«Και εξομολογήθηκα και είπα». Απαραίτητο στοιχείο της προσευχής μας πρέπει να είναι πάντοτε η εξομολόγηση του εσωτερικού μας κόσμου στον Θεό. Η αποκάλυψη του εαυτού μας με όλα τα τρωτά του και τα ελαττώματά του, αλλά και η αναγνώριση του μεγαλείου του Θεού, της αγάπης του για μας και του ελέους του.
«Κύριε συ που είσαι ο Θεός ο μέγας και θαυμαστός, συ που μένεις πιστός στις υποσχέσεις σου και δίνεις το έλεός σου σε εκείνους που σε αγαπούν και φυλάσσουν τις εντολές σου. Ομολογούμε ότι αμαρτήσαμε, αδικήσαμε, ανομήσαμε και αποστατήσαμε από σένα. Δεν τηρήσαμε τις εντολές σου και τις αποφάσεις σου ούτε δεχθήκαμε τις δίκαιες κρίσεις σου».
Ομολογεί ο προφήτης Δανιήλ το μεγαλείο του Θεού και πόσο θαυμαστός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Πόσο πιστός είναι στις υποσχέσεις του και πόσο άφθονα παρέχει το έλεος και την χάρη του σε όσους τον αγαπούν και φυλάσσουν τις εντολές του. Εξομολογείται όμως ότι αυτός και το έθνος του δεν έχουν να επιδείξουν την αγιότητα που ζητά ο Θεός. Αμάρτησαν έναντι του Θεού και αδίκησαν τον Θεό με το να απομακρύνονται από αυτόν και να λατρεύουν τα είδωλα και τους ψεύτικους θεούς. Αλλά αδίκησαν και τους συνανθρώπους τους προσπαθώντας να ικανοποιήσουν το συμφέρον τους και τον εγωισμό τους. Δεν τήρησαν την πρώτη και μεγάλη εντολή του Θεού, να τον αγαπήσουν με όλη την καρδιά και την ψυχή και την διάνοια τους και να αγαπήσουν τον πλησίον τους όπως τον εαυτό τους. Ο Δανιήλ επαναλαμβάνει εδώ ότι είπε ο Αζαρίας στο Θεό εκ μέρους των Τριών Παίδων, όταν βρέθηκαν στην κάμινο του πυρός. Και η Εκκλησία διαχρονικά σαν σύνολο, αλλά και κάθε πιστός χωριστά, στην προσευχή αρχίζει από εδώ. Η ειλικρινής και σταράτη αυτή ομολογία είναι ο εθνικός ύμνος της Εκκλησίας, θα λέγαμε, και πρέπει να απαγγέλλεται σε κάθε επίσημη αλλά και ανεπίσημη στιγμή της ζωής μας, δημόσιας και ιδιωτικής.
«Και δεν υπακούσαμε στους δούλους σου τους προφήτες, οι οποίοι μιλούσαν εξ ονόματός σου προς τους βασιλείς μας και τους άρχοντές μας και προς τους προγόνους μας και προς όλο τον λαό της χώρας μας γενικά».
Δεν είναι μόνο οι αμαρτίες μας και η εμμονή μας στο κακό, αλλά συνυπάρχει και η αδιαφορία προς τους ανθρώπους του Θεού, οι οποίοι είναι το στόμα του και κηρύττουν τον λόγο του. Και η αδιαφορία κάποια στιγμή, όταν εκείνοι κηρύττουν έντονα και αποφασιστικά, μετατρέπεται σε εχθρότητα και εχθροπραξία απέναντί τους. Το μεγαλύτερο αμάρτημα κατά την Γραφή είναι η μη παραδοχή των προφητών και η εχθρότητα απέναντί τους. Ο Κύριος στις οδηγίες που έδωσε στους αποστόλους μετά την εκλογή τους είναι και τα εξής αξιοπρόσεκτα· «Και αν κάποιος δεν σας δεχθεί και δεν ακούσει τους λόγους σας, βγαίνοντας έξω από το σπίτι ή την πόλη εκείνη, τινάξετε καλά την σκόνη των ποδιών σας. Αληθινά σας λέγω, κατά την ημέρα της κρίσεως οι κάτοικοι της χώρας των Σοδόμων και της Γομόρρας θα κριθούν επιεικέστερα από τους κατοίκους της πόλεως εκείνης» (Ματθ. 14-15).
«Σε σένα Κύριε ανήκει και υπάρχει η δικαιοσύνη, ενώ σε μας η καταισχύνη της αιχμαλωσίας και της δουλείας στους Βαβυλώνιους. Σε κάθε Ιουδαίο και σ' αυτούς που κατοικούν στα Ιεροσόλυμα και σε όλους τους Ισραηλίτες, που βρίσκονται κοντά ή μακριά σε ολόκληρη την γη όπου τους διασκόρπισες εξαιτίας της απιστίας τους και της αθετήσεως των νόμων σου. Πράγματι Κύριε αυτή είναι η αλήθεια και ειλικρινά την διακηρύττω, ότι εσύ είσαι ο δίκαιος και ο σωστός ενώ εμείς οι άδικοι και σιχαμεροί και οι βασιλείς μας και οι άρχοντες και οι πρόγονοι μας, οι οποίοι κολυμπάμε ή κολυμπήσαμε μέσα στην αμαρτία».
Ο Δανιήλ δεν λέγει τα συνηθισμένα, που λέμε εμείς που δεν έχουμε συναίσθηση του τι είμαστε, «πού είναι ο Θεός, που είναι η δικαιοσύνη του και η πρόνοιά του;» και άλλα παρεμφερή, που αιτιώνται τον Θεό για ότι κακό συμβαίνει στον κόσμο, στην χώρα μας ή στον καθένα από εμάς. Όχι ο Δανιήλ έχει αυτογνωσία και κάνει αυτοκριτική. Δεν δικαιολογεί τα σφάλματα των Ισραηλιτών ούτε προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες τους, για τα όσα παθαίνουν.
«Αλλά Κύριε δεν είσαι μόνο δίκαιος, αλλά έχεις συγχρόνως και συμπάθεια, ευσπλαχνία, έλεος και συγχώρηση για μας τους αμαρτωλούς, που αποστατήσαμε από σένα και δεν υπακούσαμε στη φωνή του Κυρίου του Θεού μας, που μας καλούσε να ζήσουμε σύμφωνα με τους νόμους του, τους οποίους έθεσε ενώπιόν μας, με τους δούλους του τους προφήτες».
«Έλεος και κρίσιν άσομαι σοι Κύριε» λέγει ο Δαυΐδ στους ψαλμούς του (100,1). Θα υμνήσω και θα ψάλλω το έλεος και την κρίση σου, την δικαιοσύνη σου. Αυτό κάνει και ο Δανιήλ εδώ. Μίλησε για το μεγαλείο του Θεού, για την τελειότητά του και την δικαιοσύνη του, αλλά έρχεται να περιγράψει και την άλλη πλευρά του Θεού. Ότι είναι «οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος» (Ψαλμ. 102,8). Αλίμονο αν ο Θεός δεν ήταν ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος. Ελπίδα για την σωτηρία του ανθρώπου δεν θα υπήρχε.
Πάντως ο Δανιήλ δεν υμνεί το έλεος του Θεού για να εφησυχάσουν οι Ισραηλίτες και να επαναπαυθούν στο ό,τι και να κάνουν ο Θεός θα τους σώσει. Αντίθετα περιγράφει ξανά και ξανά την απείθειά τους και την αχαριστία τους. «Όλοι οι Ισραηλίτες παρέβησαν τον νόμο σου και παρεξέκλιναν και δεν άκουσαν την φωνή σου. Γι' αυτό έπεσε επάνω μας η κατάρα και η ένορκη θεία διακήρυξη, που περιέχεται στο νόμο του Μωυσέως, του δούλου του Θεού, ακριβώς για αμαρτήσαμε κατ' αυτό τον τρόπο».
Όταν οι Ισραηλίτες εισήλθαν στην γη της Χαναάν συνάντησαν δύο όρη· το Γαιβάλ και το Γαριζίν. Τότε όπως τους διέταξε ο Μωυσής πριν να μπουν και πριν πεθάνει ό ίδιος, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, έξι φυλές η κάθε ομάδα. Η μία στάθηκε στο Γαριζίν και η άλλη στο Γαιβάλ. Στο μέσο των δύο ορέων στάθηκαν οι Λευίτες οι οποίοι εκφωνούσαν τις ευλογίες του Θεού, που θα είχαν εφόσον του έμεναν πιστοί και υπάκοοι, ή τις κατάρες που θα έπεφταν επάνω τους στην αντίθετη περίπτωση. Ο λαός σε κάθε περίπτωση έλεγε το «γένοιτο», δείγμα ότι συμφωνούσε και προσυπέγραφε όσα άκουγε. Το όρος Γαριζίν ήταν το όρος που οι φυλές έλεγαν γένοιτο στις ευλογίες και το όρος Γαιβάλ ήταν το όρος που οι φυλές έλεγαν γένοιτο στις κατάρες (Δευτ. κεφ. 27 και 28). Όταν ο Δανιήλ λέγει «έπεσε πάνω σε μας η κατάρα» αναφέρεται ακριβώς σε αυτές τις κατάρες, που εκφωνήθηκαν τότε.
Επίσης στο Δευτερονόμιο (32, 40-42) λέγει ο Θεός· «Θα πραγματοποιηθούν όλες οι απειλές μου, διότι θα υψώσω το χέρι μου εις τον ουρανό και θα ορκισθώ με το δεξιό μου χέρι και θα διακηρύξω ότι εγώ ζω αιωνίως. Θα κάνω το μαχαίρι μου οξύ ως αστραπή και θα σταθεί σταθερό στο να τιμωρήσει. Θα τιμωρήσω τους εχθρούς μου και εκδικηθώ όπως τους αξίζει, εκείνους που με μισούν. Θα κάνω να μεθύσουν τα βέλη μου από το αίμα και το μαχαίρι μου θα φάει ανθρώπινα κρέατα...». Αυτός είναι ο όρκος που περιέχεται στο νόμο του Μωυσέως, στην περίφημη ωδή του Μωυσέως, που γράφτηκε λίγο πριν τον θάνατό του και έχει απειλητικό και τιμωρητικό χαρακτήρα. Με ανθρωπομορφικές, σκληρές και απότομες εκφράσεις ο Θεός προσπαθεί να νουθετήσει τον δύσκολο, ατίθασο και αγνώμονα λαό του. Οι εκφράσεις του κειμένου αυτού σοκάρουν τον σημερινό άνθρωπο, αλλά γράφτηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο, για να πιέσουν με αγαθή προαίρεση τους Ισραηλίτες να μείνουν πιστοί και υπάκουοι στο Θεό και να αποφύγουν το μεγάλο κακό την αμαρτία.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ