Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

1. Ιστορική εμφάνισι και εξέλιξι του όρου «Ορθοδοξία»



O όρος «ορθοδοξία», όπως και ο αντίστοιχος του «αίρεσις», ως νόημα εμφανίζεται ήδη από την εποχή των αποστόλων. Διότι το πρόβλημα της διακρίσεως ορθής ή μη ορθής διδασκαλίας απαντά ήδη στα πρώτα βήματα της Εκκλησίας1. Ο Παύλος π.χ. κάνει παράπονα για γρήγορη μετάθεση των Γαλατών εις «έτερον ευαγγέλιον»,2 για «μεταστροφή»3 δηλαδή διαστροφή του ευαγγελίου του Χριστού, για «απείθεια» των Γαλατών στην αλήθεια του ευαγγελίου4, για υποκρισία των άλλων αποστόλων οι οποίοι «ουκ ορθοποδούσι προς την αλήθεια του ευαγγελίου»5 κ.ο.κ.
Ως τεχνικός όρος όμως παρουσιάζεται τον Δ’ αιώνα5α, επικρατεί δε οριστικά από τον Θ΄ αιώνα και εξής, διαδεχθείς τους μέχρι τότε υπάρχοντας όρους «καθολική διδασκαλία» ή «καθολική εκκλησία»6, οι οποίοι εχρησιμοποιούντο συν τοις άλλοις και προς δήλωσι του ορθοδόξου φρονήματος. Γι’ αυτό ο δογματολόγος Καρμίρης, βασιζόμενος στις αρχαίες πατερικές πηγές, δίδει τον εξής ορισμό της Καθολικής Εκκλησίας· «Καθολική πρώτον μεν ως άνευ τοπικών και χρονικών περιορισμών πανταχού του κόσμου και του χρόνου διαδεδομένη και αριθμούσα οπαδούς… Δεύτερον δε … και εν τη έννοια της ορθοδόξου – έναντι των διαφόρων αιρετικών και σχισματικών Εκκλησιών…». Και τελειώνοντας τον ορισμό του, προσθέτοντας ως τρίτο γνώρισμα της καθολικότητας την ενότητα και την ολότητα της Εκκλησίας του Χριστού, γράφει χαρακτηριστικά· «Εκ των ανωτέρω γίνεται δήλον ότι η καθολικότης δεν είναι μόνον ποσοτικόν, αλλ’ άμα και ποιοτικόν γνώρισμα της Εκκλησίας…». Ο δε ιστορικός αρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης, όταν συναντά για πρώτη φορά στο περί «αιρετικής κακομυθίας» σύγγραμα του Θεοδωρήτου (393 – 460) τη φράση «της κατά την Κωνσταντινούπολιν των ορθοδόξων καθολικής Εκκλησίας» σχολιάζει· «Είναι δε παράδοξος και ο συνδυασμός των δύο ονομάτων»8. Γιατί ακριβώς καθολική και ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ταυτολογία για τους πρώτους αιώνας.
Διαδεχθείς λοιπόν τον όρο «καθολική διδασκαλία» ο όρος «ορθοδοξία», επεκράτησε έκτοτε στη θεολογική ορολογία προς δήλωσιν της ανοθεύτου αρχικής πίστεως. Μάλιστα μετά την Ζ’ Οικουμενική σύνοδο (786-7 μ.Χ.) και την τελική επικράτησι της ορθοδόξου διδασκαλίας έναντι όλων των αιρέσεων, συνήλθε στις 11 Μαρτίου του 843,η εν Κω/πόλη ενδημούσα σύνοδος, η οποία και εθέσπισε την εορτή της Ορθοδοξίας9. Κατ’ αυτήν εορτάζουμε μέχρι και σήμερα την επικράτησι της Ορθοδοξίας σ’ όλο τον τότε χριστιανικό κόσμο.
Δυστυχώς μετά το σχίσμα του δυτικού χριστιανισμού τον Θ΄ αιώνα «ο όρος ‘Ορθοδοξία’ ειδικώς, φέροντας ανάχρωσι ομολογιακή, αποδίδεται στην αγία Εκκλησία μας»10 μόνο, η οποία έκτοτε απέμεινε η μόνη ενσαρκώνουσα την μίαν, αγίαν, καθολικήν, και αποστολική Εκκλησίαν του Χριστού.
Αυτή υπήρξε η ιστορική εμφάνισι και εξέλιξι του όρου Ορθοδοξία.




2. Οι δύο σημασίες του όρου «Ορθοδοξία»



Ως γνωστόν ορθοδοξία σημαίνει ορθή πίστι. Η πίστι όμως είναι μια έννοια η οποία στη ΚΔ τουλάχιστον έχει πολλές σημασίες. Έτσι πρώτον˙ πίστι σημαίνει την εγγύησι που χορηγεί ο Θεός για να φανή το αληθές των υποσχέσεών του, η αξιοπιστία του. Γράφει ο Λουκάς στις πράξεις ότι ο Θεός «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν ανδρί ω ώρισε, πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών»11. Το ότι ανέστησε τον Χριστό είναι η εγγύησι για την πραγματοποίησι των επαγγελιών Του. Δεύτερον˙ πίστι σημαίνει την ακλόνητη εμπιστοσύνη στο θεό. Πολύ συχνά απαντά μ’ αυτή την έννοια η λέξι πίστι στην ΚΔ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 11ον κεφ. της προς Εβραίους επιστολής και οι φράσεις «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» ή εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν»12. Τρίτον˙ πίστι σημαίνει την διδασκαλία του Χριστού, το χριστιανικό δόγμα, αυτό που λέμε σήμερα το «πιστεύω μου». Έτσι γράφει ο Παύλος στις επιστολές του: «το ρήμα της πίστεως ο κηρύσσομεν» ή «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»13. Τέταρτον˙ Πίστι σημαίνει την Εκκλησία. Γράφει πάλι ο Παύλος· «Άρα ουν ως καιρόν έχομεν, εργαζόμεθα το αγαθόν προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως». Επίσης «συμπαραμενώ πάσιν υμίν εις την υμών προκοπήν και χαράν της πίστεως»14 .
Όταν λοιπόν λέμε ορθοδοξία εννοούμε την ορθή πίστι με τις δύο τελευταίες έννοιες· την πίστι ως Χριστιανικό δόγμα και την πίστι ως Εκκλησία.
Οι δύο αυτές έννοιες είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες και υπάρχει τέτοια αλληλοπερυχώρησι μεταξύ τους, που πολλές φορές στην Κ.Δ. συνυπάρχουν. Αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά χωρία: «εν υστέροις καιροίς αποστήσονται τινές της πίστεως», δηλαδή της αληθινής διδασκαλίας και της αληθινής Εκκλησίας. Επίσης το χωρίο: «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών»15.Αυτές οι δύο έννοιες συνυπάρχουν και στη φράσι· «το Σύμβολο της πίστεως». Λόγω αυτής της αλληλοπεριχωρή- σεως των δύο εννοιών ο Χριστιανισμός λέγεται Χριστιανική Πίστις, ή Εκκλησία16 ή καλύτερα Ορθόδοξος Εκκλησία.
Αυτά που αναφέραμε αναλυτικά παρουσιάζονται περιληπτικά σε δύο ορισμούς που μας δίνουν για την «Ορθοδοξία» οι καθηγητές της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κων/νος Μουρατίδης και Ανδρέας Θεοδώρου. Γράφει ο πρώτος· «Η Ορθοδοξία δεν είναι απλά και μόνο εν σύστημα αρχών και δογμάτων, την επέτειον της επικρατήσεως των οποίων εις μίαν ωρισμένην ιστορικήν εποχήν εορτάζομεν, αλλ’ αυτή αύτη η εν τω κόσμω στρατευομένη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία».17 Και ο δεύτερος μας λέγει· «Ορθοδοξία είναι το μυστικό σώμα του Σωτήρος, όπως το συνέπηξε η θεοδυναμία του Αγίου Πνεύματος στην άφθαρτη μήτρα της Παρθένου, το εστερέωσε στο σύλλογο των Αποστόλων, το εκάθηρε με το άγιο αίμα του στο Σταυρό, το ελάμπρυνε με τη ζωηφόρο Του ανάστασι, το σφράγισε με την πορίμορφο θεοποιό ακτίνα στην Πεντηκοστή και με τη Θεοδυναμία της Θείας χάριτος το απέστειλε στα πέρα της οικουμένης να συνεχίσει το λυτρωτικό έργο Του, τη σωτηρία του ανθρώπου και την ανακαίνισι του σύμπαντος»18.



3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



α) Η ΠΑΡΑΔΟΣΙ.

Γράφει ο αείμνηστος Π. Μπρατσιώτης σε σχετική μελέτη του· «Η πρωτίστη και θεμελιωδεστάτη αρχή, άμα δε και το ουσιωδέστατον της Ορθοδόξου Εκκλησίας γνώρισμα, είναι η σταθερά εμμονή αυτής είς την από της παλαιάς Καθολικής Εκκλησίας κληροδοτηθείσαν αυτή Ιεράν Παράδοσιν. Η ημετέρα Εκκλησία είναι πράγματι Εκκλησία της Παραδόσεως»19 .
Στο ερώτημα δε «εάν υπάρχη θεμελιώδης αρχή ή ουσιώδες γνώρισμα ή κεντρική ιδέα επί τη βάσει της οποίας θα ηδύνατο να κατανοηθή η ουσία της Ορθοδοξίας» απαντά ο αείμνηστος, ότι ως τοιαύτη κεντρική αρχή «είναι δυνατόν να θεωρηθεί η ιδέα, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εμμένει είς τας αρχάς και είς την ευσέβειαν της παλαιάς αδιαιρέτου Καθολικής Εκκλησίας»20.
Πράγματι κατά την «Κυριακήν της Ορθοδοξίας», την «Ονομα- στικήν εορτήν της Ορθοδοξίας και την εορτήν της βαθυτέρας αυτοσυνειδησίας αυτής», όπως προσφυώς ωνομάσθηκε21, δίδεται εξαιρετική έμφασι στη θριαμβευτική επικύρωσι της Ιεράς Παραδόσεως. Στο περίφημο Συνοδικό22 της Ζ’ οικουμενικής συνόδου διαβάζουμε· «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν…» Στον δε «όρον της πίστεως»23 της ίδιας συνόδου οι πατέρες προσδιορίζουν το έργο της Ζ’ Οικ. Συνόδου ως εξής· «… Όπως η ένθεος παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας κοινή ψήφω απελάβη το κύρος. Μετά πάσης τοίνων ακριβείας ερευνήσαντές τε και διασκεψάμενοι, και τω σκοπώ της αληθείας ακολουθήσαντες, ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν…». Επίσης στην δ΄ συνεδρίασι της ιδίας συνόδου διατυπούνται τα εξής· «Ημείς δε κατά πάντα των αυτών Θεοφόρων πατέρων υμών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδιά μηδέν προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν˙ αλλά τούτοις βεβαιούμεθα τούτοις στηριζόμεθα˙ ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν καθώς αι άγιαι και οικουμενικαί εξ σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν»24. Και η υμνογραφία της εορτής συμπληρώνει: «θεσμούς Εκκλησίας πατρικούς διαφυλάττοντες, εικόνας γράφομεν και ασπαζόμεθα στόμασι και καρδία και θελήματι…» 25.
Γιατί όμως τόση εμμονή στην παράδοσι; Γιατί εν τελευταία αναλύσει Ορθοδοξία είναι η αρχική παράδοσις. Ορθοδοξία θα πη ορθόδοξη πίστι. Αυτή όμως η ορθή πίστι παρεδόθη από το Θεό στους προφήτες και τους αποστόλους. Λέγει χαρακτηριστικά ο Παύλος· «Εγώ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν»26. Και άλλού πάλι λέγει «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον»27. Και μετά οι απόστολοι την «άπαξ παραδοθείσαν πίστιν»28 όπως την ονομάζει ο Ιούδας ο αδελφόθεος, την παρέδωσαν στους μαθητές τους. Έτσι ο Λουκάς στο προοίμιο του ευαγγελίου του λέγει ότι φροντίδα αυτών που γράφουν τα ευαγγέλια ήταν να γράφουν «καθώς παρέδοσαν υμίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου»29. Και οι μαθητές στους αποστολικούς πατέρες κ.ο.κ. Γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος προσδιορίζει ως ορθή πίστι, «ήν μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν, και οι πατέρες εφύλαξαν»30. Έτσι αυτός που μένει πιστός στην παράδοσι παραμένει εντός της Ορθοδοξίας˙ αυτός όμως που απομακρύνεται από την παράδοσι καθίσταται αυτόχρημα αιρετικός. Ο Πέτρος γράφει ότι το θανάσιμο παράπτωμα των αιρετικών ήταν ότι απεμακρύνθησαν «εκ της παραδοθείσης αυτοίς αγίας εντολής»31.
Ορθόδοξο, λοιπόν, αυτό που παραδόθηκε αρχικά άπαξ δια παντός. Οι μετέπειτα αιώνες δεν προσέθεσαν τίποτα στην αρχική πίστι της Εκκλησίας. Αύτη υπήρξε αυτάρκης εξ αρχής. Τέλεια και αιώνια. Κι αυτές οι οικουμενικές σύνοδοι και οι μεγάλοι πατέρες δεν εδημιουργησαν, αλλ’ ηρμήνευσαν την ιεράν παράδοσιν. Γι’ αυτό ο δογματολόγος Καρμίρης σε σχετική μελέτη του αναφέρει τα εξής· «Γενικώς δύναται να λεχθή, ότι Ορθοδοξία και παράδοσις συμπίπτωσιν. Ορθοδοξία σημαίνει, κυρίως ειπείν, παράδοσιν, ως μάρτυρες και ερμηνείς είναι οι ιεροί πατέρες, σημαίνει εμμονήν και πιστότητα είς τας πηγάς του χριστιανισμού, δήλα δή είς την Αγίαν Γραφήν και είς την Αποστολικήν και την Πατερικήν παράδοσιν»32.
Επειδή όλες αυτές οι σκέψεις κυριάρχησαν στη θεολογία μας, πριν από καιρό είχε διαδοθή το σύνθημα «επιστροφή στους πατέρες». Αυτό όμως δεν θεωρήθηκε από άλλους απόλυτα ικανοποιητικό, γιατί μπορούσε να ερμηνευθή και ως οπισθο- δρομικό. Γι’ αυτό μερικοί είπαν «μπροστά με τους Πατέρες». Σχολιάζοντας τα συνθήματα αυτά ο καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γεώργιος Μαντζαρίδης γράφει τα εξής σπουδαία για το θέμα μας· «Με τα συνθήματα αυτά δε διατυπώνεται σωστά η θέσι της Ορθοδοξίας. Η θέσι της Ορθοδοξίας είναι· «Επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν». Με τη φράσι αυτή εισάγεται ο όρος της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Έπομαι δεν σημαίνει ούτε επιστρέφω ούτε βαδίζω μπροστά. Έπομαι σημαίνει ακολουθώ. Και όποιος ακολουθεί δεν προσδιορίζει μόνος του την πορεία του, αλλά εντάσσεται στην πορεία αυτού ή αυτών που ακολουθεί»33.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τους πατέρες μας παντού και πάντοτε. Οδηγό στη πορεία μας άς έχουμε τη ζωή τους, την διδασκαλία τους, το ήθος και το φρόνημά τους. Αυτό είναι το μόνιμο χρέος των Ορθοδόξων. Το δένδρο όσο βαθύτερα ριζώνει στο χώμα του τόσο ψηλότερο γίνεται. Και η Ορθοδοξία είναι το δένδρο «το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων…»34. Θα θάλλη και θα δίδη καρπό εφ’ όσον είναι ριζωμένο βαθειά στο έδαφος της παραδόσεως35.

β) ΠΙΣΤΙ.

Γράφει ο αείμνηστος Κ. Καλλίνικος· «Η Ορθόδοξος Ανατολική ΕΚΚΛΗΣΙΑ περί πολλού ποιείται την ορθήν και ακαπήλευτον πίστιν, ήτις είνε ο πηδαλιούχος της ορθής πράξεως˙ διότι εκ του ορθώς σκέπτεσθαι ακολουθεί και το ορθώς πράττειν. Εντεύθεν και το άλλο σύνηθες όνομά της, το δηλούν την ασάλευτόν της προσκόλλησιν προς των ορθών δογμάτων και αποστολοπαραδότων διατάξεων παρακατα- θήκην»36.
Η Παπικοί στο διάβα των αιώνων προσέθεσαν νέα δόγματα όπως του Παπικού πρωτείου και αλαθήτου, του Filioque, της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, τα οποία δεν έχουν κανένα έρεισμα στην αρχαία παράδοσι. Οι προτεστάντες μη δεχόμενοι καμμία ανωτέρα αυθεντία εκτός από τον ορθό λόγο, έφθασαν ν’ αρνηθούν αρχαία δόγματα όπως της αειπαρθενίας της Θεοτόκου και μερικοί Θεολόγοι τους καταντήσαν να κηρύττουν το ψευδές δήθεν της αναστάσεως του Χριστού ή ακόμη και τον θάνατο του Θεού. Ενώ η ορθοδοξία καυχάται ότι εκράτησε αμετάβλητο το δόγμα. Όχι μόνο δεν έχει complex απέναντι στον ορθολογισμό, αλλ’ αντιθέτως σεμνύνεται γιατί η πίστι της αναπληρώνει το χώρο εκείνο στον οποίο ο ορθός λόγος δεν μπορεί να εισχωρήση. Η πίστι της αγγίζει τα μυστήρια και τα θαυμάσια του Θεού που δεν μπορεί η ανθρώπινη γνώσι να πλησιάση. Αυτά «εσφράγισται τοις ερευνώσι˙ πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσιν εν πίστει το μυστήριον»37. Η Ορθοδοξία τονίζει τον καταφατικό αλλά και τον αποφατικό χαρακτήρα του δόγματος. Ξεχωρίζει το «τι» από το «πως». Ξέρουμε τις θείες πραγματικότητες. Αγνοούμε όμως τον τρόπο υπάρξεως και φανερώσεώς τους. Λέγει ο Ι. Χρυσόστομος· «ότι μεν γαρ πανταχού έστιν ο Θεός οίδα… το δε πως ούκ οίδα˙ ότι άναρχός έστι και αγέννητος και αίδιος, το δε πως ούκ οίδα … Οίδα ότι εγέννησεν Υιόν, το δε πως αγνοώ· οίδα ότι το Πνεύμα εξ αυτού, το δε πως εξ αυτού ούκ επίσταμαι»38. Σ’ αυτό το «πως» δεν χωράει περιέργεια και αδολεσχία ή πολυπραγμοσύνη νοητική. Αλλά θαυμασμός συγκατάθεσι, προσκύνησι. «Όταν γαρ ο Θεός εργάζηται, πίστεως χρεία μόνης και συγκαταθέσεως και ομολογίας»39.
Αυτή τη στάσι κρατώντας η Ορθοδοξία είναι κολλημένη σαν στρείδι πάνω στην «άπαξ παδαδοθείσαν τοίς αγίοις πίστιν». Λέγει ξένος Θεολόγος· «Εάν επιθυμώμεν να ανεύρωμεν δογματικήν πίστιν και συντηρητικήν παράδοσιν εν τη πληρεστέρα των εκφράσει, οφείλομεν να μεταβώμεν όχι είς την εκκλησίαν, την αυτοκαλουμένην καθολικήν, αλλ’ είς την ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ήτις θα προετίμα να αποθάνη μάλλον, παρά να υποχωρήση ποτέ είς το ελάχιστον σημείον όπερ Σύνοδος ή Πατήρ τη εκληροδότησαν»40. Και συμπληρώνει ο Κ. Καλλίνικος στο γνωστό γλαφυρό του ύφος· «Επιθυμείτε να ενοήσετε την στοργήν, μεθ’ ής είνε προσκεκολλημένη αύτη είς την άπαξ παραδοθείσαν τοίς αγίοις πίστιν; Ο Τούρκος έκρουσε τας πύλας της βασιλίδος των πόλεων. Ο Πάπας αγέρωχος προσεκάλει από την Δύσιν είς υποταγήν τους ημετέρους. Ας συλλειτουργηθούν Λατίνοι και Ανατολικοί εν τη αγία Σοφία, ας μνημονευθή ο Πάπας ως υπέρτατος ποντίφηξ και απόλυτος του Χριστού βικάριος, ας γείνουν δεκταί υπό της Ανατολής, όλαι αι καινοτιμίαι της καταστρηνιασάσης Ρώμης, και τότε ο Πάπας θα συγκατανεύση να πέμψη στρατιωτικήν βοήθειαν, διά να μη υποδουλωθή από την ημισέληνον ο Σταυρός. Αλλά τι πανταχόθεν των ρυμών της λιποψυχούσης πόλεως ακούεται; «Κρειττότερον φακιόλιον τουρκικόν παρά τιάρα λατινική». Τόσον απηχθάνοντο οι προπάτορές μας την νόθευσιν της Ορθοδοξίας ως και του Τουρκικού ζυγού απαισιωτέραν!»41.
Πριν τελειώσουμε την ενότητα περί πίστεως θα πρέπει να τονισθή μια λεπτομέρεια η οποία συνήθως μας διαφεύγει. Η πίστι είναι έννοια εκκλησιολογική. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν δείξαμε προηγουμένως την αλληλοπεριχώρησι των εννοιών πίστι και εκκλησία και την εν πολλοίς ταύτησί τους. Συνεπώς «η ορθή πίστι δεν δύναται ν’ αποτελέση αυτάρκη τρόπον σωτηρίας, αλλ’ είναι εξάρτημα της γενικωτέρας αφοσιώσεως του πιστού εις την Καθολικήν Εκκλησί- αν»42.
Λέγει ο άγιος Κυπριανός, ότι έξω της Καθολικής Εκκλησίας δεν υπάρχει βάπτισμα, ούτε ευχαριστία, ούτε επίσκοπος, ούτε και καθέδρα ορθής διδασκαλίας. Δεν μπορεί κάποιος να ισχυρισθή ότι έχει ορθή πίστι, εάν δεν είναι συνδεδεμένος με την καθέδρα του Πέτρου, την οποίαν σε κάθε τοπική Εκκλησία κατέχει ο επίσκοπος. Στο ερώτημα εάν όχι μόνο οι αιρετικοί αλλά και οι σχισματικοί δεν έχουν δικαίωμα να βαπτίζουν, ο Κυπριανός απαντά θετικά. Ναι, δεν έχουν δικαίωμα να βαπτίζουν, διότι ευρίσκονται έξω της Καθολικής Εκκλησίας. Οι σχισμα- τικοί φαίνεται ότι έχουν την ίδια πίστι με την Καθολική Εκκλησία. Κι όμως το Σύμβολό τους δεν είναι το αυτό με το δικό μας· διότι στο δικό μας Σύμβολο αναφέρεται πίστι στην Εκκλησία, ενώ οι σχισματικοί δεν έχουν Εκκλησία. Μα πιστεύουν στην Αγία Τριάδα στο όνομα της οποίας βαπτίζονται, λέγανε μερικοί φέροντας αντιρρήσεις στα λεγόμενα του αγίου. Και κείνος απαντούσε· Μήπως και οι Κορέ, Δαθάν και Αβειρών δεν είχαν την αυτή πίστι με το Μωϋσή; Κι όμως τιμωρήθηκαν με πλήρη καταστροφή από τον Θεό43. Είναι δε τόσο απόλυτος ο άγιος Κυπριανός στις θέσεις του, ώστε γράφοντας προς τους ομολογητάς της Ρώμης που υποστήριζαν τον Ναβατιανό, τους υπενθυμίζει ότι η ομολογία στους διωγμούς δεν φθάνει· χρειάζεται και η προσήλωσι στην ενότητα της Εκκλησίας44. Ο δε ι. Χρυσόστομος τονίζει πιο από- λυτα, ότι ούτε αίμα μαρτυρίου δεν σώζει αυτόν που τραυματίζει την Εκκλησία διά του σχίσματος 45.
Βέβαια το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας μας δέχεται εγκυρότητα μυστηρίων των σχισματικών ή και αιρετικών ακόμη. Αυτό όμως γίνεται όταν μετανοήσουν και ζητήσουν επανένταξι στο Σώμα της Εκκλησίας. Πάντως και αυτό γίνεται διά της οδού της οικονομίας και όχι της ακριβείας.
Η πίστι λοιπόν έννοια εκκλησιολογική. Ας το προσέξουμε αυτό, γιατί πολλές φορές για θέματα δευτερεύοντα μη έχοντα σχέσι με την αποστολική παράδοσι, μερικοί κοπτόμενοι δήθεν για την Ορθοδοξία, με ζήλο «ού κατ’ επίγνωσι», καταστρέφουν αυτή ταύτη την Ορθόδοξη Εκκλησία με τα σχίσματα που προκαλούν.

γ) Η ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ.

Γράφει ο καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου· «Ο όρος «Ορθοδοξία» (εκ του ορθώς δοξάζω = δοξολογώ), εφαρμοζόμενος στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, έχει δύο σημαινόμενα· την ορθή δοξασία (πίστι) και την ορθή δοξολογία (ανύμνησι) του Θεού. Παράλληλα προς την έννοια της Ορθοδοξίας ως ορθής πίστεως και δοξασίας, που εκφράζει την ομολογιακή της αντιπαράθεσι προς τις πλανεμένες χριστιανικές κοινότητες, η δεύτερη της έννοια, ως ορθής δοξολογίας, εκφράζει σε ίσο μέτρο την ταυτότητα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας»46.
Και ο Γ. Φλωρόφσκυ συμπληρώνει· «Η Εκκλησία είναι πάνω απ’ όλα λατρεύουσα κοινότητα». Η λατρεία της όμως και η πίστι της ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε «η χριστιανική λατρεία είναι καθ’ εαυτήν σε μεγάλη έκτασι δογματική λατρευτική μαρτυρία στην αλήθεια της Αποκαλύψεως. Το λυρικό στοιχείο στη λατρεία κατέχει δευτερεύουσα θέσι»47.
Τη σημασία της θείας λατρείας για την ορθή διατύπωσι του δόγματος την αντιλαμβανόμεθα, εάν σκεφθούμε ότι ο αγών των εικονομάχων κέντρο της επιθέσεως του είχε τη λατρεία και τα όσα σχετίζονται μ’ αυτήν. Στο συνοδικό της ορθοδοξίας βλέπουμε, ότι εικόνες και θεία λατρεία δείχνουν και αναπαριστάνουν τα ίδια πράγματα· «Τα υπέρ ημών του δεσπότου πάθη, τον σταυρόν, τον τάφον, τον άδην νεκρούμενον και σκυλωόμενον, των μαρτύρων τους άθλους , τους στεφάνους, αυτήν την σωτηρίαν, ήν ο πρώτος ημών αθλοθέτης και αθλοδότης και στεφανίτης εν μέσω της γης κατειργάσατο»48. Ύστερα από πέντε αιώνες, πιστός στο «επόμενοι τοίς αγίοις πατράσιν», στην «Ερμηνεία της θείας λειτουργίας» ο Νικόλαος Καβάσιλας θα προσδιορίσει το συνοπτικό νόημα της ιερουργίας με παρόμοιες λέξεις49. Έτσι στη θεία λατρεία οι αλήθειες της πίστεως ομολογούνται «έργω και λόγω» με τις εικόνες δηλαδή και τον λόγο των ύμνων και των ευχών.
Στη θεία λατρεία επίσης ζούμε τον λεγόμενο «λειτουργικό χρόνο» ο οποίος είναι ταύτισι παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Στη θεία λατρεία έχουμε εξεικόνισι της εσχατολογικής πραγματικότητας της Βασιλείας του Θεού. Εξεικόνισι δεν είναι συμβολισμός, αλλά φανέρωσι κάποιος πραγματικότητας. Η εικόνα π.χ. δεν συμβολίζει ένα πρόσωπο, αλλά το φανερώνει το αποκαλύπτει50. Γι’ αυτό στη θεία λατρεία ζούμε την φανέρωσι του μέλλοντος αιώνος και προγευώμεθα την αλήθεια της Βασιλείας του Θεού.
Εάν αναλογισθούμε όλα αυτά, αντιλαμβανόμεθα γιατί στην ορθόδοξη παράδοσι «Εκκλησία» «και Ναός» όπου λαμβάνει χώρα η λατρεία ταυτίστηκαν. Όταν ο ορθόδοξος πηγαίνει στο ναό, λέει «πάω στην Εκκλησία»51. Και είναι φοβερά χαρακτηριστικό το γεγονός που διασώζει ξένος ιστορικός, ότι όταν Έλληνας των χρόνων της επαναστάσεως του ’21 ρωτήθηκε τι πιστεύει, δείχνοντας τον ναό απάντησε· «ό,τι πιστεύει αυτή». Να λοιπόν ότι κύριο στοιχείο της ταυτότητας της Ορθοδοξίας είναι η ορθόδοξη λατρεία.

δ) Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ.

Βασικό χαρακτηριστικό, «εκ των ών ούκ άνευ» θα λέγαμε της Ορθοδοξίας, είναι ο συνδυασμός της Θείας Χάριτος και της δικής μας προσπαθείας. Είναι αυτό που αλλιώς λέγεται ορθοπραξία ή ορθή ζωή. Το χριστιανικό δόγμα δεν είναι «θεωρητική αρχή για την αλήθεια»52, ούτε μια ιδεολογία ή φιλοσοφία ώστε ν’ αρκή ή θεωρητική πίστι σ’ αυτό, χωρίς την ανάλογη πράξι στη καθημερινή ζωή. Η Ορθοδοξία», λέγει ο Κ. Καλλίνικος, «δεν είνε η ακριβής ανατύπωσις του αρχαίου ειδωλολατρικού Ελληνισμού, του επιδιώκοντος την αλήθειαν διά την αλήθειαν και την θεωρίαν διά την θεωρίαν, χωρίς περαιτέρω βλέψιν. Όχι. Η Ορθοδοξία είνε συγχρόνως και ορθοπραξία»53. Και ο επίσκοπος Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος συμπληρώνει· «Αξίωμα των ιερών Πατέρων της Ορθοδοξίας είναι το ‘πράξις θεωρίας επίβασις’. Αυτό θα πη ότι στην Εκκλησία ο λόγος στηρίζεται πάνω στη πράξι. Τίποτε θεωρητικό, τίποτε φτιαγμένο, πρώτα στη σκέψι του ανθρώπου, τίποτε έξω από τα πράγματα και τη ζωή δεν υπάρχει στην Εκκλησία. Η πίστι, η Θεολογία, το Ευαγγέλιο, όλα είναι κήρυγμα γεγονότων. Η Ορθοδοξία είναι ένα γεγονός, μια ζωή και μία παράδοσι στο πέρασμα των αιώνων. Η Ορθοδοξία είναι η ορθή και σωστή δοξολογία του Θεού, η λογική λατρεία, και στη λατρευτική σύναξι της Εκκλησίας και στη βιοτή των πιστών»54.
Μα θα πή κάποιος· αυτά που μας λες είναι το «δέον»· ανταποκρίνονται όμως στο «είναι», στην πραγματικότητα της ιστορίας. Θ’ αφήσω και πάλι τον Κ. Καλλίνικο ν’ απαντήση· «Ποία ποτέ άλλη Εκκλησία παρουσίασε τοσούτον νέφος μαρτύρων όσον η ημετέρα; Ποία προσανεπλήρωσε γενναιότερον τα παθήματα του Χριστού εν εαυτή; Ποία ωμοιώθη πιστότερον κατά την κοσμικήν πτωχείαν και ταπείνωσιν προς τον Αρχηγόν της; Είς ποίαν δε άλλην επαλήθευσεν είς βαθμόν τόσον το αποστολικόν «όταν ασθενώ, τότε δυνατός είμι» όσον είς ταύτην την Εκκλησίαν; Ας λέγουν οι μηδαμώς γνωρίσαντές την, ότι είνε άπνους, κρύος, αποπετρωμένος και νεκρός τάριχος… Τι απέγινεν η Εκκλησία του Τερτυλλιανού και Κυπριανού είς την εμφάνισιν της σκοτομήνης; Ουδέ τα ίχνη της πλέον σώζονται. Κι όμως η Ορθόδοξος και όντως ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ (διότι καθολική είνε η αλήθεια και κλήρον έχει την αθανασίαν) όχι μόνον δεν υπέκυψεν είς παρομοίαν πανωλεθρίαν, αλλά και επέπλευσεν επί του κατακλυσμού εγκυμωνούσα εν εαυτή σπέρματα νέας ζωής»55.
Εχαρακτήρισα στην αρχή την ορθοπραξία ή ορθή ζωή ως πνευματική ζωή. Κι αυτό, για να τονισθή ότι είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος. Λέγει ο Παύλος· «ο δε καρπός του Πνεύματός έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια»56. Μεταξύ των ορθοδόξων βέβαια γίνεται λόγος όχι μόνο για πνευματική ζωή αλλά και για ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο όρος πνευματικότητα όμως είναι άγνωστος στη βιβλική και πατερική παράδοσι και είναι δάνειο από τη Δυτική Θεολογία. Η πνευματικότητα είναι μια αφηρημένη έννοια. Το πνεύμα όμως δεν είναι καμμία ιδέα. Στην ορθόδοξη παράδοσι το πνεύμα είναι γνωστό ως πρόσωπο και ως χάρι προσωπική. Πνευματικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία δεν είναι αυτός που ασχολείται με ιδέες, ιδεολογίες, λογοτεχνίες, φιλοσοφίες, αλλά όπως παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος· «ο έχων την ενέργειαν του Πνεύματος»57.

ε) ΤΟ ΑΣΚΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ.

Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι Εκκλησία της ασκήσεως. Το ασκητικό στοιχείο είναι πολύ έντονο στη παράδοσί της. Δεν είναι τυχαίο το ότι κι αυτή η ονομαστική εορτή της είναι εντεταγμένη -αν και χαρμόσυνη- στην περίοδο της Μ. Σαρακοστής· στην Α΄ Κυριακή των Νηστειών. Ο μοναχισμός και δη ο αναχωρητισμός αποτελεί κατά την μακραίωνη ιστορία της Ορθοδοξίας τα ιδεώδες, του ορθοδόξου. Το ιδεώδες το οποίο διαδέχθηκε το ιδεώδες του μαρτυρίου. Ο μοναχός θεωρείται από την Ορθόδοξη παράδοσι «τη του πρωτομάρτυρος στρατεία βαδίζων»58, η δε μοναχική πολιτεία θεωρείται ως το φως του κόσμου59. Στα συναξάρια και στην υμνολογία, μετά τους μάρτυρες, τιμώνται οι μοναχοί. Σε πλείστους τόνους υμνείται το ιδεώδες της ασκήσεως, του πολέμου κατά της σαρκός, του πλούτου, της φιληδονίας και της ματαιοδοξίας του κόσμου. Αλλά και στη ζωή της Εκκλησίας μας φαίνεται το ασκητικό φρόνημα της. Μεγάλες νηστείες, μακρές ακολουθίες, ορθοστασία, (τα παλαιά στασίδια δεν έδιδαν, ως γνωστό, τη δυνατότητα αναπαυτικού καθίσματος), αυστηρά επιτίμια. «Είναι αδιανόητο για ένα Δυτικό Χριστιανό να νηστεύση ή να μείνη στην Εκκλησία τρεις ή πέντε ώρες όπως μένουν οι ορθόδοξοι ιδίως κατά τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος. Είναι αντιθέτως σύνηθες στους Διαμαρτυρομένους να κοινωνούν αφού προηγουμένως έχουν φάγει το πλούσιο πρωινό τους. Οι Ρωμαιοκαθολικοί κατήργησαν τελευταία στην Αμερική κι αυτή τη σκιώδη νηστεία της Παρασκευής»60.
Το ασκητικό αυτό όμως πνεύμα συνδυάζεται με το εσχατολογικό πνεύμα της αναμονής, αλλά και της προγεύσεως της χαράς της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστιανός ασκείται και απέχει από τις χαρές του κόσμου όχι γιατί τον σιχαίνεται ή τον θεωρεί κακό αλλά γιατί ζη και προσμένει με λαχτάρα τον ερχομό του Χριστού. Τα ξεχνά όλα χάριν του μεγάλου επισκέπτου. Το συνδυασμό αυτόν του ασκητικού και του εσχατολογικού ιδεώδους τον παρουσιάζει πολύ ωραία ένα κείμενο του β΄ αιώνος ή προς Διόγνητον Επιστολή. Οι χριστιανοί λέγει· «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι˙ μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πανθ’ υπομένουσιν ως ξένοι˙ πάσα ξένη πατρίς αυτών και πάσα πατρίς ξένη… Εν σακρί τυγχάνουσιν, αλλ’ ού κατά σάρκα ζώσιν. Επί γης διατρέβουσιν, αλλ’ έν ουρανώ πολιτεύονται»61.


στ) ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡ

Η ιστορία μας πληροφορεί, ότι η όλη Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία διοικείται δημοκρατικά· απ’ την αρχή, απ’ την ίδρυσή της, μέχρι σήμερα. Σε μια εποχή που ο τότε πολιτισμένος κόσμος, χρησιμοποιούσε για διοικητικό σύστημα της πολιτείας, την πιο απόλυτη μοναρχία, την αυτοκρατορία, η Εκκλησία πρωτοτύπησε κτυπώντας και στο θέμα της διοικήσεως, τον ατομικό εγωισμό.
Έτσι οι απόστολοι αφήνουν το Σώμα της Εκκλησίας να εκλέξει τον αντικαταστάτη του Ιούδα62 τον Ματθία, αφήνουν να εκλέξει τους επτά διακόνους63, συγκαλούν δε «όλην την εκκλησίαν»64, στην αποστολική σύνοδο για να λυθούν τα προβλήματα που απασχολούσαν τους πιστούς τότε. Στην μετέπειτα εποχή έχουμε το λεγόμενο Συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, που εφαρμόζεται επί οικουμενικού, μητροπολιτικού και ενοριακού επιπέδου. Ακόμη και στο μοναχισμό, ο ηγούμενος και το ηγουμενοσυμβούλιο εκλέγεται από τους μοναχούς, θέματα δε βασικά για τη μονή επιλύει η όλη σύναξι των μοναχών εκάστης μονής. Στις σκήτες μάλιστα του Αγίου Όρους, ο πνευματικός προϊστάμενος, ο Δικαίος, εκλέγεται μόνο για ένα έτος.
Κορυφαίο δείγμα του δημοκρατικού χαρακτήρος της Ορθοδοξίας είναι η εγκύκλιος των Πατριαρχών της 6ης Μαΐου 1848 όπου γράφεται· « Ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα της Εκκλησίας τουτέστι. Ο λαός αυτός έστι65. «Ακόμη και οικουμενική σύνοδος εάν συγκληθή, δεν αποβαίνει οικουμενική εάν δεν εκφράζη την συνείδησι της Εκκλησίας. Το δε αρχαίο βιβλίο της Εκκλησίας μας ο Ευεργεντινός έχει παράδειγμα που σκανδαλίζει όλους τους κανολόγους. Δείχνει εκεί ότι ο λαός του Θεού έφθασε κάποτε να αδιαφορήση για κανόνες αποστολικών και οικουμενικών συνόδων και να κρατήση ως επίσκοπον του, κάποιον ηθικώς αμαρτήσαντα, ο οποίος έδειξε πρωτάκουστη και συγκλονιστική μετάνοια. Και ο Θεός με φωνή που ακούστηκε εκείνη τη στιγμή απ’ όλους συνεφώνησε με την απόφασι του λαού Του66.
Το πόσο η Εκκλησία πρέπει να δρά και να κινήται ως Σώμα, με κεφαλή τον επίσκοπο βέβαια, φαίνεται στο έργο του Ιππολύτου, το ονομαζόμενο «Αποστολική παράδοσι». Ενώ ο Ιππόλυτος τονίζει, ότι μόνο ο επίσκοπος έχει το λειτούργημα της προσφοράς των θείων Δώρων δικαίω της χειροτονίας του, εν τούτοις συνιστά τα εξής αξιοπρόσεκτα· «Είς τούτον (τον επίσκοπον) ας προσκομίσουν οι διάκονοι την προσφοράν και ούτος ομού μεθ’ όλου του πρεσβυτερίου επιθέτων την χείρα αυτού επί της προσφοράς ας είπη ευχαριστών…». Δηλαδή την ώρα της προσφοράς των Τιμίων Δώρων εγίνετο κάτι ανάλογο με την σημερινή αρτοκλασία. Το ίδιο πράγμα συνιστά ο Ιππόλυτος και για τη χειροτονία. Οι πρεσβύτεροι εκαλούντο να επιθέσουν τα χέρια τους στην κεφαλή του χειροτονουμένου ομού μετά του επισκόπου. Όχι βέβαια ότι συμμετείχαν ενεργά στην χειροτονία, το διευκρινίζει ο ίδιος ο Ιππόλυτος αυτό, αλλά έδειχναν την συγκατάθεσι τους67. Ο δε λαός συμμετείχε τόσο στη προσφορά των Τιμίων Δώρων λέγοντας το «αμήν» στο πρεσβυτέριο, όσο και στη χειροτονία φωνάζοντας το «άξιος». Λείψανα της αρχαίας πράξεως της συγκαταθέσεως του πρεσβυτερίου για τη χειροτονία νέου κληρικού απομένει σήμερα η κανονική συμμαρτυρία του πνευματικού του χειροτονουμένου.
Δυστυχώς όσα εκθέσαμε στη θεωρία για το Δημοκρατικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, στη πράξι δεν εφαρμόζονται σήμερα και μάλιστα στην Ελλαδική Εκκλησία.68

ζ) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡ

Στο Συνοδικό της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου συνοψίζονται οι οικουμενικοί αγώνες των πατέρων υπέρ της Ορθοδοξίας, καθορίζεται όμως και η οικουμενική αποστολή της Ορθοδοξίας· «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν η οικουμένη ως συμπεφώνηκεν…» Και συνεχίζει πιο κάτω· «Αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των πατέρων, αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν».
Στηρίζει λοιπόν την οικουμένη η ορθόδοξη πίστι, η ορθόδοξη Εκκλησία και συνεπώς η αποστολή της είναι οικουμενική. Βέβαια οικουμενικότητα για την Ορθοδοξία δεν είναι ένας όρος εδαφικός, δεν σημαίνει την έκτασι της Εκκλησίας, ούτε μια παγκόσμια οργάνωση – που έγινε ο μεγάλος πειρασμός της Δύσεως. Οικουμενικότητα είναι η κατάλυσι των ανθρωπίνων φραγμών, έθνους, φυλής, γλώσσας, μέσα στην «καινή κτίσι» της Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό στην Ορθοδοξία υπήρχε πάντοτε σεβασμός των εθνολογικών, γεωγραφικών, γλωσσικών και εθιμικών ιδιαιτεροτήτων. Οι ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας ποτέ δεν επέβαλαν κάποια γλώσσα ή κάποιο πολιτισμό. Βοήθησαν τους διαφόρους λαούς ν’ αναπτύξουν τη δική τους γλώσσα και τη δική τους παράδοσι, σε βαθμό που να μπορή η ορθόδοξη πίστι να κατανοηθή απ’ αυτούς. Κλασσικό παράδειγμα ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, που δημιούργησαν το αλφάβητο των Σλάβων. Μέσα στο πλαίσιο του οικουμενικού χαρακτήρα της Ορθοδοξίας κατανοείται ή ύπαρξι πατριαρχείων και αυτοκεφάλων Εκκλησιών εντός της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Γιατί η οικουμενικότητα στην Εκκλησία δεν σχετίζεται με την ύπαρξι μιας ανωτάτης Εκκλησιαστικής αρχής· ούτε με την υποταγή των τοπικών Εκκλησιών στην αρχαιότερη ή επισημότερη. Όλες οι Εκκλησίες είναι ισότιμες καθολικές Εκκλησίες. Όλοι οι επίσκοποι ίσοι.
Η οικουμενικότητα στην Ορθοδοξία εκφράζεται ως ταυτότητα πίστεως, ως ταυτότητα λατρευτικής ζωής και ως διοικητική ταυτότητα, που σχετίζεται με την αποστολική διαδοχή. Και τα Πατριαρχεία ακόμη δεν είναι θεσμοί πάνω από την Εκκλησία αλλά εκφράσεις της συνοδικότητός της. Αναπτύχθηκαν ως συνοδικοί θεσμοί σε διάφορες περιοχές. Το ίδιο και οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Διότι ενώ οι τοπικές Εκκλησίες μεταξύ τους είναι ανεξάρτητες, οργανικά συνδέονται και εκφράζονται δια του θεσμού των Συνόδων. Και για να υπάρξη σύνοδος χρειάζεται μια κεφαλή. Έτσι ο 34ος κανών των αποστόλων ορίζει, ότι οι επίσκοποι ενός τόπου πρέπει ν’ αναγνωρίσουν μια κεφαλή. Αλλά ο κανόνας τονίζει, ότι αφ’ ενός οι επίσκοποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς τον πρώτο, αλλά και ο πρώτος τίποτα χωρίς αυτούς69. Εκτροπές στη πράξι συμβαίνουν αλλά η δεοντολογία της Ορθοδοξίας είναι αυτή70.
Είναι ολοφάνερο επίσης ότι μέσα στα πλαίσια του οικουμενικού χαρακτήρος της Ορθοδοξίας δεν έχει καμμία θέσι ο εθνικισμός. Η Ορθοδοξία ενώ σέβεται την ιδέα του έθνους και όλα όσα συνδέονται μ’ αυτήν (γλώσσα, ήθη, έθιμα, πολιτισμός), εν τούτοις ποτέ δεν ανεγνώρισε, θεωρητικά τουλάχιστον, κάποιο κυριαρχικό ή αποφασιστικό ρόλο στον εθνικό παράγοντα εν σχέσει με το είναι της. Στα 1904, όταν ξέσπασε ο ρωσσο-ιαπωνικός πόλεμος, ο αρχιεπίσκοπος Ιαπωνίας Νικόλαος Καζάτκιν -παρ’ όλο που ήταν Ρώσσος- δεν εγκατέλειψε τη θέσι του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και σε μία ποιμαντορική του εγκύκλιο, εκάλεσε το ποίμνιο του να εκπληρώσουν το εθνικό τους χρέος, αφού σαν Ιάπωνες επιβαλλόταν να προστατέψουν την πατρίδα τους. Συγχρόνως όμως ο Νικόλαος τους δίδαξε και την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας λέγοντας· «Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε μια άλλη πατρίδα, την Εκκλησία. Σ’ αυτήν την πατρίδα τα παιδιά του ουρανίου πατέρα είναι πραγματικά μια οικογένεια. Γι’ αυτό δεν σας εγκαταλείπω, αδελφοί μου και αδελφές μου, και γι’ αυτό μένω στην οικογένειά σας όπως θα έμενα και στη δική μου»71.
Στη πράξι όμως πολλές φορές ο εθνικισμός επηρεάζει την Ορθοδοξία δυστυχώς. Έτσι έχουμε στις παροικίες του εξωτερικού, στην ίδια πόλι, διάφορες ορθόδοξες Εκκλησίες με χωριστούς επισκόπους. Μόνο στη Νέα Υόρκη υπάρχουν 13 ορθόδοξοι επίσκοποι!

* * * * * *
Στην Αποκάλυψι ο Κύριος μας, παραγγέλει στον επίσκοπο της Εκκλησίας των Θυατείρων και μέσου αυτής στην Εκκλησία όλων των αιώνων· «ού βάλλω εφ’ υμάς άλλο βάρος, πλην ό έχετε κρατήσατε άχρις ού αν ήξω».72 Ποιο είναι το βάρος το οποίο πρέπει να κρατήσουμε μέχρι την Β΄ παρουσία του Κυρίου; Το βάρος το οποίο δεν αυξομειώνεται αλλά παραμένει σταθερό; Λέγουν οι ερμηνευτές ότι υπό την φράσι αυτή νοείται το παραδεδομένο ευαγγέλιο, η παραδεδομένη πίστι, η ορθοδοξία μας73, η οποία κάποτε με τις δογματικές και ηθικές απαιτήσεις της μας κουράζει, μας ενοχλεί, και μπαίνουμε στον πειρασμό να την διαφοροποιήσουμε κάπως. Ήδη στα θέματα της μελλούσης να συνέλθη Η΄ οικουμενικής συνόδου υπάρχει πρότασι ελαττώσεως των νηστειών, κατάργησι του κωλύματος δευτέρου γάμου κληρικών, και άλλα παρόμοια. Στις συζητήσεις μας δε για ένωσι με τους αντιχαλκηδονίους δεχθήκαμε να εκκαθάρουμε τα λειτουργικά μας βιβλία απ’ όλες τις φράσεις που κτυπούν τους αρχηγούς του μονοφυσιτισμού. Στώμεν καλώς! Στώμεν μετά φόβου! Την παρακαταθήκη της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας ας την κρατήσουμε αλώβητη εις αιώνας αιώνων. ΑΜΗΝ.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Βασιλείου Π. Στογιάννου, Ορθοδοξία και αίρεσι στη προς Γαλ. ανάτυπο από το Δελτίο Βιβλικών Μελετών, Τόμος 5ος – Τεύχος 2-3 σελ. 224
2. Γαλ. 1,6
3. Γαλ. 1,7
4. Γαλ. 3,1
5. Γαλ. 2,14
5α Π.χ. αφθονούν οι παραθέσεις του όρου στα έργα του Μ. Αθανασίου
6. Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία, έκδ. Αστέρος 1970 σελ. 237
7. Ι. Καρμίρη, Σύνοψις της δογματικής της ορθοδόξου καθολικής Εκκλησίας, σελ. 89 κ.ε.
8. Βασ. Στεφανίδου, μνημ. έργ. Αυτόθι
9. Ενθ. αν. σελ. 263
10. Ανδρέα Θεοδώρου, Η σταυρο–αναστάσιμη δόξα της Ορθοδοξίας, περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία», αρ. 36, Χειμώνας 1992, Λευκορωσία – Κύπρος, σελ. 2
11. Πράξ. 17,31
12. Λκ 7,10. * Α΄ Κο. 13,2
13. Ρω 10,8. * Εφ. 4,5
14. Γαλ. 6,10* Φλπ 1,25
15. Α΄ Τιμ. 4,1 * Α΄ Ιω. 5,4
16. Επισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανού, επί πτερύγων ανέμων, Κοζάνη 1988, σελ. 23-24
17. Κ. Μουρατίδου, Ορθοδοξία και Θεολογία, Αθήναι 1969, σελ. 8
18. Ανδρέα Θεοδώρου, μνημ. έργ., αυτόθι
19.Π.Ι. Μπρατσιώτου, περί των θεμελειωδών αρχών και γνωρισμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 6
20. Ενθ. ανωτ., σελ. 5
21. Παναγιώτου Ι. Μπρατσιώτου, επί τη εορτή της Ορθοδοξίας, ανάτυπον εκ της «Εκκλησίας» Αθήναι 1968, σελ. 4 εξ
22. Τριώδιο, εκδ. «φως» σελ. 157
23. Ι. Καρμίρη, τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλησίας, τόμος 1, Αθήναι 19602, σελ. 239
24. Ενθ. ανωτ. σελ. 242
25. α΄ τροπάριον της η΄ ωδής του όρθρου της εορτής
26. Α΄ Κορ. 11,23
27. Α΄ Κορ. 15,3
28. Ιουδ. 3
29. Λκ 1,2
30. Μ. Αθανασίου έργα, Ε.Π.Ε. 4,164
31. Β΄ Πέτρ. 2,21
32. Ι. Καρμίρη, Ομιλία περί της ορθοδόξου θεολογίας, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 26
33. Γεωργ. Ι. Ματζαρίδη, ορθόδοξη πνευματική ζωή, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σελ. 16-17
34. Ψαλμός 1
35. Πρβλ. Επισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανού, μνημ. έργ., σελ. 406
36. Κων/νου Ν. Καλλινίκου, Τα θεμέλια της πίστεως, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1976, σελ. 325
37. α΄ στιχηρό των αίνων, ήχος πλάγιος α΄
38. Ι. Χρυσοστόμου έργα, Ε.Π.Ε. 35,20
39. Ενθ. ανωτ., Ε.Π.Ε., 33, 304
40. Α.Ρ.Stanley, παρά κ. Καλλινίκου μνημ. έργ., σελ. 330 – 331
41. Ενθ. αν. σελ. 326-327
42. Ιω. Ζηζιούλα, Μητροπολίδου Περγάμου, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία ευχαριστία και τω επισκόπω, κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1990, σελ. 127
43. Ενθ. ανωτ.
44. Ενθ. ανωτ. σελ. 126
45. Πηδάλιον, ενδ. Αστέρος, Αθήναι 1976, σελ. 33, υποσημ.2
46. Ανδρέα Θεοδώρου, μνημ. έργο, αυτόθι
47. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, θέματα ορθοδόξου θεολογίας, εκδ. Άρτος ζωής, Αθήναι 1973, σελ. 159
48. Τριώδιο, εκδ. «Φώς», σελ. 156
49. Φιλοκαλία, εκδ. Ε.Π.Ε. , Τόμ. 22,40
50.Πρβλ. Μητροπολίτου Περγάμου, Ι. Ζηζιούλα, καθηγητού πανεπιστημίου, θέματα Εκκλησιολογίας, Θεσ/νίκη 1991, κεφ. «εικονική οντολογία, σελ. 47 εξ.
51. Ενθ. ανωτ. σελ.6
52. Μέγα Φαράντου, Δογματική και ηθική, Αθήναι 1973, σελ. 69
53. Κ. Καλλινίκου, μνημ. εργ., σελ. 327
54. Επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού, μνημ. έργ., σελ. 92
55. Κ. Καλλινίκου, μνημ. έργ., σελ. 328-327
56. Γαλ. 5,22
57. Ι. Χρυσοστόμου έργα, Ε.Π.Ε. 1,358
58. Ιωάννου Κλίμακος, Λόγος Δ΄ κεφ. ζ΄
59. Ενθ. ανωτ., Λόγος ΚΣΤ, Κεφ. Κγ
60. Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Θέματα Εκκλησιολογίας και ποιμαντικής εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1975, σελ. 85
61. Αποστολικοί πατέρες, εκδ. Αστέρος, σελ. 256
62. Πραξ. 1, 15-26
63. Πραξ. 15,4 – 22
65. Ι. Καρμίρη, Μνημεία, σελ. 905 εξ.
66. Ευεργεντινός, Α΄ τόμος, σελ. 647
67. Ι. Ζηζιούλα, Η ενότης… σελ. 159
68. Περισσότερα για το θέμα «Δημοκρατικός χαρακτήρ Ορθοδοξίας, βλέπε είς Ν.Θ. Μπουγάτσου, Η Δημοκρατική Εκκλησία και η ένωσις των Εκκλησιών, Αθήναι 1964
69. Πηδάλιον, εκδ. Αστέρος, Αθήναι 1976, σελ. 36
70. Πλήρη ανάπτυξι του θέματος βλέπε Ι. Ζηζιούλα, θέματα Εκκλησιολογίας, σελ. 69-80
71. Περιοδικό Πορευθέντες, τεύχος 10, Απρίλιος – Ιούνιος 1961, σελ. 23
72. Αποκ. 2,24
73. Παν. Μπρατσιώτου, Η αποκάλυψις του Ιωάννου, Αθήναι 1950, σελ. 99

 

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή