ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ


  Μελετώντας τα συγγράμματα των πατέρων της Εκκλησίας μας, βλέπει κανείς πόσο οι πατέρες και οι άγιοι ποθούσαν την ησυχία και πόσο απεχθάνονταν τους θορύβους και τους περισπασμούς του κόσμου. Γιατί αυτό; Μήπως από ιδιοτροπία και ιδιορρυθμία; Μήπως από τάσεις οκνηρίας και ραθυμίας; Ή μήπως η αγάπη της ησυχίας, το ερημικό τους φρόνημα προερχόταν από κάποια πνευματική αναγκαιότητα. Είχε κάποιο θεολογικό υπόβαθρο. Αποτελούσε μίμηση της ζωής και του παραδείγματος του Χριστού μας. Ας μελετήσουμε το θέμα…

 

Η ΗΣΥΧΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

  Α΄. Είναι γνωστό πως ο κύριός μας, λίγο πριν ξεκινήσει το θείο του έργο, αποσύρθηκε, κάτω από τη μυστική καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, στη ζωή της ησυχίας για 40 μέρες. «Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. 4,1). Το παράδειγμα αυτό του Χριστού άνοιξε το δρόμο της ασκήσεως και της περισυλλογής για όλους τους χριστιανούς που θέλουν να βαδίσουν στα δικά του ίχνη και μάλιστα αυτούς που θέλουν να καταλάβουν εκκλησιαστικά αξιώματα ή ν’ αφιερωθούν τελείως σ’ Αυτόν.


  Β΄. Και δεν είναι η μοναδική φορά που ο Ιησούς απεσύρθη στην ησυχία και στη μόνωση. Μετά την αποκεφάλιση του Προδρόμου, που η κατάσταση ήταν επικίνδυνη και το έργο του Χριστού δεν είχε τελειώσει ακόμη, ο Χριστός ενεργώντας με σύνεση και από ανθρώπινης πλευράς, αφού ήταν και άνθρωπος, σηκώνεται και φεύγει στην έρημο. «Ακούσας δε ο Ιησούς ανεχώρησε εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν» (Ματθ. 13,13). Να που η φυγή στην έρημο μερικές φορές γίνεται από ανάγκη να γλιτώσουμε από κάτι κακό. Πολλοί χριστιανοί στους διωγμούς έφευγαν σε έρημα και απρόσιτα μέρη, γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ότι θ’ αντέξουν το μαρτύριο ή γιατί κρίνανε ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη στην Εκκλησία και γι’ αυτό φρόντιζαν να σωθούν δια της φυγής. Και στην ιστορία του ασκητισμού φαίνεται ότι οι αναχωρητές έφευγαν στην έρημο, επειδή επιζητούσαν τη μόνωση και τη σιωπή, για ν’ αφιερωθούν απολύτως στο Θεό, αλλά και για να σωθούν από τους κινδύνους του κόσμου υλικούς και πνευματικούς.


  Γ΄. Εις άλλη περίπτωση ο Χριστός συνδέει την ησυχία με την προσευχή. «Και πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο.» (Μαρκ 1,35). Η προσευχή, ως εκ της φύσεώς της, προϋποθέτει μόνωση και ησυχία. Η προσευχή είναι μία συνομιλία με τον Θεό «ενώπιος ενωπίω». Η προσευχή ζητά το απερίσπαστο από ο,τιδήποτε. Ούτε φαντασίες ούτε λογισμοί ούτε σκέψεις ούτε άλλα αισθήματα πρέπει να μας διακατέχουν την ώρα εκείνη.

  Λέγει ένας Γάλλος επιστήμων, ο Alexis Carrel(1873-1944), στο βιβλίο του “Ο άνθρωπος αυτός ο άγνωστος” «εάν ρωτήσεις τον εαυτό σου πού σταματάει η προσωπικότητά σου θα δεις ότι η γλώσσα του λαίμαργου απλώνεται σαν κεραία σ’ όλα τα φαγώσιμα του κόσμου· τα μάτια του περίεργου είναι οι πλόκαμοι που απλώνονται και κολλάνε σε κάθε τι γύρω του· τα αυτιά του ωτακουστή γίνονται μακριά και πλατειά και φτάνουν παντού». Να με τι ασχολείται ο άνθρωπος· πόσο επιφανειακή, εξωτερική, επιπόλαια είναι η ζωή του, οι σκέψεις του, η συμπεριφορά του. Τίποτα το εσωτερικό, το βαθύ, το ουσιαστικό. Ένας μεγάλος Ρώσος εκκλησιαστικός συγγραφέας ο Θεοφάνης ο Έγκλειστος λέει κάπου ότι· «Οι περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουν μ’ ένα ροκανίδι, που στριφογυρίζει γύρω από το κούφιο κέντρο του».

  Τίποτα λοιπόν το εσωτερικό. Ζούμε αντανακλαστικά και αντιδραστικά. Η προσευχή όμως είναι κάτι το βαθύ, κάτι το πνευματικό· είναι η συνάντηση ανθρώπου και Θεού. Και μάλιστα ενώπιος ενωπίω. Θα πρέπει λοιπόν να στρέψουμε τις κεραίες των αισθήσεών μας και των επιθυμιών μας προς τα μέσα. Να περιορίσουμε τον ασώματο νου μέσα στον σωματικό οίκο του, κατά την ωραία έκφραση του Ιωάννου της Κλίμακος. Λέγει σχετικά με την ησυχία στον 27ον λόγο του «Ησυχαστής εστίν ο το ασώματον εν σωματικώ οίκω περιορίζων».

  Απαραίτητη λοιπόν γι’ αυτή την έσω στροφή του ανθρώπου, γι’ αυτή την αυτοσυγκέντρωση και την περισυλλογή, που θα μας οδηγήσει στη σωστή προσευχή, είναι και η ερημιά, η ησυχία. Γι’ αυτό ο Χριστός παρουσιάζεται στα ευαγγέλια να σηκώνεται πολύ πρωί και να μεταβαίνει εις έρημο τόπο για να προσευχηθεί.

  Αν και ο Χριστός δεν είχε ανάγκη της ερήμου και της ησυχίας για ν’ αυτοσυγκεντρωθεί.

  Το έκανε αυτό για να διδάξει εμάς. «Ταύτα υπέμεινε δι’ ημάς και δια τας αμαρτίας ημών». Όπως και για το θέμα της προσευχής λέμε ότι προσευχόταν ο Χριστός, αλλά η προσευχή δεν είχε καμιά σχέση με τη δική μας προσευχή. Διότι δεν υπήρχε η κατάνυξη, η συναίσθηση αμαρτωλότητας, η ανάγκη εκζήτησης του θείου ελέους. Υπήρχε κάποιο ανθρώπινο παράπονο, κάποια δέηση για ενίσχυση στις δοκιμασίες που θα αντιμετώπιζε ως άνθρωπος αλλά τίποτα παραπάνω (πρβλ. «Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες» Ματθ.27,46). Η προσευχή του Ιησού ήταν όπως η προσευχή του Αδάμ στον παράδεισο πριν την πτώση. Αλλά όπως προαναφέραμε ο Χριστός έζησε μερικά πράγματα μόνο και μόνο για να διδάξει εμάς. Διότι η διδασκαλία δεν γίνεται μόνο με λόγια αλλά και με έργα.


  Δ΄. Σ’ άλλη περίπτωση ο Χριστός φαίνεται στα ευαγγέλια να συνιστά ο ίδιος στους μαθητές του την έξοδο προς την έρημο. Αυτό που δίδαξε εμπράκτως με το προσωπικό του παράδειγμα τώρα το διδάσκει με λόγια κάνοντας την προτροπή: «Δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν εις έρημον τόπον και αναπαύεσθε ολίγον, ήσαν γαρ οι εξερχόμενοι και οι υπάγοντες πολλοί, και ουδέ φαγείν ευκαίρουν» (Μαρκ. 6,31). Είχε πέσει πολύ δουλειά, πολύς κόσμος, και οι μαθητές ήταν πτώμα· ούτε να φάνε δεν είχαν καιρό. Και ο Χριστός, τι περίεργο, δεν συνιστά εργασία μέχρι θανάτου, δεν συνιστά υπομονή και εγκαρτέρηση, δεν συνιστά αυτοθυσία, αλλά συνιστά να πάνε στην έρημο να ησυχάσουν, να ηρεμήσουν, να γεμίσουν οι μπαταρίες τους θα λέγαμε σήμερα, και μετά να ξαναεπιστρέψουν. Να η αρετή της διακρίσεως σ’ όλη της την μεγαλοπρέπεια. Να ξέρεις πότε και πώς να συμβουλεύεις τον άλλον.


  Ε΄. Ησυχία, λοιπόν, ερημιά για ξεκούραση και ανανέωση. Αλλά η ησυχία και η έρημος είναι απαραίτητη και για την αναζωπύρωση των σχάσεων μας με τον Θεό. Για την αναθέρμανση της αγάπης και της αφοσίωσής μας. Και γι’ αυτό κυρίως τη συνιστά ο Χριστός μας. Ας προσέξουμε αυτό το λεπτό σημείο, γιατί εδώ τα κάνουμε θάλασσα όλοι μας.

  Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.


  α΄. Βλέπεις τον πατέρα να εργάζεται μερικές φορές 24 ώρες το 24ωρο για τα παιδιά του, για το μέλλον των παιδιών του κλπ. κλπ. Και φθάνει στο σημείο να μη βλέπει τα παιδιά του, να μην ασχολείται καθόλου μαζί τους. Να μη συζητά τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους. Να μην εμβατεύει στο εσωτερικό τους και να μη γνωρίζει τον χαρακτήρα τους.


  β΄. Και αυτό που συμβαίνει με τον πατέρα δυστυχώς συμβαίνει και με την μητέρα. Εργάζεται η μητέρα -πολλές φορές- για να έχει άνεση το σπίτι, καλύτερη τροφή και φόρεμα το παιδί, περισσότερα παιχνίδια… Κι έτσι στερεί το παιδί από την παρουσία της, από την στοργή της, από την φροντίδα της. Εργάζεται για το παιδί κι όμως δεν του προσφέρει σχεδόν τίποτα χάριν της εργασίας της. Τι οξύμωρο! Σύγχρονος συγγραφεύς παρατηρεί σε βιβλίο του για τον γάμο ότι η σύγχρονη σύζυγος προσφέρει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της στον προϊστάμενό της, στους συναδέλφους της και όχι στον άνδρα της και τα παιδιά της.


  γ΄. Κάτι παρόμοιο, περίεργο και οξύμωρο απαντάται και στην πνευματική ζωή. Τρέχουμε για τον Θεό, μιλάμε για τον Θεό, κηρύττουμε, εξομολογούμε, συμβουλεύουμε, γράφουμε άρθρα και βιβλία, καταφερόμαστε εναντίον των αιρέσεων και των άθεων, αλλά δεν βρίσκουμε χρόνο για να μιλήσουμε με τον Θεό και να ασχοληθούμε μαζί του.


  Αν διαβάσουμε την Αποκάλυψη, στο 2ο κεφάλαιο της, θα δούμε εκεί το Άγιο Πνεύμα να περιγράφει τον επίσκοπο της Εφέσου, ο οποίος είχε έργα, κόπο, υπομονή, δεν σήκωνε αμαρτωλές καταστάσεις ούτε έκλεινε τα μάτια του μπροστά στις παρανομίες. Ξεσκέπαζε τους ψευδαποστόλους, βάσταξε πολλά δεινά και πειρασμούς και συκοφαντίες χάριν του ονόματος του Χριστού και δεν βαρυγκώμησε, δεν κουράσθηκε, δεν είπε βαρέθηκα, αρκετά πια ας ασχοληθεί άλλος με τις υποθέσεις της Εκκλησίας.

  Κι όμως αυτός ο τόσο δραστήριος και ενεργητικός, και ευσυνείδητος επίσκοπος αυτός που μπροστά στα μάτια των άλλων φαινόταν τέλειος και άγιος έπαθε μια φοβερή πτώση. Έχασε την πρώτη του αγάπη και αφοσίωση και λατρεία προς τον Θεό. «Την αγάπη σου την πρώτην αφήκας» του λέγει ο Θεός.

  Χρειάζεται συνεπώς ησυχία, σιωπή, αυτοσυγκέντρωση, να ενδοσκοπήσω τον εαυτό μου, να δω τις ατέλειές μου, να κάνω τον απολογισμό της ζωής μου, να δω τι ενεργητικό και τι παθητικό έχω, και να προσπαθήσω ν’ ανανεώσω την αγάπη μου προς τον Χριστό. Όσο κι αν οι ανάγκες του έργου μας πιέζουν πρέπει να βρίσκουμε πάση θυσία χρόνο γι’ αυτή την ενδοσκόπηση. Ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε αναντικατάστατοι και χωρίς εμάς η Εκκλησία θα καταστραφεί.


  ΣΤ΄. Εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, που ο Χριστός ή οι μαθητές του πήγαν στην έρημο, έχουμε και την περίπτωση μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών με πέντε άρτους και δύο ψάρια. Τότε, όταν είδαν οι άνθρωποι το θαύμα που έκανε ο Χριστός έλεγαν «ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον» (Ιω. 6,15) Κι όπως μας λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης θέλησαν να πάρουν τον Χριστό και να τον κάνουν βασιλιά ενεργώντας σύμφωνα με τις Μεσσιανικές τους αντιλήψεις.

  Ο Χριστός τότε αμέσως «ευθέως ηνάγκασε τους μαθητάς εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν εις το πέραν προς Βηθσαϊδά» κι αυτός «ανεχώρησεν πάλιν εις το όρος μόνος» (Ιω. 6,15). Γιατί το έκανε αυτό; Ήθελε να απαλλάξει τους μαθητές από τον πειρασμό της φιλοδοξίας και της φιλαρχίας. Ο κόσμος του ζητούσε, τους ήθελε· ήταν οι Σωτήρες του. Επικίνδυνες στιγμές· στιγμές που μπορεί ο άνθρωπος να χάσει τον αυτοέλεγχό του και να μεθύσει από την ηδονή της εξουσίας και της δόξας. Στιγμές που μπορεί να ξεχάσει τον Θεό και να θεοποιήσει τον εαυτό του. Τους διώχνει λοιπόν ο Χριστός και ο ίδιος αναχωρεί μόνος του στην ερημιά· στο όρος. Και παραδίδεται στην προσευχή. Αδιαφορεί για τις επευφημίες του κόσμου, ή μάλλον και λυπάται για το κατάντημά τους, και τρέχει να μιλήσει με τον πατέρα του.

  Και σε μια άλλη περίπτωση που οι μαθητές γύρισαν γεμάτοι χαρά από την περιοδεία τους και ικανοποιημένοι που είχαν το χάρισμα να διώχνουν δαιμόνια και να θεραπεύουν νόσους ο Χριστός «παραλαβών αυτούς υπεχώρησε κατ’ ιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά» (Λουκ. 9,10).

  Τι δείχνουν αυτές οι δύο περιπτώσεις φυγής των μαθητών του Χριστού στην έρημο, στην ησυχία, στην σιωπή. Ότι το αγαθό της ησυχίας είναι χρήσιμο, πολύ χρήσιμο, όταν είμαστε στο ζενίθ της επιτυχίας μας· όταν οι άνθρωποι τρέχουν από πίσω μας κοπάδια και μας επευφημούν. Τότε χρειάζεται η έρημος, η ησυχία. Να συνέλθουμε από τα χειροκροτήματα, τη δράση, την ενέργεια. Να αφήσουμε τις εξωτερικές πράξεις και να επιδοθούμε στην κατ’ εξοχή πράξη την κατά Θεό απραξία. Είναι οξύμωρο αυτό που γράφουμε αλλά είναι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος τρία πράγματα λάτρεψε στην ζωή του· την ειρήνη, την ησυχία και την σιωπή.

  Όταν τον κατηγόρησε ο φίλος του ο Μ. Βασίλειος για αδράνεια και αδιαφορία, γιατί δεν πήγε να ποιμάνει την επισκοπή των Σασίμων στην οποία τον εγκαθίδρυσε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος και να βοηθήσει έτσι και αυτός τον φίλο του, που τον πολεμούσαν άλλοι επίσκοποι και αιρετικοί, ο Γρηγόριος απάντησε·

   «Με κατηγορείς για αδράνεια και αδιαφορία…. Να ξέρεις όμως ότι για μένα η απραξία είναι η πιο σπουδαία πράξη. Κι αν έχω μια αρετή, είναι η απραγμοσύνη. Και την έχω σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελώ το πρότυπο για όσους θέλουν να με μιμηθούν. Κι αν με μιμούνταν όλοι σ’ αυτό το θέμα, δεν θα υπήρχαν ζητήματα στην Εκκλησία. Ούτε η πίστη θα ξευτελιζόταν, αφού τώρα γίνεται αντικείμενο συναλλαγών και κοσμικών επιδιώξεων».

  Να αναλύσουμε τα λόγια αυτά του Γρηγορίου του Θεολόγου χρειάζονται πολλές σελίδες. Το μόνο που θα πούμε ότι πρώτη επιδίωξη των πατέρων της Εκκλησίας ήταν να μη χάσουν την πρώτη αγάπη προς τον Θεό, να μη χάσουν τα δάκρυα, την προσευχή, τη γνώμη του Θεού, να μη δηλητηριασθούν από το κεντρί της εξουσίας, της φιλοδοξίας και του εγωισμού. Δεν τους ενοχλούσε η ερημιά, η μοναξιά, η εξορία, η έκπτωση από τα αξιώματα. Αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.

  Ο φοβερός Μωυσής, που έζησε 40 χρόνια στο παλάτι της Αιγύπτου σαν βασιλόπουλο και κυβέρνησε το λαό του Ισραήλ για άλλα 40 χρόνια, πέρασε το 1/3 της ζωής του -άλλα 40 χρόνια- σαν βοσκός προβάτων μετά τη φυγή του από το παλάτι, ζώντας σε φοβερή ρουτίνα παρ’ όλα τα χαρίσματά του και την πρώην βασιλική ζωή του. Ο Ηλίας έμεινε 3,5 χρόνια στα Σαρεπτά της Σιδωνίας φιλοξενούμενος από μια αλλόφυλη και αλλόθρησκη χήρα. Ο Ιωσήφ δε ο πάγκαλος χρόνια ολόκληρα ήταν υπηρέτης στην Αίγυπτο και φυλακισμένος. Επί διετία έμεινε στη φυλακή της Ρώμης και ο Παύλος (Πραξ. 28,30). Κι όμως καμιά απελπισία ή παράπονο, ότι δεν τους πρόσεξε ο Θεός τόσα χρόνια, δεν τους παρουσιάζει η Γραφή να εκφέρουν.

  Βέβαια, όταν ο Θεός τους καλούσε, αναδεχόταν την νέα τους αποστολή· με ταπείνωση βέβαια και με κάποιο δισταγμό. Γιατί πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κι αυτό. Η ησυχία και η έρημος δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για την σωτηρία μας. Να μην πούμε αυτό που είπε ο Πέτρος στο Θαβώρ «καλά είναι να μείνουμε εδώ» και οι άλλοι ας κουρεύονται. Η αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα και θεωρία αλλά και έργα και πεζότητα και ρουτίνα. Και ο ίδιος ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, η ερημική αυτή φύση, πολλές φορές άφησε την προσφιλή ησυχία και έπεσε στο πέλαγος της εκκλησιαστικής δράσεως.

  Ο ίδιος ο Θεός είναι ουσία και ενέργεια. Για να μιλήσουμε απλά έχει την δυνατότητα να ζει μέσα και έξω από τον εαυτό του. Ο άνθρωπος, που είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του Θεού, πρέπει να ζει και αυτός αυτή τη διπλή διάσταση· την έσω και την έξω. Δεν πρέπει να είναι μονοφυσίτης.


  Είδαμε λοιπόν, μέσα από την Αγία Γραφή, γιατί χρειάζεται η ησυχία.

α΄. Ως προετοιμασία και προπόνηση πριν την ανάληψη σοβαρού διακονήματος.

β΄. Ως αποφυγή των κινδύνων και δοκιμασιών.


γ΄. Ως απαραίτητη προϋπόθεση σωστής προσευχής.


δ΄. Ως ξεκούραση και αναζωογόνηση του εαυτού μας.


ε΄. Ως μέσο βοηθητικό ν’ αναζωπυρωθεί η αγάπη μας προς το Θεό.


στ΄. Ως μέσο αποφυγής της φιλοδοξίας και της αρχομανίας.


  Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που ο πολιτισμός μας έχει εξωστρεφή χαρακτήρα. Γνώρισμα της καθημερινής ζωής η αέναος κίνηση, το άγχος, η νευρικότητα. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο δεσπόζουν στην ζωή μας. Δεν είναι μέσα αλλά σκοποί. Δεν είναι υπηρέτες αλλά αφεντικά. Δεν ανοίγουμε τηλεόραση ή ραδιόφωνο για κάποια στιγμή, αλλά συνεχώς έχουμε ανάγκη του θορύβου τους. Υπάρχουν πολλά σπίτια που η τηλεόραση παίζει χωρίς να τη βλέπουν, ή το ραδιόφωνο ακούγεται χωρίς να το παρακολουθούν. Στα μαγαζιά όπου εργάζονται χειρωνακτικά, στην οδήγηση, παντού, το ραδιόφωνο παίζει. Ο θόρυβός του αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μας. Απώτερος σκοπός, συνειδητός ή ασυνείδητος, να μη σκεπτόμαστε. Η σιωπή αντί να μας ηρεμεί μας κτυπά στα νεύρα. Η μοναξιά, αντί να τη χαιρόμαστε σαν ένα πνευματικό αγαθό, εμείς τη σιχαινόμαστε, την αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι.

  Κι όταν στο σπίτι δεν έχουμε κάποια δουλειά η κάποιο σήριαλ στην τηλεόραση να δούμε, τρέχουμε στα μαγαζιά χωρίς να υπάρχει ανάγκη, σ’ άλλα σπίτια για καφέ και κουτσομπολιό και σε άλλα παρεμφερή. Στις μεγάλες γιορτές Χριστουγέννων- Πάσχα, που ανέκαθεν είχαν οικογενειακό χαρακτήρα, αρχίζουμε να ταξιδεύουμε. Μοιάζουμε σαν τον δαιμονισμένο των Γαδαρηνών, που σε σπίτι δεν έμενε αλλά συνεχώς περιφερόταν.

  Σε μια τέτοια ζωή πού να βρει καιρό κανείς να προσευχηθεί, να μελετήσει πνευματικά βιβλία, να κάνει τον απολογισμό της πνευματικής του προσπάθειας, να νοιώσει κατάνυξη, χαρμολύπη, ταπείνωση, μετάνοια;

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή