“Νικήθηκα χωρίς να πολεμήσω”
Κώστας Ουράνης
Αναχώρηση! Μία δύσκολη στιγμή αποχωρισμού, στέρησης, ψυχικής ορφάνιας. Πάντοτε ένας ξενιτεμός, σκορπίζει μία ανείπωτη θλίψη, ειδικά σε αυτούς που μένουν πίσω. Παρ' όλα αυτά, όταν αναχωρεί ο ήλιος βαδίζοντας προς το βασίλειό του, μπορεί να χάνεται από την ανθρώπινη όραση, αλλά αφήνει πίσω του, ως προπέτασμα παρηγορητικής κάλυψης, μία έκρηξη σπανίων χρωμάτων, να γλυκάνουν τον πόνο του μισεμού. Χαρακτηριστικό δείγμα το εν λόγω, της συμπόνοιας του, σε αυτούς που μένουν πίσω, αλλά και του απαράμιλλου κάλλους του. Αλλά όταν χάσεις κάτι πολύτιμο, τότε αντιλαμβάνεσαι την αξία του, αλλά προπάντων την δική σου ανεπάρκεια. Υπάρχει όμως ένα στοιχείο, που δικαιολογεί ως ένα βαθμό την πρότερη συμπεριφορά. Όταν μεσουρανεί ο ήλιος, δεσπόζοντας επιβλητικά, τυφλώνει, και αναγκάζει την στροφή του ανθρωπίνου βλέμματος προς τα κάτω, σε έτερα χαμηλά ετερόφωτα κτίσματα. Γιατί, όπως δε δύναται ο άνθρωπος να αντικρύσει τον Θεό, καθότι θα πεθάνει, ανάλογα αδυνατεί να ίδει κατάματα και κάποια δημιουργήματά του, τα οποία αντλούν και αυτά φως από την θεϊκή πηγή. Αυτός είναι και ο λόγος της εμφαινομένης “αποστροφής” από μέρους του προς τα υψηλά. Ο πνευματικός ίλιγγος, λόγω ψυχικής τυφλότητος, αλλά και τα τσακισμένα φτερά της ψυχής.
Όμως αναπόφευκτα κάποια στιγμή, αποσυρόμενος διακριτικά ο ήλιος και οι ακόλουθοί του, κλείνουν την πομπή του βασιλέματός του, αλλά πλακώνει μαύρη καταχνιά. Έρχεται η νυχτιά, πυκνώνει το σκοτάδι και μαζί του φωλιάζει ο φόβος, καταγράφοντας απειλητικά την κορύφωση της ανασφάλειας.
Τότε, ένα ταπεινό στόμα ψελλίζει, “μεῖνον μεθ' ἡμῶν, ὅτι κέκλικεν ἡ ἡμέρα”. Τότε παρακαλεί το ΦΩΣ, που απρόσμενα έλαμψε πλάι του, να παραμείνει προς αναπλήρωση του δύοντος ηλίου. Πόσο πολύτιμη είναι αυτή η μέρα τελικά. Όμως το καταλαβαίνουμε, όταν χάσουμε το “φως” μας. Όταν βυθιζόμαστε στην κινούμενη άμμο της αποστασίας μας‧ όταν οι ρουφήχτρες του χειμάρρου της αμαρτίας μας έχουν σφιχταγκαλιάσει θανάσιμα και βιώνουμε μία ανελέητη ήττα. Έναν παράξενο πνιγμό. Κι όμως και τότε, εμείς οι έσχατοι πάντων, μέσα στην εσχατιά του ολέθρου μας, μπορούμε να αντεπιτεθούμε, ούτως ώστε να καθυστερήσει η “εσπέρα” και να μην έλθει το σκοτάδι, αρκεί να φωνάξουμε με πίστη: “Στήτω ὁ ἥλιος κατά Γαβαών καί ἡ σελήνη κατά φάραγγα Αἰλών” (Ιησοῦς Ναυῆ 10,12). Στο χέρι του ανθρώπου είναι, να διατηρήσει το φως μέσα στη ζωή του, όπως και στην εκ Θεού απεριόριστη δύναμή του επαφίεται, η μετατόπιση των ορέων.
Στο χέρι του επίσης είναι να νικηθεί, χωρίς να πολεμήσει. Γιατί κάτι τέτοιο συνέβη με τον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, και έκτοτε νικήθηκε όλη η ανθρωπότης, ώσπου ήλθε ο Σωτήρ να μείνει ανάμεσα σε αυτούς που τον πόθησαν και τον ποθούν. Είχε το θράσος, ο επίγειος βασιλιάς, να στραφεί κατά του αιωνίου βασιλέως, αλλά γκρεμίστηκε πάραυτα από τα ύψη στα κατώτατα της γης. Από σκληρός δε σφετεριστής, κατέληξε και πάλι καταζητούμενος της ανεξίκακης αγάπης του Θεού. Τι όμως ήθελε ο Θεός, έστω εκείνη την έσχατη στιγμή; Έναν λόγο μετανοίας και μια ανάληψη ευθύνης. Ποθούσε ένα “μεῖνον μετ' ἐμοῦ Κύριε”, γιατί σκοτίσθηκα και έπραξα το ειδεχθές. Αλλά ούτε ο αχός των θεϊκών βημάτων στον Παράδεισο, την ώρα της αναζήτησής του, ούτε η εντολή παράδοσής του με το “Ἀδάμ ποῦ εἶ;”, στάθηκαν ικανά να επαναφέρουν την τάξη και να τον φωτίσουν. Τουναντίον τον εξαχρείωσαν περαιτέρω και “τότε ἤρξατο καταθεματίζειν” τον Ήλιό του, γιατί τον στράβωσε με το υπερβολικό φως του και τον έκαψε με την ακτινοβολία της γυναίκας που του έδωσε και τον οδήγησε στην πνευματική ήττα.
Δυστυχώς, αυτό συνεχίζεται και στις μέρες μας πιο προκλητικά και ακατάπαυστα από τον σύγχρονο Αδάμ. Μηχανεύεται ο εν λόγω την υποκλοπή του θεϊκού φωτός προκειμένου να φωτίσει την σκοτεινή σκέψη του, όχι όμως προς μεταστροφή, αλλά προς περαιτέρω συσκότιση μέσω των βλέψεων του. Έτσι προσβάλλει τους νόμους του Θεού τον ένα μετά τον άλλο, αλλά έρχεται η φύση κόντρα να αντισταθεί στο κατρακύλισμα του ανθρώπου, στέλνοντας μηνύματα ανομβρίας, ακαρπίας, πλημμυρών, φωτιών, σεισμών, καλώντας τον τοιουτοτρόπως να πρωτοστατήσει στο κίνημα της επιστροφής‧ αυτό που αποτελεί την μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όποιον εγκατέλειψε κάποτε τον Πατέρα και τράβηξε σε χώρα μακρυνή.
“Κλαίνε θρηνούμε τα βουνά, κλαίνε θρηνούν οι κάμποι, ήρθε σκλαβιά πικρή σκλαβιά, πλάκωσε μαύρη καταχνιά και ο ήλιος πια δεν λάμπει”. Για ποιόν κλαίνε; Γι' αυτόν που ανεχώρησε για την χώρα του δύοντος ηλίου. Και ποιά είναι η εν λόγω σκλαβιά; Η προκλητική αποστασία από πλευράς ανθρώπου. Να την γνωρίσουμε από κοντά και με πρόσφατο μανδύα; Έρχεται ο κορωνοϊός και ο άνθρωπος τρέχει πανικόβλητος. Μαντρωμένος μες τη φυλακή του είναι του, φωνάζει “μεῖνον μεθ' ἡμῶν Κύριε” γιατί κινδυνεύει η ζωούλα μου. Αποπειράται να ξεμακρύνει ο ιός, ξαναντρειώνεται ο θρασύδειλος άνθρωπος και ασελγεί κατά του προτέρου ευεργέτου του. Μπορεί ο Θεός να “ἐποίησεν ἄρσεν καί θῆλυ” (Γεν. 1,27) όμως ο άνθρωπος ποθεί να αλλάξει όλη τη φύση. Ασελγεί ακόμη και πάνω στους μικρούς “αγγέλους” που ζήτησε ο Χριστός να τον πλησιάσουν. Τα παιδιά. Αν γλυτώσουν τελικά τα εν λόγω από τους ψυχαναλυτές των σχολείων, θα κλεισθούν στα ψυχιατρεία των σερνικοθήλυκων “γονέων”.
Τελικά μέχρι χθες η αυτοκτονία εξεταζόταν ως ξέσπασμα απελπισίας, πάνω σε μια δυστυχισμένη στιγμή. Στις μέρες μας, είναι κάτι που το προετοιμάζει η κοινωνία μας “ψύχραιμα”, κάτι που έρχεται έτσι σαν μοιραίο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα, ενός ορισμένου τρόπου ζωής. Μιας ορισμένης κοσμοθεωρίας. Αυτής, της μετατροπής της ζωής σε έμπρακτη αποστασία. Όμως η νομιζόμενη χαρά και ευτυχία, δεν θα τερματίσει με καμμία κραυγή θριάμβου. Μπορεί ο ήλιος να λούζει την ζωή μας και την πλάση ολόγυρα, αλλά κάποια στιγμή θα πλησιάσει αναπόφευκτα η δύση και αυτή τη φορά θα είναι μόνιμη. Η αναχώρησή του θα είναι οριστική. Κάπως ανάλογα ανεχώρησαν και οι μάγοι τότε δι' άλλης οδού και κατόπιν ξέσπασε διωγμός, λαίλαπα, θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός πολύς εν Ραμά. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί και τότε είχε “πλαγιάσει” η μέρα. Είχε πέσει για ύπνο το “φως” και τα πάντα τα κατηύθυνε το σκοτάδι. Επεσκέψατο εξ' ύψους ο Σωτήρ ημών, το ΦΩΣ και δεν το εννόησε η σκοτισμένη κοινωνία. Έπρεπε λοιπόν να δεχθεί μία ετέρα επίσκεψη από τον Θεό για να αντιληφθεί το αυτονόητο. Έτσι ο Θεός επέτρεψε το οπλισμένο χέρι του δυνάστη να σπείρει τον θάνατο, προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι πηγές των δακρύων και με την εν λόγω υδατοκαλλιέργεια να εξασφαλισθεί η υδροδότηση των ψυχών. Ποιός ήταν ο δυνάστης; Ο Ηρώδης‧ ένας ξένος‧ Ιδουμαίος! Φερτός να κυβερνήσει τους αχάριστους και απείθαρχους Ιουδαίους, που εκείνο τον καιρό είχαν έλλειψη από αξίους αυτόχθονες άρχοντες. Φτωχευμένοι ηθικά και ζάπλουτοι στην κραιπάλη. Στα ολονύχτια γλεντοκόπια, στα ποικίλα όργια και στον σκοτισμό των ψυχών.
Αυτό επιτρέπει ο Θεός και στις μέρες μας και μας κυβερνούν “ξένοι” ως προς τις αρχές και τα ιδεώδη μας‧ τα ιερά πιστεύω μας. Στυγνοί μισθοφόροι για να μας ξυπνήσουν από τον λήθαργο της αμαρτίας μας με τρόπο ιδιότυπο και ίσως οδυνηρό, γιατί κέκλικεν η ημέρα...
Γιατί η άμβλυνση του ηθικού αισθητηρίου και η καύχηση της ανηθικότητός μας, μας οδηγούν καθοριστικά στην κατάρρευση της ψυχικής οντότητός μας και συντείνουν στην ψυχική μας δηλητηρίαση. Στον χειμώνα της ζωής μας και σε μία μακάβρια τελετή μέσα στην οποία διαφαίνεται το χάσμα. Και δυστυχώς, “χάσμα μέγα ἐστήρικται”. Δυστυχώς ευρύνεται κιόλας, καθότι η ασθένεια της ψυχής μας γίνεται οδυνηρή και η θλίψη γίνεται πιο έντονη και στο τέλος καταντά χρόνιο και ανίατο πάθος. Χάθηκε το χαμόγελο από τον άνθρωπο στις πανάθλιες μέρες μας και γινήκαμε όλοι ψυχασθενείς. Το συναίσθημα της ήττας πασιφανέστατο σε όλους μας. Αλλά νικηθήκαμε, χωρίς να πολεμήσουμε.
Κι όμως είναι καιρός πια να αρχίσουμε να βλέπουμε και να ακούμε. Με μάτια ορθάνοιχτα και αυτί προσεκτικό, ας δεχτούμε την μεγαλοσήμαντη φωνή των πραγμάτων. Αρκετά πια, μας εφλυάρησαν τόσοι και τόσοι “κύριοι” και “κυρίες”.
Κύριοι που κατά βάθος είναι κυρίες και αντιστρόφως κυρίες που είναι κύριοι. Αρκετά μας είπαν για την ζωή που κυλιέται στον βούρκο, για τη ζωή που τελεί κατ' ουσίαν δεμένη στις χειροπέδες των παθών. Για τη “χαρά” του αλκοόλ, των “ουσιών”, της παραφροσύνης και εσχάτως για τον κιναιδισμό και λοιπή ανωμαλία.
Αρκετά λοιπόν μας είπαν και μας έδειξαν οι σερνικοθήλυκοι κατά την ρήση του λαού μας. Τους απαντάμε όμως και εμείς με την σειρά μας ότι χωρίς πίστη, χωρίς ηθική, χωρίς αυτονομία ψυχικών δυνάμεων, με μία θέληση κουρελιασμένη, με ένα οργανισμό καταρρακωμένο από τις ποικίλες καταχρήσεις της παρά φύση ζωής, οδηγούμαστε με σιγουριά στην οριστική εκμηδένιση.
Τα νάματα με τα οποία ποτίζουν εδώ και χρόνια τη ζωή μας, οι έμποροι των εθνών εκρέουν από τις μολυσμένες κρήνες της ελώδους ζωής τους. Αρκετά και εμείς τους δοθήκαμε στα τυφλά και εμπιστευθήκαμε σ' αυτούς το δρόμο μας και τη ψυχή μας. Μας ζωγραφίσανε το ψέμα με τα χτυπητότερα χρώματα. Στολίσανε το αποτρόπαιο είδωλο της αμαρτίας με φανταχτερές κορδέλες πολύτιμα πετράδια, μαστορικά μακιγιαρίσματα και πολύχρωμες παραστάσεις. Δύο–τρία χαστούκια όμως της πραγματικότητος και η μάσκα πετάγεται μακριά, οι κορδέλες γίνονται κουρέλια και αποκαλύπτεται η σιχαμένη μορφή τους με τα δυσώδη στόματά τους, τα αλλήθωρα μάτια τους και την ανυπόφορη παρουσία τους. Καιρός να πέσουν οι μάσκες. Το επιτάσσει η υγιεινή φροντίδα του πνεύματος.
Στα όπλα! Στα όπλα! Στα όπλα τα πνευματικά!
Τώρα ας προστρέξουν τα μίσθαρνα όργανα του κιτρίνου τύπου να μας κατηγορήσουν για πολεμοκάπηλους. ΝΑΙ! Μάλιστα “κύριοι” και “κυρίες” του διφορούμενου φύλου σας. Είμαστε πολεμοχαρείς, γιατί ο Χριστός μας ήλθε στη γη να ανάψει φωτιά, να κηρύξει πόλεμο και προπάντων να αποτεφρώσει κάτι ζωντανά πτώματα. Τις ελεεινές υπάρξεις σας με τις οποίες ελέγχετε χρόνια ολόκληρα και λογοκρίνετε Γκεμπελικά την αλήθεια σερβίροντας αντί αυτής σαν είδηση την απάτη και το ψέμα. Το εσώτερο δυσώδες είναι σας. Το μόνο που σας αξίζει επί του παρόντος είναι ένα φτύσιμο, αν και θα σκουπιστείτε σα να μη συμβαίνει τίποτα.
Όμως ακολουθεί κάτι‧ εκεί που φτύνει ο Έλληνας δε γλύφει.
Το λέει και ο ποιητής:
“Ο Έλληνας ρε τοκογλύφοι
εκεί που έφτυσε δε γλύφει
κι άμα σκάσει η φοβέρα
θα φωνάξουνε αέρα”.
Αρίσταρχος