ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΔΑΝΙΗΛ (ΙΣΤ´.)

Ο Δαρείος διαίρεσε το κράτος του σε εκατόν είκοσι επαρχίες, ή σατραπείες όπως τις ονόμαζαν οι Πέρσες. Τοποθέτησε δε εκατόν είκοσι σατράπες για να τις διοικούν. Πάνω από τους εκατόν είκοσι σα­τράπες έθεσε τρεις αξιωματούχους να τους εποπτεύ­ουν και να τους επιτηρούν και αυτοί να δίδουν αναφορά στον βασιλιά για την εν γένει διοίκηση του κρατους. Ένας από αυτούς τους τρεις ήταν ο Δανιήλ. Ο Δανιήλ όμως απέδειξε στην πράξη ότι ήταν ανώτερος από τους άλλους σατράπες και επόπτες, διότι είχε περισσότερο πνεύμα και ικανότητα και εξυπνάδα. Έτσι ο βασιλιάς τον έκανε αντιβασιλἐα σε όλο το κράτος του. Αυτό ήταν μεγάλο ράπισμα για τους αξιωματούχους του Δαρείου. Ένας αλλόθρη­σκος και αλλοεθνής να είναι στην κορυ­φή της διοικήσεως αμέσως μετά τον βασιλιά. Η μεγάλη δόξα και τιμή προκαλεί πάντα τον φθόνο και την έχθρα. Και όσο πιο λα­μπρός και ένδοξος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο φθονείται. Προσπάθησαν λοιπόν και οι σατράπες και οι επόπτες να βρουν κάτι να τον κατηγορήσουν και να τον δια­βάλουν. Αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν. Ο Δανιήλ ήταν σε όλα τίμιος και πιστός στον βασιλιά. Και τότε σκέφθηκαν ότι μόνο με την θρησκευτική του πίστη θα μπορούσαν να βρουν κάτι που να ενοχλή­σει τον βασιλιά. Κολάκευσαν λοιπόν τον εγωισμό του Δαρείου και του είπαν ότι σκέφθηκαν όλοι οι αξιωματούχοι του, να θεσπίσει διάταγμα με το οποίο για τριάντα μέρες δεν θα επιτρεπόταν σε κανένα υπήκοό του να ζητήσει κάτι από θεό ή άνθρωπο, παρά μόνο από τον βασιλέα. Ο βασιλιάς θα ήταν το ανώτερο ον στο οποίο θα πρέπει να προσφεύγουν όλοι γι' αυτό το διάστημα. Όποιος παρέβαινε το διάταγμα θα ρι­χνόταν στο λάκκο των λιονταριών.

Οι αξιωματούχοι είπαν ψέματα ότι το διάταγμα αυτό το σκέφθηκαν όλοι, ενώ έγι­νε εν αγνοία του Δανιήλ. Έπειτα το διάταγμα αυτό ήταν γελοίο και ανόητο, διότι –αν ήταν καλό– θα έπρεπε να εφαρμόζεται συνεχώς και όχι μόνο για τριάντα ημέρες. Εάν δεν ήταν καλό, δεν έπρεπε να εφαρμοσθεί καθόλου. Ουσιαστικά δεν τιμούσε τον βασιλιά αλλά και τον ξευτέλιζε, διότι ο βασιλιάς ήταν άνθρωπος και δεν μπορού­σε να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα των υπηκόων του. Να τους δώσει π. χ. υγεία, ζωή, να τους δώσει τέκνα, βροχή, καλούς καιρούς, ειρήνη ψυχική, ηρεμία του πνεύ­ματος, χαρούμενη διάθεση, κουράγιο, δύναμη και άλλα πολλά. Το να θέλει κανείς να σταθεί στο βάθρο του Θεού, να γίνει Σωτήρας, το μόνο που κατορθώνει είναι να γε­λοιοποιηθεί ανεπανόρθωτα. Η θεοποίηση ενός ανθρώπου είναι και ο χειρότερος εξευτελισμός του. Γι' αυτό οι άγιοι ξέροντας την αδυναμία του κάθε ανθρώπου να ρέπει προς την θεοποίηση και το πόσο επικίνδυνα είναι τα διάφορα προσόντα, φυσι­κά –επίκτητα, θεϊκά­– ή τα έκρυβαν ή ζητούσαν από τον Θεό ποτέ να μη τους δώσει χαρίσματα μεγάλα.

Ο βασιλιάς κολακεύθηκε με την εισήγηση των συνεργατών του να γίνει ένας μι­κρός θεός και έτσι υπόγραψε το διάταγμα, που αυτοί σχεδίασαν. Πόσο επικίνδυνος ο εγωισμός μας και η τάση να είμαστε το κέντρο του κόσμου! Αλλά και πόσο επικίνδυ­νοι είναι οι ασυνείδητοι συνεργάτες και πόσο πρέπει να τους προσέχει ο προϊστάμε­νός τους. Αντί να τον βοηθούν να μη κάνει λάθη και να μη πέφτει σε παγίδες, αυτοί τον ωθούν να κάνει λάθη και δημιουργούν προϋποθέσεις για να πέφτει σε παγίδες. «Θεέ μου φύλαγε από τους φίλους μου, τους εχθρούς μου τους ξέρω» λέγει μια παροιμία του λαού.

Ο Δανιήλ έμαθε την σύνταξη και υπογραφή του δόγματος. Δεν διαμαρτυρήθηκε γιατί αν και πρώτος μετά τον βασιλιά δεν ρωτήθηκε καθόλου, ούτε από τους αξιωμα­τούχους του ούτε και από τον ίδιο. Δεν πήγε στον βασιλιά εκ των υστέρων να του πει πόσο άδικο και ανόητο ήταν το διάταγμα. Δεν θα είχε κανένα νόημα και αποτέλεσμα η διαμαρτυρία του, γιατί τα διατάγματα του Μηδοπερσικού βασιλείου, όταν υπογρα­φόταν, δεν ανακαλούνταν. Ο βασιλιάς θεωρείτο αλάθητος, ως αντιπρόσωπος του ει­δωλολατρικού Θεού Ορμούζδ. Ο Δανιήλ έπειτα ήταν ο άνθρωπος που ζούσε αδιάφο­ρος για τα γεγονότα της ζωής του ευχάριστα ή λυπηρά. Δεν μεθούσε με τα πρώτα και δεν ταρασσόταν με τα δεύτερα. Συνέχιζε να ζει κατά Θεό και να δίδει απαντήσεις σε όλους με την διαγωγή του και την ζωή του. Και ο Θεός τον ευλογούσε συνεχώς. Οι βασιλείς πέθαιναν, τα έθνη καταστρεφόταν, οι κάτοχοι της εξουσίας άλλαζαν και ο Δανιήλ παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος, τόσο στη ζωή και στις πεποιθήσεις του, όσο και στα αξιώματα. Υπήρξε ο χαριτωμένος του Θεού, ο άνθρωπος όπως τον επι­θυμούσε Εκείνος, αυτός που βρισκόταν συνέχεια υπό την προστασία του.

Ο Δανιήλ λοιπόν πήγε στο σπίτι του σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τα παράθυρα του ήταν ανοιχτά προς το μέρος της Ιερουσαλήμ, για να την θυμάται και να μη την ξεχνά ποτέ. Εκεί στον οίκο του τρεις φορές την ημέρα, ενώ είχε τόσες υποθέσεις και τόσα καθήκο­ντα, γονατιστός, δοξολογούσε τον Θεό και προσευχόταν σ' αυτόν. Ο οί­κος του ήταν πρώτα και πάνω απ' όλα οίκος προσευχής. Άρχισε να προσεύχεται φα­νερά και επίσημα, με ανοιχτά τα παράθυρα. Θα πει κάποιος· «δεν μπορούσε να προ­σευχηθεί μυστικά την ημέρα, για να μη δώσει αφορμή σε αυτούς που τον φθονούσαν να τον κατηγορήσουν»; Μπορούσε, αλλά δεν θέλησε. Δεν ήθελε να τον κατηγορή­σουν ότι φοβήθηκε και δεν εκπληρώνει τα καθήκοντα του στον Θεό. Θέλησε δε να τους διδάξει στην πράξη ότι προτιμότερο γι' αυτόν είναι να πεθάνει, παρά να μη προ­σευχηθεί εκτελώντας διαταγές ασεβών ανδρών.

Οι φθονεροί και κακόψυχοι αξιωματούχοι, που παρακολουθούσαν με προσοχή τις κινήσεις του Δανιήλ, αντελήφθησαν αμέσως ότι προσευχόταν και τον κατήγγειλαν αμέσως στον βασιλιά. Όταν ο βασιλιάς έμαθε ότι ο Δανιήλ ήταν ο παραβάτης, όχι μόνο δεν οργίστηκε όπως ο Ναβουχοδονόσορ με τους τρεις παίδες, όταν δεν προσκύ­νησαν το άγαλμά του, αλλά και λυπήθηκε και προσπάθησε μέχρι το βράδυ να μα­ταιώσει την τιμωρία του. Κατάλαβε ότι όλη η ιστορία έγινε για να καταστραφεί ο Δανιήλ, ο πιο πιστός και ικανός του συνεργάτης. Οι αξιωματούχοι όμως τότε παρα­τήρησαν ότι το διάταγμα του βασιλέως πρέπει να τηρηθεί στο έπακρον. Τότε ο βασι­λιάς διέταξε να τον ρίξουν στο λάκκο με τα λιοντάρια, αλλά του είπε συγχρόνως ότι· «ο Θεός σου, τον οποίον λατρεύεις εσύ συνεχώς και αδιαλείπτως, αυτός θα σε σώσει». Αμέσως έφραξαν με λίθο μεγάλο το στόμιο του λάκκου και τον σφράγισαν με το δα­χτυλίδι του βασιλιά και τα δαχτυλίδια των μεγιστάνων, ώστε να μη μπορεί κανείς να τον μετακινήσει και να ελευθερώσει έτσι τον Δανιήλ. Το δαχτυλίδι την εποχή εκείνη ήταν όχι απλώς κόσμημα αλλά κυρίως η σφραγίδα, αυτού που το κατεί­χε, και την φορούσε συνεχώς στο χέρι του, μη την πάρουν και σφραγίσουν εν αγνοία του. Το εγχείρημα για να καταστραφεί ο Δανιήλ έγινε με όλες τις λεπτομέρειες και η καταστροφή του ήταν βεβαία. Αλλά ο Θεός έκλεισε τα στόματα των λιονταριών και δεν πείραξαν καθόλου τον Δανιήλ.

Οι σατράπες ευφράνθηκαν και ικανοποιήθηκαν από αυτό που πέτυχαν. Ο βασιλιάς όμως φοβόταν και ανησυχούσε και για την τύχη του Δανιήλ αλλά και μήπως κατα­στραφεί κι αυτός με την συμπεριφορά που έδειξε. Ήξερε ότι καταδίκασε ένα αθώο και για κάτι που δεν έφταιγε. Θυμόταν τι υπέστη ο Ναβουχοδονόσορ και ο Βαλ­τάσαρ, όταν πήγαν κόντρα με τον Θεό. Ο βασιλιάς λοιπόν μετά από τη σφράγιση του λάκκου ανέβηκε στο παλάτι του και, χωρίς να δειπνήσει, πήγε να κοιμηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Η στενοχώρια και η αγωνία τον κυρίευσαν. Το πρωί, μόλις βγήκε το φως, ο βασιλιάς σηκώθηκε και με σπουδή ήλθε στο λάκκο των λιο­νταριών. Δεν έστειλε κάποιον υπηρέτη, αλλά πήγε ο ίδιος. Μόλις πλησίασε άρχισε να κραυγάζει με δυνατή φωνή· «δούλε του ζωντα­νού Θεού, ο Θεός σου, που τον λατρεύεις πιστά και συστη­ματικά, μήπως μπόρεσε να σε σώσει»; Ο Δανιήλ αμέσως απάντησε· «βασιλιά μου στους αιώνες να ζήσεις. Ο Θεός μου απέστειλε τον άγγελό του και έφραξε τα στόμα­τα των λιονταριών και κα­θόλου δεν με έβλαψαν, γιατί απέναντί σου ήμουν πιστός και ευσυνείδητος». Τότε ο βασιλιάς γεμάτος χαρά διέταξε να τον βγάλουν έξω και διαπίστωσε και ο ίδιος ότι τα λιοντάρια δεν τον πείραξαν καθόλου, διότι παρέμεινε πιστός στα καθήκοντά του απέναντι στο Θεό του.

Βλέπουμε τον βασιλιά, ενώ λέγει στον Δανιήλ ότι ο Θεός του θα τον σώσει, να έχει αγωνία και στενοχώρια, να μη τρώει, να μη κοιμάται και να σηκώνεται πρωί να τρέξει να δει τι έγινε. Ο Δανιήλ που κινδυνεύει έχει πίστη και γαλήνη και ο ασφαλής βασιλιάς κατατρύχεται από αγωνία και ολιγοπιστία. Πιστεύει στη δύναμη του Θεού «του ζώντος», όπως είπε, αλλά και δεν πιστεύει. Μοιάζει με τον πατέρα του σεληνια­ζομένου νέου του ευαγγελίου που λέγει· «πιστεύω Κύριε· βοήθει μοι τη απιστία» (Μαρκ. 9,24).

Ο βασιλιάς χάρηκε και ικανοποιήθηκε για την σωτηρία του Δανιήλ. Τώρα όμως έπρεπε να θέσει και κάθε κατεργάρη στον μπάγκο του. Αρκετά τους είχε ανεχθεί. Διέταξε να έλθουν οι αξιωμα­τούχοι που κατέτρεχαν τον Δανιήλ και τους έριξε αυ­τούς στο λάκκο με τα λιοντάρια, μαζί με τις οικογένειές τους. Μόλις τα λιοντάρια τους αντίκρισαν τους κατασπάρα­ξαν και λιάνισαν τα κόκαλά τους. Δείγμα ότι πει­νούσαν και παρέμεναν άγρια θηρία. Αν δεν πείραξαν τον Δανιήλ, δεν ήταν επειδή δεν είχαν όρεξη ή ήταν ήμερα, αλλά διότι ο Θεός τα εμπόδισε. Μαζί με αυτούς κατα­στράφηκαν και οι οικογένειές τους, γιατί και αυτές συμμετείχαν στο έγκλημα. Δια­φορετικά έπρεπε να διαμαρτυρηθούν και να διαχωρίσουν την θέση τους.

Αμέσως μετά ο βασιλιάς εξέδωσε νέο διάταγμα στο οποίο έλεγε· «όλοι οι λαοί και οι εθνότητες του βασιλείου του θα έπρεπε να φοβούνται και να σέβονται βαθύτατα τον Θεό του Δανιήλ. Διότι αυτός είναι Θεός ζωντανός, αληθινός, πραγματικός και η βασιλεία του θα μείνει ισχυρή, ατελεύτητη και αιώνια. Αυτός βοηθεί και προστατεύει τους πιστούς του κάνοντας θαύματα στον ουρανό και στη γη. Αυτός έσωσε από τα λιοντάρια τον Δανιήλ».

Έτσι ο Δανιήλ δοξαζόταν και ευημερούσε στη βασιλεία των Μήδων και των Περ­σών, όπως τιμώνταν και ευτυχούσε και στη βασιλεία των Βαβυλωνίων. Ήταν ο αιχ­μάλωτος που εν τέλει κατακτούσε τους κατακτητές και ο ηττημένος που εν τέλει νι­κούσε τους νικητές.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή