ζ´. Μια ημέρα είπαν οι μαθητές του προφήτη Ελισαίου· «Ο τόπος στον οποίο κατοικούμε μαζί σου είναι πολύ περιορισμένος και στενόχωρος. Δώσε μας σε παρακαλούμε την άδεια να πάμε μέχρι τον Ιορδάνη και, αφού κόψουμε δένδρα, να κάνουμε εκεί μια νέα κατοικία για εμάς. Και ο Ελισαίος τους απάντησε· «να πάτε».
Μέσα από την λιτή αυτή αφήγηση φαίνεται η πενία και η απλότητα των προφητών. Δεν ζούσαν μέσα σε ωραία κτίρια, με πολύτιμα υλικά, αλλά σε απλές ξύλινες καλύβες, που οι ίδιοι δημιουργούσαν. Δεν είχαν χρήματα για να πάρουν εργάτες, αλλά ούτε και για να αγοράσουν εργαλεία, γι' αυτό δανειζόταν, όπως θα δούμε πιο κάτω. Δεν ζητούσαν την οικονομική συνδρομή άλλων ούτε τους επιβάρυναν για την επιβίωσή τους.
Οι «υιοί των προφητών», όπως ονομάζει τους μαθητές και υποτακτικούς των μεγάλων προφητών η Γραφή, μόλις ο Ελισαίος τους έδωσε την ευλογία να κάνουν αυτό που ζητούσαν, δεν ησύχασαν, αλλά θέλησαν και να τους συνοδεύσει. Ήξεραν ότι είναι χαρισματούχος και εκλεκτός του Θεού και τον ήθελαν μαζί τους συνεχώς. Και εκείνος, αν και μεγάλος και καταξιωμένος προφήτης, δέχθηκε να τους συνοδεύσει και σ' αυτήν την υλική εργασία.
Καθώς έκοβαν τα δένδρα, από έναν από αυτούς έφυγε το τσεκούρι και έπεσε στον Ιορδάνη. Τότε εκείνος φώναξε· «Ω, κύριε, τι να κάνω τώρα! Το τσεκούρι που μου έφυγε το δανείσθηκα από κάποιον». Τότε ο «άνθρωπος του Θεού», ο Ελισαίος, τον ρώτησε που έπεσε το τσεκούρι και, όταν ο προφήτης του έδειξε το μέρος, ο Ελισαίος έκοψε ξύλο, το έκανε στυλιάρι και το έρριξε εκεί που είχε πέσει το τσεκούρι. Αμέσως το τσεκούρι ανέβηκε πάνω στην επιφάνεια του ποταμού και επέπλεε. Ο Ελισαίος είπε τότε τον προφήτη να σηκώσει το χέρι του και να το πάρει.
Στη συνέχεια της αφηγήσεως που διαβάσαμε, φαίνεται και πάλι η ακτημοσύνη αλλά και η τιμιότητα των προφητών. Δεν ήθελαν να αδικήσουν κανένα, έστω και χωρίς τη θέλησή τους. Ο προφήτης, που έχασε το τσεκούρι, δεν δικαιολογείται ότι ήταν ελαττωματικό και κακοφτιαγμένο, αλλά αμέσως ζητά την βοήθεια του |Ελισαίου για να το ξαναβρεί. Δεν θέλει να το στερηθεί ο κάτοχός του. Χρήματα δεν έχει να τον αποζημιώσει, γι' αυτό κάτι πρέπει να γίνει. Και ο Θεός βλέποντας την ακτημοσύνη αλλά και την τιμιότητα του προφήτου κάνει δια του Ελισαίου ένα από τα πιο περίεργα και ακατανόητα θαύματα. Ένα θαύμα αντίθετο στο νόμο της βαρύτητας και της κατά κόσμο λογικής. Ποτέ δεν επιπλέει σίδερο ή δεν βυθίζεται ξύλο. Κι όμως εδώ συνέβη και είναι προτύπωση της θείας ενανθρωπήσεως. Η κατάβαση της θείας φύσεως, λέγει ένας εκ των πατέρων της Εκκλησίας, ο Θεοδώρητος, προξένησε την ανάβαση της ανθρώπινης φύσεως. Το ξύλο του σταυρού έφερε επάνω την βαριά και ασήκωτη από τις αμαρτίες ανθρώπινη φύση.
η´. Εν συνεχεία η Γραφή μας διηγείται άλλο θαύμα του προφήτου Ελισαίου, το οποίο έχει εθνικές προεκτάσεις και αφορά όλο το βασίλειο του Ισραήλ, αλλά αφορά και την Εκκλησία κάθε εποχής. Ο προφήτης Ελισαίος όπως υπηρετεί τους προφήτες, έτσι υπηρετεί και τον βασιλιά του Ισραήλ. Ο βασιλιάς της Συρίας, ενώ ευρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Ισραήλ, συγκαλεί συμβούλιο των αξιωματικών του και τους λέγει που θα στρατοπεδεύσουν και που θα στήσουν ενέδρες εναντίον των Ισραηλιτών. Ο Ελισαίος όμως, που με το χάρισμα που είχε από τον Θεό επληροφορείτο αμέσως τα σχέδιά τους, ενημέρωνε την ίδια στιγμή τον Ιωράμ για τα σχέδια των Σύρων και εκείνος αμέσως ενημέρωνε τον στρατό του. Και αυτό γινόταν συνεχώς. Ο βασιλιάς των Σύρων, βλέποντας να αποτυγχάνουν όλα τα σχέδιά του να παγιδεύσει τους Ισραηλίτες, συνεκάλεσε τους αξιωματικούς του, θέλοντας να μάθει αν ξέρουν ποιος προδίδει στους Ισραηλίτες τα σχέδια του. Τότε ένας αξιωματικός του είπε ότι κανείς από τους Σύρους δεν προδίδει τίποτε στους Ισραηλίτες. Εκείνος που τα αποκαλύπτει όλα τα σχέδια του, ακόμη και τα λόγια που θα πει στο ιδιαίτερο δωμάτιό του, στον βασιλιά του Ισραήλ είναι ο προφήτης Ελισαίος. Ο Ναιμάν, ο Σύρος αρχιστράτηγος, είχε ομολογήσει όπως είδαμε την παντοδυναμία του αληθινού Θεού. Τώρα ο Σύρος αξιωματικός ομολογεί την παγγνωσία του. Τη δύναμη του Θεού και την υπεροχή του την αναγνωρίζουν ακόμη και οι εχθροί του.
Στο επεισόδιο αυτό βλέπουμε τους εχθρούς του λαού του Θεού, λαός δε του Θεού στην Καινή Διαθήκη είναι η Εκκλησία, να συνεδριάζουν και να επιδίδονται σε σχέδια καταστροφής και υποδουλώσεως του. Ο Θεός όλα τα γνωρίζει, όλα τα βλέπει και τίποτα δεν είναι μυστικό γι' αυτόν. Κι όπως τα βλέπει, φροντίζει και να τα εξουδετερώνει. Και όσα τα αφήνει να εξελίσσονται είναι γιατί εξυπηρετούν το σχέδιό του ανά τους αιώνες, την θεία οικονομία του. Μπορεί μερικές φορές εξωτερικά να φαίνονται ότι επικρατούν οι εχθροί του λαού του Θεού, ότι η Εκκλησία καταστρέφεται, ότι η εν Χριστώ ζωή και δράση μπαίνει στον τάφο, αλλά υπάρχει η ανάσταση, η οποία ανατρέπει όλα τα σχέδια των δαιμονικών και αντίθεων δυνάμεων. Το κακό είναι ότι πολλές φορές ενώ μας ειδοποιεί ο Θεός δεν τον ακούμε ούτε τον προσέχουμε. Και κυρίως δεν τον ακούμε, όταν μας προειδοποιεί για το κακό της αμαρτίας και για την ανάγκη της μετανοίας. Οι περισσότεροι είναι έτοιμοι να σώσουν τον εαυτό τους από τον σωματικό θάνατο, όχι όμως και από τον πνευματικό. Πάντως ο Θεός, εκτός από τις προειδοποιήσεις του, προχωρεί πιο πέρα και κινούμενος από αγάπη και μόνο, βάζει και παγίδες, για να παγιδεύσει τα ανυπάκουα και άτακτα παιδιά του. Κι αυτό το αντιλαμβάνονται ακόμη και οι άπιστοι.
Λέγει ο Νίτσε στον «Ζαρατούστρα» του·«Ακαθόριστε! Κρυμμένε! Τρομερέ!Συ, κυνηγέ,πίσω από τα σύννεφα ρίχνεις σαν αστραπή το βλέμμα περιπαικτικά, που από τα σκοτάδια με θεωρεί. Έτσι πέφτω χάμω, λυγίζω, στριφογυρίζω βασανισμένος απ’ όλα τα αιώνια μαρτύρια, χτυπημένος από σένα πετρόκαρδε κυνηγέ. Άγνωστε συ Θεέ». Ο Μ. Αντώνιος παραπονείται για τις παγίδες του Σατανά που τις βλέπει απλωμένες παντού. Και ο Νίτσε όμως παραπονείται που βλέπει τις παγίδες του Θεού παντού μα παντού. Μας πολιορκεί η αμαρτία, μας πολιορκεί και η χάρις. «Ού επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5,20). Μας κυνηγά ο Διάβολος, μας κυνηγά και ο Θεός συνεχώς, χωρίς να καταργεί βέβαια την ελευθερία μας.
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ