«Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»

«Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»

«Ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι

καί ἐκρύβην» (Γεν. 3,10)

 

«Ἡ δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν. 1,2)

Επάνω σ’ αυτήν την αμορφία της ύλης προσέδιδε μία ξέχωρη χροιά το επιφερόμενο πνεύμα Θεού, που επόπτευε και επιτηρούσε τα πάντα. Αυτό το πνεύμα ήλθε να αντικαταστήσει την πρότερη χαώδη κατάσταση με τη δημιουργία του φωτός, του στερεώματος, της θάλασσας, των αστέρων, των ποικίλων ζώων, της Ζωής. Ήλθε η μορφοποιημένη τάξη να εκτοπίσει την άμορφη αταξία. Η δε ολοκλήρωση εγκαθίδρυσης της τάξης, επετελέσθη με το «συμβούλιο» που έκανε ο Θεός προκειμένου να δημιουργήσει τον άνθρωπο. Γιατί ο Θεός συσκέφθηκε με τον εαυτό του και πήρε την μεγάλη απόφαση του «ποιήσομεν», με την ιδιαιτερότητα της ζώσης ψυχής.

Τον εποίησε τον άνθρωπο τέλειο κατ’ εικόνα του, με προϋπόθεση διώκοντας περαιτέρω την τελειότητα, να αναρριχηθεί στην κορυφή του καθ’ ομοίωσιν, οπότε δικαίως να αναφωνήσει «ὅμοιοι Αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστίν» (Ιω. A´ 3,2). Η επόμενη κίνηση του Θεού ήταν η ευλογία και η εντολή «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν» (Γεν. 1,28). Σαν τόπο δε διαμονής όρισε ο Θεός τον παράδεισο, τον κατάφυτο αυτό λειμώνα, που έπρεπε ο Αδάμ να τον δουλεύει, αλλά και να τον φυλάγει από τον κακό εαυτό του.

Σ’ όλο αυτό το πλούσιο και άφθονο δωρητήριο, ετέθη ένας περιορισμός αγάπης προς άσκηση των ψυχικών δυνάμεων των πρωτοπλάστων, αυτός της αποχής του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Σαν να έλεγε ο Θεός· «Σας τα έδωσα όλα· σας τα χάρισα όλα· απολαύστε τα. Το δένδρο όμως αυτό το κρατώ για… εμένα. Διατηρώ την απόλυτη πνευματική επικαρπία. Εσείς μόνο θα το θαυμάζετε βλέποντάς το. Ο Θεός λοιπόν δεν ζήτησε τίποτα εξωφρενικό, αλλά παραχωρώντας τα πάντα στον άνθρωπο διατήρησε ασφαλιστικά μέτρα, μέσω της υπακοής. Κάποιος άλλος όμως μετέπειτα προσέβαλε αυτή την ασφάλεια απαιτώντας προσκύνηση. Υποταγή· αυτήν που απαιτεί και στην σύγχρονη κοινωνία των πνευματικών δουλοπαροίκων. «Ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐάν πεσών προσκυνήσης μοι» (Ματ. 4,9). Αυτός ο άπληστος λοιπόν διέβαλε τον Θεό στους πρωτοπλάστους και τους οδήγησε στην μοιραία πτώση. Στον θάνατο. Στην απογύμνωση απ’ όλες τις ψυχικές δωρεές και στην νοητική αντίληψη της σωματικής γυμνότητος.

Τώρα όμως ο Θεός δεν «μπορούσε» να κάνει κάτι περισσότερο, γιατί δεν ήθελε να προσβάλει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου που ο ίδιος του είχε προσδώσει. Αυτή η ιερή δέσμευση του ανέκοπτε τον δρόμο για να τον «δημιουργήσει», να τον στρώσει, να τον σώσει. Όμως ήταν υποχρεωμένος ως δίκαιος προλαλήσας κριτής να αποδώσει το δίκαιο. Την τιμωρία. Και εν προκειμένω ήταν ο θάνατος. Έτσι εισέβαλε στην σκηνή της ανθρωπίνης ζωής το μυστήριο του θανάτου, αλλά και το «ἐφοβήθην», λόγω ελέγχου συνειδήσεως. Γιατί ό,τι και αν συνέβη, η συνείδηση παρέμεινε ένας χώρος ιερός στον οποίο μόνο ο Θεός μπορεί να εισέλθει, οπότε εισέρχεται στην παρούσα φάση καλώντας με αγάπη τον πρωτόπλαστο· «Αδάμ πού είσαι; Πού ήσουν πριν και πού είσαι τώρα; Γιατί αντιβασιλέα μου αποστρέφεσαι το πρόσωπο του βασιλιά σου, που πρότερον λαχταρούσες; Χάθηκαν η αγάπη σου, η αφοσίωσή σου, η εμπιστοσύνη σου. Έσβησε η λαμπάδα της αθωότητός σου. Πού σε οδήγησαν οι υποσχέσεις του Διαβόλου; Στην εντροπή και στην γύμνια σου. Όχι τόσο την σωματική τοιαύτη, γιατί αυτήν την είχες και πριν, αλλά δεν σε ενοχλούσε, αλλά κυρίως την εσωτερική σου γυμνότητα, καθότι κατήντησες τιποτένιος αχθοφόρος της κακίας, αντί να παραμείνεις αφοσιωμένος και πιστός εραστής της αρετής. Ευγενής υπήκοος και συγκυβερνήτης ενός αξίου και γνησίου βασιλιά.» Αυτή είναι η κατάντια του Αδάμ και σε ανάλογη κατάπτωση είχε περιπέσει και ο άσωτος της παραβολής, αλλά και εμείς οι σύγχρονοι αποδημήσαντες στην αμαρτία, κατασπαταλήσαντες τα τάλαντα του Κυρίου μέσα στην κραιπάλη και καταντήσαντες πορνοβοσκοί στον στάβλο της ασελγείας.

 

Από τότε η φωνή του Θεού δεν έπαυσε να αναζητά τον νεώτερο Αδάμ.

Δεν δέχεται την πρόχειρη και ευτελή θυσία του Κάιν, για να μας δείξει ότι πάσα θυσία δεν είναι ευπρόσδεκτη, αλλά μόνο η σωστή. Όταν εκείνος φονεύει τον αδελφό του που θυσίαζε σωστά, τότε τον ρωτά· «που είναι ο Άβελ αδελφός σου» (Γεν. 4, 9); Και κείνος απαντά αναιδέστατα· Που θες να ξέρω; Μήπως είμαι φύλακάς του; Και ο Θεός τον ελέγχει και τον τιμωρεί για να συνετίσει κι αυτόν και όσους επιχειρήσουν να τον μιμηθούν.

Μέσω του Νώε 100 ολόκληρα χρόνια πριν γίνει ο κατακλυσμός, καλούσε τα παιδιά του, τους ανθρώπους, να μετανοήσουν και να σωθούν. Όμως η υπερτερούσα πώρωση έναντι της συνέσεως, επέφερε πνιγμό σωματικό· κυρίως όμως ψυχικό. Αιτία η πλεονάζουσα αμαρτία και ειδικά η διαφθορά που είχε αλώσει τους πάντες πλην του Νώε. «Διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» το Πνεύμα του Θεού «ἀνεχώρησε». «Ένεθυμήθη ὁ Θεός, ὅτι ἐποίησε τόν ἄνθρωπον επί της γης καί διενοήθη. Και είπεν ο Θεός απαλείψω τον άνθρωπον... μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς» (Γεν. 6,6). Θυμήθηκε ο Θεός ότι αυτός δημιούργησε τον άνθρωπο και πόνεσε βαθειά· μετάνιωσε! Γιατί «ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 6,11). Απαξιοί η Αγ. Γραφή να ονομάσει τους ανθρώπους με το όνομά τους και τους αποκαλεί γη. Χώμα. Για να ενθυμούνται ότι «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19). Για να ενθυμούνται ότι ο θάνατος είναι η τρομακτικώτερη εικόνα του πνευματικού θανάτου, του χωρισμού ψυχής και Θεού.

Ο κατακλυσμός αποτελεί μία από τις τρομερώτερες θείες τιμωρίες. Προτυπώνει την μέλλουσα κρίση κατά την οποία άλλοι θα σωθούν και άλλοι θα «πνιγοῦν». Πολλοί εργάσθηκαν για να «κτίσουν» την κιβωτό, αλλά λίγοι τελικά σώθηκαν επιβιβαζόμενοι, όπως και στις μέρες μας πολλοί κτίζουμε εκκλησίες για να σβήσουμε μέρος των ανομημάτων μας και να ελαφρώσουμε την συνείδησή μας, όμως ελάχιστοι εκκλησιάζονται μετέπειτα, καθότι αισθάνονται ότι ολοκλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους έναντι στον Θεό με την πρότερη κίνησή τους. «Την εξαγορά».

Η κατασκευή της κιβωτού ήταν κήρυγμα όχι με λόγια αλλά με έργο που για να περατωθεί χρειάστηκαν 100 χρόνια. Ήταν η φωνή του Θεού με χαρακτήρα προσιτό στην ανθρώπινη έκπτωση. Όσο εντεινόταν ο κατακλυσμός, τόσο ψηλότερα ανέβαινε η κιβωτός. Έτσι και στις μέρες μας, όσο σφοδρότεροι οι πειρασμοί μαίνονται κατά της εκκλησίας και των πιστών, τόσο υψηλότερα αναδεικνύεται το σκάφος της εγγίζοντας τον ουρανό, αλλά και αντικρίζοντας με πόνο ψυχής «τούς περικειμένους σάρκα και ψυχῆς ἐρήμους ὄντας» (Χρυσόστομος) συνανθρώπους. Και σήμερα όσο ανεβαίνουν πληθυνόμενα τα κρούσματα της κορωνοϊοπληξίας και όσο αδυνατεί η ιατρική να προσφέρει ουσιώδη προστασία, τόσο ο Θεός επιβλέπει με ενδιαφέρον εξ’ ουρανού την άμπελόν του και αναμένει υπομονετικά την πρόσκληση βοηθείας από τον άνθρωπο για να επέμβει κυριαρχικά με την μοναδική σωτηρία του. Γιατί και σήμερα οι άνθρωποι είναι σάρκες. Είναι «σοφοί» μόνο στην τεχνική πρόοδο και μέσω αυτής επιζητούν την παρούσα ζωή, ικανοποιώντας τα κατώτερα ένστικτά τους.

Και σήμερα η σκέψη έχει προσηλωθεί στο «Δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν και πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλή ἕως τοῦ οὐρανοῦ» (Γεν. 11,4). Τον ουρανό τον ζήλευε ανέκαθεν ο άνθρωπος μόνο από εγωισμό και από αλαζονεία. ΟΧΙ από ευγενική έλξη στο δυσανάβατο και δυσθεώρητο ύψος του. Την αποτυχία του ο άνθρωπος να κατακτήσει τα θεϊκά ύψη και σκήπτρα όπως του πρότεινε ο Διάβολος, δεν μπορεί να την χωνέψει και να την παραδεχτεί. Σήμερα ειδικά εμμένει και επιμένει προκλητικώτερον του παρελθόντος. Ο Θεός παρ’ όλα αυτά συγκατανεύων, κύπτει «ἰδεῖν τήν πόλιν καί τόν πύργον ὅν ὠκοδόμησαν οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων». Και πάλι κάνει, συστάσεις πατρικές πολυτρόπως τονίζοντας ότι δεν μπορεί να καταπατήσει το συμβόλαιο της ελευθερίας μας. Όποιος θέλει ας ακούσει και ας ακολουθήσει. Δεν επιστρατεύει κανέναν και προπάντων διά της βίας. Άλλος κάνει χρήση του γενιτσαρικού παιδομαζώματος και βιάζει παντοειδώς. Ο Χριστός κτυπά την πόρτα διακριτικά λέγοντας· «Θα μπω μονάχα, αν εσύ το θες. Ποτέ με την βία».

Έτσι η γη, οι άνθρωποι, εμμένουν βυθισμένοι στο τέλμα της ειδωλολατρίας με την συνοδεύουσα ασέλγεια και επιλέγοντας την βία, υπογράφουν την θανατική καταδίκη τους. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο (Ρωμ. 1,18), τα άδικα έργα των ανθρώπων συγκαλύπτουν την αλήθεια. Ενώ γνώρισαν τον Θεό μέσα από την δημιουργία, ούτε τον δόξασαν ούτε τον ευχαρίστησαν ως Θεό. Αυτός όμως ευλόγησε τους ανθρώπους. Αντιθέτως η σκέψη πήρε τον δρόμο της πλάνης με την καρδιά βυθισμένη στο σκοτάδι της αμαρτίας. Έτσι φτάσαμε στις μέρες μας οι θριαμβολογούντες για την σοφία τους –άσοφοι και απνευμάτιστοι– να καταντήσουν ανόητοι προσκυνητές ειδώλων. Παραμέρισαν τον κτίστη και λατρεύουν την κτίση. Σκέπασαν την αλήθεια και υπηρετούν το ψεύδος. Γι’ αυτό και ο Θεός παρέδωσε την ανθρωπότητα σε επαίσχυντα πάθη. Εγκατέλειψαν οι άνθρωποι την φυσική σχέση την ευλογημένη από τον Θεό μέσα στον χριστιανικό γάμο και επέλεξαν παρά φύση σχέσεις, μπλέκοντας αρσενικοί με αρσενικούς και θηλυκές με θηλυκές. Έτσι επλεόνασε η αδικία, η πορνεία, η πονηρία, η πλεονεξία, η κακία, ο φθόνος, οι φόνοι, η απάτη, η καπηλεία, η ψυχασθένεια. Μισούν οι άνθρωποι τον Θεό και τον βλασφημούν, γιατί συνεχίζει και διατηρεί την υπεροπλία σ’ όλο τον πλανήτη, ενώ αυτοί στέκουν φοβισμένοι, δειλοί, παρ’ όλα αυτά επίδοξοι κατακτητές. Μάλλον καταχραστές. Έτσι η γη έχει παύσει να είναι «χεῖλος ἕν καί φωνή μία πᾶσι» (Γεν. 11,1). Πολλές «γλώσσες» πλέον μιλιούνται και κατά κύριο λόγο ακαταλαβίστικες. Μόνο η γλώσσα του Θεού παραμένει ευκρινής και αναλλοίωτη, αλλά αγωνίζονται οι σύγχρονοι «γλωσσομαθείς» να την ανακόψουν. Όμως «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται». Τουναντίον ο Θεός θέτει φραγμόν στα στόματα των πολυφθόγγων ρητόρων και φιμωτρο στην μύτη τους. Όπως ακριβώς αντικρίζουμε καταφανέστατα στις μέρες μας, στην πληθώρα των μασκοφόρων.

Ο Θεός και στους πρωτόπλαστους και στον Νώε και στους μετέπειτα, έδωσε μία και μοναδική ευλογημένη θεία εντολή. «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί κατακυριεύσατε τήν γῆν». Λόγια αγιοσύνης από τον πρώτο Άγιο! Όμως ο Διάβολος με τους επί γης αντιπροσώπους του, τα μίσθαρνα όργανα της ψυχικής εκπορνεύσεως, επιτάσσει καταστροφή. Θάνατο. Σκοτώστε τα έμβρυά σας πριν προλάβουν και γεννηθούν. Γιατί; Γιατί με το στόμα των μικρών παιδιών μιλάει η αλήθεια, οπότε ξεσκεπάζει την απάτη των μεγάλων. Τους λαλούντας άδικα. Γιατί υπάρχει ένα αγνό πνευματικό ένστικτο που τραβάει τα παιδιά κοντά στον Θεό και έτσι συχνά μας κατηγορούν εμάς τους «μεγάλους» για τα ασεβή έργα μας. Ας στοχαστούμε και ας ακούσουμε λίγο αυτές τις παιδιάστικες φωνές «κύπτοντες ταπεινά γόνυ» στην θεία σοφία. Αντηχεί σ’ αυτές μία πηγαία οξύνοια και ταυτόχρονα η αμφισβήτηση για τις φανταχτερές και μάταιες εμπνεύσεις των ξύπνιων μεγάλων. Ας εγκαταλείψουμε τις υποκρισίες και την εκμετάλλευση την παντοειδή των παιδιών, μέσω UNICEF και άλλων δουρειακών παιδομαζωμάτων. Δυστυχώς, ό,τι ακούγεται στις μέρες μας υπέρ του παιδιού κατ’ ουσίαν είναι κατά του παιδιού. Το παιδί πλέον είναι το πιο άγρια εκμεταλλευόμενο ον και χρησιμοποιείται από τους «παιδεραστές» σύγχρονους «άρχοντες» σαν ανιχνευτής στο ναρκοπέδιο της σύγχρονης απάτης και μαστροπείας. Ψευδώς και υποκριτικώς δηλώνουν ότι επιθυμούν να «προσκυνήσουν αὐτό». Κατ’ ουσίαν οι σύγχρονοι μισαροί Ηρώδες ζητούν το παιδίον «τοῦ ἀπολέσαι αὐτό». Αυτό έκαναν στην Ελλάδα επί δεκαετίες τώρα οι εθνοπατέρες μας, ψηφίζοντας νομιμοποίηση των εκτρώσεων και επιτυγχάνοντας το «ἀπολέσαι αὐτό» και τώρα δακρύβρεκτοι κροκόδειλοι οι ίδιοι ολοφύρονται, δηλώνοντας επίσημα πλέον κυβερνητικά χείλη, ότι το δημογραφικό θα αντιμετωπισθεί με την εισροή εποίκων μεταναστών. «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος». Νάτος, πλησιάζει.

Έρχεται λοιπόν ο Θεός στις μέρες μας μέσω κορωνοϊοεπίσκεψης αναζητώντας τον σύγχρονο Αδάμ και απευθύνει εκ νέου πικρόν το ερώτημα.

«Ἀδάμ ποῦ εἶ;»

Δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια εξόριστος «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς…;» (Γεν. 3,24). Δεν σιχάθηκες ακόμη την αμαρτία; Δεν πονάς για το παρελθόν σου. Πότε θα αναφωνήσεις «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα»;

 

Αλλά ο πρώτος Αδάμ τουλάχιστον «έφοβήθην καί ἐκρύβην». Όμως ο νέος Αδάμ ούτε φοβείται και ούτε κρύπτεται. Αναίσχυντος εις το έπακρον, αυθάδης, αποστάτης και ανυπότακτος πλήρως στο θέλημα του Θεού, επαναλαμβάνει το βιβλικό χωρίο παρηλλαγμένον και το αντιτάσσει σαν απάντηση στον Θεό. «Ἡ γῆ εἶναι ἀόρατη καί ἀκατασκεύαστη. Χρειάζεται δόμηση».

Ως εκ τούτου ξεκινώντας από την επιπολαιότητα και το θράσος, προπάντων από τον εκπειρασμό προς τον μόνο Θεό, προσπαθούν οι γλωσσομαθείς του συγχρόνου πανύψηλου πύργου της Βαβέλ, να δημιουργήσουν παγκόσμια θρησκεία (παγκόσμια απάτη), δηλώνοντας έναν ανθρώπινο παραλογισμό και επιθυμώντας να κατασκευάσουν την γη κατά το αλαζονικό δοκούν τους και προπάντων με την παρά φύσιν σκέψη τους.

Ο Χριστός όμως είχε διευκρινήσει· «Ζητεῖτε καί εὑρήσετε», μόνο μη προσπαθείτε να δημιουργήσετε οι ίδιοι μία θρησκεία. Κατεδίκασε αυτήν την πρόθεση και ανίερη φιλοδοξία από την πρώτη στιγμή κιόλας, καταδικάζοντας την ειδωλολατρία. Πρώτη εντολή κατέχουσα τα σκήπτρα των ετέρων εντολών. «Ἐγώ εἰμί Κύριος ὁ Θεός σου». Μη κάνεις άλλα είδωλα και προπάντων μην επιχειρείς να σώσεις την ζωή σου με τον δικό σου ανθρώπινο και ανόητο τρόπο, γιατί θα την χάσεις… Δυστυχώς όμως εν μέσω των συμφεροντολογικών συναλλαγών που κλέβουν την παράσταση στα χρόνια μας, έχουμε ανταλλάξει την αιωνιότητα με το πρόσκαιρο γήινο. Πρωτεύει το υλιστικό παρόν. Πρωτεύει το χώμα. Η ζώσα πνοή ας περιμένει. Προπάντων ας περιμένουν τα λόγια του Κυρίου: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ… ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγείν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας καί οὐκ ἠθελήσατε…» (Ματ. 23,37).

Το ίδιο και ο ψαλμωδός απηυδυσμένος καλεί τον Θεό να ξαναβάλει τάξη «ἐγειρόμενος». «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν ὅτι σύ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» (Ψαλ.81,8).

Φοβούμαι πολύ ότι θα επακολουθήσει η φωνή του Κυρίου ως απάντηση στον ψαλμωδό· «ἰδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματ. 23,38).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή