Αφού ο Δανιήλ μας αφηγήθηκε βασικά στιγμιότυπα της ζωής του Ναβουχοδονόσορος, στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου του μας αναφέρει για τον Βαλτάσαρ, τον τελευταίο βασιλιά της Βαβυλώνας, επί του οποίου κατελύθη το κράτος της. Αυτός, ενώ η Βαβυλώνα πολιορκούνταν από τον Κύρο τον βασιλιά της Περσίας και κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να πέσει, αντί να βρίσκεται σε επαγρύπνηση και επιφυλακή, έκανε μεγάλο δείπνο στο παλάτι του με χίλιους μεγιστάνες, με τις γυναίκες του χαρεμιού του και τις παλλακίδες του, το δε κρασί έρεε άφθονο. Ο Βαλτάσαρ πάνω στο μεθύσι του ζήτησε να φέρουν τα ιερά σκεύη, που είχε πάρει ο Ναβουχοδονόσορ από το ναό του Σολομώντος, και τα χρησιμοποίησε για να συνεχίσουν την οινοποσία τους. Συγχρόνως άρχισαν να υμνούν τους θεούς τους, τους οποίους παρίσταναν με χρυσά, αργυρά, χάλκινα, σιδερένια, ξύλινα και λίθινα είδωλα. Περιφρόνηση προς τον αληθινό Θεό και ιεροσυλία των ιερών αντικειμένων του ναού του Σολομώντος, μαζί με κραιπάλη και άκρατη και χωρίς φραγμούς διασκέδαση, με σύγχρονη λατρεία των ψεύτικων θεών ήταν η αντίδραση του Βαλτάσαρ στην πολιορκία του Κύρου, ο οποίος μεθοδικά προωθούσε το σχέδιο αλώσεως της πόλεως. Η συμπεριφορά του αυτή κίνησε την αντίδραση του Θεού, ο οποίος στοργικά φερόμενος θέλησε να τον προειδοποιήσει, διδάσκοντας συγχρόνως και τους ανά τους αιώνες ασεβείς, ότι η καταστροφή έρχεται, όταν παραμένουν αδιόρθωτοι και αμετανόητοι.
Ένα ανθρώπινο χέρι εμφανίστηκε στον τοίχο του παλατιού και με τα δάκτυλα του έγραψε μια ακατανόητη φράση. Ο βασιλιάς μπροστά σε αυτό το φαινόμενο ταράχθηκε, η μορφή του έχασε την ζωντάνια και το χρώμα της, η μέση του χαλάρωσε, τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν και σκέψεις φόβου και απελπισίας τον συντάραζαν. Φώναξε κατατρομαγμένος να έλθουν οι μάγοι και οι σοφοί της Βαβυλώνας για να αναγνώσουν την γραφή. Όποιος το κατόρθωνε θα τον έντυνε με την βασιλική πορφύρα, θα του φορούσε το βασιλικό περιδέραιο και θα τον ανακήρυσσε τρίτο άρχοντα στο βασίλειό του. Οι μάγοι και οι σοφοί ήλθαν, αλλά κανένας δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την φράση.
Τότε ο βασιλιάς ταράχθηκε πολύ περισσότερο, η μορφή του άλλαξε από την αγωνία και τον φόβο και κοντά σ' αυτόν ταράχθηκαν και όλοι οι μεγιστάνες του. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή μπήκε στην αίθουσα διασκεδάσεως η μητέρα του και του είπε· «Βασιλιά να ζεις εις τον αιώνα. Μη ταράζεσαι και μη χάνεις το χρώμα σου. Υπάρχει άνθρωπος στο βασίλειό σου, που έχει πνεύμα Θεού και που στις μέρες που βασίλευε ο πατέρας σου απέδειξε ότι έχει ανά πάσα στιγμή φωτισμένη και συνετή διάνοια. Ο πατέρας σου, λόγω αυτών των προσόντων του, τον είχε καταστήσει άρχοντα και προϊστάμενο όλων των εξορκιστών και μάγων της χώρας μας. Ο άνθρωπος αυτός έχει διάνοια εξαιρετικά πλούσια και σπάνια ικανότητα να αποκαλύπτει και να ερμηνεύει όνειρα, που κανένας δεν μπορούσε να αποκαλύψει και να ερμηνεύσει. Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Δανιήλ και ο πατέρας σου τον επονόμασε Βαλτάσαρ. Φώναξέ τον να σου ερμηνεύσει την φράση, που γράφτηκε στον τοίχο από ένα χέρι».
Αμέσως οι αυλικοί έφεραν τον Δανιήλ ενώπιον του Βαλτάσαρ. Είχε το ίδιο όνομα με τον βασιλιά. Ο βασιλιάς του ανέφερε το πρόβλημα που είχε και ότι κανείς από τους ελεύθερους Βαβυλώνιους αξιωματούχους δεν μπόρεσε να του το λύσει. Τώρα πιστεύει ότι ο Δανιήλ, ο αιχμάλωτος Ιουδαίος, που έχει όμως την ευλογία του Θεού που δεν την έχουν οι ελεύθεροι, θα μπορέσει να του ερμηνεύσει το μυστήριο με την γραφή, που έγραψε στον τοίχο ένα χέρι. Αν το κάνει θα τον ντύσει στην πορφύρα, θα του φορέσει το βασιλικό περιδέραιο και θα τον κάνει τρίτο άρχοντα στο βασίλειό του.
Ο Δανιήλ αμέσως του απάντησε ότι τα δώρα ας τα κρατήσει για τον εαυτό του και τα αγαθά του βασιλικού του οίκου ας τα προσφέρει σε άλλον. Δεν τον ενδιαφέρουν αυτά ούτε ερμηνεύει για να τύχει βασιλικών τιμών και αγαθών. Δωρεάν έλαβε από τον Θεό τη χάρη της ερμηνείας και της αποκαλύψεως και δωρεάν ερμηνεύει και αποκαλύπτει τα διάφορα μυστήρια. Οι άνθρωποι του Θεού είναι πάντα ανάργυροι και αδιάφοροι για την κοσμική δόξα και τιμή.
Τώρα γι' αυτό που με ρωτάς βασιλιά, συνέχισε ο Δανιήλ, να ξέρεις ότι ο Θεός ο ύψιστος παραχώρησε στον πατέρα σου τον Ναβουχοδονόσορα την βασιλική εξουσία, τη μεγαλοσύνη, την τιμή και την δόξα. Έτσι λόγω του βασιλικού αξιώματος και της εξουσίας οι άνθρωποι των διαφόρων λαών, φυλών και γλωσσών κυριολεκτικά τον έτρεμαν και τον φοβούνταν. Όποιους ήθελε τους κτυπούσε και τους φόνευε. Όποιους ήθελε τους ανέβαζε και τους ύψωνε και όποιους ήθελε τους ταπείνωνε και τους υποβίβαζε. Όταν όμως –λόγω της ανεξέλεγκτης εξουσίας του– γέμισε από έπαρση και υπερηφάνεια και το πνεύμα του και η καρδιά του σκληρύνθηκαν και αποθηριώθηκε ως προς τον χαρακτήρα, τότε ο Θεός επέτρεψε να πέσει από τον θρόνο του και να χάσει την τιμή και τα μεγαλεία. Τον έδιωξαν από την ανθρώπινη κοινωνία και συναναστρεφόταν τα άγρια ζώα και ζούσε όπως κι αυτά. Αυτή η κατάσταση διήρκεσε μέχρι που αντελήφθη ότι ο Θεός είναι ο υπέρτατος βασιλέας το κόσμου και η εξουσία του είναι απόλυτη και αιώνια. Οι άνθρωποι μετέχουν κάποιας εξουσίας και αποκτούν κάποιο αξίωμα στο βαθμό και στο χρόνο που θέλει ο Θεός.
Και συ βασιλιά μου ενώ τα ήξερες αυτά δεν σωφρονίστηκες από το πάθημα του πατέρα σου. Γέμισες από έπαρση και κομπασμό, θέλησες να ξευτελίσεις τα σκεύη του ναού και μέσω αυτών και τον ίδιο τον Θεό, χρησιμοποιώντας τα στο γλέντι σου σαν κοινά σκεύη, ενώ συγχρόνως λάτρευες τα είδωλα των ψεύτικων και ανύπαρκτων θεών. Τον αληθινό Θεό ο οποίος ελέγχει την αναπνοή σου και την ζωή σου αυτόν δεν τον ύμνησες ούτε τον δόξασες. Γι᾽αυτό ο Θεός έστειλε το χέρι που είδες να γράφει στον τοίχο και η γραφή που έγραψε «μανή, θεκέλ, φάρες» σημαίνει· «Μανή» ότι μέτρησε ο Θεός την βασιλεία σου και αποφάσισε να την τελειώσει. «Θεκέλ» την ζύγισε και την βρήκε ελλειπή, συνεπώς δεν έχει λόγο να συνεχίσει να υπάρχει. «Φάρες» η βασιλεία σου διαιρέθηκε και δόθηκε στους Μήδους και στους Πέρσες.
Ο Βαλτάσαρ, αν και άκουσε φρικτά πράγματα, δεν νευρίασε. Έδωσε τα δώρα που υποσχέθηκε στον Δανιήλ, άσχετα που αυτός δεν τα ήθελε, αλλά δεν ζήτησε το έλεος του Θεού. Μοιάζει με τους αμαρτωλούς που παραδέχονται το λάθος τους, αλλά δεν ζητούν συγγνώμη. Έτσι έκανε ο Κάιν, ο Ιούδας και άλλοι μεγάλοι ασεβείς και ανόσιοι. Έχουν μια εωσφορική αξιοπρέπεια και ηθική. Αναγνωρίζουν το λάθος τους, δεν ζητούν όμως συγγνώμη. Πόσο μεγάλο και δύσκολο το άθλημα της ταπεινώσεως!
Την ίδια νύχτα οι Πέρσες μπήκαν στην Βαβυλώνα, φόνευσαν τον Βαλτάσαρ και ο Κύρος ενώ ήταν εξήντα δύο ετών την κατέλαβε και την έκανε δική του. Το τέλος της υπήρξε οριστικό και αμετάκλητο.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ