Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μέσα στους ιερούς Ναούς, ιδίως των επαρχιών, παιδάκια να περιπατάνε ή να τρέχουν μέσα στην Λειτουργία ή στις Ακολουθίες και μια μαμά να τα ακολουθεί περιπατώντας (ή τρέχοντας) από πίσω τους. Αυτή η εικόνα, έχει καταντήσει να είναι το πιο απλό και το πιο φυσικό πράγμα! Δεν μας κάνει εντύπωση, δεν το θεωρούμε αταξία. Το θεωρούμε κάτι εντελώς φυσικό. Λέμε· «είναι παιδί και θέλει να κινείται».
Μια αγαπημένη φράση των γονέων και γενικά όλων των ενηλίκων, όταν βρίσκονται μπροστά σε μια άτακτη συμπεριφορά των παιδιών είναι «ε! δεν πειράζει παιδιά είναι!». Με άλλα λόγια, έχουμε δώσει οι γονείς έναν άλλο ορισμό της λέξης παιδιά και την θεωρούμε συνώνυμη της «ασυδοσίας», της αταξίας, της ατιμωρησίας.
Λέμε συχνά οι γονείς· «ε! δεν μπορείς να το έχεις το παιδάκι πάνω από λίγα λεπτά ακίνητο! Παιδί είναι, θα ξεφύγει!» και το αποτέλεσμα αυτής της θεωρίας μας είναι τα παιδιά να μην κάθονται ούτε λεπτό ακίνητα! Μα εμείς οι γονείς δεν ενοχλούμαστε που μας αναγκάζουν τα παιδιά να κινούμαστε κι εμείς διαρκώς κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών;
Το θέμα, όμως δεν είναι τι θέλουν τα παιδιά να κάνουν αλλά τι τους λέμε εμείς ότι γίνεται εκεί που πάμε. Όπως ισχύει στα περισσότερα θέματα στα οποία εμείς οι γονείς έχουμε δυσκολία με τα παιδιά, έτσι και εδώ, το πρόβλημα δεν είναι ότι τα παιδιά δεν μπορούν να σταθούν ακίνητα για πολλή ώρα, αλλά ότι εμείς δεν πιστεύουμε ότι μπορούν να σταθούν ακίνητα. Εμείς έχουμε εφεύρει το δόγμα ότι τα παιδιά πρέπει να κάνουν αυτό που θέλουν γιατί τάχα είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουν.
Τι αισθάνονται άραγε τα παιδιά μέσα στην Εκκλησία; Πως βλέπουν το Θεό και την Εκκλησία; Την βλέπουν σαν μια αγγαρεία που γίνεται μια φορά την εβδομάδα, όπου πρέπει να πας κάπου, να σταθείς μια ώρα ακίνητος, αν είσαι φρόνιμος να κοινωνήσεις για να «βάλεις το χρυσό δοντάκι» και μετά να πάρεις «ψωμάκι» και να φύγεις; Εκεί περιορίζεται η παιδεία των παιδιών μας για την Εκκλησία και την Θεία Λειτουργία;
Μήπως τελικά, αυτό που περνάμε στα παιδιά για το Θεό είναι μια «δεισιδαιμονία»; Μήπως, αντί να τα μάθουμε να έχουν «φόβο Θεού», τα μυούμε στην τρομοκρατία και στην δουλοπρέπεια; Τα περισσότερα παιδιά περιγράφουν την σχέση τους με τον Θεό σαν μια υποχρέωση του ανθρώπου να κάνει ορισμένα πράγματα που του έχει ορίσει ο Θεός, αλλιώς θα τιμωρηθεί. Αυτή τη σχέση προσπαθούμε να κτίσουν και με μας; Σχέση υπακοής από υποχρέωση αλλιώς τιμωρία;
Δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε στα παιδιά για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρνονται για να είναι ασφαλή, τους εξηγούμε ότι αν κάνουν κάτι από αυτά που τους απαγορεύουμε θα πάθουν κακό. Δεν λέμε· «αν αγγίξεις την κουζίνα θα σε τιμωρήσω» αλλά λέμε· «αν αγγίξεις την κουζίνα θα καείς». Έτσι όταν μιλάμε στα παιδιά για τον Θεό, τους είναι πιο εύκολο να καταλάβουν αν τους πούμε ότι ο Θεός μας δίνει οδηγίες επειδή είναι Πατέρας όλων μας, μας γνωρίζει και ξέρει τι είναι καλό για μας, από να τους πούμε «θα πηγαίνουμε στην εκκλησία γιατί έτσι λέει ο Θεός». Όταν υπάρχει η εξήγηση και η τεκμηρίωση του γιατί κάνουμε κάθε πράγμα, τότε τα παιδιά μαθαίνουν και ακολουθούν το καλό. Πρωτίστως βέβαια, αισθάνονται το πώς νιώθουμε εμείς το Θεό και την Εκκλησία και ύστερα επηρεάζονται από τα λόγια που τους λέμε. Γιατί αν η δική μας η καρδιά απέχει από αυτά που τους λέμε με λόγια, δεν υπάρχει περίπτωση να τα πιστέψουν, όσο πειστικά και να είναι.
Κύριο μέλημά μας, λοιπόν, νομίζω δεν θα έπρεπε να είναι να μάθουμε να λέμε ωραία λόγια στα παιδιά αλλά να νιώθουμε ωραία πράγματα ώστε να μπορέσουμε να τους τα περιγράψουμε. Δεν μπορούμε να πείσουμε, για παράδειγμα, να φάνε ένα φαγητό ή ένα γλυκό, όταν δεν αρέσει και σε μας. Όσο όμορφα και να το περιγράφουμε, η δική μας εσωτερική αποστροφή προς αυτό, περνάει στην περιγραφή μας και δεν την κάνει πειστική.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μάθουν σωστά τα παιδιά το Ποιος είναι ο Θεός και η Εκκλησία. Γιατί όταν νιώσουν σωστά την ευσέβεια, δύσκολα θα απορρίψουν την Εκκλησία μεγαλώνοντας. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος σε κάποια στιγμή της ζωής του αισθάνθηκε σωστά τον Θεό μέσα του και μετά τον απέρριψε. Μπορεί να μην καταφέρει να τηρεί πάντα τις οδηγίες του, αλλά δεν νομίζω ότι θα τον απορρίψει. Κάποια στιγμή, θα ανατρέξει σ’ αυτήν την εμπειρία. Το θέμα είναι ότι δεν είμαστε σε θέση εμείς οι γονείς να δώσουμε την ευκαιρία στα παιδιά μας να νιώσουν στην ψυχή τους την παρουσία του Θεού.
Γι’ αυτό όμως. δεν υπάρχει η Εκκλησία; Για να μας διδάσκει και να μας οδηγεί στην Αλήθεια.
Γιατί έχουμε δυσκολία, να τα εμπιστευθούμε στη Εκκλησία ενώ διαπιστώνουμε την ανικανότητά μας να τα βοηθήσουμε να γνωρίσουν σωστά το Θεό;
Θα έπρεπε να χαιρόμαστε που υπάρχει ο ιδανικός τόπος για να μαθητεύσουν τα παιδιά μας!
Αυτό είναι το έργο των Κατηχητικών Σχολείων, τα οποία θα έπρεπε στην εποχή μας να ήσαν ασφυκτικά γεμάτα! Ήσαν γεμάτα πριν χρόνια, τότε που οι οικογένειες ήσαν καλύτερες, και προστάτευαν ως ένα βαθμό τα παιδιά, ενώ σήμερα που έχουν διαλυθεί τα πάντα και η οικογένεια και το σχολείο και αυτή ακόμα η αξιοπρέπεια των ανθρώπων, λέμε ότι τα Κατηχητικά «περνούν κρίση».
Υπάρχουν και σήμερα τρόποι να θωρακίσουμε τα παιδιά. Υπάρχουν τρόποι να μεγαλώσουν υγιείς άνθρωποι με τις σημερινές συνθήκες. Το ερώτημα είναι αν συνειδητοποιούμε εμείς οι γονείς ότι πρέπει με κάθε τρόπο να προστατεύσουμε τα παιδιά μας. Και είναι σαφές ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιτευχθεί αυτό έξω από την Εκκλησία.
Ας είναι η νέα σχολική χρονιά αφορμή να προβληματιστούμε σοβαρά για το μέλλον των παιδιών μας και να ευχηθούμε να ριζώσει στην ψυχή τους η υγιής σχέση με το Θεό, γιατί αυτά είναι η μόνη ελπίδα να βγει η κοινωνία μας από την ύφεση στην οποία βυθίζεται μέρα με τη μέρα και να ξαναβρούμε οι άνθρωποι τη χαμένη μας υπόσταση, την αξιοπρέπεια και την αληθινή ζωή.
Μαρίνα Διαμαντή
«Ενοριακή Ευλογία» Σεπτέμβριος 2009
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ