Διατί δίδεται η ζωή σε αυτούς που βασανίζονται.
«Διατί επί τέλους έχει δοθεί φως ζωής σε αυτούς που ζουν πικρά και έχουν ψυχικές οδύνες; Σε αυτούς που επιθυμούν σφοδρά τον θάνατο, όπως οι χρυσοθήρες, που σκάβουν να βρουν θησαυρούς, επιθυμούν σφοδρά τον χρυσό. Σε αυτούς που σκιρτούν από χαρά, αν συμβεί να επιτύχουν να πεθάνουν. Ο θάνατος είναι ανάπαυση διά τον άνθρωπο, αφού ο Θεός μας βάζει να βαδίσουμε δρόμο αποκλεισμένο από παντού και στενόχωρο.
»Πριν να φάω στενάζω και το φαΐ μου γίνεται πικρό, αφού ο πόνος κόβει την όρεξη. Δακρύζω και κλαίω, αφού κυριεύομαι από φόβο μήπως με συμβούν και νέες συμφορές. Καταλαμβάνομαι δε από φόβο, διότι ό,τι κακό φοβήθηκα, μήπως μου συμβεί, και φρόντισα να το αποφύγω, μου ήλθε· ότι φοβήθηκα πραγματοποιήθηκε. Στη ζωή μου ούτε ειρήνευσα ούτε ησύχασα ούτε αναπαύθηκα και ήλθε πάνω μου η θεία οργή» (Ιώβ 3, 20-26).
Αφού καταράστηκε ο Ιώβ την ημέρα της γεννήσεώς του, στρέφεται τώρα με συμπάθεια προς την ημέρα του θανάτου του. Το ερώτημα του είναι διατί να ζουν αυτοί που βασανίζονται. Θεωρεί ότι η ζωή είναι φως, αλλά για τους δυστυχείς είναι δώρο άδωρο. Το φως τους βοηθεί να βλέπουν την δυστυχία τους. Φαίνεται ότι θεωρεί άδικη την πρόνοια του Θεού και άστοργη. Παύει να λέγει «αφού δεχθήκαμε τα αγαθά του Θεού, διατί να μη δεχθούμε τα δεινά, που επιτρέπει να έρχονται» (Ιώβ 2,10), προς εκγύμνασή μας βεβαίως.
Πάντως οι πατέρες λένε ότι δεν εγκαλεί τον Θεό, αλλά πάνω στον πόνο του απορεί και διερωτάται. «Ουκ εγκαλούντος τα ρήματα, αλλά αλγούντος...». Όσοι έχουν υγεία αντέχουν κάπως τις δυσκολίες και τα δεινά του βίου. Όσοι όμως είναι ανίατα ασθενείς δεν έχουν κάτι που να τους παρηγορεί. Δι' αυτό επικαλούνται και επιθυμούν τον θάνατο. Όμως αυτός είναι στην απόλυτη εξουσία του Θεού και θα έλθει όταν θελήσει εκείνος. Αντί να ζητούμε τον θάνατο, θα πρέπει να ζητούμε την βοήθεια του Θεού να αντέξουμε τα δεινά της ζωής. Αντί να ζητούμε να γίνουμε καλά από την ασθένεια, να ζητούμε να γίνουμε καλοί. Ο ενδόμυχος πόθος που έχουμε διά την ζωή και ο φόβος διά τον θάνατο είναι κι αυτό ένα όπλο στο να μη εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες σε αυτόν. Έπειτα ο θάνατος, αν μας εύρει ανέτοιμους διά τον Θεό, δεν θα είναι ανάπαυση αλλά αιώνια δυστυχία και ταλαιπωρία.
Ο Ιώβ μας λέγει ότι ενίοτε οι άνθρωποι κάτω από την πίεση των δοκιμασιών της ζωής ποθούν τον θάνατο με τόση ένταση, όση ένταση έχουν οι χρυσοθήρες να βρουν χρυσό. Σκιρτούν από χαρά όταν τον συναντήσουν. Διότι ο θάνατος είναι ανάπαυση από τον δύσκολο και απαράκλητο ενίοτε δρόμο της ζωής. Και βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι, όπως λέγει η Γραφή και αναφέρει η εκκλησιαστική ιστορία, και οι άγιοι είχαν παρόμοια αισθήματα αλλά διά άλλους λόγους. Δια να βρεθούν μαζί με τον Χριστό, δια να λυτρωθούν από την αμαρτία, δια να ενδυθούν το άφθορο και αθάνατο σώμα το οποίο θα αποκτήσουμε μετά τον θάνατο (Φιλιπ. 1,21· Β´ Κορ. 5,1-2). Στην τελευταία περίπτωση ουδέν το μεπτόν.
Πάντως ο Ιώβ, λέγοντας αυτά, όντως αντιμετωπίζει σκληρότατες καταστάσεις. Δεν μπορεί να χαρεί ούτε το φαγητό του, από τον πόνο που τον διακατέχει συνεχώς. Πριν φάγει του κόβεται η όρεξη από τον πόνο. Όχι μόνο δακρύζει και κλαίει συνεχώς και ακαταπαύστως, αλλά φοβάται ότι και νέα δεινά θα προστεθούν και η κατάστασή του, αντί να καλυτερεύει, θα χειροτερεύει συνεχώς. Τα επαναλαμβανόμενα και αυξανόμενα εις ένταση ανελέητα κτυπήματα τον έχουν κατατρομάξει και καταθορυβήσει. Δεν ειρήνευσε και δεν ησύχασε καθόλου. Τα βάσανά του δεν είχαν διάλειμμα και τέλος τον βρήκε η οργή του Θεού, δηλαδή η αδιόρθωτη, υπερβολική και έσχατη δοκιμασία της πλήρους καταστροφής της υγείας του. Ο Ιώβ, και όταν ήταν πλούσιος και ευτυχής, φοβόταν μήπως τα παιδιά του συλλάβουν στην διάνοιά τους κάτι κακό εναντίον του Θεού και προσέφερε θυσίες διά να τους εξιλεώσει (Ιώβ 1,5. Εν τούτοις τα δεινά ήλθαν!
Ο Ιώβ διαμαρτύρεται, αναρωτιέται και ξεσπά σε παράπονα. Πάντως δεν απελπίζεται ολοκληρωτικά ούτε βλασφημεί τον Θεό ούτε σκέπτεται να αυτοκτονήσει. Μπορεί να καταράστηκε την ημέρα της γεννήσεως του, να ρωτά διατί ήλθε στην ζωή και διατί δεν απολαμβάνει την ανάπαυση του θανάτου, αλλά δεν αποφασίζει να θέσει τέλος σε αυτήν ο ίδιος. Δεν αρνείται τον Θεό, λόγω των δοκιμασιών του, αλλά αρνείται τον εαυτό του! Στην περίπτωσή του έχουμε τον ευσεβή που αμαρτάνει μεν αλλά όχι προς θάνατον. Κι αυτό στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης, όταν το δόγμα της αναστάσεως και της αιωνίου ζωής δεν είχε ακόμη την καθαρότητα και την πλήρη διατύπωση και εξήγηση όπως στην Καινή Διαθήκη.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ