«Και συ Θεέ μου έκανες πραγματικότητα τα όσα μας προειδοποίησες ότι θα πάθουμε και έθεσες κριτές οι οποίοι μας δίκασαν και μας τιμώρησαν με τιμωρίες μεγάλες, τέτοιες που δεν είχαν γίνει ξανά κάτω από τον ουρανό, σαν εκείνες που συνέβησαν στην Ιερουσαλήμ, όταν μας κυρίευσαν οι εχθροί μας. Όπως είχε γραφεί στο νόμο του Μωυσέως, όλες αυτές οι τιμωρίες ήλθαν εναντίον μας. Παρ' όλα αυτά όμως εμείς δεν συνετιστήκαμε να αποστρέψουμε από τις αδικίες μας, να ικετεύσουμε εσένα τον Κύριο μας να μας ελεήσει και να φροντίσουμε να γνωρίσουμε καλά την αλήθειά σου. Ο Κύριος όμως δεν αδιαφόρησε για την κατάστασή μας ούτε αδράνησε, αλλά επέφερε αυτές τις τιμωρίες, παιδαγωγικά φερόμενος, διότι μας λυπήθηκε στην αμαρτωλή κατάσταση που βρισκόμασταν. Εμείς όμως δυστυχώς δεν προσέξαμε και δεν δώσαμε προσοχή στους λόγους του».
Οι Ισραηλίτες δεν πρόσεξαν και δεν έδωσαν σημασία στα λόγια του Θεού, εκείνος όμως τα πραγματοποίησε για να τους συνεφέρει. Κριτές τους έγιναν τα ξένα έθνη! Οι τιμωρίες ήταν άνευ προηγουμένου και δεν είχαν ξαναγίνει, με απώτερο σκοπό επιτέλους να ταρακουνηθούν και να συνέλθουν. Εις μάτην όμως· οι Ισραηλίτες αν και έπαθαν, δεν έμαθαν δυστυχώς. Παρέμειναν αθεράπευτα αμετανόητοι. Και δυστυχώς η ιστορία περιγράφει ότι αυτό συνεχίστηκε και στους μετέπειτα χρόνους. Το χειρότερο δε ότι, όπως προλέγει ο Θεός, οι μετέπειτα άνθρωποι θα συνεχίσουν κι αυτοί την ίδια τακτική. Στην Αποκάλυψη (16,8-9) περιγράφεται πως οι άνθρωποι στο απώτατο μέλλον της ανθρωπότητας, στην τέταρτη φιάλη, αφού κατακάηκαν από τον ήλιο, δεν μετανόησαν για όσα έκαναν ούτε δόξασαν τον Θεό, όπως του αξίζει, αλλά βλασφήμησαν το όνομα του Θεού. Στην πέμπτη δε φιάλη (16,10-11), που τα δεινά συνεχίστηκαν, ενώ μασούσαν τις γλώσσες τους από τον πόνο, συνέχισαν να βλασφημούν τον Θεό και να μη μετανοούν για τις αμαρτωλές πράξεις τους. «Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου».
Πάντως ο Δανιήλ μετά την περιγραφή της άθλιας καταστάσεως του λαού του, επιμένει στην προσευχή του να ζητά εκ μέρους του Θεού να λυπηθεί τον λαό του. Η επιχειρηματολογία του είναι εξαντλητική και πειστική. Ας παρακολουθήσουμε τη συνέχεια της δεήσεώς του κι ας αντιγράψουμε και στις δικές μας προσευχές την μέθοδό και τον τρόπο που προσεύχεται.
«Κύριε, εσύ που είσαι ο Θεός μας, εσύ που ελευθέρωσες τον λαό σου από την δουλεία των Αιγυπτίων με δυναμικό και θαυμαστό τρόπο και κατέστησες ένδοξο και περίφημο το όνομά σου, ομολογούμε ότι αμαρτήσαμε και ανομήσαμε απέναντί σου. Κύριε σε παρακαλούμε δείξε μακροθυμία και έλεος και πάρε τον θυμό και την οργή σου από την πόλη σου την Ιερουσαλήμ και από το άγιο όρος, που είναι κτισμένος ο ναός σου και το θυσιαστήριό σου. Ομολογούμε ξανά ότι αμαρτήσαμε και ότι λόγω των αδικιών των δικών μας αλλά και των προγόνων μας, η Ιερουσαλήμ και ο λαός σου έγιναν όνειδος σε όλα τα έθνη, που είναι γύρω μας.
Τώρα λοιπόν Κύριε, εσύ που είσαι ο Θεός μας, εισάκουσε την προσευχή και τις δεήσεις του δούλου σου και εμφάνισε ευμενές το πρόσωπό σου στον έρημο ναό σου, λόγω της αγαθότητας και της φιλεύσπλαχνης προσωπικότητάς σου. Άνοιξε το αυτί σου Κύριε και άκουσέ με· άνοιξε τους οφθαλμούς σου και δες τον αφανισμό μας και την καταστροφή της πόλεώς σου, της Ιερουσαλήμ, στην οποία γινόταν επίκληση του ονόματός σου. Σε ικετεύουμε, όχι γιατί βασιζόμαστε στις αρετές μας, αφού δεν υπάρχουν άλλωστε, αλλά γιατί παίρνουμε κουράγιο από τους πολλούς οικτιρμούς σου και την ανεξιχνίαστο μακροθυμία σου. Εισάκουσε Κύριε την προσευχή μου, λυπήσου με, πρόσεξέ με και ανταποκρίσου άμεσα. Μη αργοπορήσεις, λόγω του ελέους σου Θεέ μου και λόγω του ότι το όνομά σου αναφερόταν και δοξαζόταν ακατάπαυστα στην πόλη σου και στον λαό σου».
Ο Δανιήλ θυμίζει στον Θεό πως τους ελευθέρωσε από την δουλεία των Αιγυπτίων. Και τότε οι Ισραηλίτες ήταν αμαρτωλοί και αμετανόητοι και το χειρότερο παρέμειναν τέτοιοι και στο διάστημα της πορείας τους προς τη γη Χαναάν. Ήταν τόση η αμετανοησία τους που, από αυτούς που ξεκίνησαν από την Αίγυπτο, μόνο δύο εισήλθαν στην Παλαιστίνη· ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ. Δηλαδή σώθηκαν στα 2.000.000 Ισραηλίτες, που ήταν τότε, μόνο δύο! Αυτοί που εισήλθαν ήταν οι Ισραηλίτες που γεννήθηκαν στην έρημο. Γι' αυτό ο Μωυσής στο Δευτερονόμιο (9, 4-5) τους προειδοποιεί να μη πουν ότι ο Θεός τους έσωσε, επειδή ήταν δίκαιοι. Όχι· τους έσωσε και κατάστρεψε τους εχθρούς τους, επειδή ήταν πολύ ασεβείς και έπρεπε να τιμωρηθούν κι αυτοί, και για να μείνει πιστός στην ένορκη διαθήκη που έκανε με τους αγίους προπάτορές τους, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Αλλά και ο Ιεζεκιήλ (36, 22· 32), που είναι σύγχρονός και συνεξόριστος τους, τους καθιστά γνωστό ότι η απελευθέρωσή τους από την Βαβυλώνα δεν θα είναι αποτέλεσμα της αρετής και της δικαιοσύνης τους, αλλά αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού και της μακροθυμίας του.
Επίσης ο Δανιήλ θυμίζει στον Θεό ότι ο η Ιερουσαλήμ είναι η πόλη του. Ο ναός και το θυσιαστήριο, που είναι κτισμένα στο όρος Σιών, είναι δικά του, ανήκουν σε αυτόν. Λόγω των αμαρτιών τους έγιναν κτήμα των ασεβών λαών και ατιμώθηκαν. Αλλά τον παρακαλεί να επιδείξει έλεος και μακροθυμία και να τα ελευθερώσει. Ομολογεί ότι δεν τα ζητά αυτά λόγω της αρετής και της δικαιοσύνης τους, γνωρίζει ότι αυτά είναι ανύπαρκτα σε αυτούς, αλλά λόγω του ελέους του και λόγω του ότι σε αυτά παλαιότερα δοξαζόταν το όνομά του.
Επαναλαμβάνουμε ότι ο Δανιήλ τα είχε όλα στην Βαβυλώνα. Τιμές, δόξα, πλούτη, ανέσεις. Αν ήταν άνθρωπος γήινος, με ενδιαφέροντα εφήμερα και πρόσκαιρα, θα είχε ξεχάσει και τον Θεό και τον λαό του. Όμως ο Δανιήλ ζει χωρίς να είναι ικανοποιημένος και χωρίς να αναπαύεται. Την επαφή με τον Θεό την είχε, την βοήθειά του επίσης, μπορούσε να είναι ικανοποιημένος και πνευματικά. Ποτέ όμως ένας άγιος δεν αναπαύεται μόνος του. Θέλει να ευτυχούν και οι άλλοι. Επιθυμεί την ευτυχία και την πρόοδο του έθνους του, της πίστεώς του και την ευτυχία ενός εκάστου των συνανθρώπων του, δικαίων και αμαρτωλών. Ο μέγας απόστολος των εθνών Παύλος επιθυμούσε, εάν ήταν δυνατόν να βρεθεί στην κόλαση, εφόσον με αυτή τη δοκιμασία του πετύχαινε την σωτηρία των ομοεθνών του (Ρωμ. 9,3). Και ο μεγάλος Μωυσής προτίμησε να καταστραφεί με το έθνος του, παρά να σωθεί μόνος του (Εξοδ. 32,32). Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη των αγίων!
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ