ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥΛΙΑΣ (1927-2012)
Ρώτησαν ένα μοναχό· «Τι κάνεις εδώ που μένεις»; Και κείνος απάντησε· «Φυλάγω τον τόπο». Δηλαδή τον επιμελούμαι, τον φροντίζω, τον καλλιεργώ, τον δενδροφυτεύω, τον εποπτεύω και γενικά ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν. Το σπουδαιότερο τον αξιοποιώ πνευματικά και τον αγιάζω. Γεωργώ «της ερήμου το άγονον ταις των δακρύων μου ροαίς».
Τη στιχομυθία αυτή και το νόημά της θυμάμαι, όταν σκέπτομαι τον αγαπητό σε όλους μας κύριο Γεώργιο Λαμπρούλια ή μπάρμπα-Γιώργο όπως συνήθως τον φωνάζαμε.
Φύλαξε κατά κυριολεξία και κατ’ άνθρωπο τις εγκαταστάσεις του «Ορθοδόξου Τύπου» στην Ερυθραία, φροντίζοντας σχολαστικά για τη φύλαξή τους, διπλοκλειδώνοντας κάθε φορά, άσχετα αν ήτανε μέρα ή νύχτα, τις εξώπορτες και παραμένοντας χρόνια ολόκληρα άγρυπνος φύλακας και επιστάτης επί 24ωρου βάσεως.
Τις φύλαξε όμως και πνευματικά και κατά Θεόν. Διότι έζησε σαν ιδιότυπος μοναχός, ψάλλοντας στις ακολουθίες με τους σεβαστούς και αλησμόνητους πατέρες Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και Μάρκο Μανώλη, ανάβοντας συγχρόνως τα καντήλια και εκτελώντας χρέη νεωκόρου στις εκκλησίες που λειτουργούσαν. «Ένας μοναχός προσευχόμενος» –και ο μπάρμπα-Γιώργος ήταν ιδιότυπος μοναχός, όπως προαναφέραμε, μη έχοντας να ζηλέψει τίποτα από τους μοναχούς των ιερών μονών– «είναι φρουρός, που φυλάττει απυρόβλητο και απάτητο από το Σατανά και τις δυνάμεις του τον τόπο όπου στέκεται. Ο εμπεριπατών την οικουμένη ολόκληρη, δεν μπορεί να πλησιάσει εκεί όπου μία ψυχή ασκείται, υπομένοντας το μαρτύριο της συνειδήσεως και δίδοντας την μαρτυρία του Χριστού».
Ο κύριος Γεώργιος γνώρισε τον ιδρυτή της Π.Ο.Ε. και του Ο.Τ. αρχιμανδρίτη π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γύρω στο 1974 και παρέμεινε, άγαμος ων, μαζί του σαν αφιερωμένος συγκάτοικος για δύο χρόνια, εργαζόμενος συγχρόνως στο τυπογραφείο. Από το 1976 όταν απέκτησε ο Ο. Τ. τις εγκαταστάσεις του στην Ερυθραία και εγκαταστάθηκε εδώ το τυπογραφείο, ήρθε και αυτός και παρέμεινε πλέον μόνιμα σε ένα δωμάτιο, συνεχίζοντας την εργασία του.
Συγχρόνως φρόντιζε τον λαχανόκηπο των εγαταστάσεων καλλιεργώντας τον με απαράμιλλη τέχνη και μαστοριά. Όταν αντίκριζες το χώρο που καλλιεργούσε, νόμιζες ότι βλέπεις καλλιτέχνημα. Δεν έχω δει ωραιότερο λαχανόκηπο. Ήταν μερακλής, επιμελής, ορεξάτος και ακούραστος μπαξεβάνης. Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός και μεσονυκτίου φρόντιζε τα λαχανικά του. Τα προϊόντα που απεκόμιζε τα μοίραζε εδώ και κει χωρίς να παίρνει χρήματα.
Ήταν λιγόλογος, προσηνής, πάντα χαμογελαστός· δεν κατέκρινε ποτέ κανένα και είχε αγάπη προς όλους.
Υπήρξε ψάλτης ιδιότυπος και ιδιόμορφος. Δεν βιαζόταν και έψαλλε κατανυκτικά και με νόημα, απολαμβάνοντας τα τροπάρια. Κυριολεκτικά μεταρσιωνόταν και ζούσε σε άλλους πνευματικούς κόσμους την ώρα εκείνη.
Ήταν πολύ ευλαβής. Όπου συναντούσε εικόνα, ακόμη και μέσα στο κτίριο, έκανε το σταυρό του και την ασπαζότανε. Ανεβαίνοντας τη σκάλα για το δεύτερο όροφο του κτιρίου, στη μέση της σκάλας, υπάρχει μια τεράστια εικόνα της Αγίας Τριάδας. Ό κύριος Γιώργος όποτε ανέβαινε σταματούσε, έκανε το σταυρό του, την ασπαζότανε και την χάιδευε, λέγοντας μικρές παρακλητικές φρασούλες.
Ασκούσε την ελεημοσύνη σε μεγάλη έκταση με τη μικρή σύνταξη που έπαιρνε.
Το τελευταίο διάστημα της ζωής του δοκιμάσθηκε από την ασθένεια και παρέμεινε αρκετό χρόνο σε νοσοκομείο και στο τέλος, επειδή κατάντησε κλινήρης και πολύ αδύναμος, εισήλθε σε γηροκομείο κατάκοιτων της αρχιεπισκοπής Αθηνών. Εκεί μετά από λίγες μέρες παραμονής, στις 5/11/2012, παρέδωσε το πνεύμα του, αν και όχι ανώδυνα, πάντως ειρηνικά και έχοντας καλήν απολογίαν στον Δημιουργόν και Κριτήν των πάντων.
Γεωργίου του απλού, άκακου, φίλεργου, νηπτικού, ελεήμονα και αγαπητού σε όλους μας ας είναι αιώνια η μνήμη.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ