Ἀντιοικουμενιστὴς καὶ ἀντιπαπικὸς ὁ ἀπομακρυνθεὶς Ἐπίσκοπος Ράσκας καὶ Πριζρένης κ. Ἀρτέμιος, ὁ ὁποῖος ἐξεδιώχθη ἀπὸ τὸν θρόνον του, μὲ τὴν φοβερὰν καὶ ἀναπόδεικτον, ἕως αὐτὴν τὴν στιγμήν, κατηγορίαν ὅτι κατεχράσθη χρήματα, ὑπὸ τοῦ νέου Πατριάρχου Σερβίας καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας. Ὁ ἀπομακρυνθεὶς Ἐπίσκοπος κατηγορεῖται ἀπὸ τὴν φιλοπαπικὴν ἡγεσίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καὶ τὸν ἐλεγχόμενον ὑπὸ τοῦ Σερβικοῦ κράτους, τύπον ὅτι ἦτο ἄκρατος Ἐθνικιστὴς καὶ ἄρα ξένον σῶμα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν χώραν καὶ σοβαρὸν ἐμπόδιον διὰ τὴν ἐνταξιακὴν πορείαν τῆς Σερβίας εἰς τὴν Εὐρωπαϊκὴν Ἕνωσιν. Ὁ ἀπομακρυνθεὶς Μητροπολίτης εἶχε ὑπογράψει τὴν «Ὁμολογίαν Πίστεως» κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ εἶχε καταγγείλει δημοσίως εἰς ὁμιλίαν του τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὅτι εἶναι ὁ ὑποκινητὴς ὅλων τῶν οἰκουμενιστικῶν γεγονότων εἰς παγκόσμιον ἐπιπεδον.
Ὡς Ἐπίσκοπος Ράσκας καὶ Πριζρένης ὁ κ. Ἀρτέμιος εἶχεν ἀναπτύξει τὴν ἀκόλουθον ὁμιλίαν διὰ τὴν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κατὰ τὸ διορθόδοξον Ἐπιστημονικὸν Συνέδριον εἰς Θεσσαλονίκην μὲ θέμα «Οἰκουμενισμός. Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις» (20–24 Σεπτεμβρίου 2004):
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ:
ΓΕΝΕΣΙΣ – ΠΡΟΣΔΟΚΙΑΙ
– ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι τέκνο τοῦ 20οῦ αἰώνα. Γεννήθηκε στὴν ἀρχή του, στὰ μέσα τοῦ αἰώνα μεταμορφώθηκε σὲ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ στὸ τέλος τοῦ αἰώνα μαράθηκε, ἐπειδὴ τὸν ἀπαρνιόταν σφοδρά. Δυστυχῶς ἐπεβίωσε καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν κρίση καὶ συνεχίζει νὰ ἐνοχλεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὸν 21ο αἰώνα. Αὐτὸ τὸ ἐπιστημονικὸ συνέδριο περὶ Οἰκουμενισμοῦ, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, ἄργησε πολύ, ἀλλὰ ὄχι καὶ μάταια…
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ καθὼς καὶ ὅλους ὅσοι κατέβαλαν προσπάθειες νὰ πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ σπουδαία σύνοδος, ὥστε τὸ ζήτημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ παρατηρηθεῖ ἀπὸ διάφορες ὄψεις, πράγμα ποὺ θὰ βοηθήσει πολὺ τόσο ὅλες τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅσο καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα καὶ τὸν κάθε πιστὸ νὰ λάβει τὴ σωστὴ θέση ἐναντίον αὐτῆς, ὄχι μόνο τῆς πιὸ πρόσφατης, ἀλλὰ καὶ τῆς πιὸ ἐπικίνδυνης ἐκκλησιαστικῆς αἵρεσης, τὴν ὁποία ὁ γνωστός μας θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀποκαλεῖ Παναίρεση, ἀφοῦ μέσα της συμπεριλαμβάνει ὅλες τὶς διαμέσου τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας γνωστὲς αἱρέσεις.
Περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ περὶ τῆς ἔννοιας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γίνεται καὶ θὰ γίνει λόγος σὲ αὐτὴ τὴν ἀξιότιμη συγκέντρωση. Συνεπῶς στὴ δήλωσή μας δὲν θὰ σταθοῦμε πολὺ σ᾽ αὐτὲς τὶς ἔννοιες. Αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μιλήσουμε εἶναι τὸ ἑξῆς: Εἶναι, καὶ κατὰ ποιὸ τρόπο, ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Μέσω ποίου καὶ κατὰ ποιὸν τρόπο αὐτὴ ἡ ἀντίθεση ἐκδηλωνόταν ἢ ἐκδηλώνεται καὶ σήμερα;
Προκαλεῖ πόνο τὸ γεγονὸς ὅτι καμία τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔμεινε ἄσπιλη καὶ ἀπείραχτη ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ μόλυνση. Κάποια περισσό-τερο, κάποια λιγότερο. Ἀλλὰ παρηγορεῖ καὶ ἐνθαρρύνει ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ κάθε τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν ἐκεῖνα τὰ λαμπερὰ καὶ Ἱερὰ παραδείγματα, ἀτόμων ἢ ὁμάδων, ποὺ ἀντιτίθενται δημοσίως, μὲ τὸν προφορικὸ καὶ γραπτὸ λόγο, κατὰ τῆς διείσδυσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα1. Ἴσως τέτοιοι νὰ μὴ ὑφίστανται πολλοί, ἴσως μεταξύ τους δὲν εἶναι ἀρκετὰ συνδεδεμένοι καὶ ἑνωμένοι σὲ ἕνα κοινὸ ἀμυντικὸ μέτωπο, ἀλλὰ εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ ἴδιοι πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Στὴ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ πρῶτος καὶ ὁ πιὸ συνεπὴς ἀγωνιστὴς κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἦταν καὶ παρέμεινε ὁ μακάριος πατέρας Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του ἐντυπωσίασε καὶ ἐνέπνευσε πολλοὺς νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Τὴ θεολογικὴ–Ὀρθόδοξη θέση του περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὁ π. Ἰουστῖνος τὴν ἐξέφρασε σύντομα στὸ πασίγνωστο βιβλίο του «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός», ποὺ ἐκδόθηκε πρῶτα στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1974. Σ᾽ αὐτὸ τὸ βιβλίο του ὁ π. Ἰουστῖνος ἔδωσε συνοπτικὰ καὶ ὁλοκληρωμένα τὸν ὁρισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιο: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ κοινὴ ὀνομασία γιὰ τὸν ψευδὸ–Χριστιανισμὸ καὶ τὶς ψευδὸ-Ἐκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Στὸν ἴδιο βρίσκονται μὲ τὴν καρδιά τους ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ οὐμανισμοὶ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν παπισμό. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδὸ–Χριστιανισμοί, ὅλες αὐτὲς οἱ ψευδὸ–Ἐκκλησίες δὲν εἶναι παρὰ αἱρέσεις. Ὅλοι τους ἔχουν τὴν κοινὴ ὀνομασία τοῦ εὐαγγελίου: παναίρεση»2.
Ὁ π. Ἰουστῖνος θεωροῦσε ὅτι θὰ δείξει καλύτερα τὴν παραδοξότητα καὶ τὸ τε-ρατούργημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἐμφανίζεται στὴν ἐποχή μας, ἐφόσον τὸν κα-θρεφτίζουμε στὸν καθρέφτη τῆς Μοναδικῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος τὸ ἔκανε ἐκθέτοντας τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων μας, τὴν ἁγία παράδοση.
Μόνο ἐφόσον ἔχουμε σωστὴ καὶ πλήρη γνώση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε εὔκολα νὰ παρατηρήσουμε καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅλες τὶς ψεύτικες καὶ αἱρετικὲς διδασκαλίες.
Ὡς πρὸς τὴ γέννηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς κινήματος γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, τὴν ἱστορική του πορεία καὶ ἀνάπτυξη, καθὼς καὶ τὶς πιθανὲς παγίδες στὶς ὁποῖες πίπτουν, καὶ περαιτέρω θὰ πίπτουν, πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καθὼς καὶ ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς κληρικῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς Ἐπισκόπων, περιέγραψε καὶ συστηματικὰ ἐξέθεσε ὁ Ἱερομόναχος Σάββας Γιάνιτς, ἀδελφὸς ἀπὸ τὸ μοναστήρι Ντέτσανι, στὸ βιβλίο του «Οἰκουμενισμὸς καὶ περίοδος Ἀποστασίας» (Πρίζρεν 1995).
Ἐκεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς ὁρίζεται ξεκάθαρα πρὶν ἀπὸ ὅλα ὡς «Ἐκκλησιαστικὴ αἵρεση», ποὺ ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ μετατρέψει τὸ «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» (τὴν Ἐκκλησία) σὲ μιὰ οἰκουμενικὴ ὀργάνωση, χτυπώντας τὴν ἴδια τὴ ρίζα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, τὴν Ἐκκλησία της3.
Ὁ Οἰκουμενισμός, κατὰ τὸν π. Σάββα, πράγματι θέλει νὰ «διορθώσει» ἀπολυταρχικὰ τὴ θεανθρώπινη διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθοδηγώντας τη σὲ ἐπίπεδο κοινωνικῆς, οὐμανιστικῆς καὶ πασιφιστικῆς ἰδέας, προσπαθώντας καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ τὸν ἀντικαταστήσει μὲ τὸν μὴ θεοποιημένο καὶ λαϊκὸ εὐρωπαῖο ἄνθρωπο4.
Λόγω τῆς σαφοῦς ἀντιοἰκουμενικῆς θέσης, τὸ βιβλίο τοῦ π. Σάββα προσβαλλό-ταν ἀπὸ πολλοὺς καὶ ἀπαγορευόταν ἡ πώλησή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλιοπωλεῖα, ἀλλὰ κανένας δὲν προσπάθησε, νὰ μὴ ἀναφέρουμε καὶ ὅτι δὲν ἐπέτυχε, νὰ ἀρνηθεῖ καὶ ἀμφισβητήσει κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἐκτέθηκαν στὸ βιβλίο του.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, πρόσφατα, ὁ κύριος φορέας τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς ἀντίστασης κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν καὶ παρέμεινε τὸ περιοδικὸ τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Ράσκα–Πρίζρεν «Ἅγιος Δούκας Λάζαρος, ποὺ κυκλοφορεῖ ἐδῶ καὶ 12 χρόνια. Τὸ περιοδικὸ παρακολουθεῖ ἄγρυπνα ὅλα τὰ οἰκουμενικὰ γεγονότα, μεταφέρει σχόλια, ἄρθρα, ἀνασκοπήσεις καὶ θέσεις ὅλων ἐκείνων, γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ πλήρωμα τῆς πίστης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πρωταρχικὸ πράγμα στὴ ζωή τους, σημαντικότερο καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Ἐκεῖ δη-μοσιεύονταν κείμενα ἀντιδράσεων καὶ μεταφράσεις ἐπιστολῶν, ἀποφάσεων καὶ μαρτυριῶν ἁγιορειτικῶν μοναστηριῶν γιὰ διάφορες αἰτίες». Ὅταν στὸν τομέα τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους, ἢ στὸ ἐπίπεδο τοῦ πρακτικοῦ «Οἰκουμενισμοῦ» ξεπερνιόνταν τὰ ὅρια, μὲ ἐνέργειες τὶς ὁποῖες τὸ πλήρωμα καὶ ἡ ἀβεβήλωτη φύση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀμφισβητοῦσαν, ἡ φωνὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης μιλοῦσε, πρῶτα τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μετὰ καὶ ὁρισμένων θεολόγων ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν Ἀθήνα καὶ ἄλλες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τὸ περιοδικὸ «Ἅγιος Δούκας Λάζαρος» μετέφερε τέτοιες ἀναφορές, ἐκκλήσεις, διαμαρτυρίες στὶς σελίδες του, πράγμα ποὺ συνεισέφερε πολὺ στὴν ἐνδυνάμωση τῆς ἀντίστασης κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τέτοια κείμενα ἦταν ἐκεῖνα, ποὺ γράφτηκαν ἐπ᾽ εὐκαιρία τῆς ἀπόφασης στὸ Μπάλαμαντ, τὰ ὁποῖα ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὰ τέλη τοῦ 1993 ἀπηύθυνε στὴν Αὐτοῦ Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, καθὼς καὶ ἡ Ἔκθεση τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους περὶ τοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν ἀντι–χαλκηδονίων, ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Σάμπεζι τῆς Γενεύης τὸ Νοέμβριο τοῦ 1993, καὶ πολλὰ ἄλλα.
Παρόμοιες ἀναφορὲς καὶ προειδοποιήσεις ὑπῆρχαν καὶ ἀπὸ ἄτομα καὶ ἀπὸ ὁμάδες ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ Σερβικὴ Ἐκκλησία. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ κείμενο τοῦ δόκιμου μοναχοῦ Ἠλία κάτω ἀπὸ τὸν τίτλο «Κάτι χειρότερο καὶ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό», ὅπου ἐκθέτει τὴ φοβερὴ ἐμπειρία τῶν οἰκουμενικῶν προσευχῶν τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ τῶν Μουσουλμάνων στὶς ἀρχὲς τοῦ 1992 στὴ Βοσνία καὶ Ἐρζεγοβίνη. Σχετικὴ μ᾽ αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σύντομη ἀναφορά μας «Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀσχήμια», ὅπου τονίζουμε ὅτι τέτοιου εἴδους καταπατήσεις τῶν παραδόσεων τῶν Πατέρων μας καὶ τῶν κανόνων τῆς Ἁγίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὁδηγοῦν ἄμεσα, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Θεοῦ, σὲ διεθνικὲς συγκρούσεις καὶ αἱματοχυσίες.
Τὸ ζήτημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν σχέσεων τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ αὐτόν, καθὼς καὶ τὸ ζήτημα τῆς ἰδιότητας τοῦ μέλους τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ἦταν ἐκεῖνα τὰ χρόνια συχνὸ θέμα γιὰ συζήτηση καὶ στὴν Ἱερὰ ἀρχιερατικὴ Σύνοδο. Ὁ ὑποκινητὴς καὶ ἐμπνευστὴς τῶν συζητήσεων αὐτῶν πιὸ συχνὰ ἤμασταν ἐμεῖς μὲ τὶς θέσεις μας, καθὼς καὶ τὰ ἄρθρα, ποὺ δημοσιεύαμε στὸ περιοδικό μας «Ἅγιος Δούκας Λάζαρος». Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος, ποὺ στὰ τέλη τοῦ 1994 λάβαμε τὴν ὑπ᾽ ἀριθμὸ 3128 ἀπόφαση τῆς 17ης Νοεμβρίου 1994 τῆς Ἱ. Ἀρχιερατικῆς Συνόδου νὰ προετοιμάσουμε καὶ νὰ καταθέ-σουμε στὴν Ἱερὰ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδο σύντομη ἀνασκόπηση τῆς Ἱστορίας τοῦ Πα-γκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, καθὼς καὶ τὸ ζήτημα τῆς ἰδιότητας μέλους τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σ᾽ αὐτό.
Ἐκτελώντας, λοιπόν, τὴν ἀπόφαση τῆς Ἁγίας Συνόδου καταθέσαμε τὸν Μάϊο τοῦ 1995 στὴν Ἱερὰ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδο λεπτομερὴ ἔκθεση, στὴν ὁποία ἐξηγήσαμε πρὶν ἀπ᾽ ὅλα τὴν ἀβασιμότητα τῆς ἴδιας τῆς ὀνομασίας «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐφόσον οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δογμάτισαν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη σὲ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι σὲ «Πολ-λές», ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ μποροῦσε νὰ οἰκοδομεῖται καὶ νὰ πραγματοποιεῖται κάποιο «συμβούλιο» ἢ «ἕνωση», ποὺ θὰ ἦταν κάποια «ΥΠΕΡΕΚΚΛΗΣΙΑ».
Στὴ συνέχεια ἐκθέσαμε σὲ σύντομες γραμμὲς τὴν Ἱστορία τῆς γέννησης τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τὸ 1948, δείχνοντας ὅτι ἔχει τὶς ρίζες του σὲ μιὰ σύγχρονη αἵρεση–παναίρεση, ποὺ ὀνομάζεται Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τοῦ Προτεσταντισμοῦ στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἰδίου.
Μόνο ἀργότερα τὸ κίνημα αὐτὸ καὶ οἱ ἀντὶ–Ἐκκλησιαστικές του ἰδέες (ὅπως ἡ «Θεωρία τῶν κλάδων», Branch theory) υἱοθετοῦνται καὶ γίνονται ἀποδεκτὲς βαθμιαῖα ἀπὸ ὁρισμένες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ γίνονται μέλη τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ καθίστανται «Ὀργανικὸ» μέρος του.
Ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ πολὺ καιρὸ ἀντιστάθηκε σ᾽ αὐτὸ τὸν πειρασμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε τελικά το 1965 καὶ ἡ ἴδια ἔγινε μέλος τοῦ Παγκο-σμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, προσπαθώντας νὰ μὴ μείνει πίσω ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἔγιναν μέλη νωρίτερα, συμμετέχοντας ἐνεργὰ σὲ ὅλους τοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους καὶ δραστηριότητες, ἄσχετα μὲ τὸ πό-σο αὐτὸ ἦταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων μας καὶ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν Κανόνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἀνασκοπώντας τὴν ἔκθεσή μας, στὸ τέλος, προτείναμε στὴν Ἀρχιερατικὴ Σύ-νοδο τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὴ συνεδρίασή της νὰ λάβει ἀνέκκλητη ἀπόφαση περὶ ἀποχώρησης τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, παρόμοιες μὲ αὐτό, διεκκλησιαστικὲς ὀργανώσεις, καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀπόφαση νὰ διακόψει τὴν πρακτικὴ κάθε οἰκουμενικῆς δράσης καὶ πρακτικῆς συμμετοχῆς στὶς ἄθεες οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις.
Αὐτὸ που πρέπει νὰ γίνει, τὸ αἰτιολογήσαμε, γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
1. Λόγο ὑπακοῆς στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος συμβουλεύει καὶ δια-τάσσει: «Τὸν αἱρετικὸ ἄνθρωπο, μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ τὴ δεύτερη συμβουλή, ἀπόφυγέ τον».
2. Ἐπειδὴ εἶναι σὲ συμφωνία μὲ ὅλους τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους παραβιάσαμε σφοδρὰ μέχρι τώρα.
3. Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει κυριολεκτικὰ κανένας ἀνάμεσα στοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ διδασκαλία, τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμεύσει ὡς παράδειγμα, ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε τὴν ἰδιότητα μέλους μας καὶ τὴν περαιτέρω παραμονή μας στὴ μὴ ἐκκλησιαστικὴ ὀργάνωση τοῦ Παγκοσμίου Συμβου-λίου Ἐκκλησιῶν καὶ σὲ παρόμοιες μὲ αὐτή.
4. Γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου, ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ παρασύραμε καὶ πνευματικὰ ζη-μιώσαμε, καθὼς καὶ γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων, ποὺ ἀκόμη βρίσκονται ἐκτὸς τῆς Κιβωτοῦ τῆς σωτηρίας, τῆς Μόνης, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους θὰ βοηθήσει περισσότερο στὴν ἀναζήτηση καὶ στὴν ἐξεύρεση τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας μιὰ τέτοια ἀποφασιστικὴ καὶ σαφὴς πράξη μας, παρὰ ἡ ἄχρωμη καὶ ἄθεη περαιτέρω φιλία μας μαζί τους.
Δύο χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκθεσή μας αὐτή, ἡ Ἱερὰ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ συνεδρίασή της, ποὺ ἔλαβε χώρα τὸν Μάϊο–Ἰούνιο 1997 πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀποχωρήσει ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, δηλαδὴ ἀποφασίστηκε ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία νὰ μὴ εἶναι πλέον ὀργανικὸ μέλος αὐτῆς τῆς ὀργάνωσης. Στὴν αἰτιολογία τῆς ἀπόφασης αὐτῆς διαπιστώθηκε ὅτι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν κατέστη ἔκφραση ἐπιθυμίας, εἰδικὰ τοῦ κομματιασμένου προτεσταντικοῦ κόσμου (ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ 1910), γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἡ καθεμιὰ μὲ τὸν τρόπο της, ὅπως τὸ εἴδαμε, εἰδικὰ μετὰ τὸ 1920, συμμετεῖχε τακτικὰ στὴ λεγόμενη Οἰκουμενικὴ Κίνηση, λόγῳ πραγματοποίησης τῆς διαταγῆς τοῦ Χριστοῦ «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα».
Στὴν ἀρχὴ στὸ πεδίο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συμμετεῖχαν διακεκριμένοι θεολόγοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Νικόλαος τῆς Ζίτσας, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Μπάτσκας Εἰρηναῖος (Τσίριτς), ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Δαλματίας Εἰρηναῖος (Τζόρτζεβιτς), ὁ πρωθιερέας Γεώργιος Φλωρόφσκι, ὁ Δημήτριος Στανιλοάε καὶ ἄλλοι. Σὲ κάθε εὐκαιρία αὐτοὶ μαρτυροῦσαν τὴν αἰώνια ἀλήθεια καὶ θέση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ὅτι «χωρὶς ἑνότητα στὴν πίστη δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινο ὀργανισμὸ τοῦ Χριστοῦ». Σὲ ὅλες τὶς οἰκουμενιστικὲς συναντήσεις καὶ συνεδριάσεις κατέθεταν μὲ ξεχωριστὲς «Δηλώσεις» τὶς Ὀρθόδοξες θέσεις καὶ ἀποφάσεις τους. Μόνο ἀργότερα, μετὰ τὴ σύσταση τοῦ Πα-γκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὑπῆρξε βαθμιαία παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτή, καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὅλο καὶ περισσότερο πνίγονταν σὲ κοινὰ (στὴν οὐσία ἀντι–Ὀρθόδοξα) συμπεράσματα καὶ ἀποφάσεις.
Ἡ αἰτιολογία, ποὺ ἐκτέθηκε στὴ Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία ἐξηγεῖται καὶ αἰτιολογεῖται ἡ ἀπόφαση περὶ ἀποχώρησης ἀπὸ τὸ Πα-γκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τὸ τονίζει εἰδικότερα αὐτό. Ἡ ἀπόφαση ἐλήφθη: Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἄρχισε νὰ ἀγνοεῖ στὴ δράση του τὴν ἀρχικὴ θέση περὶ ἀναγκαιότητας τῆς ἑνότητας στὴν πίστη ὡς προϋπόθεσης τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἄρχισε νὰ παίρνει τὴ φύση τῆς «ΥΠΕΡΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» καὶ νὰ συμπεριφέρεται σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα αὐτό, κάνοντας πρακτικὰ ἀποδεκτὸ τὸν τρόπο δράσης του γιὰ τὴν ἀναπόδεικτη γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀγγλικανικὴ «θεωρία τῶν κλάδων», τὴν πρόσφατα ὀνομαζόμενη θεωρία τῶν «Χριστιανικῶν παραδόσεων», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ «παραδόσεις» κάποιων προτεσταντικῶν αἱρέσεων (ποὺ γεννήθηκαν π.χ. τὸν προηγούμενο αἰώνα), ἐξισώνονται καὶ θεωροῦνται ἰσότιμες μὲ τὴ ζωντανὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀνατολῆς, ποὺ εἶναι ἀδιάκοπη ἀπὸ τοὺς Ἀποστολικοὺς χρόνους.
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τίθεται ὅλο καὶ περισσότερο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς λαϊκότητας. Γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἡ ἴδια ἡ δομὴ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, στὴν ὁποία τὴ πολὺ μεγάλη πλειοψηφία κατέχουν οἱ προτεσταντικὲς κοινότητες, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μειοψηφοῦσε πάντα, ἔτσι ὥστε κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπιρροὴ σὲ ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου, οὔτε νὰ μπορεῖ νὰ ἐκπροσωπηθεῖ κατάλληλα.
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι στοὺς ἐπισήμους κύκλους τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ὅλο καὶ περισσότερο ἀγνοεῖται τὸ ζήτημα τῆς πίστης, τῆς τάξης καὶ τῆς ἑνότητας στὴν πίστη καὶ στὴν ἀρχικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πρὸς ὄφελος τοῦ πραγματισμοῦ τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς.
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι στοὺς ἐπισήμους κύκλους τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης (εἰδικὰ μετὰ ἀπὸ τὶς Γενικὲς Διασκέψεις στὴν Οὐψάλα καὶ στὴν Καμπέρα) ἐπικρατεῖ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ τάση τοῦ – πρακτικὰ ἐκδηλωμένου καὶ ἐφαρμοσμένου – θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι κάποια ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ μέλη (π.χ. Ἡ Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία) τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἀντι –σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ- νὰ μειώνουν τὶς ὑπάρχουσες δογματικὲς καὶ κανονικὲς διαφορές, εἰσάγουν νέα «Ἐκκλησιαστικὰ» ἔθιμα καὶ πρακτικές, τὰ ὁποῖα δικαιολογοῦν δογματικά, ἔθιμα ποὺ διακινδυνεύουν τὸ εὐαγγελικὸ ἦθος καὶ ὁλόκληρη τὴ Χριστιανικὴ παράδοση τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης (χειροτονία γυναικῶν ὡς «ἐπισκόπισσες» καὶ «παστορίνες») δημιουργώντας ριζοσπαστικὰ μιὰ νέα τάξη πραγμάτων, ἐκκλησιολογία καὶ ἠθικὴ στὴν «Ἐκκλησία».
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ἀνέχεται κάποιες ἀπὸ τὶς Χριστιανικὲς κοινότητες μέλη του, ποὺ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀποδέχονται καὶ εὐλογοῦν τὴ μὴ φυσικὴ καὶ ἀντίθετη στὴ φύση πορνεία (γάμος ὁμοφυλοφίλων), ποὺ εἶναι «ντροπὴ καὶ νὰ ἀκουστεῖ».
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι τὸ οἰκουμενιστικὸ καὶ ἐκλαϊκευμένο πνεῦμα μεταφέρεται καὶ σὲ ὁρισμένους Ὀρθοδόξους κύκλους, εἰδικὰ στὴ Διασπορὰ καὶ στὰ μεικτὰ περιβάλλο-ντα, ὅπου ἔγιναν συχνὲς οἱ κοινὲς κοινωνίες καὶ προσευχὲς μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, μιὰ πρακτική, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τὸ ἴδιο τὸ ἦθος καὶ τοὺς πατερικοὺς κανόνες γύρω ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία (δηλαδὴ ἀντανακλῶνται ἀρνητικὰ στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία).
Γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἡ ὀργανικὴ ἰδιότητα μέλους στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν προκαλεῖ μέσα στὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀποπλανήσεις καὶ σοβαρὲς πο-λώσεις μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν (ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν συμβάλλει στὴν παγχριστιανικὴ ἑνότητα, καθὼς ἀπὸ μία τέτοιου εἴδους ἰδιότητα μέλους κινδυ-νεύει ἄμεσα ἡ ἑνότητα μέσα στὴν ἴδια τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιολογικὰ μὴ παραδεκτὴ τέτοιου εἴδους ἰδιότητα μέλους!).
Γιὰ ὅλους τοὺς ὡς ἄνω ἀναφερόμενους λόγους ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πιστὸς μάρτυρας καὶ φύλακας (μαζὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) τῆς πίστης καὶ τοῦ ἤθους τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, προαναγγέλλει τὴν ἀποχώρησή της ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, καθὼς καὶ τὴν ἄρνηση νὰ εἶναι ὀργανικὸ μέλος τῆς ὀργάνωσης αὐτῆς (πράγμα ποὺ ἔκανε τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας). Ὡστόσο ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία δὲν παύει νὰ ἐνεργεῖ καὶ περαιτέρω γιὰ τὴν «ἑνότητα ὅλων» καὶ νὰ συνεργάζεται μαζί τους, στὴν προσπάθεια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στὸν ἀνθρωπιστικὸ τομέα, καθὼς καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς διαχριστια– νικῆς εὐθύνης γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἕνωση μεταξὺ λαῶν καὶ κρατῶν στὸν κόσμο.
Ὅμως ἀφοῦ ἐδῶ πρόκειται γιὰ μεγάλο βῆμα, ποὺ ἀφορᾶ τὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἀποστολὴ ὄχι μόνο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς σωτήριας Ἀποστολῆς της στὸν κόσμο, ἡ Σύνοδος Ἀρχιερέων τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἀποφάσισε νὰ διαβιβάσει τὴ θέση της, πρὶν τὴν τελικὴ ἀποχώρηση, στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, καθὼς καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ τὴν πρόταση καὶ αἴτηση νὰ συγκαλέσει ὅσο πιὸ σύντομα εἶναι δυνατὸ Πανορθόδοξη σύσκεψη περὶ τοῦ ζητήματος τῆς περαιτέρω συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γενικὰ στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Μόνο μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύσκεψη ἡ τοπική μας Ἐκκλησία θὰ πάρει τελικὴ θέση περὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καὶ θὰ τὸ ἀνακοινώσει δημόσια.
Δυστυχῶς, οἱ τελευταῖες θέσεις τῆς ἀπόφασης αὐτῆς τῆς Συνόδου τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀκύρωσαν ὅλους τοὺς ὡς ἄνω ἀναφερόμενους ἰσχυροὺς λό-γους γιὰ τελικὴ καὶ μόνιμη διακοπὴ τῆς ἰδιότητας μέλους καὶ συνεργασίας μὲ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, πράγμα ποὺ γρήγορα ἀποδείχθηκε.
Σύντομα ἔλαβε χώρα ἡ «Σύσκεψη τῆς Θεσσαλονίκης» τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τὰ «συμπεράσματα» τῆς ὁποίας ἐμπόδισαν τὴ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ κάνει πράξη, τὴν ἀπὸ τὸ 1997 ἀπόφασή της καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Σὰν νὰ ἦταν ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς «σύσκεψης» νὰ ἀποδυναμώσει καὶ νὰ ἀποθαρρύνει τὴν ἀπόφαση τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ πράγματι, ἤδη ἀπὸ τὸ 1998, ἡ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας πῆρε νέα ἀπόφαση στὸ ἀναφερόμενο ζήτημα. Αὐτὴ ἡ δεύτερη ἀπόφαση, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ὀρθοδόξου κανονολόγου κ. Ζ. Κοτοράνιν, «δὲν εἶναι θεολογική, ἀλλὰ πολιτική». Αὐτὴ φανερώνει, πρῶτο, τὴ μὴ ἑτοιμότητα τῆς Συνόδου νὰ προστατεύσει τὴν πρότερη ἀπόφαση ἀπὸ πλαστογράφηση, ἀπάρνηση καὶ μὴ ἐκτέλεση, καὶ δεύτερο, τὴν υἱοθέτηση τῶν συμπερασμάτων τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὁδήγησε στὴν Ἀποστολὴ ἀντιπροσωπείας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας στὴ Χαράρε στὴ συνεδρίαση τῆς Συνέλευσης τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν. Ἡ οὐσία, δηλαδή, τῶν συμπερασμάτων τῆς Θεσσαλονίκης ἀποτελεῖ τὸ ζήτημα τῆς ριζοσπαστικῆς ἀναδιοργάνωσης τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ, ἡ ὁποία καὶ σήμερα, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, δὲν ἀκολούθησε. Ἔτσι, αὐτὰ τὰ «συμπεράσματα» ἔμειναν «νεκρὸ γράμμα στὸ χαρτί». Τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν οὔτε ἀναδιοργανώθηκε, οὔτε ἔγινε πλησιέστερο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οὔτε καμία ἀπὸ τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (οὔτε ἡ Σερβικὴ), γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν ἰδιότητα μέλους στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Οἱ λόγοι γιὰ τὴ διακοπὴ ἰδιότητας μέλους σ᾽ αὐτὸ (ποὺ ἐκτέθηκαν στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας) ἰσχύουν καὶ περαιτέρω, καθὼς δυστυχῶς καὶ οἱ βλαβερὲς ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες, ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα μέλους.
Μὲ τὴ δεύτερη ἀπόφαση ἡ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐγκαταλείποντας τὴν πρότερη ἀπόφασή της (ἀπὸ τὸ 1997) καὶ τὴν αἰτιολογία της, συ-νέχισε καὶ παρέτεινε τὴν ὀργανική της συμμετοχὴ ὡς ἰσότιμου μέλους τοῦ Παγκοσμί-ου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὁδηγώντας καὶ τὴν ἴδια καὶ τὸ ποίμνιό της στὸ δρόμο τῆς ἀπώλειας. Τὶς συνέπειες τὶς αἰσθάνεται ἤδη ὁ λαὸς καὶ τὸ κράτος. Οἱ πιὸ ὑπεύθυνοι στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας (οἱ Ἐπίσκοποι) παρακάμπτοντας τὰ δόγματα καὶ παραβιά-ζοντας τοὺς κανόνες προκαλοῦν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ πάνω τους καὶ στὸ ποίμνιό τους. Ἡ αἱρετικὴ ἀντίληψη τοῦ «εὐαγγελικοῦ οἰκουμενισμοῦ» – Εὐαγγελίου χωρὶς τὸν Χρι-στό, ἡ σωτηρία χωρὶς τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀπαράδεκτη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη συνείδηση. Γι᾽ αὐτὸ ἡ περαιτέρω ἰδιότητα μέλους τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμ-βούλιο Ἐκκλησιῶν δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι τὸ θεάρεστο.
Εἶναι παρήγορο τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τὶς ἀσυνέπειες, ποὺ ἐπέδειξε ἡ Ἱερὰ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδος, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν συμφιλιώθηκαν, καὶ ἀνοιχτὰ καὶ θαρραλέα ἐκδηλώνονται κατὰ τοῦ φρικαλέου Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ κατὰ ἐκείνων ποὺ τὸν ὑποστηρίζουν, ἐκθέτοντας τοὺς ἑαυτούς τους συχνὰ σὲ ἀνοιχτὸ διωγμὸ ἀπὸ ὁρισμένους Ἐπισκόπους. Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε μερικὰ ὀνόματα ἐδῶ, ποὺ εἶναι γνωστὰ στὸ σερβικὸ λαό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν προαναφερόμενο Ζιέλκο Κοτοράνιν, εἶναι καὶ ὁ Ρόντολιουμπ Λάζιτς, Μίοντραγκ Πέτροβιτς, Βλάντιμιρ Ντιμιτρίγιεβιτς, ὁ Ἱερέας Μπόμπα Μιλένκοβιτς καὶ ἄλλοι. Ἀντίθετοι μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ στὴν πράξη μὲ ἰδιαίτερη συνέπεια καὶ γενναιότητα εἶναι οἱ μοναχοὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐπισκοπὲς τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἡ γενικὴ φωνὴ ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς πίστης καὶ τὴ νομιμοφροσύνη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀκούστηκε στὴ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ «Σύσκεψη τοῦ Σοπότσανι», ποὺ ἔλαβε χώρα τὸ Φεβρουάριο τοῦ 2001. Ἀπὸ τὴ σύσκεψη αὐτὴ τῶν μοναχῶν, τῶν Ἱερέων καὶ τῶν πιστῶν τέκνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καθοδηγημένων ἀπὸ τὴ φροντίδα καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν κληρονομιὰ τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς μητέρας τους Ἐκκλησίας, ἀπευθύνθηκε ἔκκληση–αἴτηση στὴν Ἱερὰ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας:
Νὰ ἐκτελέσει χωρὶς ἀναβολὴ τὴν ἀπὸ τὸ 1997 ἀπόφασή της περὶ ἀποχώρησης τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, τονίζοντας ὅτι ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ λάβει καὶ νὰ ἐκτελέσει μιὰ τέτοια ἀπόφαση, ἐπειδὴ ἔγιναν μέλη χωριστά. Κανένα συμπέρασμα τῆς Σύσκεψης τῆς Θεσ-σαλονίκης δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐμπόδιο.
Νὰ ἀναθεωρήσει τὴ σχέση της πρὸς τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό, τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν Μεγάλο Φώτιο, μέσω τοῦ Μάρκου τῆς Ἐφέσου μέχρι τὸν Ἰουστῖνο Τσελιίσκι (Justin Celijski) θεωροῦν αἵρεση, καὶ ὄχι «ἀδελφὴ» Ἐκκλησία, καὶ νὰ διακόψει κάθε συμπροσευχὴ μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τὸν πάπα τῆς Ρώμης, ποὺ γίνεται μὲ τὴν πρόφαση τῆς «ἀδελφικῆς ἀγάπης».
Κάτω ἀπὸ κανένα ὅρο νὰ μὴ ἀποδεχθεῖ τὴ συχνὰ προαναγγελθεῖσα ἄφιξη καὶ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στὴ Σερβικὴ Ἐκκλησία, καὶ νὰ σταματήσουν ὁρισμένες τάσεις (ποὺ συχνὰ ἀκούγονται) γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου στὴν Ἐκκλησία μας, ἐπειδὴ μιὰ τέτοια προσπάθεια θὰ προκαλοῦσε μεγάλο σχίσμα στὴν Ἐκκλησία μας, ὅπως ἔγινε καὶ σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, ποὺ εἰσήγαγαν τὸ νέο ἡμερολόγιο.
Νὰ ξεκινήσει μέσα στὴ Σερβικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνδοεκκλησιαστικὸς διά-λογος, γιὰ ὅλα τὰ ζητήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ θεολογίας, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἔλλειψη καλοπροαίρετου διαλόγου ὁδηγεῖ σὲ ἐσωτερικοὺς διαχωρισμοὺς τοῦ λαοῦ σὲ ὀπαδοὺς διαφόρων θεολογικῶν, λατρευτικῶν καὶ ποιμαντικῶν ρευμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μερικὰ ἐκπροσωποῦν νεωτερισμοὺς ξένους πρὸς τὴν Ἁγία Παράδοση.
Στὸ τέλος, ἡ Σύσκεψη τοῦ Σοπότσανι τελειώνει τὴν Ἔκκλησή της ἀναφέροντας τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Νικολάου περὶ τῆς ἀνάγκης τοῦ ζήλου καὶ τῆς ἀγρυπνίας στὸν ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας: «…Ἐφόσον κάποιος πεῖ: χθὲς ὑπῆρχε κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ σήμερα αὐτὸς ὁ κίνδυνος πέρασε, ξεγελιέται φοβερά. Αὐτὸς εἶναι σαλπιγκτὴς, ποὺ παίζει γιὰ νὰ κοιμηθοῦμε. Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε σὲ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ὅλο καὶ περισσότερους σαλπιγκτές, ποὺ θὰ παίζουν γιὰ νὰ παραμείνουμε ξύπνιοι, γιὰ ἑτοιμότητα, γιὰ ἄμυνα. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ “ἀκατονόμαστος”, τοῦ ὁποίου ὁ ἅγιός μας λαὸς μὲ τοὺς Ἱερεῖς του ματαίωσε “τὴν ἐνσάρκωση σὲ μορφὴ νόμου” (ἐννοεῖ τὸ Κονκορδάτο ἀπὸ τὸ 1937), περπατᾶ σὲ αὐτὴ τὴ γῆ ὡς πνεῦμα, ὡς φάντασμα καὶ δρᾶ, δρᾶ, δρᾶ».
Τέλος, θὰ ὁλοκληρώσω αὐτὴ τὴν ἔκθεσή μου μὲ μιὰ προσευχή: αὐτὸ τὸ συμπό-σιο τῆς Θεσσαλονίκης νὰ εἶναι ἡ σύνοδος σαλπιγκτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ μαρτυρία τους καὶ τὸ ζῆλο τους θὰ ξυπνήσουν τὶς κοιμισμένες συνειδήσεις τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ ὅλες τους, ἡ κάθε μία ξεχωριστὰ ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική της κλήση, νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμ-βούλιο Ἐκκλησιῶν, νὰ διακόψουν τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὴν πρακτικὴ συμμετοχὴ στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ μαρτυρήσουν ἐνώπιον ὅλου τοῦ κόσμου ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ὅτι ἐκτὸς αὐτῆς δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, καὶ χωρὶς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀληθινὴ ὑπηρεσία στὸν πλησίον, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους ἢ ἀλλόθρησκους ἀνθρώπους καὶ λαοὺς τοῦ σύγχρονου κόσμου, ἐπειδὴ κατὰ τὸν π. Ἰουστῖνο «μόνο ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἐξασφαλίζει αἰώνια ζωή».
Σημειώσεις
1. Ἐξαίρεση ἀπὸ τὸν κανόνα, δυστυχῶς, ἀποτελεῖ μόνο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶναι καὶ ὑποκινητὴς ὅλων τῶν οἰκουμενιστικῶν γεγονότων σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ἔρχονται οἱ ἐπιδρομὲς κατὰ ἐκείνων, ποὺ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία προσπαθοῦν νὰ διαφυλάξουν «τὸ ἐνέχυρο τῆς πίστης» καθαρὸ ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ κακοπιστία.
2. Μνημ. ἔργο, σ. 145.
3. Σελ. 7.
4. Μνημ. ἔργο.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» αρ. φυλ. 1822-1824
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ