ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Και της προσφοράς του εις τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν
Του κ. Κωνσταντίνου Δεληγιάννη, Δρος Φιλ.,
Καθηγ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης
Τους θερινούς μήνες συνηθίζω να επισκέπτομαι και για ερευνητικούς λόγους ορθόδοξες Ι. Μονές στο Άγιον Όρος, Μετέωρα, Πάτμο, Σινά, Σκήτες, Ησυχαστήρια και λοιπά.
Σ’ αυτούς τους χώρους, λοιπόν, αλλά κυρίως στην Αθωνική Πολιτεία, συναντώ εκατοντάδες επισκεπτών Ελλήνων και ξένων, κυρίως νέων φοιτητών, που μελετούν και ρωτούν επιτακτικά λεπτομέρειες του ορθοδόξου μοναχισμού. Ενδιαφέρεται, δηλαδή, ο σημερινός απροκατάληπτος και σκεπτόμενος άνθρωπος «τι εστίν Ορθόδοξος Μοναχισμός!».
Σκοπός της σύντομης διαγραμματικής αναφοράς δεν είναι, ασφαλώς, να αναλύσει την τεράστια πορεία του ορθοδόξου μοναχισμού, αλλά απλή σκιαγράφηση της ανεκτίμητης προσφοράς του. Ο μοναχισμός είναι μια εξαίρετη πνευματική οδός απολύτου αφιερώσεως του πιστού στη βίωση της όλης πολιτείας του Θεανθρώπου, τόσο για τη θεραπεία της παρακοής του πρώτου Αδάμ, όσο και για την κατόρθωση της προσωπικής του κοινωνίας με το Θεό μέσα από τη μίμηση της υπακοής του δευτέρου Αδάμ.
Είναι, δηλαδή, ο μοναχικός βίος, ουσιαστικό και αναπαλλοτρίωτο στοιχείο της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, στην οποία φανερώνεται και βιώνεται το όλο μυστήριο της εν Χριστώ θείας Οικονομίας, από τη δημιουργία μέχρι τα έσχατα.
Το αίτημα της ασκήσεως εκδηλώθηκε ήδη από τους αποστολικούς χρόνους. Υπόδειγμα των αναχωρητών η ερημιτών ήταν η αναχώρηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού στην έρημο, ώστε οι μοναχοί να υποτάξουν τους προσωπικούς τους πειρασμούς και να κατορθώσουν τη μίμηση της πολιτείας του Χριστού.
Από τον αναχωρητισμό των ερημιτών γεννήθηκε ο μοναχισμός. Ο Μ. Αντώνιος 250–355 μ.Χ., ο Αμμώνιος, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος και άλλοι υπήρξαν τα πρώτα σύμβολα μεταβάσεως από τον αναχωρητισμό στον μοναχισμό και της ευρείας διαδόσεώς του σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες του ελληνοβυζαντινού κόσμου1.
Από τις ερήμους της Αιγύπτου, της Συρίας, της Παλαιστίνης διαδόθηκε υπό ποικίλες εκφράσεις στην Ανατολή, Ασία, Πόντο, Όλυμπο Βιθυνίας, Λάτρος και αλλαχού.
Ο Μ. Βασίλειος, η μεγάλη αυτή μορφή του ορθοδόξου χριστιανισμού ανέλαβε να προσδιορίσει στους «Όρους κατά Πλάτος, και στους Όρους κατ’ επιτομήν», τα πλαίσια των αρμονικών σχέσεων του μοναχισμού με τις τοπικές εκκλησίες και την κοινωνική μαρτυρία.
«Φέρε δη οι της ευσεβείας αγωνισταί, οι τον ησύχιον και απράγμονα βίον ως συνεργόν της φυλακής των ευαγγελικών δογμάτων τιμήσαντες, κοινών φροντίδα και βουλήν προθώμεθα, όπως αν μηδέν ημάς διαφύγει των εντεταλμένων». Η πλήρης δηλαδή τήρηση των εντολών του Θεού όχι από τον φόβο της κολάσεως, αλλά από την χαρά για τον Θεόν και από αίσθηση υιοθεσίας. Σε όλα τα ασκητικά συγγράμματά του ο κορυφαίος Ιεράρχης, ασχολείται με μοναχικά θέματα και κατά τον χρόνο, που ήταν μοναχός στον Πόντο, αλλά και ως Πρεσβύτερος και Επίσκοπος. Αυτός ουσιαστικά διοργάνωσε τον μοναχικό βίο της Καππαδοκίας και όρισε τον σκοπό της μοναχικής αγγελικής πολιτείας, που είναι η πορεία προς τη θέωση, δια της τηρήσεως των εντολών του Θεού, όπου επιτυγχάνεται η κάθαρση του ανθρώπου2.
Δύο άλλες μεγάλες πατερικές και ασκητικές μορφές, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της Κλίμακος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, επηρέασαν και αυτοί, όλη την μοναχική παράδοση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, που η Εκκλησία καθιέρωσε να εορτάζεται ο αγ. Ιωάννης την Μ. Τεσσαρακοστή, την Δ´ Κυριακή των Νηστειών, ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης μετέφερε όπως ορθά υποστηρίζει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, την ησυχαστική παράδοση δια των πνευματικών του παιδιών στη Μακεδονία3 και τις προς βορράν χώρες, τη Σερβία, Βουλγαρία κ.λπ. αργότερα. Το όρος Σινά είναι σημείο αναφοράς τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Εδώ ο Μωϋσής είδε τον Θεό, πήρε τον Νόμο Του και ο νέος Προφήτης ο Ιωάννης ο Σιναΐτης μετέφερε τις πλάκες της μοναστικής ζωής σε όλο τον χριστιανικό κόσμο. Είναι το ποθούμενον όρος του Χριστιανισμού.
Στην Ανατολή, και ιδίως στη Βασιλεύουσα, ο μοναχισμός ανέλαβε, μέσω των αγίων, ευσεβών και καλά καταρτισμένων φιλολογικά και θεολογικά Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ολόκληρο σχεδόν το βάρος των αγώνων εναντίον της Εικονομαχίας για τις αναγκαίες προεκτάσεις της πνευματικής ακτινοβολίας στην όλη εσωτερική ζωή της Εκκλησίας. Όταν επήλθε χαλάρωση της εσωτερικής ενότητας και της κανονικής πειθαρχίας του μοναχικού βίου, υπήρξαν οι μεγάλοι Πατέρες – θεολόγοι, που αντέδρασαν με το λόγο και τα συγγράμματά τους, υπενθυμίζοντας την Ομολογία των μαρτύρων της ορθοδόξου πίστεως.
Ένας απ’ αυτούς είναι ο Θεόδωρος Στουδίτης, που αναγκασμένος να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία εξαιτίας των αραβικών επιδρομών, εγκαταστάθηκε πριν από το τέλος του 8ου αιώνα την Κωνσταντινούπολη, στο παλιό μοναστήρι του Στουδίου, απ’ όπου οι ομιλίες του, που απηύθυνε τρεις φορές την εβδομάδα στους μοναχούς της Βασιλεύουσας, διαδίδονταν σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Είναι ο ουσιωδέστερος ανακαινιστής του Βυζαντινού μοναχισμού4. Δεν αναμόρφωσε μόνο τον ανατολικό κοινοβιακό μοναχισμό, αλλά οι διατάξεις στο «Τυπικόν» αναφέρονται και στη συγκρότηση και τους κανόνες λειτουργίας του πιο μεγάλου βιβλιογραφικού εργαστηρίου της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αντιγράφοντας συστηματικά χιλιάδες ίσως έργα, κλασικής ελληνικής φιλολογίας, φιλοσοφίας και βέβαια πατερικής θεολογίας και άλλων επιστημών. Στο τεράστιο συγγραφικό έργο που μας άφησε, «αντιρρητικούς λόγους», «Κατηχήσεις», ποιήματα στη Θεοτόκο και τον Χριστό, συμπεριλαμβάνεται και μία άψογη, από φιλολογική άποψη, επιστολή προς την Ειρήνη την Αθηναία για την αναστύλωση των αγίων Εικόνων.
Η επίδραση της μεταρρύθμισης του αγίου Θεοδώρου Στουδίτη, υπήρξε σημαντική στην Κωνσταντινούπολη, όπως και στην επαρχία, την υιοθέτησαν δε και όλα τα σλαβικά, κυρίως ρωσικά μοναστήρια που ιδρύθηκαν λίγο αργότερα.
Β´ Μετά την Εικονομαχία, την περίοδο από τον 10ο αιώνα και εξής, ιδρύθηκαν και οργανώθηκαν τα πιο περίφημα μοναστήρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Παύλος ο Νέος, γιος ενός κόμητα του στόλου, οργανώνει μια μοναστική κοινότητα στο όρος Λάτρος της Μ. Ασίας, χάρη στις δωρεές του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Την ίδια περίοδο η Χερσόνησος του Άθω —ως τότε και λόγω της γεωγραφικής της θέσης ήταν καταφύγιο απομονωμένων ασκητών και αναχωρητών— υπό την επίδραση των μελών πλούσιων οικογενειών της Πρωτεύουσας, που είχαν αποτραβηχτεί εκεί και χάρη στις αυτοκρατορικές δωρεές, αρχίζει να βλέπει μεγάλα κοινοβιακά μοναστήρια —Άγιος Αθανάσιος ιδρυτής της Λαύρας με ογδόντα τότε μοναχούς— τα οποία απορρόφησαν τα προηγούμενα μικρά ιδρύματα. Πριν από το τέλος του αιώνα, το κοινοβιακό σύστημα γίνεται η κυρίαρχη μορφή του μοναχισμού και εάν κάποιοι ασκητές εξακολουθούσαν να αναζητούν τη μοναξιά στα πιο έρημα μέρη του Άθω, οι αυτόνομες αναχωρητικές ομάδες σχεδόν εξαφανίστηκαν. Γεωργιανοί, Ρώσοι, Βούλγαροι και Σέρβοι αργότερα δημιούργησαν εκεί μοναστήρια, που χάρισαν στο Αγιώνυμον Όρος το διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο διατήρησε έκτοτε. Στον Άθω καταδεικνύεται απαρασάλευτα ο πνευματικός ρόλος του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Οι μοναχοί εκπολιτιστές των Σλαβικών λαών ήσαν συγχρόνως και εκπολιτιστές ολόκληρης της Ευρώπης. Αντίδωρο των σλαβικών λαών προς τον ελληνόφωνο μοναχισμό και το Άγιον Όρος είναι η ίδρυση των ιερών σκηνωμάτων επανδρωμένων από αδελφούς ομόδοξους Σλάβους.
Παράλληλα όμως με τον ακμάζοντα μοναχισμό στο Περιβόλι της Παναγίας πρέπει να μνημονεύσουμε το λαμπρό μοναστήρι των Μαγγάνων στην Βασιλεύουσα, πλουσιοπάροχα προικισμένο από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, τη Μονή της Χίου, την οποία έκτισε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, τα ιδρύματα του Μιχαήλ Ατταλειάτη, κριτή του Βήλου και του Ιπποδρόμου, υψηλού λειτουργού στην Κωνσταντινούπολη και στη Θράκη, το μοναστήρι του Γρηγορίου Πακουριανού, τα μοναστήρια του Αλεξίου Κομνηνού, το πιο φημισμένο από τα οποία είναι το Μοναστήρι της Πάτμου, το Μοναστήρι του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, που αναγέρθηκε από τον Ιωάννη Κομνηνό, με τις τρεις Εκκλησίες του και το χειρουργικό νοσοκομείο του, από τα καλύτερα και πληρέστερα της εποχής, το μοναστήρι της Κοσμοσώτειρας, στο Στόμιο του Έβρου, τον Άγιο Μάμαντα στην Κωνσταντινούπολη και αναρίθμητα άλλα, που δεν μπορούν να αναφερθούν εδώ. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν η λεηλατήθηκαν αγρίως από τους Σταυροφόρους, κυρίως κατά τη Δ´ Σταυροφορία και οι θησαυροί των βρίσκονται σε όλα τα Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές του κόσμου5.
Όσες από τις μοναστικές κοινότητες έμειναν όρθιες, μετά τη λαίλαπα των Λατίνων συνέχισαν τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, που υπήρχε πάντοτε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που διατυπώθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και η οποία βιώθηκε από τους μαθητές του6, συνετέλεσε την κραταίωση του ευσεβούς γένους μας. Η ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πέρασε στον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, δια του Ιωσήφ Βρυεννίου. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος έζησε στο χρονικό διάστημα μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Έτσι εξηγείται η ταυτότητα της Θεολογίας τους. Αν αναλογιστεί κανείς ότι και ο πρώτος Πατριάρχης του Γένους μας μετά την Άλωση, ο Γεννάδιος Σχολάριος, ήταν μαθητής του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, αντιλαμβάνεται αυτή τη συνέχεια.
Παρά τις αστοχίες και τα λάθη, που έγιναν και κατά τη βυζαντινή περίοδο και την Τουρκοκρατία, το γένος των Ορθοδόξων είχε ορθό προσανατολισμό, από τους φωτισμένους Ιεράρχες–Γέροντες μέχρι τα απομακρυσμένα ασκητήρια, στο ορθόδοξο ήθος, την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Οι μοναχοί–πατέρες μέσα από την ταπείνωση, την υπακοή, το εκκλησιαστικό φρόνημα, τη νοερά προσευχή, την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νου «διαφύλαξαν την καλήν της πίστεως κληρονομίαν, ομολογούντες ψυχή τε και σώματι μετά παρρησίας ως οι πατέρες ημών εδίδαξαν» (Μαξ. Ομολογητής). Οι ενέργειες των Μοναχών και Μοναζουσών, αποδεικνύουν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι ουτοπία, αλλά Οδός Αληθείας, διαθέτουσα την πιο ριζοσπαστική λύση για όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Αγωνιά για την υπέρβαση των πολλαπλών σύγχρονων διασπάσεων του χριστιανικού κόσμου. Αποχωρίζονται οι μοναχοί από τον κόσμο για να τον οδηγήσουν, μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή στον Σωτήρα Χριστό, στην κοινωνία με τον αληθινό Θεό.
Ο κόσμος τρέχει στα μοναστήρια γιατί συναντάει τη γνησιότητα της χριστιανικής ζωής. Οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, οι αναζητούντες την Αλήθεια, επισκέπτονται Ησυχαστήρια και Μονές, γιατί εκεί βρίσκουν την αποστολική, αγνή, ευαγγελική Πολιτεία. Αποτελούν μια αξιόπιστη μαρτυρία για την υπέρβαση της σύγχρονης πνευματικής κρίσεως, η οποία απειλεί τη συνοχή της πνευματικής κληρονομιάς της Ευρωπης7.
Οι μοναχοί συνδεδεμένοι όχι μόνο με τη θρησκευτική αλλά και την κοσμική–κλασική παιδεία, έδωσαν ουσιαστική ώθηση στη διαμόρφωση της ποίησης, της αρχιτεκτονικής, της αγιογραφίας, της μικρογραφίας των χειρογράφων, στην παραγωγή εκδόσεων της Βίβλου και στην τέχνη την αφιερωμένη στη Θεομήτορα. Μέσα από τις μοναστικές σχολές ολόκληρη αυτή η παράδοση ξεπέρασε τα όρια της αμιγώς θρησκευτικής σφαίρας έκφρασης και επηρέασε όλη την ευρωπαϊκή τέχνη.
Η ευρωπαϊκή παράδοση, θεμελιωμένη στις βάσεις της χριστιανικής πίστεως, την Ενσάρκωση και την Ανάσταση, αντιμετώπισε τον άνθρωπο ως κάτοχο των δώρων της ελευθερίας και της αγάπης. Ο χριστιανικός αυτός ορίζοντας υπογραμμίζει τη μακραίωνη εξέλιξη της παιδείας στην Ευρώπη. Και ας προσπαθούν ανιστόρητοι και εμπαθείς ηγετίσκοι της Ευρώπης να την αποχριστιανίσουν και να κατεβάσουν τα ιερά σύμβολά της. Το φως γνωρίζει περισσότερους πειρασμούς από το σκοτάδι. Οι αιώνες έχουν δώσει το θρησκευτικό τους στίγμα και μπορεί να πει κανείς ότι αυτό το κληροδότημα, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στο μοναχισμό αποτελεί τη σημαντικότερη κοινή γλώσσα της Ευρώπης και το κλειδί για μια βαθιά πνευματική μνήμη αυτής της ηπείρου.
Οι τοιχογραφικές εικόνες Μοναχών, αγίων, που θυμίζουν τους ερημίτες της Αιγύπτου και Παλαιστίνης με τα σκαμμένα από τον ήλιο και τους ανέμους πρόσωπα, στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο μακρινό Novgorod8 και σε όλη την επικράτεια της Ευρώπης, είναι έργα μοναχών αγιογράφων, που οικοδόμησαν γέφυρα ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Ρωσία–Ρουμανία–Σερβία–Βουλγαρία αλλά ακόμη και στην ευρωπαϊκή τέχνη του 20ου αιώνα. Τα λαμπρά αυτά δώρα της έλλαμψης και καρπού άσκησης, ιδιαίτερα προικισμένων αγιορειτών αγιογράφων, ακόμη και σύγχρονων, που τα έργα τους κοσμούν τώρα και το Παρεκκλήσιο της Πορταΐτισσας στην Κόκκινη Πλατεία του Αγίου Βασιλείου της Μόσχας, αποτελούν άλλο τεράστιο και πολύ ενδιαφέρον θέμα, με το οποίο θα ασχοληθούμε σε άλλη μας επιφυλλίδα.
Υποσημειώσεις
1. P.G. 25, στοιχ. 835 και εξής, 26, 1173 και εξής και Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ. Α´ και Β´, Αθήνα 1995. Βλ. Φειδά, Μοναχισμός και κόσμος, στο «Τάσεις του Ορθοδόξου Μοναχισμού», (Πρακτικά Συμποσίου), Αθήνα 1996, σελ. 39 – 50.
2. Μητροπολ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου, Ορθόδοξος Μοναχισμός, εκδ. Ι. Μ. Γεννήσεως της Θεοτόκου, εκδ. 2002, σελ. 367 και εξής.
3. Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ο.π., σελ. 35 και εξής. Την θέση αυτή είχε υποστηρίξει παλαιότερα και ο μεγάλος Πατρολόγος Καθηγητής Π. Χρήστου.
4. G. Ostrogofsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήνα 1981, τομ. Β´, σελ. 71 – 75 και P.G. 99 στιχ. 941, 1820 και 1703 – 20.
5. St. Ruucinian, A History of the Crusades, τομ. 3, 1975 και A. Guillou, La civilisation Byznatine, Paris 1974.
6. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, εκδ. 1996, και Ορθόδοξος Μοναχισμός, σελ. 412.
7. J. Lacarriere, Les Hommes Ivres de Dieu, Paris 1961.
8. V. N. Lazarev, Theophanes der Grieche und seine Schule, Munchen 1965. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ.1821-1822
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ