ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ, ΜΑΘΗΤΟΠΑΤΕΡΕΣ Ή ΠΑΙΛΑΓΩΓΟΙ; - της Μαρίνας Διαμαντή

Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου, πάμε σπίτι» παρακαλεί η μητέρα την πεντάχρονη κόρη της στην έξοδο της παιδικής χαράς, προσπαθώντας να την τραβήξει έξω για να φύγουν. Η μικρή όμως στυλώνει τα πόδια στο έδαφος και αρχίζει τα ουρλιαχτά. Και τότε η μαμά περνάει στο επόμενο όπλο: «αν φύγουμε τώρα, θα σου αγοράσω ένα γλειφιτζούρι»! Φυσικά το κοριτσάκι σταματάει τα πείσματα και τρέχει για να φύγουν περιχαρείς και οι δυο, η μία γιατί κατάφερε να πείσει την μικρή ότι πρέπει να πάνε σπίτι και η μικρή γιατί μόλις κέρδισε ένα γλειφιτζούρι, κάνοντας αυτό που έτσι κι αλλιώς ήταν υποχρεωμένη να κάνει.

  Σας φαίνεται σπάνιο ή υπερβολικό αυτό το περιστατικό; Εγώ πάντως έχω βρεθεί πολλές φορές θεατής παρόμοιων περιπτώσεων. Γονείς να παρακαλούν τα παιδιά τους να τους ακούσουν, παιδιά να φωνάζουν και πολλές φορές να μιλάνε άσκημα στους γονείς, αρκούμενα να συμμορφωθούν με αυτά που τους ζητούν και τις περισσότερες φορές τέτοιες αντιπαραθέσεις καταλήγουν σε συμβιβασμό και υποσχέσεις των γονέων ότι θα ικανοποιήσουν τα αιτήματα των παιδιών. Το παράδοξο είναι ότι οι γονείς θεωρούμε πως με αυτήν την μέθοδο του συμβιβασμού και της επιβράβευσης διατηρούμε τον έλεγχο των παιδιών. Δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε ότι δεν χειριζόμαστε εμείς τα παιδιά αλλά εκείνα μας χειρίζονται, με το να πετυχαίνουν να υπακούουν μεν, αλλά να έχουν κερδίσει και κάποιο έπαθλο. Συμμορφώνονται δηλαδή στις οδηγίες των γονέων, πράγμα που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν, αλλά με ανταλλάγματα.

  Με το να χρησιμοποιούμε οι γονείς μια αποτελεσματική μέθοδο, όπως είναι η επιβράβευση, συνέχεια και αδιάκριτα, απλώς για να πετύχουμε να μας ακούσουν -κάτι δηλαδή που θα έπρεπε να είχαμε κεκτημένο δικαίωμα- χάνουμε ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο με το οποίο μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να αναπτυχθούν σαν άνθρωποι. Η επιβράβευση χρησιμεύει στο να θέτουμε υψηλότερους στόχους κάθε φορά στα παιδιά, τους οποίους να προσπαθούν να πετύχουν για να επιβραβευθούν και μέσα από αυτήν την διαδικασία αναπτύσσονται πνευματικά και ωριμάζουν σιγά-σιγά. Δεν νοείται επιβράβευση όταν το παιδί κάνει αυτά που είναι υποχρεωμένο να κάνει. Όταν όμως συνηθίσει να επιβραβεύεται κάθε φορά που κάνει αυτά που είναι αυτονόητα, παύει το νόημα της επιβράβευσης και δημιουργείται στο παιδί μια διαρκής απαίτηση να παίρνει ό,τι ζητάει, όποτε το ζητάει.

  Στον αντίποδα αυτής τής «παιδαγωγικής» υπάρχει η άλλη: όταν κάποιο παιδί δεν εκδηλώνεται πολύ, ή δείχνει ότι δεν έχουμε κερδίσει την εμπιστοσύνη του και δεν χαίρουμε της εκτίμησης του, τότε το αντιπαθούμε και το αντιμετωπίζουμε σαν αντίπαλο.

  Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, κυρίως δασκάλων αλλά και γονέων, πού εκδηλώνουν αντιπάθεια σε παιδιά τα οποία έχουν μια δυσκολία να εξωτερικεύουν τον ψυχικό τους κόσμο, που δεν εκδηλώνονται εύκολα και χρειάζονται μια ειδική προσέγγιση από μέρους τους προκειμένου να εκφραστούν. Αντί οι δάσκαλοι να ασκήσουν την τέχνη τους και να «ξεκλειδώσουν» τα παιδιά, να ήτα ενθαρρύνουν με διάφορους τρόπους να εκφραστούν καεί να προσπαθήσουν να τους εμπνεύσουν την εμπιστοσύνη, ως αντίποινα τους συμπεριφέρνονται με τον ίδιο τρόπο: «με κάνεις πέρα, θα σε κάνω πέρα». Γιατί ερμηνεύουν την αδυναμία τής έκφρασης των παιδιών ως αντιπάθεια αστό πρόσωπό τους. Αντί να αντιληφθούν στην δυσκολία των παιδιών και να τα βοηθήσουν Ασάν παιδαγωγοί, κολλάνε στην ταμπέλα του αντιπαθητικού και ακατάδεκτου παιδιού καεί το βάζουν στο περιθώριο.

  Τελικά. πολλές φορές, εμείς οι παιδαγωγοί, είτε είμαστε γονείς είτε είμαστε δάσκαλοι, εκδηλώνουμε πιό παιδική συμπεριφορά από αυτήν των παιδιών Στεκόμαστε απέναντι τους σαν ίσος προς ίσον, Τα αντιμετωπίζουμε σαν ίσα με μας και στηριζόμαστε στην καλή τους προαίρεση για να πετύχουμε αυτό που θέλουμε, είτε με παρακάλια και βραβεία, είτε με αντιπαλότητα και αντίποινα.

  Τα παιδιά όμως δεν μας θέλουν ίσους. Μας θέλουν ένα σκαλί πιό πάνω από αυτά για να αισθάνονται ασφάλεια. Δεν μας θέλουν δίπλα τους σαν συμμαθητές τους ώστε να μας ρίχνουν φάπες όπως κάνουν μεταξύ τους. Ούτε όμως μας θέλουν δέκα σκαλιά πιό πάνω ώστε να μάς φωνάζουν και να μην τα ακούμε ή αντίστροφα να τους μιλάμε και να μην ακούνε. Μας θέλουν ένα σκαλί πιό πάνω αλλά δίπλα τους. Μας θέλουν να ξέρουμε κάτι παραπάνω από αυτά, αλλά και να είμαστε σε θέση να τα καταλάβουμε. Άμα κλονιστεί η αυθεντία του γονέα ή του δασκάλου, δύσκολα ξανακερδίζεται να παιδί.

  Για να αναπτυχθεί όμως μια σχέση εμπιστοσύνης του παιδιού προς τον παιδαγωγό του θα πρέπει πρώτα ο παιδαγωγός να έχει στοιχειώδη εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Θα πρέπει ο παιδαγωγός να πατάει γερά στο έδαφος για να μπορεί να οδηγήσει και άλλους. Θα πρέπει να θέτει διαρκώς τον εαυτό του υπό εξέταση, αναλογιζόμενος όλη την πορεία που έχει ο ίδιος διαγράψει άπω την παιδική του ηλικία μέχρι σήμερα και να επισημαίνει τις δυσκολίες που είχε και έχει, προκειμένου να μπορεί να αντιλαμβάνεται και γενικότερα ποιά είναι τα βαθύτερα αίτια τής συμπεριφοράς των παιδιών. Πράγματα που μας δυσκόλευαν κατά την παιδική μας ηλικία και τα οποία εμείς αντιμετωπίσαμε, δεν θα μας έρχεται εύκολα να βοηθήσουμε και τα παιδιά να τα ξεπεράσουν; Αν όμως εμείς ποτέ δεν τα ξεπεράσαμε πώς θα μπορούμε να δείξουμε στα παιδιά τρόπους να τα ξεπεράσουν;

  Μου έκανε εντύπωση η αυτογνωσία μιας φοιτήτριας, η οποία κλήθηκε να αναλάβει ένα κατηχητικό στην ενορία της. Μου είπε: «πώς είναι δυνατόν εγώ που δεν έχω συνειδητοποιήσει καλά-καλά τον εαυτό μου, να βοηθήσω τα παιδιά να καταλάβουν αυτά πού θέλουμε να τους πούμε;» Και αυτή η αυτογνωσία, νομίζω, είναι μια καλή αρχή για να αναπληρώνει ο Θεός τις ελλείψεις μας, γιατί αλίμονο αν θεωρούμε ότι από τις δικές μας ικανότητες επιτυγχάνεται η παιδαγωγία των παιδιών.

  Το να θίγομαι όμως από την συμπεριφορά των παιδιών και να έρχομαι σε αντιπαράθεση μαζί τους, ή το να αισθάνομαι άσχημα γιατί δεν μπορώ να τους επιβληθώ και να καταφεύγω στα γλυκόλογα και στα καλοπιάσματα προκειμένου να τα πείσω να συμβιβαστούμε, κατ’ ουσίαν φανερώνει ότι δεν έχω συνειδητοποιήσει την δική μου έλλειψη ως παιδαγωγού αλλά αιτιώμαι τα παιδιά που με εξαναγκάζουν να συμπεριφέρομαι έτσι.

  Η τέχνη του παιδαγωγού, όπως μαθαίνουμε και στην σχολή γονέων. αλλά βλέπουμε και στην πράξη, έχει επιτυχίας όταν ό παιδαγωγός μαθαίνει και ωφελείται ο ίδιος από την παιδαγωγική του. Αυτός θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός σκοπός μας. Κι όταν στοχεύουμε εκεί, βλέπουμε ότι η παιδαγωγική μας έχει άμεσα αποτελέσματα και στα παιδιά.

  Μαρίνα Διαμαντή

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή