτια και είναι και οι ίδιοι πήλινοι ο Θεός διακρίνει την ατέλεια, η οποία τους διαπερνά και τους διαλύει όπως ο σκόρος τα ρούχα. Οι άγγελοι είναι μόνο πνεύματα και ασώματοι. Οι άνθρωποι έχουν την ψυχή, η οποία όμως κατοικεί σε χωματένιο σώμα και υποκείμεθα σε υλικές ανάγκες, σε υλική φθορά, σε υλικά πάθη. Οι άγγελοι είναι αθάνατοι και αιώνιοι, εμείς θνητοί, εφήμεροι και πεπερασμένοι. Η διάρκεια της ζωής μας είναι τόσο μικρή, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, όσο το διάστημα ανατολής και δύσεως. Η γέννηση μας είναι η ανατολή και ο θάνατος η δύση μας. Η ζωή μας είναι σαν την χλόη που βλαστάνει το πρωί και ξηραίνεται από τον ήλιο όταν έλθει το βράδυ. Ο θάνατος δεν κοπιάζει καθόλου προκειμένου να μας καταστρέψει· φύσηξε απλώς και ξηραίνεται ο άνθρωπος. Με τον θάνατο χάνεται όλο το μεγαλείο του ανθρώπου, η ωραιότητα, η δύναμη, η σοφία. Όλα αυτά όχι μόνο δεν αποτρέπουν τον θάνατο, αλλά χάνονται μετά τον θάνατο. «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον». Και όλα αυτά συμβαίνουν, διότι ο άνθρωπος με την διαγωγή του έχασε την σοφία του Θεού, την προοπτική του Θεού, το πρόγραμμα του Θεού, για να φθάσει στην θέωση και την αθανασία. Οι άνθρωποι, λοιπόν, έχοντας όλες αυτές τις αδυναμίες και ζώντας στην μεταπτωτική κατάσταση, είμαστε ασταθείς στο αγαθό και ταλαντευόμενοι συνεχώς μεταξύ καλού και αγαθού, δεν έχουμε σταθεροποιηθεί ούτε έχουμε κατορθώσει την τελειότητα. Η τελειότητα στους ανθρώπους θα υπάρχει, στο βαθμό που επετεύχθη πάνω στη γη με τη χάρη του Θεού και την προσπάθεια τους, μετά τον θάνατό και την ανάσταση μας κατά την δευτέρα παρουσία. Συνεπώς «αντί να διαμαρτυρόμαστε διά τις θλίψεις και τις δοκιμασίες, που μας συνέχουν και μας περικυκλώνουν, ας απορούμε μάλλον διατί βρισκόμαστε έξω από την αιώνια κόλαση».
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ