Τέσσερις άνδρες, που ήταν λεπροί, ζούσαν έξω από τα τείχη της Σαμάρειας, κοντά στην πύλη του τείχους. Συζήτησαν μεταξύ τους και είπαν· «Γιατί καθόμαστε εδώ, έξω από την πόλη, περιμένοντας το θάνατό μας. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Αν μπούμε μέσα στην πόλη, με την πείνα που υπάρχει, θα πεθάνουμε. Αν καθίσουμε εδώ και πάλι την ίδια τύχη θα έχουμε. Ας πάμε προς το στρατόπεδο των Σύρων κι ας ζητήσουμε τρόφιμα. Αν μας δώσουν, θα ζήσουμε. Αν μας θανατώσουν, θα πεθάνουμε και θα γλιτώσουμε από τον αργό θάνατο της πείνας. Μόλις νύχτωσε λοιπόν, ξεκίνησαν να πάνε προς το στρατόπεδο των Σύρων. Όταν έφθασαν εκεί, είδαν με έκπληξη ότι δεν υπήρχε κανένας. Τί είχε συμβεί; Ο Κύριος έκανε ώστε οι Σύροι στρατιώτες να ακούσουν θόρυβο πολεμικών αρμάτων και θόρυβο ιππικού και θόρυβο που προερχόταν από μεγάλη δύναμη πεζικού. Και είπαν μεταξύ τους· αλίμονο ο βασιλιάς του Ισραήλ στρατολόγησε ως μισθοφόρους τους βασιλείς των Χετταίων και τους βασιλείς των Αιγυπτίων, διά να μας επιτεθούν. Έτσι οι Σύροι πανικοβλήθηκαν και σηκώθηκαν και έφυγαν για να σωθούν, αφήνοντας τις σκηνές τους, τους ίππους και τους όνους τους, τον εξοπλισμό τους, τα εφόδιά τους. Οι λεπροί λοιπόν, μη βρίσκοντας κανέναν, μπήκαν στις σκηνές, έφαγαν, ήπιαν και μετά λαφυραγώγησαν ότι μπορούσαν.
Έπειτα σκέφθηκαν ότι έπρεπε να ειδοποιήσουν τον βασιλιά του Ισραήλ για το χαρούμενο γεγονός, ώστε κι αυτοί να ησυχάσουν και να επωφεληθούν του γεγονότος. Πήγαν λοιπόν προς την Σαμάρεια, ενώ ακόμη ήταν νύχτα, και ανήγγειλαν στους φρουρούς ότι οι Σύροι έφυγαν εγκαταλείποντας τα πάντα. Οι φρουροί μετέφεραν την είδηση στον βασιλιά, αλλά εκείνος νόμισε ότι ήταν τέχνασμα των Σύρων, για να τους παγιδεύσουν. Να εξέλθουν, δηλαδή, οι Ισραηλίτες για να πάρουν τρόφιμα από το στρατόπεδο και αυτοί τότε να τους επιτεθούν, να τους συλλάβουν ζωντανούς και μετά να καταλάβουν την πόλη. Ένας όμως από τους αξιωματικούς του πρότεινε να στείλουν πέντε ιππείς και να ανιχνεύσουν τι συμβαίνει. Ο βασιλιάς πράγματι έστειλε δύο ιππείς και εκείνοι, αφού έφθασαν στο στρατόπεδο των Σύρων, ακολούθησαν τα ίχνη τους μέχρι τον Ιορδάνη ποταμό. Όλος ο δρόμος ήταν στρωμένος από στολές και όπλα που πέταξαν οι στρατιώτες για να διευκολύνουν την φυγή τους. Όταν το διαπίστωσαν αυτό επέστρεψαν και ενημέρωσαν τον βασιλιά τους. Αμέσως ο λαός της Σαμάρειας εξήλθε από την πόλη και λεηλάτησε το στρατόπεδο των Συρίων. Ήταν τόσο πολλά τα εφόδια, ώστε να τα πωλούν όσοι τα πήραν σε εξευτελιστικές τιμές. Ο βασιλιάς όρισε τότε υπεύθυνο για την τάξη τον αυλικό, που είχε μιλήσει ειρωνικά στον Ελισαίο, πως οι καταρράκτες του ουρανού θα βρέξουν τρόφιμα. Ο λαός όμως λόγω της αλλοφροσύνης του και της βίας με την οποία προσπαθούσε να πάρει ό,τι μπορούσε, τον ποδοπάτησε χωρίς να τον υπακούσει και να τον σεβαστεί. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Ελισαίου πως αύριο θα έχετε πολλά τρόφιμα, αλλά εσύ δεν θα φας τίποτα από αυτά.
Τον Ελισαίο ο μεν βασιλιάς Ιωράμ προσπάθησε να τον φονεύσει, τρελλός από την απελπισία του, λόγω της φοβερής καταστάσεως που αντιμετώπιζε, ο δε αυλικός του τον ειρωνεύθηκε, μη πιστεύοντας στα όσα προανήγγειλε. Κι όμως αυτός τους έσωσε, με την βοήθεια του Θεού βέβαια. Η ιστορία που διηγείται η Γραφή εδώ δείχνει ότι έρχονται στιγμές, που δεν σωζόμαστε με τη δύναμη και την εξυπνάδα μας, αλλά με την βοήθεια του Θεού και μόνο και μάλιστα κατ' εντελώς απίστευτο και παράδοξο τρόπο. Ο Κύριος ενήργησε έτσι που επαληθεύθηκε το ρητό των Παροιμιών (28,1) «φεύγει ασεβής μηδενός διώκοντος». Αυτοί, που δεν φοβούνταν τον αληθινό Θεό, φοβήθηκαν από τους τεχνητούς θορύβους που άκουσαν. Άρχισαν και παραμιλούσαν, χωρίς να ξέρουν τι λένε. Πως ήταν δυνατόν οι περικυκλωμένοι Ισραηλίτες να έλθουν σε επαφή με τους Χετταίους και τους Αιγυπτίους; Και γιατί αυτοί να έλθουν να τους βοηθήσουν, χωρίς να έχουν δεσμό συγγένειας μαζί τους; Θα ήταν πιο σωστό να πουν ότι ήλθε προς βοήθειά τους ο βασιλιάς του κράτους του Ιούδα. Έπειτα ένας στρατός που υποχωρεί, αν είναι σωστός, το κάνει με οργάνωση και σχέδιο και καταστρέφει ότι αφήνει στο πεδίο της μάχης, για να μη πέσει στα χέρια του εχθρού. Αλλά ο πανικός του συριακού στρατού ήταν τέτοιος και το ηθικό τους είχε καταπέσει τόσο, που τα άφησαν όλα στη διάθεση των Ισραηλιτών. Ο Θεός θέλησε όχι μόνο να σωθούν οι Ισραηλίτες αλλά και να πλουτίσουν με τα λάφυρα των εχθρών τους.
Αλλά ο Θεός ενήργησε έτσι που ο θόρυβος έγινε αντιληπτός μόνο από τους Σύρους και οι Ισραηλίτες δεν αντιλήφθηκαν τίποτα. Είχαν σωθεί και δεν το γνώριζαν. Έπρεπε να πανηγυρίζουν και να αλαλάζουν από τη χαρά τους και αυτοί ήταν απελπισμένοι, κατηφείς και εξουθενωμένοι. Έμοιαζαν με τους προπάτορες τους στην έρημο του Σινά, που ενώ ο Μωυσής έπαιρνε από τα χέρια του Θεού –ως υπέρτατο δώρο και χάρισμα– την νομοθεσία της Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης και του λαού του Ισραήλ, αυτοί πιστεύοντας ότι ο Μωυσής είχε χαθεί και ο Θεός τους είχε εγκαταλείψει, πέσαν τόσο χαμηλά, που ζήτησαν μέσα από τη λατρεία ενός μόσχου να θεραπεύσουν την απελπισία τους. Ο Θεός τους εξύψωνε όσο δεν γίνεται εκείνη τη στιγμή και αυτοί κατακρημνιζόταν στα τάρταρα του Άδη της ειδωλολατρίας.
Ο Θεός χρησιμοποίησε για ευαγγελιστές τέσσερις λεπρούς. Τέσσερις ανθρώπους που ζούσαν εξοστρακισμένοι από την κοινωνία, λόγω της επικίνδυνης και μεταδοτικής ασθένειας τους. Αυτοί ήταν που έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα και το τέλος της δοκιμασίας των Ισραηλιτών. Αν δεν ενεργούσαν αυτοί, οι Ισραηλίτες θα πέθαιναν, ενώ είχαν σωθεί. Βεβαίως ήταν τόσο ανέλπιστη η είδηση που στην αρχή δεν πίστευσαν. Νόμισαν ότι ήταν τέχνασμα των εχθρών. Κανένας δεν θυμήθηκε την προφητεία του Ελισαίου. Έπαθαν ότι και οι χριστιανοί, που προσευχόταν όλη τη νύχτα να ελευθερωθεί ο Πέτρος από την φυλακή, που τον είχε ρίξει ο Ηρώδης, και εν τέλει, όταν ελευθερώθηκε και ήλθε στο σπίτι όπου προσευχόταν οι χριστιανοί και τους το ανήγγειλε η υπηρέτρια Ρόδη, εκείνοι είπαν ότι τρελλάθηκε και δεν ξέρει τι της γίνεται. Όταν δε εκείνη επέμενε άλλοι είπαν ότι δεν είναι ο Πέτρος αλλά ο άγγελός του (Πραξ. 12,1-17). Προσευχόταν όλη την νύχτα να ελευθερωθεί ο Πέτρος και εν τέλει δεν πίστευαν ότι ελευθερώθηκε! Η απιστία των πιστών σε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Ας προσέχουμε και εμείς να μη επαναλαμβάνουμε τα λάθη τους.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ