Την είχαν αναγγείλει από έτους και πλέον και συχνές ήσαν οι αναφορές σ’ αυτήν, όσο πλησίαζαν οι ημέρες για την έναρξή της. Με ανταποκρίσεις από διάφορα σημεία του πλανήτη τα ΜΜΕ συντηρούσαν ακέραιες τις ελπίδες ότι εκείνοι που επρόκειτο να συμμετάσχουν θα αίρονταν στο ύψος των κρισίμων περιστάσεων και θα ελάμβαναν τα απαραίτητα προς αποφυγή του ολέθρου μέτρα. Οι ελπίδες για μια ακόμη φορά διαψεύσθηκαν. Ούτε η βουβή προσδοκία των πολλών ούτε οι θεατρινίστικες εκδηλώσεις των ακτιβιστών ενώπιον τις συνόδου στάθηκαν ικανές να εμπνεύσουν όραμα στους “ισχυρούς” της γης. Η παταγώδης αποτυχία ήταν αναμενόμενη και ευεξήγητη, απλώς εμείς μάθαμε να συντηρούμαστε με φρούδες ελπίδες, μη έχοντας τη διάθεση να εγκύψουμε επάνω από το πρόβλημα του πλανήτη μας και να το ερευνήσουμε σε όλες του τις διαστάσεις.
Κατ’ αρχήν πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κάποιοι είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για τη δυνατότητα συμφωνίας λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι οι ηγέτες συμμετείχαν στη σύνοδο με πάθος προς προάσπιση συμφερόντων των λαών που εκπροσωπούσαν. Στην πραγματικότητα εκπροσωπούσαν οικονομικά συμφέροντα υπερεθνικά και αντικρουόμενα, καθώς οι πολιτικοί από δεκαετιών έχουν καταστεί αθύρματα του μεγάλου κεφαλαίου έχοντας παραδώσει άνευ όρων σ’ αυτό την ισχύ που παρέχει στους εκλεγμένους η λαϊκή ετυμηγορία, εξασφαλίζοντας πλέον τους θώκους με την ισχύ του κεφαλαίου. Αν αυτό ισχύει για τις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες ισχύει πολύ περισσότερο για τις υπό ανάπτυξη ή τις υπανάπτυκτες. Βέβαια η Κίνα φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στη διαπίστωση αυτή, αλλά μόνο εφ’ όσον γίνεται επιφανειακή εξέταση των πραγμάτων. Το σύστημα μπορεί να φαντάζει κομμουνιστικό, η δυνατότητα όμως που αυτό παρέχει στο διεθνές κεφάλαιο για επενδύσεις στην αχανή ασιατική χώρα, μαρτυρεί ότι και εκεί το αδηφάγο κεφάλαιο υπερασπίζεται συμφέροντα που δεν έχουν να κάνουν με το καλό του κινεζικού λαού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση φάνηκε και αυτή τη φορά να διακατέχεται από τη μεγαλύτερη ευαισθησία και διακήρυξε ότι μονομερώς θα προβεί στη λήψη μέτρων που θα υπερβούν κατά τις συνέπειες τα όποια μέτρα κοινής αποδοχής. Είναι η θέση αυτή προϊόν οικολογικής ευαισθησίας, που λείπει από τους άλλους, ή μη συναισθήσεως των συνεπειών των μέτρων για την ευρωπαϊκή ήπειρο; Η Ευρώπη, καπιταλιστική και κομμουνιστική, έχει πελώρια ευθύνη για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, καθώς πρώτη ανέπτυξε τη βιομηχανία παράλληλα προς τις χώρες της βόρειας Αμερικής. Θα ήταν επαινετή η απόφασή της, αν αυτή συνδέονταν με δύο ουσιώδη μέτρα που όφειλε να λάβει.
Το πρώτο είναι η καταγγελία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και η επάνοδος στον προστατευτισμό. Με το μέτρο αυτό θα ενίσχυε την παραπαίουσα ευρωπαϊκή βιομηχανία και θα τιμωρούσε τόσο την αλαζονεία των ΗΠΑ, οι οποίες επίσης κόπτονται υπέρ της οικονομίας της αγοράς, αλλά γνωρίζουν άριστα να προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή. Παράλληλα θα έθετε φραγμό στην εκμετάλλευση των φθηνού εργατικού δυναμικού των φτωχών χωρών από το διεθνές κεφάλαιο, που έχει ως συνέπεια να κατακλύζεται η ευρωπαϊκή αγορά από πάμφθηνα προϊόντα, τα οποία πάντως ο ευρωπαίος καταναλωτής προμηθεύεται αρκούντως υπερτιμημένα.
Το δεύτερο είναι η στήριξη των οικονομιών των υπανάπτυκτων χωρών, ως αποζημίωση για την καταλήστευση των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών επί αιώνες και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος τους λόγω αδιαφορίας προς λήψη μέτρων για την προστασία του. Η υποσαχάρια Αφρική δοκιμάζεται ήδη από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1970. Τα υδάτινα αποθέματα έχουν μειωθεί δραματικά, το ζωικό κεφάλαιο και οι καλλιέργειες έχουν συρρικνωθεί και η φυγή προς τα αστικά κέντρα του αγροτικού πληθυσμού έχει λάβει τρομακτικές διαστάσεις. Αποτέλεσμα αυτού είναι ένα το διαρκώς εντεινόμενο μεταναστευτικό κύμα. Αυτό ενισχύεται από το ασιατικό αντίστοιχο, το οποίο προκαλεί η χρόνια αστάθεια λόγω πολεμικών συρράξεων, στις οποίες εμπλέκονται ευρωπαϊκές χώρες στο πλαίσιο της επίδειξης ισχύος εκ μέρους των αλαζόνων πλανηταρχών και της έκδηλης δουλικότητας των “συμμάχων” τους.
Το οικολογικό πρόβλημα είναι πρωτίστως ηθικό. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ροπή του δυτικού ανθρώπου προς συσσώρευση πλούτου με μεθόδους, οι οποίες καταστρατηγούν κάθε ηθικό κανόνα. Ο καπιταλισμός έχει εμφυσήσει στα μέλη των δυτικών κοινωνιών τον άκρατο καταναλωτισμό ως υποκατάστατο ενός άνευ νοήματος βίου. Φυσικά και είναι ουτοπικό να προσδοκούμε από αυτούς που ενσπείρουν πολέμους σε όλη την έκταση που πλανήτη, που οδηγούν στην έντεχνη υπερτίμηση βασικών ειδών διατροφής δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας, που εκμεταλλεύονται άγρια, μέσω εγκαθέτων κυβερνήσεων, τον πλούτο πλείστων όσων χωρών να εκδηλώσουν ευαισθησία προς διάσωση του πλανήτη. Όποιος αδιαφορεί για το ανθρώπινο πρόσωπο που πεθαίνει καθημερινά λόγω πείνας ή μη διαθέσεως ποσίμου νερού, δεν θα συγκινηθεί από την τήξη των πάγων της αρκτικής ή την άνοδο της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας κατά μερικούς βαθμούς. Το πλέον ουτοπικό είναι να ελπίζουμε ότι ο Ομπάμα ή οποιοσδήποτε άλλος ηγέτης είναι σε θέση να τιθασεύσει αυτές τις δυνάμεις της απληστίας.
Η αποτροπή της κατάρρευσης του πλανήτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναθεώρηση του τρόπου ζωής μας. Τόσο η Εκκλησία, όσο και αρκετές θρησκευτικές δοξασίες προβάλλουν το ασκητικό πρότυπο βίου και τον σεβασμό της φύσης ως θείου δημιουργήματος. Ο δυτικός “ορθολογικός” άνθρωπος αισθάνεται ως απόλυτος δυνάστης φύσεως και ανθρώπων. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές κάθε σύνοδος θα οδηγείται σε παταγώδη αποτυχία. Ας πάψουμε να εκδηλώνουμε αφέλεια θέτοντας το ερώτημα “γιατί”;
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ