ΕΙΝΑΙ «ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ» Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ; - π. Σταύρου Τρικαλιώτη

 

Απάντησις εις ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης
Του
Πρεσβυτέρου π. Σταύρου Τρικαλιώτη, εφημερίου  Ι. Ν.  Αγ. Παρασκευής  Αττικής

 

   Οσα θα ακολουθήσουν, αποτελούν μια απάντηση στους σεβαστούς ιερείς της Μητροπόλεως Πρεβέζης, που έκαναν τον κόπο να μας απαντήσουν σε δικό μας κείμενο. Για να κατανοήσει κάποιος τη σύντομη απάντηση που ακολουθεί, καλό θα ήταν να έχει διαβάσει δύο κείμενα που καταχωρίσθηκαν στο διαδίκτυο με αφορμή μια πιλοτική(;) εφαρμογή – εισαγωγή λειτουργικών μεταφράσεων (αγιογραφικών περικοπών και ευχών) στα όρια της Μητροπόλεως Πρεβέζης.

  Το πρώτο κείμενο επιγράφεται: «Η ανομία των λειτουργικών μεταφράσεων και η διαστροφή της ορθοδόξου Λατρείας» του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ιωάννου Φωτοπούλου (δες διαδίκτυο: http://www.orthros.org/Greek/Keimena/K-MeletiosMetafraseis.htm), το οποίο κείμενο συνυπογράφουν δεκατρείς ιερείς, μεταξύ των οποίων κι εγώ.

  Το δεύτερο κείμενο έρχεται ως απάντηση στο παραπάνω κείμενο και τιτλοφορείται με τον ευγενικό(!) τίτλο: «Το ...πέμπτο Ευαγγέλιο...  Ο π.  Ιωάννης Φωτόπουλος και η παρέα του!» (το τελευταίο θαυμαστικό είναι δικό τους) και το υπογράφουν ογδόντα επτά ιερείς της Μητροπόλεως Πρεβέζης (δες διαδίκτυο: http:// www.enoriako.info/50 _eyaggelio p Iwannis).

  Κατ’ αρχήν το κείμενο – απάντηση των ογδόντα επτά κατά τα άλλα σεβαστών πατέρων ξεκινά με έναν ειρωνικό τίτλο!  Η ειρωνική διάθεση διήκει και όλο το κείμενο. Κατόπιν μας πληροφορούν πως ο,τι γίνεται σήμερα στην Πρέβεζα είναι «πρωτοβουλίες και ενέργειες, που δεν προέρχονται απαραιτήτως από τον αρχιερέα τους (ενν. τον Σεβασμιώτατο κ. Μελέτιο) αλλά από ιερείς, μιας περιοχής – επισκοπής, απλά και αυτονόητα».  Αν και δεν διασαφηνίζεται πλήρως η συμμετοχή η μη του οικείου ποιμενάρχου στα ενδολειτουργικά δρώμενα, πληροφορούμαστε ότι οι ιερείς της Μητροπόλεως Πρεβέζης μπορούν ελευθέρως να τελούν τα ιερά μυστήρια με μεταφράσεις δικής τους εμπνεύσεως, μια και έχουν υπερβεί τον σκόπελο των «ιερών γλωσσών» και άρα είναι ελεύθερος ο κάθε ιερέας να αποδίδει κατά το δοκούν τα προς χρήσιν λειτουργικά κείμενα, «ώστε να ξέρουν οι άνθρωποι τι λένε όταν προσεύχονται». Γιατί βλέπετε, μέχρι τώρα μιλούσαμε στους πιστούς με τη νοηματική γλώσσα των κωφών, οι οποίοι μας κοίταζαν με ανοικτό το στόμα, ενώ τώρα στην Πρέβεζα, χάρη στη λειτουργική αναγέννηση η καλύτερα ισοπέδωση, ο λαός κατανοεί πλήρως τη θεία λατρεία και δεν του ξεφεύγει το παραμικρό νόημα!

   Αλλά, αγαπητοί μου, η συμμετοχή στη θεία λατρεία είναι μόνο διανοητική κατανόηση η κάτι άλλο, το οποίο υπερβαίνει σαφώς (χωρίς βεβαίως να καταργεί) τις νοητικές ανθρώπινες λειτουργίες; Τι θέλουμε δηλαδή, έναν πιστό αμόρφωτο και απαίδευτο, που θα του δίνουμε μασημένη τροφή και αμφιβόλου ποιότητος η έναν πιστό που θα τον παροτρύνουμε να μελετά και να ενδιαφέρεται για τη λειτουργική μας γλώσσα;  Εναν πιστό που θα είναι σε θέση να αντιπαραβάλει το πρωτότυπο κείμενο με την οποιαδήποτε μετάφραση η έναν πιστό ανάπηρο διανοητικά, ο οποίος θα έχει αδρανοποιήσει τις διανοητικές του δυνατότητες;

  Οι σύγχρονοι Γέροντες (π. Πορφύριος. π.  Ιάκωβος, π. Παΐσιος), αν και οι περισσότεροι του Δημοτικού, δεν διανοήθηκαν καν τέτοιες καινοτομίες, αλλά μας δίδαξαν σεβασμό στην παράδοση και στα καθιερωμένα λειτουργικά κείμενα.  Ο π.  Ιάκωβος Τσαλίκης, λίγες ημέρες πριν κοιμηθεί, νουθετούσε πατρικά νεώτερους μοναχούς της Μονής: «Να διαβάζετε όλους τους κανόνες, να μη παραλείπετε τίποτε, όπως κάνω κι εγώ».

   Ο π. Πορφύριος, προσπαθούσε να αναπληρώνει τις όποιες ελλείψεις του με επίπονη προσπάθεια: «Διάβαζα πολύ, μου είπε μια μέρα ο Γέροντας.  Ημουν πολύ μελετηρός. Μυστικώς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, όσο μπορούσα.  Εμαθα απ’ έξω το ευαγγέλιο του Ματθαίου, του Λουκά και το μισό του  Ιωάννη.  Επίσης τους ψαλμούς. Μελετούσα τους πατέρες. Πολύ διάβαζα.  Εκανα πνευματική εργασία. Και να ξέρεις ότι εγώ γράμματα δεν ήξερα. Μόλις της Β  Δημοτικο ήμουνα». Φανταστείτε, ο Γέροντας είχε βγάλει μόνο δύο τάξεις του Δημοτικού, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Δεν υπέκυπτε στον πειρασμό των μεταφράσεων. Γιατί περί πειρασμού πρόκειται και όσο τον αφήνουμε και εκκολάπτεται, σύντομα θα δρέψουμε τους πικρούς καρπούς του.  Αλλά ας αφήσουμε τον θεοφώτιστο Γέροντα να συνεχίσει: « Οταν πρωτοπήγα στο Μοναστήρι, μου δίνουν στον εσπερινό το Ψαλτήρι να διαβάσω.  Εγώ άρχισα να συλλαβίζω: “μα-κα-ρι-ος α-νηρ”. –Καλά, μου λένε, φτάνει. Θα πάρεις το ψαλτήρι, θα το διαβάσεις καλά να το μάθεις. Θα διαβάσεις και τα συναξάρια των  Αγίων. Τίποτε άλλο. Διάβαζα, αλλά δεν καταλάβαινα. Λεξικά δεν είχα. Π.χ. δεν ήξερα ότι οίκος θα πει σπίτι.  Ετσι εύρισκα την ίδια λέξη και αλλού, αλλά από τα συμφραζόμενα εύρισκα το νόημα των λέξεων.  Απεστήθιζα κομμάτια ολόκληρα και όλη μέρα, καθώς έτρεχα στα βράχια, τα απήγγελλα δυνατά, με νόημα.  Αργότερα έπιασα την Παρακλητική, το Τριώδιο, τα Μηναία. Διάβαζα με μανία». Καθώς ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε αυτά από τη ζωή του —μας λέει ο μοναχός  Αγάπιος— «αισθανόμουν ότι τα λέει έμμεσα για να με παρακινήσει να κάνω το ίδιο, πολύ περισσότερο, που εγώ με τη βοήθεια του Θεού έμαθα και πέντε γράμματα, δεν ήμουν αγράμματος» (Γέροντος Πορφυρίου  Ιερομονάχου,  Ανθολόγιο Συμβουλών, σ. 137, 138, εκδ.  Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι  Αττικς, 2002).

   Εμες ας κρατήσουμε ότι ο Γέροντας διάβαζε «με μανία» τα λειτουργικά κείμενα, στην παγιωμένη τους γλωσσική μορφή, την  Αρχαία  Ελληνική γλώσσα. Οι σεβαστοί Πρεβεζάνοι ιερείς μας κατηγορούν δήθεν για υιοθέτηση απόψεων περί «ιερών γλωσσών», «γλωσσαμυντορισμό» και «μονογλωσσομανία». Κι εμείς τους απαντάμε: μακάρι να είχαμε το 1% της μέχρι μανίας αγάπης, που είχε ο Γέροντας Πορφύριος για τα λειτουργικά μας κείμενα. Δεν είμαστε προσκολλημένοι στους τύπους, όπως μας χαρακτηρίζουν κι ούτε έχουμε λιγότερο ενδιαφέρον για το λαό μας, τουλάχιστον όχι λιγότερο από αυτούς. Θέλουμε όμως ο λαός μας να έχει αυτήν την «ευλογημένη μανία», που είχε κι ο Γέροντας Πορφύριος, μια μανία, που σε κάνει να ξεπεράσεις τα όποια εμπόδια και ψευδοπροβλήματα, ακόμα και να μάθεις αρχαία.

   Ο π. Παΐσιος σε κάποια ερώτηση, που του έκαναν, καυτηρίαζε μερικές μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης, που περιείχαν μεταφραστικές υπερβολές, πολύ περισσότερο δεν το συζητούσε καν να εισαχθούν τέτοιες απόπειρες για λειτουργική χρήση: «Βλέπω μια γλώσσα, που γράφουν μερικοί! Διάβαζα σε μία μετάφραση της Καινής Διαθήκης: “ Από την Αίγυπτο κάλεσα τον γιο μου”. Δεν ταιριάζει, βρε παιδί! Δεν ξεχωρίζει το ιερό από το ανίερο! Γράφουν έτσι, δήθεν για να είναι όλα ίδια, να υπάρχη ομοιομορφία στην γλώσσα. Ποιός, ακόμη και από το πιο τελευταίο χωριό, δεν θα καταλάβαινε, αν έγραφε “τον υιόν μου”;  Ακουσα μια φορά στο  Αγιον  Ορος σε μια ανάγνωση: “Το ψωμί και το κρασί, που κάνουν την Μεταλαβιά”. Δεν ταιριάζει,· πως να το κάνουμε; Ποιός δεν ξέρει τι θα πη “άρτος” και “οίνος”»;

  Τώρα μπορεί να καταλάβει κανείς την αγανάκτηση των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής  Αθηνν στις αρχές του εικοστού αιώνα και τα λεγόμενα Ευαγγελι(α)κα, που ακολούθησαν (1901) —δεν εγκρίνουμε ασφαλώς τις βιαιότητες στις οποίες προέβησαν— διαβάζοντας το παραπάνω χωρίο στην «περίφημη» μετάφραση του  Αλέξανδρου Πάλλη: «κι έφυγε στην Αίγυφτο(!), κι  μεινε εκεί ως το θάνατο του  Ηρώδη, για να αληθέψει (!) ο, τι είπε ο Κύριος μέσο (!) του Προφήτη, που λέει  Από την Αίγυφτο έκραξα(!) το γιο μου» ( Τα θαυμαστικά και τα έντονα γράμματα δικά μας. Βλ. « Η Νέα Διαθήκη», σε μετάφραση  Αλεξάνδρου Πάλλη,  Εταιρεία  Ελληνικο Βιβλίου, σελ. 9,  Αθήνα 1982). Είναι αξιομνημόνευτος ο χαρακτηρισμός, που δίνει στη μετάφραση του Πάλλη η εφημερίδα « Ακρόπολις» του δημοτικιστή Βλάσση Γαβριηλίδη: «χαρακτηρίζεται “από θεοειδή πραότητα και γλυκύτητα και αρμονικότητα”(!)» (« Ακρόπολις»,κύριο άρθρο, 9-9-1901).

   Ανάλογες εκφράσεις μπορεί να συναντήσει κάποιος σε Λειτουργικό στη Δημοτική, που χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό οι ιερείς της Πρέβεζας.  Αντιγράφω δια του λόγου το αληθές:

  Καταρχήν, ως προς το πρώτο θέμα που θίγει ο π. Βασίλειος («Το κλίμα της ενορίας») θα συμφωνήσω απόλυτα.  Οχι μόνον οι νέοι, αλλά και τα παιδιά πολλές φορές θεωρούνται κάτι απόβλητο από το ευχαριστιακό σώμα. Είτε πολλές φορές (τα παιδιά) παραπέμπονται από ορισμένους ιερείς να εκκλησιάζονται μόνο τα Σάββατα (λόγω προφανώς του θορύβου, που προκαλούν) και αποκλείονται έτσι από την κατ’ εξοχήν ευχαριστιακή σύναξη της Κυριακής, είτε κι όταν εκκλησιάζονται, τα θεωρούμε πολλοί «αναγκαίο κακό» και τα στηλιτεύομε «ευκαίρως ακαίρως», η στην χειρότερη περίπτωση τα διοχετεύουμε σε υπόγειους χώρους «εκόντα άκοντα» μαζί με τους γονείς τους, για να μη ενοχλούν το υπόλοιπο σώμα. Πως, όμως, συγκροτείται με αυτές τις νεωτερικές μεθόδους το ευχαριστιακό σώμα σε κοινωνία αγάπης, όταν ένα μέρος της λατρεύουσας εκκλησιαστικής κοινότητας «αποκόπτεται βιαίως» και βάλλεται σε αποστειρωμένους ηχητικά χώρους;

   Ανάλογη συμπεριφορά αντιμετωπίζουν από μερικούς εκκλησιαζομένους και οι νέοι, οι οποίοι μπορεί να μη «εκβάλλονται εις τον λειτουργικό Καιάδα», αλλά νιώθουν αφιλόξενα, όταν τα μάτια των μεγαλυτέρων στην ηλικία τους περιεργάζονται ως κάτι το αξιοπερίεργο, εστιάζοντας τις περισσότερες φορές την προσοχή τους στο ντύσιμό τους η στην κόμη τους.  Αν τύχει μάλιστα και βρουν κάποιο κάθισμα, μια και προσέρχονται στην θεία Λειτουργία κάπως αργά, σίγουρα δεν θα το έχουν για πολύ, διότι κάποιος μεγαλύτερος θα το διεκδικήσει με πολλές φορές «άκομψο και απολυταρχικό τρόπο» δικαιωματικά.  Επομένως, η στάση των μεγαλυτέρων νομίζω ότι είναι καταλυτική στην προσέλευση και κυρίως στην παραμονή των νέων στην  Εκκλησία.

  Τώρα ως προς το «πρόβλημα της γλώσσας, νομίζω ότι ο π. Βασίλειος έχει επηρεασθεί από τις διάφορες φωνές, που κατά καιρούς ακούγονται σε διάφορα συνέδρια από ορθοδόξους ομιλητές και από ανάλογες απόψεις, που κατά καιρούς κυκλοφορούν στον έντυπο λόγο. Οι απόψεις αυτές ως επί το πλείστον αποτελούν «μετακένωση» (δηλ. μεταφορά) ιδεών ετεροδόξων κέντρων της Ευρώπης και της  Αμερικς. Το επιχείρημα σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ευλογοφανές: «αναρωτιέμαι γιατί η λατρεία της  Εκκλησίας μπορεί να τελείται σε όλες τις γλώσσες και διαλέκτους του κόσμου, εκτός από τη γλώσσα, που μιλούν οι σύγχρονοι  Ελληνες;» (π. Βασίλειος). Μα, αγαπητέ μου π. Βασίλειε, όταν ομιλούμε για τη γλώσσα της λατρείας μας η για τη γλώσσα των βιβλικών κειμένων, που χρησιμοποιεί, η οποία δεν γίνεται «απόλυτα κατανοητή», κατά την έκφραση μετακενωτή (δηλ. μεταφορέα) ξένων ιδεών, δεν ομιλούμε για μια γλώσσα ξένη, αλλά για την ίδια γλώσσα, με ορισμένες διαφορές και τροποποιήσεις, που υπέστη στη μακραίωνη εξέλιξή της.  Ενας μάλιστα διαπρεπής ξένος φιλόλογος μελετητής —και τονίζω ιδιαιτέρως το ξένος φιλόλογος— μας επισημαίνει «γλωσσικές αλήθειες» που καλό θα ήταν να τις λάβουμε σοβαρά υπ  ψη μας:

  « Από τότε [7ο π. Χ. αιώνα] η ελληνική γλώσσα αποκτά μια συνεχή παράδοση, που φθάνει ως την εποχή μας. Υπήρχαν βέβαια αλλαγές, αλλά δεν δημιουργήθηκε κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, όπως έγινε ανάμεσα στα λατινικά και τις ρωμανικές γλώσσες (δηλ. τις γλώσσες, που προέρχονται από τη δημώδη Λατινική, όπως λ.χ. η Γαλλική, η  Ιταλική, η Ισπανική, η Πορτογαλική, η Ρουμανική και άλλες ). Τα  Αρχαα  Ελληνικά δεν αποτελούν ξένη γλώσσα για τον σημερινό  Ελληνα, όπως συμβαίνει με τα  Αγγλοσαξωνικά για τον σύγχρονο  Αγγλο [...]  Η συνέχεια του γλωσσολογικού της αποθέματος [της  Ελληνικς] είναι εντυπωσιακή [...]. Και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολλές ανακατατάξεις των μορφολογικών σχημάτων, υπήρξε και μεγάλη συνοχή· έτσι τα  Ελληνικά αποτελούν, ακόμα και σήμερα, αρκετά εμφανώς, έναν αρχαϊκό ινδοευρωπαϊκό τύπο γλώσσας, όπως τα Λατινικά η τα Ρωσικά» (Robert Browning:  Ελληνική γλώσσα, Μεσαιωνική και Νέα).

  Οι ξένοι λαοί δεν είχαν τα κείμενα αυτά ως κληρονομιά από την μητέρα τους γλώσσα, όπως εμείς από την  Αρχαία  Ελληνική, αλλά μετέφρασαν στη γλώσσα τους ο,τι παρέλαβαν από εμάς (Καινή Διαθήκη, Λειτουργικά Βυζαντινά κείμενα και  Υμνολογία).  Αν συμβιβαστούμε με αυτή τη λογική της κατεδαφίσεως των πάντων, γιατί να μη γκρεμίσουμε και την  Ακρόπολη, μια και δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αρχιτεκτονικές προτιμήσεις μας;  Ομως την  Ακρόπολη τη σεβόμαστε ως πολιτιστικό μνημείο αξεπέραστου κάλλους. Το ίδιο σεβασμό δεν πρέπει να δείξουμε και στην γλωσσική μας κληρονομιά, μέρος της οποίας αποτελούν και τα εν χρήσει λειτουργικά μας κείμενα (συμπεριλαμβανομένης και της Βίβλου); Το παιδί του Δημοτικού η του Γυμνασίου αν δεν μάθει ορισμένα πράγματα από το σχολείο του, δεν θα μπορέσει «να κατανοήσει απόλυτα» τι σημαίνει  Ακρόπολη, πως εντάσσεται ιστορικά στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και τι συμβολίζει διαχρονικά για εμάς τους νεοέλληνες. Το παιδί και ο έφηβος, αν δεν λάβουν την κατάλληλη γλωσσική παιδεία, πως θα μπορέσουν να κατανοήσουν τα λειτουργικά δρώμενα, τα οποία απαιτούν και την ανάλογη γλωσσική προσπέλαση;

  Θεωρώ ότι το επιχείρημα του «φραγμού της γλώσσας» είναι ψευδοεπιχείρημα. Το πρόβλημα έγκειται σε μια ραθυμία, που παρατηρείται σε μεγάλη μερίδα της νεοελληνικής κοινωνίας, που τα θέλει όλα στο χέρι και ακόπως.  Η νοοτροπία του καναπέ, όπου καθόμαστε στην τηλεόραση αναπαυτικά και βλέπουμε προγράμματα, που μας ευχαριστούν και μάλιστα ακόπως, πατώντας ένα κουμπί η κάνοντας «περιήγηση» στη λίστα των προσφερομένων τηλεοπτικών διαύλων, έχει περάσει δυστυχώς σε μέρος της κοινωνίας μας. Κύριο μέλημα της  Εκκλησίας σήμερα για την υπέρβαση «του προβλήματος της γλώσσας» —για όσους αποτελεί πρόβλημα— θα πρέπει να είναι η Λειτουργική Κατήχηση κληρικών και λαϊκών με την παροχή όχι μόνο στείρων μεταφράσεων, αλλά και της πατερικής ερμηνείας και διδαχής.

   Εμες οι κληρικοί θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως την ορθοφωνία μας χωρίς να γίνουμε βέβαια από κληρικοί ηθοποιοί— γιατί η μεταφορά του λόγου της λατρείας θα πρέπει να φτάνει στον πιστό χωρίς παράσιτα και αλλοιώσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους αγαπητούς ιεροψάλτες μας, οι οποίοι μερικές φορές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην άρτια εκτέλεση ενός λειτουργικού ύμνου, χωρίς την παράλληλη επιμέλεια στην ορθοφωνία.  Ιδίως η ανάγνωση των κανόνων στον όρθρο δεν πρέπει να γίνεται επί τροχάδην, μόνο και μόνο για να γίνει, αλλά σωστά και κατανοητά, ακολουθώντας την παράδοση του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.  Ο μακαριστός π. Πορφύριος συνήθιζε, όταν του επιτρεπόταν, να επισκέπτεται γυναικεία Μοναστήρια, όπου οι μοναχές απέδιδαν πολύ όμορφα τα κείμενα του όρθρου και του  Εσπερινο. Κυρίως να αποκτήσουμε πραγματική αγάπη για τον Χριστό, θείο έρωτα όπως τόνιζε ο μακαριστός Γέροντας.  Ερωτα, που θα μας κάνει να ξεπεράσουμε τα όποια εμπόδια και φραγμούς, είτε γλωσσολογικούς είτε προέρχονται από τα πάθη και την εγωκεντρική μας στάση είτε από άλλους παράγοντες, που δηλητηριάζουν τη σχέση μας με τον Θεό.

   Η νηπτική εργασία είναι απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής στη λατρεία, τόσο των μεγάλων όσο και των μικροτέρων.  Ιδίως οι μεγαλύτεροι και πρωτίστως οι κληρικοί οφείλουν να καταστούν προσευχόμενες αναμμένες λαμπάδες, οι οποίες θα εκπέμπουν το φως του Χριστού, που θα ζεσταίνει τις ψυχές των πιστών.  Εχουμε ανάγκη αληθινών προτύπων και αγίων κληρικών και λαϊκών και όχι εισαγωγή μεταφράσεων στη λατρεία μας.

   Ο Γέροντας Πορφύριος μας δίνει το κλειδί για την υπέρβαση των οποιοδήποτε προβλημάτων μας: « Η ψυχή, που είναι ερωτευμένη με τον Χριστό, είναι πάντα χαρούμενη και ευτυχισμένη, όσους κόπους και θυσίες κι αν κοστίσει αυτό» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, «Βίος και Λόγοι», σελ. 232, εκδ. Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2006).  Ο ίδιος —όπως είδαμε— αν και αγράμματος κατά κόσμον, διδακτός όμως παρά Θεού), ξεπέρασε τους όποιους γλωσσικούς φραγμούς, διότι «ηγάπησε πολύ». Μήπως η μεμψιμοιρία μας δείχνει μια πνευματική χαλάρωση; Μήπως μεριμνάμε και πολυπραγμονούμε γύρω από πολλά, ενώ «Ενός εστί χρεία»; Μήπως χρειάζεται να αποκτήσουμε θεϊκή τρέλα —όπως κι ο Γέροντας Πορφύριος—, να βγούμε από τα στενά όρια του εγωκεντρισμού μας και των όποιων εκκοσμικευμένων προκαταλήψεών μας;

   Εδ αξίζει να αναφέρουμε το πρωτοφανές εγχείρημα του Γέροντος  Εφραίμ του Φιλοθεΐτη στην  Αμερική, «ο οποίος ίδρυσε δεκαεννέα ανδρώες και γυναικείες μονές, που βρίσκονται σε μεγάλη άνθιση εξ απόψεως κτιριακού οργασμού ανοικοδόμησης, αλλά και προσέλευσης νέων να εγκαταβιώσουν σ  ατές. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα μοναστήρια του π.  Εφραίμ είναι η κυρία πηγή ευαγγελισμού στην  Ορθοδοξία χιλιάδων ανθρώπων, που δεν ξέρουν καθόλου ελληνικά, παρόλον ότι όλες οι ακολουθίες τελούνται αποκλειστικώς στα ελληνικά (ενν. τα αρχαία).  Ας σημειωθεί ότι οι πλείστοι μοναχοί και μοναχές είναι  Αμερικανοί προσήλυτοι (μη ελληνόφωνοι) στην  Ορθοδοξία η ομογενείς, που αγνοούσαν η το πολύ ψέλλιζαν τη γλώσσα μας» (πηγή: διαδίκτυο, http://www.zoiforos.gr, άρθρο: Οι Μονές του π.  Εφραίμ και η γλώσσα της λατρείας, ανατύπωση από το περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Τεύχος 89, Φθινόπωρο 2009).

  Προσωπικώς ντρέπομαι, που στην  Αμερική μας έχουν βάλει τα γυαλιά και εμείς στην  Ορθόδοξη  Ελλάδα θέλουμε να βγάλουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια!  Επιτέλους, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί.  Η λατρεία μας δεν είναι γραμμένη στην ομηρική διάλεκτο για να ισχυριζόμαστε ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν.  Η μόνη δυσκολία, που μπορεί να αντιμετωπίσει ο πιστός ως κατανόηση στη λατρεία είναι τα αποστολικά αναγνώσματα, τα οποία έχουν πυκνά νοήματα και κάπως δύσκολη γλώσσα και χρήζουν αναλυτικής ερμηνείας και όχι ρηχής μετάφρασης.  Η λύση όμως δεν είναι κι εδώ η εισαγωγή μεταφράσεων, οι οποίες μόνο μέρος του νοήματος μπορούν να αποδώσουν.  Η κατ’ ιδίαν μελέτη των πιστών από ορθόδοξα εγχειρίδια και πατερικά ερμηνευτικά έργα αποτελεί τη μόνη σίγουρη και ασφαλή οδό.

  Προσωπικώς, βλέποντας αυτήν την ανάγκη της κατ  δίαν μελέτης κειμένων της λατρείας μας, συνέγραψα πόνημα με τίτλο: «Τα  Ενδεκα  Εωθινά Ευαγγέλια», όπου βρίσκει κανείς μια πατερική προσέγγιση των αναστασίμων ευαγγελικών διηγήσεων ( Αθήνα, 1997, τ. Α , εκδ. Τήνος). Στο πόνημα αυτό δίνονται μεταφρασμένα τα ευαγγελικά κείμενα των  Εωθινν Ευαγγελίων, καθώς και η λεπτομερής ερμηνεία τους από τους Πατέρες της  Εκκλησίας μας και τους  Εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Δόξα τω Θεώ έχουν εκδοθεί στη γλώσσα μας αρκετά λειτουργικά βοηθήματα, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τους πιστούς για μια περαιτέρω εμβάθυνση στα λειτουργικά μας κείμενα.

  Στην δύσκολη περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου πράγματι ο λαός μας λόγω των ιστορικών συνθηκών αντιμετώπιζε δυσκολίες στη μόρφωση, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός δεν πρότεινε να εισαχθούν στη λατρεία μας μεταφρασμένα κείμενα —ούτε και η  Εκκλησία μας έπραξε κάτι τέτοιο— αλλά παρότρυνε τους γονείς να ιδρύουν σχολεία ελληνικά, όπου τα ελληνόπουλα θα μάθαιναν την αρχαία ελληνική γλώσσα: «Και αν δεν εμάθατε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η  Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν και αν δεν σπουδάζης εις το ελληνικόν αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα, όπου ομολογεί η  Εκκλησία μας» (Διδαχή Β , 208,  Ιω. Μενούνου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, σελ. 209,  Αθήνα, εκδ. Τήνος).

  Βλέπουμε ότι ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλος δεν παρέβλεπε το πρόβλημα, πρότεινε λύσεις.  Εξηγοσε με υπομονή στους ανθρώπους και μάλιστα στην απλή Δημοτική της εποχής. Το κήρυγμα στους ναούς μας έχει επικρατήσει να γίνεται στη δημοτική, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Στο κήρυγμα, λοιπόν, έχει την ευκαιρία ο κήρυκας να διασαφηνίσει ορισμένα «δυσνόητα» σημεία των ευαγγελικών και αποστολικών κυρίως αναγνωσμάτων.

  Τα υπόλοιπα κείμενα της Θείας Λειτουργίας, καθώς και των άλλων  Ιερν  Ακολουθιν, νομίζω, ότι ο περισσότερος κόσμος, που εκκλησιάζεται, τα κατανοεί επαρκώς. Και στο κάτω κάτω, αν μας ξεφύγει κάποια λέξη η κάποιο νόημα, δεν είναι αμαρτία προς θάνατον, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μας φιλόλογοι.  Ακόμα και φιλολόγους να ρωτήσεις για ορισμένα «δύσκολα» γλωσσικά της λατρείας μας κι αυτοί θα τα αγνοούν.  Οποιος θέλει μπορεί, όπως είπαμε, με την φιλομάθειά του να καλύψει τις όποιες ελλείψεις.

   Ενθυμομαι, όταν ήμουν έφηβος, είχα δει στην κρατική τότε τηλεόραση ένα ενημερωτικό πρόγραμμα, στο οποίο παρουσιαζόταν κάποιος  Ελληνας βοσκός και ο οποίος, όπως του είχαν πει οι γιατροί, σε λίγο καιρό θα έχανε το φως του λόγω κάποιας ανίατης οφθαλμολογικής παθήσεως.  Εκενος, λοιπόν, όντας πιστός χριστιανός, προτού χάσει το φως του, κάθισε και έμαθε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη απ’ έξω και μάλιστα από το πρωτότυπο. Την έμαθε μάλιστα τόσο καλά, που αν τον ρωτούσες κάποιο κεφάλαιο και τον ανάλογο στίχο, θα στο έλεγε επακριβώς. Πραγματικά, αυτή η ιστορία χαράχθηκε βαθιά στη μνήμη μου και με δίδαξε ότι αν ο άνθρωπος έχει θέληση, μπορεί με τη βοήθεια του Θεού να υπερβεί κάθε δυσκολία.

   Αν τα παιδιά μας σήμερα θεωρούνται ικανά να μάθουν υποχρεωτικά κι από το Δημοτικό μάλιστα δύο ξένες γλώσσες, γιατί να μη μπορούν να μάθουν τα  Αρχαα  Ελληνικά, που είναι και η γλωσσική μήτρα της νεοελληνικής μας γλώσσας;

  Μεγάλοι γλωσσολόγοι και λογοτέχνες τονίζουν τη διαχρονικότητα και την αδιάσπαστη ενότητα της ελληνικής γλώσσας.  Ο  Οδυσσέας Ελύτης τονίζει: « Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία γλώσσα, η ελληνική, όπως εξελίχθηκε από την  Αρχαία, που έφτασε να είναι το μεγάλο καμάρι μας και το μεγάλο μας στήριγμα».  Ο ίδιος αναδείχθηκε τεχνίτης του λόγου εμπνεόμενος κι έχοντας ως πηγές τα αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα.  Ο  Ελύτης, επίσης, παραλαμβάνοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική  Ακαδημία, είπε τα εξής αποκαλυπτικά: «Μου δόθηκε να γράφω σε μία γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ  λα αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια, χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές». Πως, λοιπόν, αυτή τη γλώσσα θέλουμε να τη διασπάσουμε και να στερήσουμε από τα ελληνόπουλα να έρχονται σε επαφή με γλωσσικό θησαυρό αιώνων που βρίσκεται στη λειτουργική μας γλώσσα;

   Ακόμα και ο ακραίος δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης δεν διστάζει να ομολογήσει: «Πρέπει να σπουδάσουμε καλύτερα την αρχαία για να καταλάβουμε την ιστορική αξία της δημοτικής» («Το ταξίδι μου»). Τα ελληνόπουλα δεν μπορούν να διδαχθούν τη νεοελληνική γλώσσα ερήμην της αρχαίας.

  Τελευταία ακούγοντα ανησυχητικές φωνές για την μη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο, διότι δήθεν τα παιδιά οδηγούνται σε μια «γλωσσική Βαβέλ». Σε συνάντηση που είχε πρόσφατα ο νυν πρωθυπουργός με τον κ.  Εμμανουήλ Κριαρά, στο τέλος ο τελευταίος είπε στους δημοσιογράφους: «Συζητήσαμε το θέμα που με απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια. Το θέμα της Παιδείας και της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το Γυμνάσιο. Θεωρώ εγκληματικό να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά από το Γυμνάσιο(!). Πρέπει να μείνουν μόνο στο Λύκειο. Μόνο αφού βασικά κατακτήσει ο μαθητής τη γλώσσα του (και ξέρουμε σε τι κατάσταση γλωσσικώς έρχεται σήμερα ο μαθητής στο Γυμνάσιο), μόνο τότε θα μπορέσει κάτι να κερδίσει από τη γνωριμία του με την αρχαία γλώσσα. Διαφορετικά, βαδίζουμε νομίζω σε γλωσσική Βαβέλ» ( Εφημ. «Το Βήμα, Τρίτη 27  Οκτωβρίου 2009). Μα κ. Κριαρά, δεν διδαχθήκατε από τα παραπάνω λόγια του ομογάλακτού σας μακαρίτη Γιάννη Ψυχάρη; Κι αν σήμερα μας κάνετε τη χάρη και μας αφήνετε τα  Αρχαα μόνο στο Λύκειο, αύριο θα προτείνετε να καταργηθούν κι από εκεί.  Ας ευχηθούμε ο κ. Πρωθυπουργός να μη ακούσει τις εισηγήσεις του κ. καθηγητή, γιατί διαφορετικά η  Εκκλησία θα πρέπει να αναλάβει οπωσδήποτε σταυροφορία επαναφοράς των  Αρχαίων στο Γυμνάσιο.

  Κι εμείς τι κάνουμε; Με τις απόψεις μας περί εισαγωγής της Δημοτικής για λειτουργική χρήση στρώνουμε το χαλί στους γλωσσικούς μας αναμορφωτές, οι οποίοι συν τοις άλλοις εμφορούνται κι από ένα αντιεκκλησιαστικό μένος, εν πολλοίς αδικαιολόγητο και δογματικό. Σε όλους αυτούς απαντούμε με τα όσα διδακτικά έγραψε ο κ. Σαράντος Καργάκος: «Πρέπει να σοβαρευτούμε κάποτε.  Ολοι οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες, για να μορφώσουν τη σκέψη και να οξύνουν την πολιτική τους ευαισθησία, μελετούν αρχαίους  ΕλληνεςΟ Μαρξ κι ο  Ενγκελς οφείλουν πολλά στην αρχαιομάθειά τους.  Οποιος απλώς ξεφυλλίσει τα έργα τους, βλέπει παντού σαν λουλούδι να φυτρώνει η ελληνική λέξη η φράση.  Ο Λένιν τελείωσε το γυμνάσιο με άριστα στα  Ελληνικά. Σήμερα σε μια βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης δείχνουν με περηφάνεια τα 12 αρχαία βιβλία, που “καταβρόχθισε” μέσα σε δύο μήνες και γέμισε τα περιθώρια με σημειώσεις ο Βλαδίμηρος  Ιλιτς. Πως αλλιώς θα γινόταν ένας Λένιν;  Ο Μαρξ είχε καταλάβει πρώτος την αξία του αρχαίου πνεύματος κι είναι χαρακτηριστικό αυτό που μας παραδίδει ένας, που τον γνώρισε καλά, ο Μέριγκ: “ Ο Μαρξ παρέμενε πάντα προσηλωμένος στους αρχαίους  Ελληνες και ήταν έτοιμος να διώξει με το μαστίγιο από τον ναό του πολιτισμού κάθε άθλια ύπαρξη, που ήθελε να στρέψει τους εργάτες ενάντια στην αρχαία κληρονομιά”».

  Γι  ατό κι ο κ. Καργάκος καταλήγει με ιερή θα λέγαμε οργή: «Φαντάζεται, λοιπόν, κανείς πόσο χρήσιμος θα ήταν σήμερα ένας Μαρξ (αν μάλιστα κρατούσε και μαστίγιο), όταν η έξωση των  Αρχαίων  Ελληνικν θεωρείται προοδευτική πράξη! Είναι καιρός, που φωνάζω τώρα πως μια τέτοια πράξη είναι πέρα – για πέρα αντιδραστική και συνακόλουθα ανθελληνική» (ΑΛΑΛΙΑ, ήτοι το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα, σελ. 72, 73, εκδ. GUTENBERG). Τα παραπάνω ας προβληματίσουν τους σύγχρονους αριστερούς γλωσσικούς μας αναμορφωτές και όσους εν αγνοία τους τους ακολουθούν.

   Ο George Orwell έχει γράψει: « Οποιοσδήποτε ελέγχει τη γλώσσα ενός ανθρώπου, ελέγχει και τις σκέψεις του. Κι αυτό έγινε δυστυχώς επί Κομμουνισμού στη Ρωσία: “ Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι κομμουνιστές του, οι οποίοι το 1917 εξουσίαζαν τη Ρωσία, κατανόησαν πολύ καλά τον παραπάνω Νόμο.  Αντελήφθησαν ότι εάν ήθελαν να κυβερνήσουν στη Ρωσία σοβαρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα έπρεπε να ελέγξουν τη σκέψη του Ρωσικού λαού. Και για να το κάνουν αυτό, έπρεπε να αφαιρέσουν από τη συνείδηση του λαού τη ρωσική γλώσσα, ο οποία από τη φύση της και μόνο, είναι μια χριστιανική γλώσσα, δημιουργημένη, επηρεασμένη και διαμορφωμένη από την ορθόδοξη πίστη. Και αμέσως οι κομμουνιστές άρχισαν να εξαναγκάζουν τον καθένα να μιλάει τη δική τους σοβιετική διάλεκτο, η οποία γρήγορα έγινε γλώσσα της χώρας. Πολλές λέξεις έσβησαν από τη συνείδηση του λαού —ειδικά οι λέξεις εκείνες, οι οποίες αναφέρονταν στην  Εκκλησία και στην Πίστη. Και καθώς οι λέξεις έσβηναν, έσβηναν και οι έννοιες, τις οποίες αντιπροσώπευαν αυτές οι λέξεις. Κι έχοντας σβήσει από τη σκέψη των ανθρώπων, έσβησαν και από τη ζωή τους. Μια νέα Μαρξιστική – Λενιστική ιδεολογία είχε αντικαταστήσει, πρώτα μέσα στη χώρα και στη συνέχεια μέσα στη σκέψη των ανθρώπων, τον  Ορθόδοξο Χριστιανικό Πολιτισμό» (απόσπασμα από ομιλία του καθηγητή  Αλέξανδρου Ντβόρκιν στην Ι  Συνδιάσκεψη  Εντεταλμένων  Ορθοδόξων  Εκκλησιν και  Ιερν Μητροπόλεων, που συνήλθε στην  Αλίαρτο της Βοιωτίας από 16 – 21 Σεπτεμβρίου 1998 με θέμα: « Η Μεταβολή των θεμελίων, νέες θρησκευτικές κινήσεις του 20ου αιώνα και ο χριστιανικός πολιτισμός» και  Η περίπτωση της Ρωσίας.  Αγγλικός τίτλος: «The shift of Paradigm – New Religious movements of the 20th century and the christian civilization: a Russian example», πηγή διαδίκτυο: http://www.apodimos.com/arthra).

  Βλέπουμε από το παραπάνω απόσπασμα ότι το θέμα της γλώσσας δεν είναι κάτι αμελητέο.  Η γλώσσα είναι φορέας πολιτισμού και αξιών, φορέας πνευματικότητας.  Ιδιαίτερα για μας τους  Ελληνες η γλώσσα του βυζαντινού πολιτισμού —μέρος της οποίας είναι η λειτουργική μας γλώσσα— είναι ζυμωμένη με την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του  Ελληνα.  Ηδη η βυζαντινή ιστορία παραχαράσσεται και διαστρεβλώνεται από πολλούς. Γιατί όχι και η γλώσσα του Βυζαντίου;  Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και τη γνωστή δήλωση του Κίσσιγκερ: « Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί.  Εννο, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, να μη μας παρενοχλεί στην  Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση  Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ».  Αν τώρα τα συνδέσουμε όλα αυτά με την κατάργηση των θρησκευτικών συμβόλων, που επιχειρείται καθώς και με τον συστηματικό πόλεμο για περιθωριοποίηση της  Ελλαδικς  Ορθοδόξου  Εκκλησίας μας, καταλαβαίνουμε το μέγεθος του προβλήματος, που δημιουργείται και μάλιστα με μια γλωσσική άλωση εκ των ένδον.

   Ο μακαριστός π.  Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, άνθρωπος λιπαράς παιδείας, εξανίστατο, όταν παρατηρούσε ότι γίνονταν στην εποχή του αντίστοιχες με τις δικές μας «γλωσσικές καινοτομίες και αυθαιρεσίες».  Ηταν η εποχή όπου είχε καθιερωθεί η δημοτική ως «η γλώσσα του λαού» και ο καθένας άρχισε να πειραματίζεται γλωσσολογικά στο κεφάλι του κασίδη. « Ο λαός μας τροφοδοτείται καθημερινώς δια προϊόντων γλωσσικής τερατογονίας», επεσήμανε ο μακαριστός Γέροντας.  Αναφερόμενος δε σε ένα περίεργο κράμα και εξάμβλωμα δημοτικής, που πήγαινε να καθιερωθεί, τόνιζε την απελπιστική πτωχεία του λεξιλογίου: «τόσην πτωχείαν λεξιλογίου ουδ  ες αναλφαβήτους χωρικούς θα ηδύνατό τις να εύρη». Καυτηρίαζε επίσης τους ανατριχιαστικούς φραστικούς βαρβαρισμούς, όπως «η δράσταινα του εγκλήματος» (αντί: η δράστης του εγκλήματος), ολόγραφα, δυσμενά (αντί ολογράφως, δυσμενώς). Τι θα έλεγες, π.  Επιφάνιε, αν άκουγες όσα την σήμερον ημέραν «διαπράττονται» στην όμορφή μας Πρέβεζα, θα σε έπιανε η μελαγχολία του τραγικού Καρυωτάκη...

   Ομως η φωνή σου έχει αποτυπωθεί στα κείμενα, που μας άφησες.  Αναφερόμενος στους γονείς τους συμβούλευε ως προς το θέμα της διδασκαλίας της  Αρχαίας  Ελληνικς Γλώσσας: « Εχετε βαρείας ευθύνας έναντι των ανυπόπτων τέκνων σας. Μη τα αφήσετε ούτε να σχηματίσουν την εντύπωσιν ότι  Ελληνική γλώσσα είναι ως το άνω αποτρόπαιον και αυτόχρημα Σκυθικόν ιδίωμα,... Σκεφτήτε, αποφασίσατε και ενεργήσατε. Ο καιρός συνεσταλμένος εστί”. Τα  Αγγλικά και τα Γαλλικά των τέκνων σας ας καθυστερήσουν επί τινα έτη. Τα ελληνικά προηγούνται».  Ο π.  Επιφάνιος παρότρυνε τους γονείς να μιμηθούν «την φωτεινή έμπνευσιν» κάποιου λαϊκού τότε (σήμερα δε ιερέως με έξι τέκνα αφιερωμένα στην  Εκκλησία), ο οποίος συνέστησε στο σπίτι του στην  Αγία Παρασκευή ένα τρόπον τινά κρυφό σχολείο, για να μαθαίνουν τα παιδιά του (των τελευταίων τάξεων του δημοτικού!), καθώς επίσης και άλλων χριστιανικών οικογενειών τα  Αρχαα  Ελληνικά από φοιτήτρια της αρχαίας  Ελληνικς Φιλολογίας. (Βλ.  Αρχ.  Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα, μελέται, επιστολαί, σελ. 488–490, εν  Αθήναις 1986).

  Πολλοί αδελφοί μας υποκύπτουν στις διάφορες σειρήνες των διαφόρων πειραματιστών και ανανεωτών της θείας λατρείας μας και δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί δεν επιτρέπεται από οποιονδήποτε η εισαγωγή μεταφράσεων η μεταγλωττίσεων —σε αντικατάσταση δυστυχώς του πρωτοτύπου— των λειτουργικών μας κειμένων. Τα επιχειρήματα είναι πολλά.  Αναφέραμε ήδη αρκετά.

   Ορισμένους συνοπτικούς λόγους μας δίνει ενδεικτικά και ο κ.  Ιωάννης Γιαννόπουλος (Δικηγόρος – συγγραφέας εκ Πατρών, ο οποίος έχει διατελέσει και Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών). Μας λέει λοιπόν ότι αν επικρατήσουν οι απόψεις των ανανεωτών θα επενεργήσουν καταστροφικά, διότι:

α) Θα προκληθή σύγχυση στο εκκλησίασμα, όχι μόνο δεν θα εθισθή ο λαός με την πάροδο του χρόνου—όπως ισχυρίζονται οι ανανεωτές—, αντίθετα, φοβούμαι ότι ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΕΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΑΝ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΗΤΙΚΟ (τα κεφαλαία δικά μου).  Εκενοι, που τώρα παραπονούνται ότι δεν έρχονται στην  Εκκλησία, διότι δεν εννοούν τη γλώσσα, ΔΕΝ ΘΑ ΕΛΘΟΥΝ ούτε εάν η γλώσσα μεταβληθή.

β) Θα χαθή η ιεροπρέπεια και η κατάνυξη, που είναι το βάθρο της  Εκκλησιαστικότητος.  Ο κ. Γιαννόπουλος στη συνέχεια επεξηγεί: «Κατάνυξη δεν πρέπει να συγχέεται μ  ναν ρηχό συναισθηματισμό». Και ερωτά: «Αν ο πιστός δεν κατανυγή, σώζεται»;

γ) Θα θραυσθή η ιεροπρέπεια της λειτουργικής γλώσσης. Και το σπουδαιότερο:

δ) ΘΑ ΕΚΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΘΗ Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ (τα κεφαλαία γράμματα είναι δικά μου).

  Τέλος, ο ως άνω συγγραφέας τονίζει με έμφαση: —αν επικρατήσει «η προτεινόμενη και δυστυχώς εφαρμοζόμενη μεταγλώττιση— «Θα αλλοιωθή η ορθόδοξη πνευματικότητα, θα εκκοσμικευθή η  Εκκλησία και θα ακούμε τραγουδάκια και γλυκερές, κοσμικές χριστουγεννιάτικες συναυλίες αντί για πνευματικά τροπάρια.  Οχι μόνο η  Εκκλησία δεν θα προσελκύση τους νέους, αλλά θα χάση και τους παλαιούς, όπως τους έχασε και στην Δύση, όπου κλείνουν οι ναοί και οι πάστορες παραδίδουν τα κλειδιά στον δήμαρχο» (Βλ. Πολιτική Φιλολογική –των Πατρών, Σεπτέμβριος 2000 & διαδίκτυο: http://www.i-m-patron.gr/lyx­nos/metaglotisis_02.html). Νομίζω ότι οι θέσεις αυτές του κ. Γιαννόπουλου είναι όντως προφητικές. Τι θα έλεγε ο άνθρωπος, αν έβλεπε και άκουγε όσα γίνονται σήμερα στην Πρέβεζα;

   Αλλά η κατανόηση των λειτουργικών κειμένων της  Εκκλησίας μας εξαντλείται στα πλαίσια της ανθρώπινης διανόησης η είναι μία διαδικασία, που αγκαλιάζει τον όλο εν Χριστώ ανακαινούμενο άνθρωπο; Ποιά είναι η συμβολή του Αγίου Πνεύματος στην όλη διαδικασία;  Οταν ο αναστάς Κύριος εμφανίσθηκε στους περίλυπους, ταραγμένους και απιστούντες μαθητές του «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. κδ , 45) και άρχισε να τους εξηγεί πως εφαρμόζονται στο πρόσωπό Του τα διάφορα περιστατικά των θείων Γραφών. Το ρήμα «διανοίγω» εδώ σημαίνει: ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ.  Επομένως, η ουσιαστική συμμετοχή του πιστού στα λειτουργικά δρώμενα δεν επιτυγχάνεται με το να του προσφέρομε να ακούσει μια εγκεφαλική και αμφιβόλου ποιότητος μετάφραση (αντικαθιστώντας το πρωτότυπο κείμενο), αλλά με το να συναντηθεί κάθε πιστός με το πρόσωπο του  Αναστάντος Κυρίου, συνάντηση, που πραγματοποιείται «εν τη κλάσει του άρτου».

  Πριν τη συνάντηση του Κυρίου με τους ένδεκα μαθητές, που προαναφέραμε, είχε εμφανισθεί στους δύο μαθητές Λουκά και Κλεόπα, καθώς βάδιζαν προς  Εμμαούς. Κατά τη μαρτυρία, λοιπόν, των δύο μαθητών «επέγνωσαν τον Κύριο εν τη κλάσει του άρτου», αφού προηγουμένως «διηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί» (Λουκ. κδ , 30 – 31). Οι οφθαλμοί αυτοί δεν είναι ασφαλώς τα εξωτερικά όργανα της οράσεως του ανθρώπου, αλλά οι εσωτερικοί οφθαλμοί της ψυχής. Γι  ατό και ο λειτουργός ιερέας προσεύχεται πριν από την ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου για όλους:

  « Ελλαμψον εν ταις καρδίαις ημών, φιλάνθρωπε Δέσποτα, το της σης θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς εις την των ευαγγελικών σου κηρυγμάτων κατανόησιν.  Ενθες ημίν και τον των μακαρίων σου εντολών φόβον, ίνα, τας σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες» (Θεία Λειτουργία, ευχή πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου). Βλέπουμε δηλαδή, ότι η «κατανόησις των ευαγγελικών κηρυγμάτων» από τον πιστό είναι ουσιαστικά έργο του αγίου Πνεύματος και προϋποθέτει όχι μόνο μια στείρα ακρόαση των ευαγγελικών λόγων, αλλά μια αλλαγή του έσω της καρδίας ανθρώπου, με την εμφύτευση του φόβου «των μακαρίων εντολών» του Κυρίου, και ταυτόχρονα με την κατανίκηση των σαρκικών επιθυμιών του παλαιού ανθρώπου.

   Επομένως, βλέπουμε ότι το ευλογοφανές σλόγκαν: «ώστε να ξέρουν οι άνθρωποι τι λένε όταν προσεύχονται» —που με τόση αγωνία αναφέρουν οι Πρεβεζάνοι ιερείς— δεν ισχύει. Πριν λίγα χρόνια, επί μακαριστού  Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου είχαν γίνει ανάλογα πιλοτικά πειράματα, τα οποία εφαρμόζουν με τόση επιπολαιότητα τώρα στην Πρέβεζα, και είχαν αποτύχει παταγωδώς, ύστερα από τη μεγάλη κατακραυγή συντριπτικής μερίδας κληρικών και λαϊκών.  Από την πιλοτική αυτή εφαρμογή διεφάνη ότι πέραν των άλλων αρνητικών επιπτώσεων, που είχε η εφαρμογή αυτού του προγράμματος, υπήρχε ο κίνδυνος από την ανάγνωση μεταφράσεων μέσα στη λατρεία της σοβαρής δογματικής αλλοιώσεως των εννοιών. Γιατί επανέρχονται οι σεβαστοί κληρικοί της Πρέβεζας; Το πάθημα δεν έγινε μάθημα;

  Κάνουμε τόσο αγώνα ως έθνος να επανέλθουν στη χώρα μας τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα, γιατί θεωρούμε τα αγάλματα αυτά μνημεία του παγκόσμιου και του ελληνικού πολιτισμού και καλά κάνουμε.  Οταν, ελαφρά τη καρδία προτείνεται η κατάργηση του αρχαιοελληνικού μας θησαυρού, που διασώθηκε τόσους και τόσους αιώνες μέσω της θείας μας λατρείας και μάλιστα από ιερείς, εμείς θα κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια;  Οχι, θα αντιδράσουμε με κάθε τρόπο! Με νύχια και με δόντια θα αντισταθούμε στην επιχειρούμενη βεβήλωση.  Η  Αρχαία  Ελληνική γλώσσα δεν είναι, όπως μας λέτε, αγαπητοί Πρεβεζάνοι ιερείς, ένα ένδυμα, που όταν παλιώσει η όταν δεν μας αρέσει το πετάμε. Δεν έχουμε τίποτε για πέταμα. Δεν διαπραγματευόμαστε τίποτε. Δεν παραχωρούμε τίποτε.  Ακόμα κι αν μαθαίναμε ότι οι  Εκκλησίες της Πρέβεζας γέμισαν ασφυκτικά από νέους —πράγμα που δεν συμβαίνει— ακόμα και τότε θα λέγαμε ΟΧΙ στο ξεπούλημα της γλωσσικής μας κληρονομιάς!

  Δεν είναι για πέταμα η λειτουργική μας γλώσσα!

 


«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ. 1814-1817

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ


 

Κορυφή