ΙΩΒ (Θ´.)

Ξακουστός ήταν ο Ιώβ διά τα πλούτη του, την θεοσέβεια και την φιλανθρωπία του. Τώρα γίνεται ξακουστός και διά τις ασυνήθεις και αλλεπάλληλες δοκιμασίες του. Οι δοκιμασίες αυτές γίνονται αιτία να τον επισκεφθούν, όταν τις έμαθαν, οι τρεις φίλοι του, ο Ελιφάζ, ο Βαλδάδ και ο Σωφάρ. Οι φίλοι του αυτοί τον επισκέφτη­καν, όταν οι γνωστοί και πλησίον του λησμόνησαν ακόμη κι αυτό το όνομά του (Ιώβ 19,13). Έλεγε ο μακαριστός πρώην Φλωρίνης π. Αυγουστίνος· «Υπάρχουν άνθρωποι που σωματικά είναι κοντά μου κι όμως ψυχικά είναι μακριά μου. Και υπάρχουν άλ­λοι που σωματικά είναι μακριά μου, ενώ ψυχικά και ουσιαστικά είναι κοντά μου».

Οι τρεις αυτοί φίλοι δεν ήταν απλοί και τυχαίοι άνθρωποι, αλλά βασιλείς και ηγέτες των χωρών τους. Ο Ελιφάζ ήταν βασιλιάς της Θαιμάν, που ήταν κατά τους ερ­μηνευτές η Πετραία Αραβία, ο Βαλδάδ ήταν ο απόλυτος ηγέτης της Σακκαίας, δηλα­δή της Ερημικής Αραβίας και ο Σωφάρ βασιλιάς των Μιναίων, που μάλλον και αυτοί κατοικούσαν στην Ερημική Αραβία. Κι ενώ ήταν βασιλείς και ηγέτες των χωρών τους και έπρεπε να αντιμετωπίζουν συνεχώς τα προβλήματα των χωρών αυτών, εν τούτοις αφήνουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους και επισκέπτονται τον φίλο τους προσωπικά και δεν αποστέλλουν αντιπροσώπους τους. Εδώ φαίνεται πόσο αξιόλογο και δημοφιλές πρόσωπο ήταν ο Ιώβ, πόσο σπουδαίο και σημαντικό τον θεω­ρούσαν οι φίλοι του και πόσο τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν.

Οι φίλοι αυτοί ήταν απόγονοι του Αβραάμ. Ο Ελιφάζ καταγόταν από τον εγγονό του Ησαύ, τον Θαιμάν (Γεν. 36,11)· ο Βαλδάδ καταγόταν μάλλον από τον Σωκέ, τον υιόντου Αβραάμ από την Χεττούρα (Γεν. 25,2)· και ο Σωφάρ ταυτίζεται από μερι­κούς με τον Σωφάρ εγγονό του Ησαύ (Γεν. 36,1). Οι άνθρωποι αυτοί, όπως και ο Ιώβ, ήταν μία έμπρακτος προφητεία διά την είσοδο και των εθνών αργότερα στο χώρο της Εκκλησίας.

Οι τρεις φίλοι ήλθαν διά να παρηγορήσουν τον φίλο τους και να συμπαρασταθούν στον πόνο και στην δοκιμασία του, όπως παλαιότερα συμμετείχαν στην χαρά του και την ευτυχία του. Αν λάβουμε υπόψη μας το ρητό του Εκκλησιαστού 7,4) «καρδία σοφών εν οίκω πένθους», οι άνθρωποι αυτοί ήταν όντως σοφοί και καλλιεργημένοι. Διότι τίποτα δεν μας κάνει τόσο σοφούς όσο η συμμετοχή στα προβλήματα των άλ­λων και τίποτα δεν μας καλλιεργεί όσο ο πόνος. Είτε υπάρχει στα πρόσωπά μας είτε στα πρόσωπα συνανθρώπων μας.

Όταν τον είδαν από μακριά δεν τον γνώρισαν, αφού οι δοκιμασίες του και μάλιστα η ασθένειά του, τον είχαν αλλοιώσει και παραμορφώσει εις αφάνταστο σημείο. Ήταν τέτοια η κατάσταση του, που, αφού έβγαλαν φωνή μεγάλη και πονεμένη, έσχισαν ο καθένας τους την στολή του και έριξαν χώμα από την γη επάνω τους. Οι εκδηλώσεις αυτές δείχνουν πέρα από κάθε συμβουλή και συμπαράσταση λεκτική την αγάπη και το ενδιαφέρον μας προς τους φίλους μας και δικούς μας ανθρώπους.

Κάθισαν κοντά του, πάνω στην κοπριά και την σαπίλα των σκουληκιών, επτά μέρες και επτά νύκτες, χωρίς να μιλούν καθόλου, παρακολουθώντας την κατάσταση που είχε το σώμα του. Επτά μέρες διαρκούσε τότε και το πένθος για τον νεκρό (Γεν. 50,10 Σ. Σειρ. 22,12). Πιθανόν οι φίλοι του βλέποντας την κατάστασή του να περίμε­ναν να δουν άμεσα το τέλος του και να συμμετάσχουν στην ταφή του.

«Μετά από την σιωπή των επτά ημερών και νυκτών ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του και καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε λέγοντας· 'Μακάρι να χαθεί η ημέρα που γεννή­θηκα και η νύκτα που είπαν γεννήθηκε αγόρι. Η νύκτα εκείνη ας ήταν απλώς ένα σκο­τάδι (χωρίς κάποιο γεγονός), ας μη την αναζητήσει ο Κύριος (διά ανθρώπινα πεπραγ­μένα), ούτε να έλθει σε αυτήν αστροφεγγιά. Ας την καταλάβει λοιπόν το σκοτάδι και η σκιά του θανάτου. Μακάρι να την καταλάβει συννεφιά και η ημέρα που την διαδέχθηκε να καταληφθεί από κατάρα. Και την νύκτα εκείνη να την πάρει το σκοτάδι και να μη απαριθμηθεί στις ημέρες του χρόνου ούτε στις ημέρες των μηνών. Η νύκτα εκείνη να είναι γεμάτη πόνο και να μη έχει ευφροσύνη και χαρά. Να την καταραστεί αυτός που την καταριέται την ημέρα εκείνη. Να την καταραστεί αυτός που με τις κατάρες του πρόκειται να υποτάξει το μέγα κήτος της θάλασσας. Μακάρι να σκοτιστούν και να χάσουν την λάμψη τους τα αστέρια εκείνης της νύκτας και να μη έχει καθόλου φωτισμό ούτε ν' ανατείλει ο αυγερινός που προαναγγέλλει το ξημέρωμα. Την καταριέμαι με τις κατάρες αυτές, διότι δεν έκλεισε τις πύλες κοιλιάς της μητέρας μου, ώστε να μη γεννη­θώ. Θα με απάλλασσε έτσι από τον πόνο που αισθάνομαι και βλέπουν τα μάτια μου, αντικρίζοντας τις πληγές μου'».

Όταν η γυναίκα του Ιώβ του μίλησε προκαλώντας τον να αμαρτήσει και να ασεβή­σει έναντι του Θεού ο Ιώβ την αποστόμωσε και την δίδαξε κατάλληλα και εμπερι­στατωμένα. Τώρα που οι φίλοι του σιωπούν και δεν του λένε τίποτα προσβλητικό ή κάτι που να τον ερεθίσει, ο ίδιος σπάζει κι αρχίζει ένα θλιβερό μονόλογο, που τα πα­ράπονα του είναι συνεχόμενα και επαναληπτικά. Αλλά και να μιλούσαν συμβουλευ­τικά και παραμυθητικά οι φίλοι του πάλι θα ξεσπούσε, όπως συμβαίνει και σε εμάς όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες δοκιμασίες και για πολύ χρόνο, τότε δεν θέλουμε ν' ακούσουμε ούτε κάτι παρηγορητικό ούτε κάτι το ενθαρρυντικό. Ο πόνος μας συνθλί­βει και το μόνο που επιθυμούμε είναι να κραυγάσουμε γοερά και σπαρακτικά, μήπως και πάρουμε κάποια αναψυχή από αυτό το ξέσπασμα. Καταριέται ο Ιώβ εν πρώτοις την ημέρα αλλά και την νύκτα που ήλθε στον κόσμο. Ενώ όλοι μας γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας και θεωρούμε ως κάτι ευτυχές το γεγονός της γεννήσεώς μας, αυτός εύ­χεται διά πολλών και επαναληπτικών προτάσεων να μη υπήρχε ποτέ η ημέρα και η νύκτα, που έλαβε χώρα η γέννησή του. Δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο αυτό που κάνει ο Ιώβ. Αποδεικνύει ότι είναι άνθρωπος κι αυτός και η αντοχή του έχει τα όριά της. Εξ άλλου ζει και στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης και δεν έχει την φώτιση του Αγίου Πνεύματος όπως εμείς ούτε το γεγονός της σταυρώσεως και της αναστάσεως του Χριστού μας. Όλοι οι μεγάλοι άνδρες Παλαιάς και Καινής Διαθήκης έχουν τις στιγμές που τους πιάνει αθυμία και απελπισία. Ο Ιερεμίας καταριέται κι αυτός την ημέρα της γεννήσεώς του (Ιερ. 15,10 · 20,14). Ο Μωυσής παρακαλεί τον Θεό να τον θανατώσει, διά να μη δει την κατάντια του (Αριθ. 11,15). Αλλά ενώ οι άγιοι αθυμούν δεν καταφέρονται εναντίον του Θεού, δεν τον βλασφημούν, δεν επιχειρούν να αυτο­κτονήσουν, ακόμη κι αν το σκεφθούν και το εκφράσουν κάποτε. Η αρετή δεν είναι γνώρισμα των αναίσθητων ή των υπεράνθρωπων αλλά «των εν πάθεσι φιλοσοφού­ντων».

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή