Ανάγκη συγγνώμης

Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς”

Λουκ. 23,34

 

Υπάρχουν κάποιες λέξεις στην σύγχρονη ζωή μας, που διεγράφησαν μέσα από το τρέχον λεξιλόγιο. Και ως εκ τούτου και σαν έννοιες πλέον αφίστανται από την ανθρώπινη σκέψη και έκφραση. Ο μόνος κώδικας που παραμένει, προκειμένου να υπενθυμίζει και προτάσσει τις εν λόγω, στέκει το ευαγγέλιο. Δυστυχώς όμως είναι παραγκωνισμένο, καθότι ελέγχει συνειδήσεις και “δυσκολεύει” την ανθρώπινη ζωή. Προσπαθεί επιμόνως να αφυπνίσει τον άνθρωπο από τη νάρκη της αμαρτίας, ανακαλώντας τον για εργασία, μετάνοια, συντριβή και τελική τύψη στήθους, με παράλληλη αίτηση συγγνώμης. Η εκφώνηση ''ήμαρτον'' είναι ο τελικός σκοπός του! Σε αυτήν λοιπόν την έννοια της συγγνώμης θα εντρυφήσουμε σήμερα, επιστρατεύοντας γνώμες των αρχαίων Ελλήνων, πατερικές παρεμβάσεις, αλλά γιατί όχι και τωρινές παραινέσεις από ποικίλα άσματα, τα οποία πιο εύκολα “εγχειρίζουν” την ανθρώπινη διάνοια, αποσπώντας παρασιτικές και πυώδεις συνευρέσεις, μέσα από την εν λόγω ψυχή. Η μούσα έχει τον δικό της τρόπο να διαχειρισθεί τον “πολύτροπο” άνθρωπο.

Δίνοντας λοιπόν έναν πρόχειρο ορισμό στην λέξη “συγγνώμη”, θα επισυνάπταμε την συνώνυμη έκφραση της μεταμελείας, συνοδευομένη από την αίτηση συγχωρήσεως για κάτι κακό, λανθασμένο κ.ο.κ.

Συγγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με και αν έφταιξα πικρά το ομολογώ”, τονίζει άσμα του κοντινού παρελθόντος.

 

Όμως, πού εγκαταβιοί η έννοια της συγγνώμης; Στα έγκατα της ανιδιοτελούς μάνας που ακούει στο όνομα αγάπη. Γιατί αυτονόητο είναι, ότι αν δεν εμπνέεσαι ως άνθρωπος από αγάπη, δεν είναι δυνατόν να ζητήσεις συγγνώμη, ούτε να παρέχεις συγγνώμη στον συνάνθρωπό σου. Άρα λοιπόν κατά βάση, πρέπει να μυηθούμε βαθιά στο μυστήριο της αγάπης, οπότε μετά, τελείως φυσικά και άδολα, θα χαρούμε απολαμβάνοντάς την, την απορροή όλων των ευεργετικών ρυακίων της πρότερης καθάριας πηγής. Έτσι θα δροσισθεί η κουρασμένη διάνοιά μας και θα ανακουφισθεί η άκρως εγκαταλελειμμένη ψυχή μας.

Αγάπη λοιπόν! Όρος αμιγώς χριστιανικός, εμφαίνων την αρχή και ουσία της ηθικότητας. Οι αρχαίοι Έλληνες μίλησαν για τα πάντα, όμως για το τελειότατο φιλοσόφημα της αγάπης το οποίο εισάγει, περικλείει και ερμηνεύει όλες τις αρετές, όπως η ανεξικακία, μακροθυμία, δικαιοσύνη, θυσία, αλήθεια, ομόνοια κ.λπ. μίλησε μόνο η χριστιανική διδασκαλία. Το ρήμα αγαπάω χρησιμοποιούνταν από τον Όμηρο, η λέξη όμως αγάπη, εμφανίζεται μόνο στα εκκλησιαστικά κείμενα. Φυσικά εδώ δεν αναφερόμαστε στην αγάπη που εκφράζει το ερωτικό συναίσθημα, η οποία απορρέει από το ρήμα “ἐρῶ”. Οι αρχαίοι την εν λόγω αγάπη την εξέφραζαν με το ρήμα φιλέω-ῶ. Την έννοια της αγάπης σύμφωνα με το χριστιανικό πρότυπο, ενσαρκώνει η ηρωίδα του Σοφοκλέους Αντιγόνη, αφενός μεν σαν έννοια της συγγνώμης (ἄφες αὐτοῖς), αφετέρου δε την υψίστη ηθική σύμφωνα με την οποία προηγείται ο σεβασμός του θείου νόμου, έναντι των ανθρωπίνων νόμων.

Διότι λέγει ο Ηράκλειτος· “Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός, του θείου”.

Κάπως έτσι απλά η Αντιγόνη προτάσσει στον λόγο της, ότι “είμαι πλασμένη από την φύση να συμμερίζομαι τα συναισθήματα της αγάπης”.

 

Τελικά όμως τι είναι αγάπη. “Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν” (Ιω. Α´ 4,8). Αυτός δε που δεν αγαπάει, δεν γνώρισε τον Θεό.

Τι είναι αγάπη; Ότι έστειλε ο Θεός στον κόσμο τον υιό του, τον μονογενή, για να ζήσουμε με αυτόν (4,9). Τι είναι αγάπη; Ότι ο Θεός αγάπησε εμάς και απέστειλε τον υιό του να σβήσει τις αμαρτίες μας (4,10).

Αφού λοιπόν έτσι μας αγάπησε ο Θεός και εμείς αναλόγως να αγαπούμε αλλήλους (4,11). Αυτός λοιπόν που εγκαταβιοί μέσα στο ιερό σκεύος της αγάπης, μένει μέσα στον απέραντο Θεό, αλλά και ο Θεός εγκαταβιοί μέσα στον εν λόγω άνθρωπο (4,16).

 

Να αναφερθούμε στον ύμνο της αγάπης του Παύλου; Μόνο ένα θα κρατήσουμε “ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπη δέ μή ἔχω γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον” (Α´ Κορ.13,1). Αυτό προτάσσει ο ουρανοβάμων Παύλος, ειδικά για εμάς τους συγχρόνους αναίσθητους, που μάθαμε όλες τις γλώσσες του κόσμου, αλλά μη έχοντες αγάπη, αίσθημα, καταντήσαμε θορυβώδεις κενοί γκαζοτενεκέδες. Προπάντων οι άπνοοι ηγέτες μας. Αλλά και αυτές τις γλώσσες τις μάθαμε εξ' ανάγκης, μετά την σύγχυση γλωσσών που μας επέβαλε ο Θεός κατά την “κατάρρευση” του πύργου της αποστασίας μας. Μας ενοχλούσε η θεϊκή γλώσσα, οπότε ας δαγκώνουμε τώρα τις δικές μας “γλώσσες”.

Επομένως η αγάπη μας καλεί να συγχωρήσουμε, να θυσιασθούμε, να βοηθήσουμε, να συμπαρασταθούμε, να συμβουλεύσουμε και να ταπεινωθούμε. Αυτή την αγάπη ο ίδιος ο Χριστός την ανύψωσε στα ουράνια μέσω του “ἄφες αὐτοῖς”. “Πατέρα Θεέ μου, μη συνερίζεσαι τα πλάσματά σου. Άφησέ τους, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν γνωρίζουν...”.

 

Πώς όμως να καταλάβουμε και να καταγράψουμε το ανθρώπινο μαρτύριο που υπέστη ο Υιός του ανθρώπου, εμείς οι “γλωσσομαθείς”; Εμείς, επειδή μας βόλεψε, ξεμείναμε στο ''οφθαλμόν αντί οφθαλμού''. Όπου ποθούμε προχωράμε· σε άλλα “οπισθοδρομούμε”.

Κι όμως ο Μ. Βασίλειος αναφερόμενος στον Περικλή γράφει τα ακόλουθα. Κάποιος χυδαίος τον έβριζε όλη την ημέρα, χωρίς όμως ο τελευταίος να του δίνει σημασία. Όμως όταν νύχτωσε, διέταξε να φωτίσουν τον δρόμο του υβριστού, για να επιστρέψει σπίτι του.

Πάλι ο Μ. Βασίλειος μνημονεύει τον Ευκλείδη τον Μεγαρέα, ο οποίος στον απειλήσαντα και ορκισθέντα να τον φονεύσει, υπεσχέθη και ορκίστηκε, ότι θα βρει τρόπο να τον κάνει να μεταστραφούν τα εχθρικά του αισθήματα.

Τέλος ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος στον Σωκράτη γράφει, ότι υπέστη από ένα μεθυσμένο ανηλεή ξυλοδαρμό και για να τον τιμωρήσει έγραψε στο τραυματισμένο μέτωπό του “ὁ τάδε τό ἔκαμε αὐτό”.

Όλα αυτά τα γράφει ο Μ. Βασίλειος, απευθυνόμενος στους νέους, για να ωφεληθούν από τους αρχαίους Έλληνες.

Αλλά όλα αυτά τα γεγονότα, αλλά και οι μεγαλόπνοες ρήσεις των αρχαίων, καλλιέργησαν και φώτισαν τα σκότη της αγνοίας και στάθηκαν πρόδρομοι της μεγάλης ιδέας που γεννήθηκε μέσα στη φάτνη, με φως ένα λυχνάρι. Αλλά αυτή η ιδέα κατέλαβε κυριαρχικά και άκρως δικαιωματικά τα ανάκτορα του πνεύματος και φώτισε με εκτυφλωτικό φως τα βάθη του παρελθόντος, αλλά και τον αιώνιο δρόμο του μέλλοντος.

 

Μετά όμως από την εκτενή σύσταση με την μάνα “Αγάπη”, ας γνωρίσουμε και το τέκνον της στο οποίο προαναφερθήκαμε την “συγγνώμη”, μέσα από τους στίχους ενός τραγουδιού.

Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό
για όσους πολέμησαν κι αντέχουνε ακόμη
θα πρεπε να το είχα γράψει από καιρό
γι’ αυτό και πρώτα ταπεινά ζητώ συγγνώμη.

Σε ένα ιατρείο μικρό της γειτονιάς
πήγα να βγάλω κάτι ακτινογραφίες
κι είδα ανθρώπους μιας παλιότερης γενειάς
που περιμέναν του γιατρού τις οδηγίες.

Είχε ησυχία λες και μπήκα σε ιερό
κι είχανε όλοι του πατέρα μου τα χρόνια
ο γέρος μου έχει πια πεθάνει από καιρό
μα είχε προλάβει να χαρεί τρία εγγόνια.

Με τρόπο έριξα μια γρήγορη ματιά
τέτοιο κατάντημα δεν είχα δει ποτέ μου
κι όλα αυτά τα ξεχασμένα γηρατειά
θα είναι σκέφτηκα ανάπηροι πολέμου.

Ο ένας είχε το ένα πόδι του λειψό
άλλος το χέρι του δεμένο και πονούσε
ο τρίτος φόραγε κολάρο στο λαιμό
κι ένας άλλος την κυρά του κουβαλούσε.

Ο νους μου πήγε στον πατέρα μου ξανά
τότε που μου έλεγε τα βράδια ιστορίες
σαν να είναι τώρα τον θυμάμαι να πονά
και να μιλάει για νεκρούς και τραυματίες.

Κι όλοι αυτοί για την δική μου λευτεριά
έζησαν χρόνια κατοχής και τυραννίας
ήταν κορίτσια και αμούστακα παιδιά
και πολεμούσαν στα βουνά της Αλβανίας.

Μου είχαν χαρίσει μια ελεύθερη ζωή
κι ότι κι αν ήμουν σε εκείνους το χρωστούσα
κι ήτανε μες τα γηρατειά τους τόσο απλοί
ούτε παράσημα φορούσαν ούτε λούσα.

Πρόσωπα τίμια χωρίς εγωισμό
κι αν μες το πόλεμο τα πάντα είχαν χάσει
με ένα χαμόγελο και λίγο σεβασμό
όλα όσα τράβηξαν τα είχανε ξεχάσει.

Ένιωσα ξάφνου μια τεράστια ντροπή
έσκυψα κάτω και είχα χάσει τη μιλιά μου
μου ήρθανε δάκρυα και κρατήθηκα πολύ
και ευτυχώς που είχα μαζί μου τα γυαλιά μου.

Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό
για όσους πολέμησαν και πολεμούν ακόμη
θα πρεπε να το είχα γράψει από καιρό
γι’ αυτό και πάλι ταπεινά ζητώ συγγνώμη.

 

Το ανωτέρω τραγούδι τα λέει όλα καθαρά. Δεν χρειάζεται καμμία απολύτως διασάφηση. Στο “ψαχνό” λοιπόν.

Μήπως τελικά εμείς που σπάζουμε τις προτομές ηρώων, εκδηλώνοντας μια αψυχολόγητη εμπάθεια αλλά και αγνωμοσύνη, αφού πρώτα τις επιμεληθούμε με την κακοποίηση του καλλιτεχνικού γκράφιτι, πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη; Το ελάχιστο που πρέπει.

Μήπως οι ηγέτες μας που έχουν παραχωρήσει φανερά και κρυφά, με ακατονόμαστη αναίδεια και θράσος τα εδάφη αυτά, που κράτησαν με νύχια και με δόντια, με αίμα, χάνοντας χέρια, πόδια, ζωές, οι πρόγονοί μας, πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη και να επανορθώσουν;

Μήπως το σάπιο πολιτικό και “πνευματικό” κατεστημένο στη χώρα μας που προωθεί την υιοθεσία στους ανώμαλους, με επικεφαλείς πολιτικάντηδες της κακιάς ώρας και του χειρίστου συναπαντήματος, πρέπει να φρενάρει; Δεν έχουν αντιληφθεί οι “αγαπητικοί” της διαστροφής, ότι προκαλούν και πάλι τον Θεό και θα κατεβεί διά μία ακόμη φορά αυτοπροσώπως, για να ίδει ιδίοις όμμασι τα αίσχη; Ποθούν να γίνουν μία νέα Νεκρά θάλασσα ή καμμένη γη;

Ο λαός επιτέλους τι φταίει; Τα καμώματά τους ας επανδρώσουν εκ νέου την σπηλιά των χίπηδων στα Μάταλα και ας τα υλοποιήσουν εκεί βγάζοντας τα μάτια μεταξύ τους. Αυτό που κάνουν στα διεθνή φόρουμ άλλωστε, μέσα στον οίστρο της ανωμαλίας τους, με τις ποικίλες φεμινίστριες.

Αυτό ερμηνεύει και την ισότητα των φύλων και των “φίλων”.

Ποτέ δεν φαντάζονταν οι πρόγονοί μας, ότι η Ελλάδα θα μετατραπεί στον μεγαλύτερο οίκο ανοχής της γης.

Είπαμε ο Θεός αγάπη εστί. Είπαμε ότι ο Χριστός φώναξε άφες αυτοίς. Αλλά παραπήγε το “ποίημα”. Επιτέλους υπάρχει ανάγκη συγγνώμης.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή