ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ (Ζ´.)

Θέλω να πεθάνω

Ο Ηλίας ζήτησε να πεθάνει, αλλά ο Θεός τον συντηρεί και τον ενισχύει. Πολλές φορές στην εκκλησιαστική ιστορία βλέπουμε τους αγίους να αθυμούν μέχρι τελείας απελπισίας και πλήρους ψυχικής συντριβής και να εύχονται να έλθει ο θάνατος και να φέρει την λύτρωση. Ο Θεός όμως αντί να τους δώσει τον θάνατο τους οδηγεί από δόξα σε δόξα.

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σε επιστολή του προς τον φίλο του Ευ­δόξιο γράφει· «Με ρωτάς πως είναι η κατάστασή μου. Πολύ πικρή. Δεν έχω τον Βα­σίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό αδελφό και τον σωματικό (είχαν πε­θάνει όπως και η αδελφή του Γοργονία). Ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκα­τέλειψαν… (πέθαναν κι αυτοί). Το σώμα μου είναι άρρωστο, τα γηρατειά είναι στα πρόθυρα της ζωής μου. Στις οποιεσ­δήποτε ενέργειές μου παρουσιάζονται επιπλοκές και αντιδράσεις. Οι φίλοι μου με δείχνουν απιστία, η ζωή της Εκκλησίας παραμένει αποίμαντη. Ο πλους εν νυκτί, πυρ­σός ουδαμού, Χριστός καθεύδει…Μια λύση λυ­τρώσεως υπάρχει για μένα ο θάνατος (επιστολή 80). Ενώ όμως ο Γρηγόριος έγραψε την επιστολή του προς τον Ευδόξιο με αυτό το απελπιστικό περιεχόμενο μετά από λί­γους μήνες, σύνοδος της Αντιοχείας τον αποστέλλει στην Κων/πολη ν’ αναλάβει εν λευκώ την εκκλησιαστική διοίκη­ση. Αντί για θάνατο ο Θεός τον ανεβάζει στον επι­σκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

Τον Ηλία τον έθρεψε ο Θεός στην αρχή με τα κοράκια, που του φέρνανε κρέας και ψωμί στο χείμαρρο Χορράθ, με το θαύμα της ανανεώσεως του λαδιού και του αλευ­ριού στο σπίτι της χήρας των Σαρεπτών και τώρα με αγγέλους, που του δώσανε ψωμί και νερό. Η τροφή, που του έδωσε με τους αγγέλους, ήταν τόσο δυνατή που έφθασε να περπατά νηστικός σαράντα μερόνυχτα μέχρι να φθάσει στο Σινά. Ή μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός του έδωσε δύναμη ώστε να μη χρειαστεί τροφή για όλο αυτό το διάστημα, όπως έγινε παλαιότερα με τον Μωυσή στο Σινά. Ασφαλώς η διαδρομή προς το Σινά θα του θύμισε και την πορεία των Ισραηλιτών μέσα στην έρημο από την Αίγυπτο προς την γη της Παλαιστίνης, που τρεφόταν κι αυτοί θαυματουργικά με μάννα και ορτύκια και με το νερό που έβγαζε ο Μωυσής χτυπώντας τους βράχους. Όπως ο Θεός βοήθησε τους άπιστους και γκρινιάρηδες Ισραηλίτες έτσι φρόντιζε και για τον Ηλία που απίστησε και λιποτάκτησε από το προφητικό καθήκον.

Ο Ηλίας βρήκε μια σπηλιά και κατέλυσε εκεί. Τότε τον ρώτησε ο Θεό· «Πως από εδώ Ηλία»; Η ερώτηση αυτή γίνεται δύο φορές από τον Θεό (Γ´ Βασ. 19, 9 · 13) και ο Ηλίας απαντά δύο φορές με την ίδια απάντηση. Εμμέσως ο Θεός με την διπλή αυτή ερώτησή του τον ελέγχει για την φυγή του και για την λιποταξία του. Είναι σαν να του λέγει· «Εγώ σε τοποθέτησα φύλακα και σκοπό και προστάτη του λαού μου και συ φεύγεις μακριά και μάλιστα κρύβεσαι σε ερημιές. Και ο Ηλίας απάντησε· «Διακα­τέχομαι από ζήλο ιερό και φλογερό κι από αγανάκτηση συγχρόνως, διότι οι Ισραηλί­τες σε εγκατέλειψαν, κατέστρεψαν τα θυσιαστήρια σου και φόνευσαν τους προφήτες σου με ξίφος. Εγώ έχω μείνει ολομόναχος και ζητούν και μένα να με εξοντώσουν. Με άλλα λόγια λέγει ο Ηλίας ότι απελπίστηκε, διότι, αν και έκανε το καθήκον του με ζήλο πολύ, διαπίστωσε ότι οι κόποι του και οι αγώνες του έπεσαν στο κενό. Ο λαός εγκατέλειπε τον Θεό και αυτός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον ασεβή λαό. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Ηλίας με αυτά τα λόγια έγινε κατήγορος του λαού του (Ρωμ. 11,3). Τι φοβερό να αναγκάζονται οι προφήτες και οι απόστολοι από συνήγοροι να γίνονται κατήγοροι του λαού του Θεού; Όταν ήταν οι Ισραηλίτες στην έρημο, όποτε συγκρουόταν με τον Θεό έμπαινε ο Μωυσής στο μέσο και τους έσωζε· όταν όμως συγκρούστηκαν με τον Μωυσή η τιμωρία τους ήταν παραδειγματική και αμετάκλητη. Μη πικραίνουμε τους συνηγόρους μας και μόνους προστάτες μας. Δεν μας συμφέρει καθόλου.

Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να πει ότι η βασίλισσα Ιεζάβελ ήταν η αιτία του κακού και όχι ο λαός. Η Ιεζάβελ πρωτοστάτησε στην εκδίωξη του Θεού, όμως και ο λαός έχει την ευθύνη του, διότι δεν αντιστάθηκε και ακολούθησε την τακτική της βασίλισσας. Ας το προσέξουμε αυτό, γιατί, όταν συζητάμε για τις διάφορες άσχημες καταστάσεις που κατατρύχουν την κοι­νωνία μας, πάντοτε καταλήγουμε ότι φταίνε οι κρατούντες. Φταίνε όσοι έχουν την ευθύνη να διοικούν και να ποδηγετούν τη δημόσια ζωή. Όσοι έχουν την ευθύνη να νομοθετούν και να ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου θ’ αναπτυχθούν ο εν γένει πολιτισμός, τα κοινωνικά ήθη και έθιμα, οι ποικίλες δομές της κοινωνίας. Και πράγ­ματι έτσι είναι. Πλην όμως, εκτός αυτών που άρχουν, ευθύνη μεγάλη για την κατάσταση που επι­κρατεί στην κοινωνία και το κράτος έχει και ο λαός. Και μάλιστα ορισμένες φορές η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική του.

Η «αβουλία των κρατούντων», κατά τη γνώμη των χριστιανών της εποχής του αγίου Χρυσοστόμου, εί­ναι η αιτία όλων των κακών που μαστίζουν την κοινωνία. Και αυτοί προσπαθούσαν να την διορθώσουν, κρίνοντας τα πάντα και τους πάντες ακόμη και την ώρα της λα­τρείας.

Ο άγιος Χρυσόστομος όμως παρατηρεί ότι· «Δεν είναι η αβουλία των κρατούντων, αλλά η αμαρτία η δική μας και τα πλημμε­λήματά μας. Εκείνη έκανε τα πάνω κάτω, εκείνη έφερε όλα τα κακά, εκείνη προκάλεσε τους πολέμους, εκείνη συνετέλεσε στην ήττα. Δεν υπάρχει άλλη αιτία για τα κακά που μαστίζουν την κοινωνία μας.

»Ακόμη κι αν μας διοικεί ένας Αβραάμ ή ένας Μωυσής ή ο Δαυίδ ή ο Σολο­μών, ο πιο σοφός και ο πιο δίκαιος από τους ανθρώπους, αν εμείς αμαρτάνουμε δεν υπάρχει δυνατότητα καλυτερεύσεως.

»Αλλά κι αν αυτός που μας διοικεί είναι παράνομος και παλιάνθρωπος η δική μας αβουλία και αμαρτία τον έκανε τέτοιο. Διότι το ότι «ο Θεός δίνει άρχοντες κατά την καρδία του λαού αυτό σημαίνει». Το ότι δηλαδή πρώτα εμείς αμαρτάνουμε και μετά αποκτούμε άρχοντα διεφθαρμένο είτε στην εκκλησιαστική είτε στην κοσμική διοίκη­ση. Αλλά κι αν ακόμη ο άρχοντας είναι άξιος και ενάρετος και άγιος συγχρόνως, σαν τον Μωυσή, δεν φθάνει η δική του η αρετή να καλύψει τα αμέτρητα πταίσματα των υπηκόων του, όπως βλέπουμε στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή