Σύντομη ιστορία του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου Καλησίων
του Πεντελικού Όρους
Ο Πλούταρχος, στο έργο του Βίοι Παράλληλοι, αναφέρει ένα περιστατικό με τον Θησέα. Όταν ο ήρωας των Αθηνών αποφάσισε να πάει στον Μαραθώνα για να πιάσει «τον Μαραθώνιον ταῦρον, οὐκ ὀλίγα πράγματα τοῖς οἰκοῦσι τὴν Τετράπολιν παρέχοντα», φιλοξενήθηκε από μία ηλικιωμένη κυρία που την έλεγαν Εκάλη. Η Εκάλη, την επόμενη μέρα που αναχώρησε ο Θησέας, έδωσε υπόσχεση να θυσιάσει στον Δία, αν επέστρεφε σώος ο ήρωας. Ο Θησέας πέτυχε στον σκοπό του και γύρισε να ευχαριστήσει την ηλικιωμένη για τη φιλοξενία που πρόσφερε προς τιμήν του. Την βρήκε νεκρή και αποφάσισε να ιδρύσει ένα ιερό προς τιμήν του «Εκαλείου Διός» και θέσπισε τη γιορτή των Εκαλησίων: «ἔθυον γὰρ Ἑκαλήσια οἱ πέριξ δῆμοι συνιόντες Ἑκάλῳ Διῒ» (Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θησέας, 14,1-3). Επίσης προς τιμήν της ηλικιωμένης έδωσε το όνομά της σε ένα γειτονικό δήμο που ονομάστηκε Εκάλη. «’Επειδὴ δὲ ὁ δήμος ὠνομάσθη Ἐκάλη καὶ ἡ θυσία Ἐκαλήσια καὶ ἐπειδὴ καὶ τώρα ἀκόμη λέγεται Καλήσια τόπος τις ὡς μίαν ὥραν ἀνωτέρω πρὸς ἀνατολὰς τῆς Μονῆς Πεντέλης ἐπὶ τῆς ἀγούσης εἰς Μαραθῶνα ὁδοῦ, ὄπου εἶναι καὶ πολλὰ ἀρχαία ἐρείπια καὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, δὲν δύναται νὰ μένῃ ἀμφιβολία ὅτι ὁ δῆμος Ἐκάλη ἐκεὶ ἔκειτο» (Δ. Πανταζής, Πεντελικά νέα και παλαιά, Εφημ. «Αλήθεια», 2 Ιουνίου 1867, σ. 2). Υπήρχε παράδοση στους μοναχούς της μονής Πεντέλης ότι στον τόπο αυτό υπήρχε η κατοικία κάποιας άγαμης γραίας γυναίκας που ονομαζόταν Καλή ή Εκάλη, γι’αυτό και την περιοχή την αποκαλούσαν «το χωρίον της Καλής» (Δ. Πανταζής, Πεντελικά νέα και παλαιά, ό. π.).
Έγγραφο του πάπα Ονωρίου Γ΄ (1216-1227) του 1218 αναφέρει ότι εξαιρεί από τη φορολογία της δεκάτης τρία μοναστήρια του Πεντελικού Όρους. Ανάμεσα σε αυτά κατονομάζει και ένα ως «S.Nikolai de Kalliscia de Montepenteli» (Α. Tαutu, Αcta Honorii III. et Gregorii IX., Città del Vaticano 1950, 68, αρ. 43). Το καθολικό του μονυδρίου φαίνεται να έχει ανεγερθεί σε θέση άλλης παλαιότερης εκκλησίας (ίσως) του 11-12ου αι. όπως μαρτυρείται από τα σωζόμενα μαρμάρινα γλυπτά που είναι εντοιχισμένα στη δυτική πλευρά του καθολικού, το πρώτο επάνω από το παράθυρο και το άλλο επάνω από την θύρα (Γ. Λαδάς, Ιστορία του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου, ευρισκομένου επί του Πεντελικού όρους εις τοποθεσίαν ονομαζομένην ”Καλήσια” απόσπασμα εκ του β΄ τόμου του περιοδικού «Συλλέκτης» 1952-1958, σ. 96).
Τον 16ο αιώνα ένας πλούσιος γαιοκτήμονας ο Δημήτριος Ανδρομάρης με τη βοήθεια του Ιωάννη Αλεξηνά ανακαίνισαν τρεις μονές στο Πεντελικό Όρος. Την Ι. Μ. Ταώ (ή Νταού) Πεντέλης, την Ι. Μ. Γενέσιο της Θεοτόκου στη Ξυλοκέριζα της Νέας Μάκρης (στις μέρες μας είναι η γνωστή μονή του Οσίου Εφραίμ) και τέλος την Ι. Μ. Αγίου Νικολάου Καλησίων. Μάλιστα ο κτήτοράς της ασπάστηκε το αγγελικό σχήμα και ονομάστηκε Δαβίδ αλλάζοντας και το επώνυμο σε Αναδρομέα (Δ. Καμπούρογλου, Αναδρομάρης, σ. 102). Πατριαρχικό σιγίλλιο του 1614 αναφέρει ότι ο ιερομόναχος κὺρ Νεκτάριος ἔχων κτητορικὸν δίκαιον ἐν τῷ μονυδρίῳ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ Καλισίων…μετὰ καὶ γνώμης τοῦ ὁσιωτάτου ἐν μοναχοῖς κὺρ Δαβὶδ Ἀναδρομέως τοῦ κοπιάσαντος ἐν αὐτῷ πολὺ καὶ δαπανήσαντος, αποφάσισαν να προσαρτήσουν τα κτήματα της μονής στη γειτνιαζούσῃ θείᾳ καὶ Σταυροπηγιακῇ μονῇ τοῦ Παντοκράτορος Χριστοῦ τῆς Ταῶς. Το σιγίλλιο αναφέρει ότι η ένωση των δύο μονών είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα την εποχή της πατριαρχίας του Ιερεμίου Β΄ (1572-1579, 1580-1584, 1586-1595) (Δ. Καμπούρογλου, Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων, τ. 1΄, σσ. 186-188). Το μονύδριο παρέμεινε μετόχιο της μονής της Ταώ Πεντέλης μέχρι το1680. Τότε η μονή του Παντοκράτορος καταστράφηκε από τους Αλγερινούς πειρατές και το μονύδριο προσαρτήθηκε στην Ι. Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης.
Οι πηγές δεν αναφέρονται καθόλου στον άγιο Νικόλαο Καλησίων μέχρι τον 20ο αιώνα, που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να είχε περιέλθει σε αφάνεια. Εξαίρεση αποτελεί μία επιγραφή του 18ου αι. στην αγιογραφία του αγίου Σπυρίδωνα, στο βόρειο τμήμα του καθολικού, που αναφέρει ότι η τοιχογραφία ήταν δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Σεραφείμ ἱερομονάχου. Η δέηση αυτή δεν φανερώνει ότι ο ιερομόναχος ήταν οπωσδήποτε και ασκητής του μονυδρίου.
Τον 20ο αι. και συγκεκριμένα το 1923, ο ναός επισκευάστηκε με τη φροντίδα της Καλλιόπης Δαγκλής.
Το 1933 επισκέφτηκε την περιοχή των Καλησίων ο αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος και την βρήκε ερειπωμένη. Δύο κτήρια διασώζονταν τότε. Ένα επίμηκες ορθογώνιο κτίσμα στη βόρεια πλευρά (δεν υπήρχε η σημερινή τραπεζαρία) και το καθολικό (Α. Ορλάνδος, Μεσαιωνικά μνημεία της πεδιάδος των Αθηνών και των κλιτύων Υμηττού –Πεντελικού – Πάρνηθος και Αιγαλέω, σ. 186).
Το 1950 εγκαταστάθηκε, για μικρό χρονικό διάστημα, μία μοναχή με τη μητέρα της, πραγματοποιώντας και κάποιες μικρές οικοδομικές εργασίες.
Από το 1955 μέχρι το 1979 ασκήτευσε ο όσιος Πορφύριος Μπαϊρακτάρης ο οποίος μίσθωσε το μονύδριο με την αγροτική περιοχή του από την Ι. Μ. Πεντέλης. Ολόκληρη η έκταση καλλιεργήθηκε συστηματικά και φιλόπονα θέλοντας να συστήσει εκεί το ησυχαστήριο, που τελικά εγκατέστησε αλλού. Βελτίωσε τις πηγές, κατασκεύασε αρδευτικό δίκτυο, φύτευσε πολλά δένδρα και με σκαπτικό μηχάνημα καλλιεργούσε τη γη.
Τον διαδέχτηκε για μία εικοσαετία ο π. Φώτιος Σκάνδαλος. Αυτός ήταν και ο τελευταίος ασκητής του εγκαταλελειμμένου πια μονυδρίου. Η ιστορία του μικρού αυτού μοναστηριού είναι μία συνεχής εναλλαγή ανοικοδόμησης και εγκατάλειψης.
Το μονύδριο σήμερα αποτελείται από τον ναό που είναι μία μονόκλιτη βασιλική με τρούλλο διαμέτρου 4 μ. Εξωτερικά ο τρούλλος στηρίζεται σε έναν κύβο όπου στη δυτική και την ανατολική πλευρά προεκτείνεται με ίσου πλάτους βραχεία κεραία με στέγη δίρρικτη. Η αψίδα του Ιερού Βήματος είναι ημιεξαγωγική. Το καθολικό βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία της μονής, ενώ στη νοτιοδυτική πλευρά στέκεται ένας επιβλητικός πυλώνας σε μορφή βραχέως πύργου με τετράρριχτη κεραμοειδή στέγη. Δίπλα του υπάρχει μία ισόγεια πτέρυγα με δίρρικτη κεραμοειδή στέγη (η τραπεζαρία). Τα δύο κτίσματα λόγω της λιθοδομής τους κρίνονται ως σύγχρονα. Η βόρεια πτέρυγα του μονυδρίου με τα κελιά αποτελείται από ευτελή λιθοδομή και κρίνεται παλαιότερη.
Στον βόρειο τοίχο του καθολικού απεικονίζονται δύο ολόσωμοι άγιοι. Στα αριστερά ο άγιος Σπυρίδωνας (φοράει σκουφάκι στο κεφάλι) και ο άγιος Νικόλαος. Αριστερά κάτω από την αγιογραφία του αγίου Σπυρίδωνα σώζεται η επιγραφή της δέησης του ιερομονάχου Σεραφείμ. Στη αριστερή πλευρά της κεφαλής της τοιχογραφίας του αγίου Νικολάου παρίσταται σε μικρότερο μέγεθος ο Χριστός προσφέροντας στον άγιο το ευαγγέλιο ενώ στην άλλη πλευρά διακρίνεται η Θεοτόκος να προσφέρει το ωμοφόριο. Ανάμεσα στους αγίους διακρίνεται η χρονολογία «1881». Επίσης αριστερά της πύλης του Ιερού Βήματος υπάρχει η τοιχογραφία της Θεοτόκου με την επιγραφή «Η ΠΑΝΤΩΝ ΕΛΠΙC» και μία χρονολογία «1806». Παλαιότερα σωζότανε η επιγραφή «+ εν έτει ,ΑΨ[..]ΜΗΝΙ […] ΗCΤΟΡΙΘΗCΑΝ ΤΑ Τ ΥΠΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙC ΠΑΤΡΟC ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΥΠΟ ΧΕΙΡΟC ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ». Πρόκειται για τον πολύ γνωστό αγιογράφο Γεώργιο Μάρκου (1690;-1751) από το Άργος όπου αγιογράφησε την Ι.Μ. Πετράκη, τον ναό του αγίου Γεωργίου του Χωστού στο Γέρακα, τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κορωπί και το καθολικό της Ι.Μ. Φανερωμένης στη Σαλαμίνα.
Η Ωραία Πύλη πλαισιώνεται από δύο βυζαντινούς κίονες που παίζουν τον ρόλο παραστάδων. Ο αρχαιολόγος Γ. Λαμπάκης πιστεύει ότι προέρχονται από έναν παλαιότερο βυζαντινό ναό του 7ου - 8ου αι. (Γ. Λαμπάκης, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, τ. 2 (1892-1894) σ. 27). Οι κίονες έχουν τη μορφή τεσσάρων λεπτών κιονίσκων οι οποίοι χαμηλά περιπλέκονται σχηματίζοντας κόμπο. Ο καθένας από τους κιονίσκους αυτούς καταλήγει σε ένα μικρό γλυπτό με έναν ρόδακα στο κέντρο.
Στο μονύδριο (αγνοείται η ακριβής θέση) έχει ταφεί ο ιερέας και πρωτοψάλτης των Αθηνών Αθανάσιος Αγγελάρχης (†1535) : καὶ ἐθάπτη τὸ σῶμα αὐτοῦ εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον τὸ ἐπωνομαζόμενον τὸ ὄρος Μεντέλη (Σ. Λάμπρος, Ενθυμήσεων ήτοι χρονικών σημειωμάτων, Συλλογή πρώτη, Νέος Ελληνομνήμων, τ. Ζ΄ (1910) σσ. 277-278).
Από τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι σε μία περιοχή με έντονα αρχαιολογικά ευρήματα (Μ. Πετροπουλάκου – Ε. Πεντάζος, Αττική: Οικιστικά στοιχεία – Πρώτη έκθεση, Αθήνα 1973)θα πρέπει, κατά τη βυζαντινή περίοδο, να πρωτοκτίστηκε κάποιος μικρός ναός. Ήταν σύνηθες φαινόμενο στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες να οικοδομούνται ναοί πάνω σε αρχαία ιερά. Ίσως από αυτόν τον αρχικό ναό να σώζονται σήμερα μόνο οι δύο βυζαντινοί κίονες της Ωραίας Πύλης. Αγνοείται η θέση του πρώτου αυτού ναού αλλά το πιο πιθανό είναι να βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα το καθολικό του μονυδρίου. Αργότερα θα πρέπει να προστέθηκαν κελιά γύρω από αυτόν τον ναό και να μετατράπηκε σε μοναστήρι. Μετά την κατάκτηση της Αττικής το 1204 από τους Λατίνους το μοναστήρι δεν θα πρέπει να ήταν πλούσιο σε κτηματική περιουσία και γι΄αυτό (σύμφωνα με το έγγραφο του πάπα Ονωρίου Γ΄) εξαιρέθηκε από τη φορολογία. Ίσως είχε αρχίσει και να εγκαταλείπεται και από τους μοναχούς μέχρι που ανακαινίστηκε εξ’αρχής (μαζί με άλλα) από τον πλούσιο Αθηναίο γαιοκτήμονα Δημήτριο Αναδρομάρη. Το μοναστήρι θα πρέπει να βρισκόταν σε τέτοια ερειπωμένη κατάσταση, όπου όχι μόνο είχε ξεχαστεί το παρελθόν του αλλά και ο Αναδρομάρης θεωρήθηκε ως κτήτορας της μονής από όλους τους μεταγενέστερους ιστορικούς. Το μονύδριο για έναν αιώνα έγινε μετόχιο της Ι. Μ. Ταώ Πεντέλης (1580-1680) και μετά προσαρτήθηκε μέχρι και σήμερα στην Ι. Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης. Τους επόμενους αιώνες θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως ασκητήριο-μετόχι, αφού κανένα σιγίλλιο δεν το αναφέρει, όπου θα μπορούσαν να καταφεύγουν μοναχοί της Μονής Πεντέλης που επιθυμούσαν αυστηρότερη ησυχία και άσκηση. Στο πρώτο μισό του 20ου αι. ο αρχαιολόγος Ορλάνδος και η αμερικανίδα φωτογράφος Dorothy Thompson το βρήκαν ερειπωμένο.
Το άσημο αυτό μοναστηράκι έγινε πασίγνωστο σε όλη την Ελλάδα με την εγκατάσταση για 24 χρόνια του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη. Με την ιστορία αυτού του μικρού μοναστηριού δεν θα είχε ασχοληθεί κανένας στις ημέρες μας, αν δεν ασκήτευε εκεί ο όσιος Πορφύριος.
Το μονύδριο σήμερα έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενο βυζαντινό μνημείο (ΦΕΚ 68/Α/26-4-1921).
Χρήστος Νικολόπουλος Θεολόγος-Βυζαντινολόγος