γ´. Ο Ελισαίος ανασταίνει τον γιο της Σωμανίτιδας
Το παιδί της Σωμανίτιδας μεγάλωσε αρκετά. Κάποια μέρα πήγε να βρει τον πατέρα του, που θέριζε μαζί με τους εργάτες του. Εκεί τον έπιασαν φοβεροί πόνοι στο κεφάλι και ο πατέρας του τον έστειλε με έναν υπηρέτη πίσω στην μητέρα του. Όταν συνάντησε την μητέρα του κοιμήθηκε στα γόνατά της μέχρι το μεσημέρι και μετά ξεψύχησε. Τι κτύπημα για την μητέρα και τι δοκιμασία για την πίστη της! Απέκτησε μωρό μετά από πολλά χρόνια ανέλπιστα, χάρηκε αφάνταστα, ικανοποιήθηκε το μητρικό ένστικτό της και τώρα όλα ανατρέπονται, τίποτα δεν μένει που να δίδει νόημα στη ζωή της. Πόσο έτοιμοι πρέπει να είμαστε γι' αυτά τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Πόσο και η χαρά δεν πρέπει να είναι άμετρη και υπερβολική στα ευχάριστα γεγονότα της ζωής, αλλά και πόσο ο πόνος που προκύπτει από τα δυσάρεστα δεν πρέπει να απολυτοποιείται και να μεγεθύνεται υπερβολικά. «Τα πάντα ρει» σ' αυτή την ζωή και τα πάντα αυξομειώνονται. Τίποτα μόνιμο, συνεχές, σταθερό και αιώνιο. Συνεπώς ας είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίζουμε τις οποιεσδήποτε αλλαγές, ευχάριστες ή δυσάρεστες, με ψυχραιμία, σύνεση και διάκριση.
Η μητέρα ούτε έβαλε τις φωνές και τα μοιρολόγια, ούτε παραπονέθηκε στον Θεό, ούτε γόγγυσε με αγανάκτηση. Γνωρίζει για τον Αβραάμ πως πήγε να θυσιάσει τον Ισαάκ, πιστεύοντας ότι και εκ νεκρών ο Θεός μπορεί να το αναστήσει (Εβρ. 11,19). Γνωρίζει επίσης πως στις μέρες της ο Ηλίας ανέστησε τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας. Συνεπώς και αυτή περιμένει την επέμβαση του Θεού, ο οποίος επεμβαίνει, όταν όλα έχουν χαθεί και δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα σωτηρίας. Είχε γνωρίσει την δύναμη του Θεού και περίμενε να δει και άλλες εκδηλώσεις της, πιο μεγάλες από αυτές ήξερε.
Αμέσως ανέβασε το παιδί της στο δωμάτιο που φιλοξενούσε τον Ελισαίο και το εναπέθεσε στο κρεβάτι του Ελισαίου. Μετά ζήτησε από τον άνδρα της να την προμηθεύσει ένα γαϊδουράκι και ένα υπηρέτη για να πάει στον Ελισαίο, χωρίς να του πει τίποτα για το θάνατο του παιδιού τους και έτσι να τον αναστατώσει. Ο άνδρας της βέβαια ρώτησε ανήσυχος γιατί πηγαίνει, αφού ούτε πρωτομηνιά είναι ούτε Σάββατο. Τις εορτάσιμες ημέρες συνήθιζαν οι Εβραίοι να ζητούν από τον Θεό μέσω των προφητών και των ιερέων ό,τι ήθελαν (Αριθμ. 28, 11-15 · Α´ Βασ. 20, 5-18). Συνεπώς δεν δικαιολογείτο η αναχώρηση της γυναίκας του. Εκείνη όμως του είπε· «μην ανησυχείς, δεν τρέχει τίποτα, απλώς θέλω να πάω».
Η γυναίκα ξεκίνησε αμέσως και με σπουδή για το Καρμήλιο όρος, όπου βρισκόταν ο Ελισαίος. Χρειαζόταν πέντε έως έξι ώρες για να φθάσει. Μεγάλος λοιπόν ο κόπος της και το μάκρος του χρόνου οπωσδήποτε θα επέτεινε την αγωνία της. Μόλις πλησίασε στο όρος, την είδε ο Ελισαίος από μακριά και έστειλε τον υπηρέτη του Γιεζί να την ρωτήσει αν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο σ' αυτήν ή στο σύζυγό της ή στο παιδί της, διότι όλα δεν τα γνωρίζουν οι προφήτες, αλλά μόνο όσα τους αποκαλύπτει ο Θεός. Η γυναίκα απάντησε στον Γιεζί γενικά και αόριστα ότι όλοι είμαστε καλά. Και πράγματι αν ό,τι συμβαίνει στην ζωή μας, συμβαίνει με την θέληση και την άδεια του Θεού, όλα είναι καλά και συνεπώς και εμείς είμαστε καλά. Μόνο να είμαστε πάντοτε μαζί με το Θεό και να απολαμβάνουμε τη χάρη του.
Όταν όμως η γυναίκα έφθασε στον Ελισαίο, τότε έπεσε στα πόδια του, αποκάλυψε το δράμα της και ζήτησε την βοήθειά του. Μάλιστα είπε ότι αυτή δεν ζήτησε μωρό, ούτε ζήτησε να ικανοποιήσει το θέλημά της ο Θεός. Ούτε δυσφορούσε όπως η Άννα, η μητέρα του Σαμουήλ, ή η Ραχήλ, η γυναίκα του Ιακώβ, που έλεγε στον άνδρα της· «δώσε μου τέκνα, αλλιώς θα πεθάνω» (Γεν. 30,1). Ο προφήτης από δική του πρωτοβουλία της υποσχέθηκε αυτό το δώρο και τότε εκείνη απλώς τον παρακάλεσε να κρατήσει την υπόσχεσή του. Συνεπώς, ας αποκτήσει ξανά το δώρο που της προσέφερε ο Θεός. Είχε χαρεί και έπλεε σε πελάγη ευτυχίας με την γέννησή του. Τώρα γιατί το χάνει; Καλύτερα ας μη της το έδινε, αν ήταν να το χάσει.
Ο Ελισαίος αμέσως έδωσε εντολή στον Γιεζί να πάρει το ραβδί του και να τρέξει προς το σπίτι της Σωμανίτιδας, χωρίς να καθυστερήσει καθόλου και χωρίς να χαιρετήσει κανένα στον δρόμο ούτε να απαντήσει σε τυχόν χαιρετισμό. Οι άγιοι ενεργούν χωρίς πολλές ενημερώσεις και διαφημίσεις. Δεν είναι επικοινωνιακοί και κενόδοξοι, διότι αυτές οι ενέργειες διώχνουν τον Θεό από την ζωή μας και κωλύουν την ενέργειά του. Τα μυστήρια του Θεού, λέγει ο άγιος Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας, γίνονται μέσα στη σιωπή και κρυφά από τους ανθρώπους. Μόνο εκλεκτές ψυχές τα γνωρίζουν.
Ο Ελισαίος επίσης είπε στον Γιεζί, μόλις φθάσει στο σπίτι της γυναίκας, να βάλει το ραβδί πάνω στο πρόσωπο του παιδιού. Η γυναίκα όμως τον εξόρκισε αμέσως να πάει κι αυτός μαζί τους και εκείνος δέχθηκε. Ο Γιεζί πάντως προπορεύθηκε, πήγε στο σπίτι, έβαλε το ραβδί στο πρόσωπο του παιδιού, αλλά εκείνο δεν έδωσε σημεία ζωής και ο Γιεζί επέστρεψε στον Ελισαίο, που εν τω μεταξύ ερχόταν, λέγοντας τι συνέβη.
Όταν έφθασε ο Ελισαίος, ανέβηκε στο δωμάτιο που φιλοξενείτο και που τώρα βρισκόταν το νεκρό παιδί, έκλεισε την πόρτα και προσευχήθηκε. Ο Χριστός έκανε τα θαύματα του με απλή εντολή, με τη δική του δύναμη. Οι άνθρωποι του Θεού τα κάνουν με προσευχή και με τη δύναμη του Θεού. Μετά ανέβηκε πάνω στο κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω στο νεκρό παιδί ζεσταίνοντάς το έτσι με το σώμα του. Έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του και τα μάτια του πάνω στα μάτια του και τα χέρια του πάνω στα χέρια του. Αυτό το έκανε επτά φορές και το παιδί εν τέλει αναστήθηκε και άνοιξε τα μάτια του. Τα θαύματα συνήθως γίνονται αμέσως, αλλά κάποιες φορές συντελούνται προοδευτικά και σταδιακά (Γ´ Βασ. 18,44-45), γιατί ο Θεός δοκιμάζει την πίστη, την υπομονή και την επιμονή μας. Ο Ελισαίος τότε φώναξε τον Γιεζί να ειδοποιήσει την γυναίκα να έρθει να πάρει το παιδί της. Όταν αυτό έγινε εκείνη έπεσε μέχρι το έδαφος και τον προσκύνησε για να τον ευχαριστήσει. Η δύναμη του Θεού δίνει τον θάνατο, δίδει και την ζωή. Σε κατεβάζει στον Άδη και σε ξαναφέρνει πίσω (Α´ Βασ. 2,6).
ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ