«Τό νομίζειν, πολλάκις παραβιάζει
καί αὐτήν ἀκόμη τήν ἀλήθειαν»
Σιμωνίδης ὁ Κεῖος
Η σημερινή μας αναφορά θα ανατρέξει μέσα στο ευρύ διανοητικό και σημασιολογικό στάδιο, που χαράσσει ελεγκτικά η έννοια του «ορθός –ή –όν». Ορθός είναι ο ευθύς, ο ίσιος, ο κατ’ ευθείαν εις ύψος ορθούμενος, ο ευθύγραμμος, ο σωστός, ο ακριβής, ο αληθής.
Ως εκ τούτου, αφού το ορθόν είναι το αληθές, τότε· «τό μέν ἀληθές ἕν, τό δέ ψεῦδος πολυσχιδές» αναφέρει ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός.
Μέσα σε αυτό το ψεύδος καραδοκεί και η κακή δοξασία, η πλάνη, είτε εσκεμμένη, είτε αφελής, προπάντων δε η έχουσα χροιά ζηλωτισμού και η οποία επιτάσσει την χρήση βίας.
Οι αρχαίοι «εδόξαζον», ότι η αληθής ευδαιμονία του ανθρώπου, πηγάζει από την υποταγή του στον φυσικό νόμο, δηλαδή στον ορθό λόγο. Όμως αυτός ο ορθός λόγος είναι ο θείος νόμος. Είναι ο λόγος του Θεού. Είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κατ’ αυτήν την έννοιαν, όταν προκληθεί διάσταση μεταξύ του ορθού και του μη ορθού πράγματος, κατ’ ουσίαν εκδηλώνεται διάσταση με διατάραξη και εν συνεχεία ρήξη στις σχέσεις τους, μεταξύ Θεού και πλανεμένου ανθρώπου. Άρα το να είναι κάποιος ορθός, αποτελεί θεϊκό δώρο. Σε αυτό συνηγορεί και ο Αισχύλος. «Τό φρονεῖν καλῶς (ὀρθῶς) εἶναι Θεοῦ μέγιστον δῶρον». Οπότε η ορθοφροσύνη, δηλαδή η υγεία των «φρενῶν», βοηθά τον άνθρωπο στην προσέγγιση της ορθής δόξας (=δοξασίας, στοχασμού) και την μετέπειτα αποδοχή της και ακολουθία της.
Αλλά γενικώς η διάκριση του ορθού και η εν συνεχεία αλίευσή του, αποτελεί μία δύσκολη επιχείρηση, λέει ο Αριστοφάνης. Επί του παρόντος φέρει ως παράδειγμα τα παιδιά, που δεν υπακούουν στους γονείς, παρά το γεγονός, ότι αυτοί φροντίζουν για το καλό τους. Κάπως έτσι και οι άνθρωποι, τα παιδιά του Θεού πατέρα, δεν υποτάσσονται στο ευγενές θέλημά του, εκείνο της αγάπης του προς αυτά και από την πρώτη ώρα της δημιουργίας τους στασιάζουν κατά του μοναδικού βασιλέως. Του δημιουργού των πάντων. Από την πρώτη ώρα πάραυτα ακολουθούν πρόθυμα και πιστά την έντεχνη πεπλανημένη δοξασία, ως προς την έννοια του αληθούς και του πραγματικού, που τους προτείνει ο Διάβολος, για να έλθουν σε αντίθεση με το ορθόν και το πρέπον. Τον ίδιο τον Θεό. Κυνηγούν οι άπληστοι λαθροκυνηγοί το νεοφανέν θήραμα μιας άλλης δόξας κάλπικης, χωρίς την θεϊκή έγκριση. Αυτήν του «ἔσεσθε ὡς θεοί». Λησμονούν γρήγορα επίσης το «οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ, οὐδέ μή ἄψησθε αὐτοῦ, ἵνα μή ἀποθάνητε» (Γεν. 3,2).
Τους διαφεύγει όμως μπρος στην δόξα, ότι «νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει». Μόνο ο νους βλέπει και ακούει, όλα δε τα άλλα, δηλαδή τα αισθητήρια όργανα, άνευ της συμμετοχής του νου, είναι κωφά και τυφλά, συμπληρώνει ο κωμικός ποιητής Επίχαρμος. Γιατί οι αισθήσεις σύμφωνα με τον Σωκράτη είναι ατελείς και δεν μεταδίδουν στον εγκέφαλο την πραγματικότητα. Έτσι κατά τον φιλόσοφο Ηράκλειτο, για τους αμόρφωτους ανθρώπους οι οφθαλμοί και τα ώτα, είναι κακοί μάρτυρες. Ανακριβείς και αναληθείς.
Ο άνθρωπος όμως πάντοτε πρόθυμος στα εύκολα, στα φυγόπονα, έτσι και τώρα πρόσφορος στα πειρασμικά που βλέπει και ακούει, ακούει τον Σατανά πρόθυμα, υπακούοντάς τον άμεσα, αλλά την ίδια στιγμή παρακούει το θέλημα του Θεού. Το ορθόν και πρέπον. Δεν ακούει τον Θεό που τον «βλέπει» παντοιοτρόπως μέσα στον παράδεισο, ακούει όμως τον Διάβολο που δεν τον βλέπει, καθότι είναι καμουφλαρισμένος μέσα στον «προς απάτην όργανον» (Διόδωρος), το φίδι, μαγεμένος από τα συρσίματά του. Αλλά ο δειλός υποκρυπτόμενος, δεν ενημέρωσε για κάτι πολύ σοβαρό τον άνθρωπο. Ότι η γνήσια δόξα αποκτάται με μεγάλα έργα και περισσή αρετή. Τα μεγάλα έργα καταγράφονται μέσα στην υπακοή στο θεϊκό και η αρετή ενσαρκώνεται μέσα στην αποδοχή και υποταγή στο ορθόν και στο πρέπον. Στον δεκάλογο τον χαραγμένο πάνω σε δύο πέτρινες πλάκες. Αυτές που έσπασε και θρυμματίζει συνεχώς και εμμανώς ο παράφρων άνθρωπος εν μέσω διανοητικής θόλωσης και σατανικής επηρείας, προκειμένου να αντιταχθεί πλέον φανερά προς το ορθόν. Άλλωστε αυτό καταγράφει πιστά και η μακραίωνη ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Έναν ελεεινό πόλεμο με επιδιωκόμενη την επιβολή της καθολικής πλάνης, της απάτης, έναντι στη μία και μοναδική ορθή δόξα.
Επειδή όμως το ορθόν το εκπροσωπεί εκφράζοντάς το κατ’ αποκλειστικότητα η Ορθοδοξία, ο πόλεμος στον οποίο αναφερόμαστε είναι ένας ανίερος πόλεμος των «ερπετών» ανθρώπων, κατά του Χριστού και της μοναδικής ορθής δόξας του. Αυτής που σχετίζεται με την αλήθεια. Όπως την προτάσσει εκείνος. «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια» (Ιω. 18,37). Την ορθή δόξα από την οποία απορρέει και η ορθή πίστη και τελικά η ορθή γνώση η ορθοτομούμενη. «Ὑπέρ τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», προσεύχεται η Εκκλησία. Επειδή πολλοί επεχείρησαν και επιχειρούν να νοθεύσουν τον λόγο του Χριστού, προσευχόμαστε στον Θεό να φυλάγει αυτούς που διδάσκουν τον λόγο της αληθείας ορθά και που απέμειναν ελάχιστοι. Γιατί ο Ιησούς είναι ο ίδιος χτες, σήμερα και για πάντα (Εβρ. 13,8). Εμείς οι άνθρωποι χαμαιλεΐζοντες, αλλάζουμε κατά το υλιστικό συμφέρον επί το χείρον. Αυτός δεν έχει αλλάξει σε τίποτα από τότε μέχρι σήμερα. Ούτε σε ένα «ἰῶτα». Η ορθή δόξα του είναι δομημένη στιβαρά ένεκα ορθών πράξεων. Η ορθοδοξία του συνοδεύεται από την δική του ορθοπραξία, αυτήν που επέδειξε έμπρακτα επί γης. Αυτήν που πρέπει να επιδιώκουμε και εμείς οι Χριστιανοί, για να μην τον εκθέτουμε. Για να μη βλασφημείται το όνομά του εξ’ αιτίας μας. Τονίζει ο Ισοκράτης· «να μιμείσαι τας πράξεις εκείνων των οποίων την δόξα ζηλεύεις». Πώς θα προσελκύσουμε όμως ψυχές στην ορθοδοξία, όταν οι πράξεις μας τους αποτρέπουν; Αυτό είχε αναφέρει ένας πιστός, στον ιεροκήρυκα που εκφώνησε ένα φλογερό κήρυγμα. «Τα λόγια σου με τρομάζουν, όμως η ζωή σου με καθησυχάζει». Έλειπαν προφανώς οι ανάλογες ορθές πράξεις, οπότε αιωρούνταν μετέωρη μία άνοστη κατά βάση, άρριζη και κατά συνέπεια άκαρπη θεωρία.
Αφού αντιληφθήκαμε πληρέστατα, μετά την εκτενή ανάλυση του θέματός μας, όσον αφορά την υπεροχή και αξία του ορθού έναντι στο ψευδές και στην πλάνη, ας πλησιάσουμε τρέμοντες σύγκορμοι να αντικρύσουμε από κοντά το μεγαλείο της μιας και μοναδικής, της υψίστης ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, συνοδευομένης μετά της αναλόγου ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΣ, όπως την παρέδωσε ο ιδρυτής της Χριστός, αλλά και όπως την διεφύλαξαν οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας θυσιαζόμενοι μέσα στην ορθοπραξία.
Την πρώτη Κυριακή της Μ. Σαρακοστής, την αποκαλούμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας, διακηρύσσουμε εορτάζοντάς την σεμνά, την γνήσια ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Τα πρωτεία εκείνη την ημέρα ειδικά, τα κατέχει η νίκη της ορθής πίστεως και λατρείας, ενάντια στις παντοειδείς αιρέσεις και θρησκευτικές ετεροδιδασκαλίες που παρερμηνεύουν την Αλήθεια, διαστρέφοντας και νοθεύοντας το αληθινό νόημα και περιεχόμενο του ευαγγελίου. Προτάσσουμε λοιπόν εκείνη την ημέρα τα στοιχεία της γνησιότητος, της αγνότητος και της καθαρότητος, που αποτελούν τα όμαιμα τέκνα της μάνας Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία είναι ένας όρος που επικράτησε μετά τον ανορθόδοξο και άκρως δολιοφθορικό πόλεμο που κήρυξαν οι παντοειδείς αιρέσεις, κατά της αληθείας της πίστεως της χριστιανικής. Έτσι λοιπόν με την συνδρομή και των προτέρων στοιχείων, αν θέλουμε έναν συνοπτικό ορισμό της εννοίας και του όρου Ορθοδοξία, μπορούμε να επικεντρωθούμε στα κάτωθι ουσιαστικά: Ορθοδοξία είναι η ορθή δόξα και δοξασία, η ορθή δηλαδή πίστη. Είναι η ορθή δοξολογία. Η ορθή λατρεία του Θεού. Η ορθή ζωή. Ορθοδοξία είναι το εργαστήριο που σμιλεύει μέχρι σήμερα αδιάκοπα αγίους, για να κρατούν αυτήν την κοινωνία όρθια στα πόδια της, γιατί διαφορετικά «οὐκ ἔχουσα ἄνθρωπον» θα καταλάβει την θέση του παραλυτικού της Βηθεσδά, εκλιπαρώντας και πάλι για ίαση.
Η μέρα αυτή όμως αποτελεί και ένα κάλεσμα αφύπνισης και αναστήλωσης των εικόνων του Θεού. Των ανθρωπίνων υπάρξεων των απόλυτα γκρεμισμένων και δεινώς καθαιρεμένων. Η μέρα αυτή στέλνει ένα κάλεσμα στους αποστάτες ανθρώπους, να ξανανοίξουν τους «ναούς» τους, τους εσωτερικούς, τους ναούς του αγίου πνεύματος και να λειτουργήσουν ορθόδοξα, αναστηλώνοντας τις πεπτωκυίες αρετές και καθαιρώντας παράλληλα τα διαβολικά πάθη. Προπάντων όμως είναι ένα κάλεσμα προς αναστήλωση των εικόνων του Χριστού και της Παναγίας και όλων των αγίων, συντρίβοντας παράλληλα τα είδωλα των παντοειδών μόσχων. Είτε χρυσών, είτε σιτευτών.
Η εικόνα του Χριστού δεν είναι είδωλο, γιατί ο Χριστός είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ως άνθρωπος «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,37). Έγινε ορατός και περπάτησε ανάμεσα στους ανθρώπους. Μέσω της εικόνας του λοιπόν τον επαναφέρουμε με κάποιο τρόπο ζωντανό πλάι μας, για να πορεύεται εν μέσω ημών, προσκαλώντας μας με αγάπη· «μείνατε ἐν ἐμοί, καγώ ἐν ὑμῖν». Αρνούμενοι την προσκύνηση της εικόνος του λοιπόν, ως μεταδίδουσα ασθένειες και πονηρές ιώσεις, αρνούμαστε την ενανθρώπισή του. Την σάρκωσή του. Ο πονηρός υλισμός μας κατηγορεί για προσκύνηση των υλικών στοιχείων της εικόνος. ΟΜΩΣ εμείς προσκυνούμε το εικονιζόμενο πρόσωπο. Την πληρέστερη όμως ανάλυσή μας την δίδει ο Γρηγόριος Νύσσης με την περιεκτική του έκφραση· οι εικόνες είναι «ένα βιβλίον γλωττοφόρον». Ένα βιβλίο που μιλάει και ιστορεί τα πάθη του Χριστού και όλα όσα η Ορθοδοξία πρεσβεύει και θεωρεί αναγκαία να παρασταθούν στην Εκκλησία, για να μυήσουν τον θεατή και να του υπενθυμίζουν το θείο δράμα. Οι εικόνες είναι σύμβολα ορατά μέσα από τα οποία ο θεατής μεταβαίνει στα υπερβατικά και αόρατα, μέσω αυτών δε επικοινωνεί με τα θεία πρόσωπα. Επειδή όμως οι εικόνες έχουν διδακτική και παιδαγωγική αξία, επειδή εμπνέουν ηρωικό φρόνημα προς αντιμετώπιση των πειρασμών και των δυσκολιών της ζωής, γι’ αυτό… καθαιρούνται προκλητικά. Καθαιρούνται για να εκλείψει παντελώς η προσευχητική διάθεση και η ανύψωση της ψυχής στον Θεό. Καθαιρούνται γιατί κατεβάζουν τον ουρανό στη γη. Αυτό όμως δεν συμφέρει στους υλιστές καθότι υπάρχει κίνδυνος κατάληψης της γης από τους επουράνιους.
Εδώ και πολλά χρόνια λοιπόν συστηματικά και αυτή η ημέρα της Ορθοδοξίας, υποβαθμίστηκε πολυτρόπως. Πρώτον η κατάργηση των αναθεματισμών στην εν λόγω ακολουθία έναντι όλων των εικονοκλαστών, μετέπειτα η παύση της λόγω κορωνοϊκής φύλαξης. Έτσι επανερχόμενος ο εορτασμός γίνεται πλέον μέσα σε ένα ξερό, τυπικό, αντιπνευματικό και άκρως υλιστικό πνεύμα. Σε ένα κλίμα αθεΐας που λυσσομανά και πάλι κατά των εικόνων. Καθιστάμενο το κράτος μας ουδετερόθρησκο με ανάλογη τροποποίηση του συντάγματος, επιτυγχάνουν οι πλανεμένοι κυβερνήτες μας την καθαίρεση των εικόνων από τα σχολεία, δικαστήρια και εν γένει δημόσια καταστήματα. Έτσι δεν ενοχλούνται οι αλλόθρησκοι, κατά κύριον λόγο όμως οι άθεοι άρχοντές μας.
Ενώ λοιπόν κατά την εύσημη ημέρα της Κυριακής της Ορθοδοξίας, η σκέψη μας ανάγεται εξ’ ολοκλήρου στους μάρτυρες της Ορθοδοξίας και την δύσκολη εποχή της εικονομαχίας για τους ευσεβείς χριστιανούς, ξάφνου μπροστά μας απλώνεται μία νέα ιδιότυπη εικονομαχία. Η καθαίρεση και πλήρης κατάλυση των πνευματικών αξιών με λάφυρο την κατάργηση της ανθρώπινης ελευθερίας. Γιατί όμως όλα αυτά;
Γιατί έχουμε φυγαδεύσει οι πλείστοι ημών προ πολλού τον Κύριο μακριά από τις καρδιές μας, σαν κοινό κατάδικο. Ο Ιουστίνος Πόποβιτς έγραφε· «Ο Χριστός έχει εξορισθεί στον ουρανό». Αφού λοιπόν εξορίσθηκε ο Θεός εκεί ψηλά, την διακυβέρνηση του κόσμου εδώ χαμηλά την έχουν αναλάβει οι σύγχρονοι «όφεις». Οι μεγιστάνες της τεχνολογίας «φυλαγμένοι» μέσα στους δούρειους ίππους της πλουτοκρατίας τους, διαφεντεύουν τον κόσμο καθορίζοντας ακόμη και τις αποφάσεις της επιδημίας, ως μοναδικοί επαΐοντες, έχοντας πιόνια εκτελεστικά τους απανταχού πολιτικάντηδες. Οπότε με διασωληνωμένη την σκέψη του ο σύγχρονος άθεος άνθρωπος, βρίσκεται κλινήρης μπρος στην θέα μιας σύγχρονης Βαβέλ, όπου κυβερνούν και λαλούν «τα άλαλα και τα μπάλαλα» κατά τον πατρο-Κοσμά.
Η διαφθορά έχει διεισδύσει παντού και όλοι πλέον για να επιβιώσουμε, δεχόμαστε να γίνουμε πιόνια του Διαβόλου. Πιόνια των συγχρόνων πλουσίων. Αυτών που έχει αναφέρει η βίβλος πολλάκις. «οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν καί αὐτοί ἕλκουσι ὑμᾶς εἰς κριτήρια; οὐκ αὐτοί βλασφημοῦσι τό καλόν ὄνομα τό ἐπικληθέν ἐφ’ ὑμᾶς;» (Ιακ. 2,6-7).
Αλλά τα πάντα σκεπάζονται και σιωπούν μπρος στην κοσμική δόξα. Όμως «πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου. Ἐξηράνθη ὁ χόρτος καί τό ἄνθος ἐξέπεσεν» (Α΄Πετ. 1,24). Τότε, όλοι θα ψάχνουμε να βρούμε τον φτωχό Λάζαρο να μας δροσίσει από την ξέρα μας.
Μήπως όμως προλαβαίνουμε να αναστηλωθούμε σαν πνευματικές υποστάσεις και κατόπιν να σωθούν πλάι μας και άλλοι διψασμένοι;
Έλεγε ο Σεραφείμ του Σάρωφ· «σώσε τον εαυτό σου και θα σώσεις άλλους χίλιους γύρω σου».
Ας διαφυλάξουμε λοιπόν την πίστη μας κρατώντας την αναστηλωμένη «μέχρις εσχάτων». Είναι το μόνο ευγενικό, τρυφερό και απλό πράγμα που απέμεινε σε αυτόν τον αγενή, βάρβαρο και σύνθετο άκοσμο κόσμο.
Αρίσταρχος