Αυτοί που μένουν και αυτοί που φεύγουν…

«Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ

ἐν ὑμῖν» (Ιω.15,4)

 

Ξενιτεμός! Ένα φαινόμενο πασίγνωστο στην αιμαγωγό πατρίδα μας από αιώνες τώρα. Ένας σπαραξικάρδιος ξεριζωμός μικρών και μεγάλων στην ηλικία, προς ανεύρεση εργασίας και «ποιοτικότερης» ζωής, στις χρυσόρρειθρες Βαβυλώνες.

Ξενιτεμός! Ένα τραγικό γεγονός, που επιφέρει ένα απροσδιόριστο χρονικά χωρισμό, ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα. Γονείς και παιδιά! Άνδρα και γυναίκα! Ολόκληρες οικογένειες, αφήνοντας πίσω έρημα χωριά. Έρημες πατρίδες!

Ξενιτεμός! Ένα ιδιότυπο, φρικτό παιδομάζωμα, που στα χρόνια μας έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με κίνδυνο αφανισμού της πατρίδος μας, λόγω ιδιότυπης αφαίμαξης.

Μέσα σε αυτό το γεγονός του ξενιτεμού, διακρίνει κανείς δύο ανθρώπινες παρατάξεις, που εκφράζουν τον πόνο τους, ξέχωρα η κάθε μια.

Η μία πλευρά χαρακτηρίζει αυτούς που μένουν, ενώ η άλλη, αυτούς που φεύγουν. Τα ενδότερα ψυχικά αισθήματα των δύο παρατάξεων, τα εξωτερικεύει παραστατικότατα, δίνοντας έκφραση, ένα παλιό τραγούδι εκείνης της εποχής.

«Αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια, πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν·

και αυτοί που μένουν κουνούν μαντήλια και αναστενάζουν, γιατί πονούν·

και αυτούς που φεύγουν και αυτούς που μένουν

οι μοίρες με απονιά πάντα τους δέρνουν.

Αυτοί που φεύγουν κάποιο λυγμό τους παίρνουν μαζί τους και μια ευχή·

και αυτοί που μένουν στον σπαραγμό τους, κάνουν κουράγιο και προσευχή».

 

Ας πλησιάσουμε όμως να γνωρίσουμε από κοντά τις δύο έννοιες, αναζητώντας την ακριβή ερμηνεία τους.

Μένω=μένω σταθερός στη θέση μου, μένω στη βάση μου, στο σπίτι μου, παραμένω αμετάβλητος, έχω την ισχύ μου, έχω το κύρος μου, εμμένω σε κάποια γνώμη μου, εξακολουθώ και υπάρχω, παρακολουθώ άγρυπνα και παράλληλα υπομένω, ανέχομαι κάτι, αλλά εν τέλει προσδοκώ κάτι…

Φεύγω=καταφεύγω, δραπετεύω, τρέπομαι εις φυγή, εξορίζομαι από μόνος μου, απαλλάσσομαι από κάτι, παύω να υπάρχω, … πεθαίνω.

Σύμφωνα λοιπόν με την πρότερη αναλυτική επεξήγηση των δύο ρημάτων, διαφαίνεται μία εξαιρετική διαφορά, υποθάλπουσα μέσα στην εμφαινόμενη απλή αντίθεση.

Το πρώτο ρήμα δηλώνει μια μόνιμη κατάσταση, μια σταθερότητα, μια σιγουριά. Μια ασφάλεια!

Το δεύτερο, δηλώνει μία αβεβαιότητα, μία ανασφάλεια, μία ανησυχία, ένα φόβο που προτρέπει επιπόλαια στη φυγή. Στη φυγή που μέσω της οποίας ο φυγάς άνθρωπος, οδεύοντας προς το άγνωστο, επιδιώκει να δώσει διέξοδο στην πλημμυρίδα των συγκεχυμένων συναισθημάτων του. Κι όμως η φυγή αυτή, υποδηλώνει μία καταδίωξη με άγνωστη κατάληξη.

Ας ξεφύγουμε όμως από τον γήινο κλοιό των ανωτέρω εννοιών, αναδυόμενοι από τον βυθό της ύλης και ας προσορμισθούμε στην κιβωτό της πίστεώς μας, αναζητώντας την συστοιχία των προτέρων εννοιών, μέσα στα πελάγη του πνεύματος. Του θεϊκού πνεύματος, που αναζωογονεί τα πάντα μέσα μας και τριγύρω μας.

 

Ποια θέση λοιπόν κατέχει η έννοια της φυγής

μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας;

 

Οι πρώτοι φυγάδες ήταν οι πρωτόπλαστοι. Έφυγαν από τον Παράδεισο, καταδιωκόμενοι από το γράμμα του θεϊκού νόμου. Τους επεβλήθη η φυγή, για να απομακρυνθούν από τον Θεό. Πώς εκφράζεται ένας γήινος πατέρας απέναντι στο απείθαρχο παιδί του, που τον πικραίνει παράφορα; «Φύγε από τα μάτια μου, να μη σε βλέπω».

Άμεσος φυγάς, μετέπειτα, καταγράφηκε ο Κάιν. Από την ώρα που σκότωσε τον αδελφό του Άβελ, συνεχώς στο υπόλοιπο της ζωής του… έφευγε. Προπάντων έφευγε μακριά από τον Θεό. Δεν γνώριζε ο ταλαίπωρος ακόμη το ψαλμικό «ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματος σου; καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;» (Ψαλ. 138,7).

Μήπως όμως το γνώριζαν, οι γεννήτορές του νωρίτερα μέσα στον Παράδεισο, όταν «έφευγαν», προσπαθώντας να κρυφθούν από «τα μάτια» του Θεού;

Έκτοτε στην ιστορία της ανθρωπότητος οι φυγάδες άπειροι. Μέσα στην αγία Γραφή όμως, καταδεικνύονται και δεν διαφεύγουν μέσα στην ανωνυμία.

Ο πλούσιος νεανίσκος, έφυγε λυπημένος, μη μένοντας κοντά στον Χριστό· «ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά» (Ματ. 19,22).

Ο Πέτρος έφυγε μακριά από τον Χριστό, αρνούμενος αυτόν τρις. Πρότερον όμως διετράνωνε με τα λόγια του, την μέχρις εσχάτων πίστη και παραμονή του δίπλα στον διδάσκαλο.

Οι μαθητές του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή «έφυγαν», κοιμώμενοι βαθειά, εγκαταλείποντες τον Κύριο προσευχόμενο μέσα στην μοναξιά του.

Έφυγε και ο Ιούδας μια για πάντα, κοντά από τον Κύριο, φεύγοντας παράλληλα και από την συντροφιά των υπολοίπων έντεκα.

 

Εκείνος που έμενε σταθερά στη θέση του, βράχος ασάλευτος,

ήταν πάντοτε ο Θεός.

 

Αμετακίνητος, με ασφαλή φρουρά του τους καθάριους και ανεξίτηλους νόμους του. Άσχετα αν ο φυγάς άνθρωπος τους «έσπασε» και τους καταπάτησε αισχρά. Ο Θεός που μέσα στην μονιμότητα και ασφάλεια του πνευματικού φρουρίου του, αναμένει τον αποστάτη άνθρωπο να επιστρέψει εντός αυτού, για να γλυτώσει από τις σατανικές επιδρομές.

Ο μέγας καραβοκύρης Χριστός, που σταθερά κρατώντας το πηδάλιο της Εκκλησίας, έστω και αν κάποιες φορές «κοιμάται», λόγω της εξοντωτικής καταπόνησης του έργου του, περισυλλέγει με αγάπη τους ταλαίπωρους ναυαγούς ανθρώπους, που ζήλεψαν τις νήσους των «Μακάρων» του Διαβόλου, αντί την Ιθάκη, μέσα στην πνευματική λύτρωση της πίστεώς μας.

Αυτή την εικόνα, μας την περιγράφει ο Χριστός παραστατικότατα μέσω της παραβολής του ασώτου.

Ο μικρός υιός αποφασίζει να φύγει από τον πλούσιο πατέρα του και να μεταναστεύσει «εἰς χώραν μακράν», για να τρώγει τελικά τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας. Ενώ ο γιός φεύγει, ο πατέρας μένει στην βάση του. Στο αρχηγείο του. Στο ασφαλές και δοκιμασμένο λιμάνι του, παρά τα άγρια κύματα των άνανδρων επιθέσεων.

 

Κάπως έτσι λοιπόν αναφύεται και εντοπίζεται

το φαινόμενο του πνευματικού ξενιτεμού.

 

Του χωρισμού του αποδημούντος ανθρώπου, από την θεϊκή στέγη. Ένα φαινόμενο που στις μέρες μας έχει λάβει απειλητικές διαστάσεις. Χρόνια τώρα ο αμαρτωλός άνθρωπος ξεριζώνεται από τις θεϊκές εστίες και μεταναστεύει σε ξέμακρες χώρες χρυσορρείθρων Βαβυλώνων. Διψά ο άσωτος να πιεί «το γλυκό πιοτό της αμαρτίας» (Κι όμως, παλιά αναγνώριζαν ότι αμαρτάνουν. Τώρα;) Ποθεί μέσα στην διαβολική γαστριμαργία του, να χορτάσει την σάρκα, μέσω πολλαπλών αφύσικων και ιδιόρρυθμων «διασκεδάσεων».

Κι όμως αυτό που τον κράτησε στη ζωή αιώνες τώρα ήταν το θείο μάννα που τον τάιζε ανέκαθεν μέσα στην ερημιά του, και το λυτρωτικό ύδωρ του Χριστού που τον δρόσιζε μέσα στην ψυχική ξηρασία του. Αυτά όμως υποσκελίσθησαν στις μέρες μας από τα «αγαρηνά» σκυλιά της κατ’ όνομα ελληνορθόδοξης πατρίδος μας, που τα σύλησαν ανίερα, καταπατώντας τα πολυτρόπως.

«Ἐάλω ἡ πόλις!». Αλώθηκαν τα εθνικά και θρησκευτικά ιδεώδη στο όνομα της πόρνης παγκοσμιοποίησης. Από τότε που πολεμήθηκαν στην πατρίδα μας τα τρία πνευματικά μεγέθη, Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια, με στόχο την αποδόμηση της συνοχής τους, προβάλλεται η ομοφυλοφιλία όσο τίποτε άλλο στην εποχή μας, ως η μία και μοναδική φυσιολογική κατάσταση.

Οπότε ο Θεός επαναλαμβάνει και στους τελευταίους μαθητές του· «μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» Ο δρόμος της μοναξιάς μπορεί να είναι θεϊκός, δεν παύει όμως να ανήκει και στους ημιθέους. Στους μένοντες. Στους εμμένοντες στα όσια και ιερά της φυλής μας.

Πάντοτε το καλό ήταν ελάχιστο. Το υγιές δυσεύρετο. Το κακό και η αμαρτωλή πανδημία, αποτελούσαν τον κανόνα. Έτσι και τώρα, η πώρωση, η σκληροκαρδία, η απονιά, αποτελούν το φαινόμενο της εποχής μας.

Οπότε αυτοί που φεύγουν πλέον ούτε δακρύζουν ούτε σφίγγουν χείλια, αλλά χασκογελούν ειρωνικά και ξεστομίζουν άσχημες βλασφήμιες.

Αυτοί που φεύγουν δεν έχουν πλέον κανένα ενδοιασμό και ούτε κάνουν καμία απολύτως ευχή για επιστροφή. Οι μεταλλωρύχοι της αμαρτίας, καραβάνια ολόκληρα, έχουν ξεχυθεί προς εξόρυξη και του τελευταίου «ψήγματος» της δυσώδους αμαρτίας.

Αυτοί που μένουν όμως αναστενάζουν και πονούν, χωρίς να κουνούν μαντήλια, γιατί στην ουσία αποχαιρετούν αυτή την ώρα τους μακαρίτες. Κηδεύουν τους μεταστάντες. Μ. Παρασκευή βιώνουν… Από την μια σταυρώνεται ο Χριστός για την σωτηρία των ανθρώπων και από την άλλη αυτοί οι άσωτοι τον μουντζώνουν, συνεχίζοντας την προσφυγιά στη χώρα της κραιπάλης.

Αυτοί που μένουν όμως, σπαράζουν, κάνοντας κουράγιο και προσεύχονται για την επάνοδο των ομογενών αδελφών. Των ομογενών «οἵτινες ἀπεστράφησαν με πάντες» (Τιμ. Β΄1,15).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή