ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

 

Κάθε ιερεύς έναντι του Θεού και του ποιμνίου του έχει ευθύνη πως θα ποιμάνει τους ενορίτες του, πως θα τους κατηχήσει, πως θα συμβουλέψει ατομικά και γενικά τους πιστούς, πόσο θα προσευχηθεί γι’ αυτό, πόσο θ’ αγρυπνήσει, πως θα γίνει «τοις πάσι τα πάντα», για να κατορθώσει να τους προσελκύσει στον Χριστό, πως θα φροντίσει να μη σκανδαλίσει κανένα και για τίποτα. Και πράγματι κάθε ευσυνείδητος ιερεύς έχει να παραθέσει και ν’ αποκαλύψει πλείστα όσα στιγμιότυπα της προσωπικής του ζωής και δράσεως, που εμφαίνουν και παρουσιάζουν τον αγώνα του και την αγωνία του να φανεί αντάξιος της κλήσεως του Θεού και του ιερατικού του διακονήματος.

Θα παρουσιάσουμε στο άρθρο αυτό μερικά στιγμιότυπα από τη ζωή του πρωτοπρεσβυτέρου Εμμανουήλ Γ. Μυτιληναίου (1900-1960), ενός εγγάμου κληρικού που υπηρέτησε το ποίμνιο του Χριστού στην Αθήνα και την Μυτιλήνη και αναλώθηκε γι’ αυτό, κι αυτός και η οικογένειά του, σε απίστευτο και αφάνταστο βαθμό.

 

Α´. Στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης όπου υπηρέτησε τα δύσκολα χρόνια 1941-1945 ως προϊστάμενος του ιερού ναού του αγίου Νικολάου και αρχιερατικός επίτροπος της περιοχής αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να ιδρύσει συσσίτια για 180-200 παιδιά και 15-20 γαλακτοτροφούσες μητέρες με τα νήπιά τους. Το ποια θα ήταν τα συτιζόμενα πρόσωπα το αποφάσιζε επιτροπή που απάρτιζαν οι δύο γιατροί της πόλης και ο εφημέριος της ενορίας που ανήκαν με καθαρά κοινωνικά και ιατρικά κριτήρια. Ο π. Εμμανουήλ ενώ είχε τέσσερα παιδιά που πεινούσαν φοβερά, λόγω ανέχειας της οικογενείας τους, δεν τα επέτρεψε να τρώνε στο συσσίτιο, για να μη σκανδαλιστεί κάποιος από τους πιστούς. Θυσίαζε τα παιδιά του χάριν του ποιμνίου του. Ο δεύτερος γιος του ο Δημήτρης διηγείται το εξής γεγονός από την εποχή εκείνη.

«Ήμουν τότε δέκα χρονών, στο Πλωμάρι της κατοχικής πείνας του 1943. Πεινούσα ανυπόφορα. Και κείνη τη μέρα μου είχε σπάσει τη μύτη η μυρουδιά από τα ψάρια που τηγάνιζαν στο μαγειριό για το μεσημεριανό συσσίτιο των παιδιών, από το οποίο ο πατέρας μας είχε απαγορεύσει να τρώμε. Πλησίασα και κάθησα στο κατώφλι της πόρτας ακουμπώντας στην παραστάδα της χωρίς να μιλώ. Φαίνεται πως η πείνα μου μιλούσε από το όλο κακόμοιρο ύφος που είχα πάρει και την εμφανή εξασθένησή μου εκείνη τη ημέρα. Η μαγείρισσα το κατάλαβε και μου έδωσε μια γόπα. Ήξερα ότι έπρεπε ν’ αρνηθώ, αυτή ήταν η ρητή εντολή του πατέρα, μα δεν το άντεξα. Με κάποιο δισταγμό στην αρχή πήρα τη γόπα και την έφαγα γρήγορα και μεσα μου μ’ έτρωγε ότι παράβαινα την εντολή.

Όταν κάποιες ημέρες αργότερα είπα να συζητήσω το γεγονός με τον πατέρα μου, το θυμάμαι καλά, έγινε έξαλλος και με επέπληξε αυστηρά. Ομολογώ ότι τότε δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Αφού πεινούσαμε κι εμείς και η αδυναμία μας ήταν εμφανής, γιατί τάχα δεν άφηνε να τρώμε και μεις στο συσσίτιο. Τα χρόνια πέρασαν και τότε κατάλαβα. Ο πατέρας δεν ήθελε να δώσει σε κανένα την παραμικρή λαβή για ατυχή σχόλια. Είχε μια ευθύνη και μια θέση που την διασφάλιζε με προσοχή από κάθε δίοδο διαφυγής σε κακοπιστίες».

 

Β´. Αναφέρει ο μεγαλύτερος γιος του Γεώργιος: «Ανάμεσα στον μανδρότοιχο του περιβόλου και τον εξωνάρθηκα του αγίου Νικολάου υπήρχε ένας χώρος υπερηψωμένος, περιφραγμένος, με καθαρό χώμα κατάλληλος για καλλιέργεια. Την ιδέα να δημιουργήσουμε μια φυτεία μας την έδωσε ο π. Αμβρόσιος, εφημέριος του αγίου Ιωάννου, γνώστης των μυστικών της κηπουρικής. Εμείς δεν χάσαμε καιρό και με τις υποδείξεις του παπα-καλόγερου δημιουργήσαμε ένα αξιόλογο κηπάκο με όλα τα είδη των λαχανικών ανάλογα με την εποχή. Είχαμε την αίσθηση ότι ο χώρος αυτός ή τουλάχιστον το περιεχόμενό του για το οποίο πραγματικά κοπιάζαμε καθημερινά ήταν κάτι δικό μας και κανένας δεν μπορούσε να το πειράξει. Κάποια μέρα ‘συλλάβαμε’ επ’ αυτοφώρω 3-4 συνομιλήκους μας να έχουν περάσει κάτω από το συρματόπλεγμα και να κόβουν ντομάτες. Γίναμε έξω φρενών. Ένας μάλιστα από τους συγκαλλιεργητές είχε την έμπνευση να φροντίσει να φτάσει η είδηση στ’ αυτιά του πατέρα, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν εκεί κοντά. Ύστερα από λίγο κι ενώ εμείς διαπληκτιζόμασταν ακόμα με τους εισβολείς, καταφθάνει με το αντερί γυρισμένο στη μέση ζητώντας τους ενόχους. Τους υποδείξαμε με την προκαταβολική ικανοποίηση για την επερχόμενη παραδειγματική τιμωρία τους, δεδομένου ότι ήταν παιδιά του συσσιτίου και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν.

Συνέβη όμως κάτι απίστευτο και αναπάντεχο.  Πήρε τους ‘ενόχους’ και μερικούς άλλους και αφού μπήκαν στον κήπο, με εντολή του έκοψαν όλη τη σοδειά μας και τη μοίρασαν σε δεκάδες παιδιών, που είχαν προστρέξει και παρακολουθούσαντα γενόμενα. Στη συνέχεια πήρε το σκαλιστήρι και μόνος του ξερρίζωσε τα πάντα. Τέλος, αφού ολοκλήρωσε το καταστροφικό του έργο, κατακόκκινος, ιδρωμένος, σκονισμένος και λασπωμένος, μας κοίταξε κατάματα και μας είπε: ‘Δεν θα ξαναφυτέψετε τίποτα. Δεν είναι δικό σας τίποτα’! Μείναμε άφωνοι. Δεν αντιδράσαμε καθόλου αλλά και δεν ξαναφυτέψαμε τίποτα. Ο χώρος έμεινε ξερός, άγονος, καθώς πρώτα, για να μας θυμίζει όμως τώρα τα τελευταία λόγια του πατέρα, ‘δεν είναι δικό σας τίποτα’ και από την όλη στάση να έχουμε καταλάβει, πως το να κόψει μια ντομάτα ένας πεινασμένος, ε, δεν είναι δα και κανένα έγκλημα».

 

Γ´. «Μια χειμωνιάτικη βραδιά του 43» λέγει πάλι ο μεγαλύτερος γιος του Γεώργιος, «με δυνατό νοτιά και βροχή, τα παιδιά είχαμε τελειώσει το διάβασμα και τις άλλες σχολικές εργασίες και μαζεμένα γύρω από τη μοναδική σόμπα που έκαιγε στο γραφείο του πατέρα, παίζαμε κάποιο παιχνίδι. Η μάνα σε μια γωνιά καρίκωνε κάλτσες και ο πατέρας αφοσιωμένος στο γράψιμο του, δεν έλεγε κουβέντα. Φαίνεται πως κάποια στιγμή οι φωνές μας ξεπέρασαν το επιτρεπόμενο και ενοχλημένος ο πατέρας έβαλε τις φωνές. ‘μα τέλος πάντων, Γιώργο, δεν καταλαβαίνετε ότι με ενοχλείτε;’. Γιατί απευθύνθηκε σε μένα δεν κατάλαβα. Είχε περισσότερες απαιτήσεις από μένα; Με θεωρούσε λογικώτερο; Η φασαρία προερχόταν περισσότερο από μένα; Γεγονός είναι ότι με πείραξε τόσο, που αντιδρώντας έφυγα έξω από το σπίτι, στον αυλόγυρο, κάτω από δυνατή βροχή. Μια απλή παρατήρηση του πατέρα για μένα ήταν μεγάλη προσβολή, πολύ περισσότερο, όταν γινόταν με πολύ έντονο και αυστηρό ύφος. Βαριά λοιπόν θιγμένος περιφερόμουν για λίγα λεπτά βρεγμένος από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ύστερα από λίγο με μάζεψαν και καθώς με είδε ‘παπί’ χαμογέλασε και μου είπε: ‘Πήγαινε ν’ αλλάξεις και έλα στο γραφείο να παίξετε’»!

 

Δ´. «Ήταν παραμονή αγίου Νικολάου, χειμώνας και κατοχή, 1942. Ένα πεινασμένο παιδί μπήκε κρυφά στο ιερό και αφαίρεσε από την ιερή πρόθεση το πρόσφορο που προοριζόταν για την λειτουργία της επομένης. Ήταν από τις σπάνιες φορές που γινόταν Λειτουργία με ολόκληρο ψωμί. Συνήθως η προσκομιδή γινόταν με μια φέτα ψωμιού. Τη στιγμή κατά την οποία ο μικρός έβγαινε από το ιερό, τον συνέλαβε ο νεωκόρος και τον οδήγησε στο γραφείο του αρχιερατικού επιτρόπου, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε το συμβάν ζήτησε ένα μαχαίρι, έκοψε μια μικρή γωνία και έδωσε το υπόλοιπο πρόσφορο στο μικρό παιδί λέγοντάς του ότι αύριο θα τον περιμένει στη Λειτουργία, που θα έκανε με τη γωνία που είχε κρατήσει, για να ζητήσει συγχώρεση από τον θεό και να κοινωνήσει. Ο μικρός ‘Γιάννης Αγιάννης’ της κατοχής, από κείνη την ημέρα συχνά βρισκόταν δίπλα στο παραθρόνι, όπου ‘χοροστατούσε’ ο αρχιερατικός επίτροπος’».

 

Τα στιγμιότυπα είναι απο το βιβλίο του Αθανασίου Κοτταδάκη, «Ιερωσύνη ανοιχτής διακονίας», Πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Γ. Μυτιληναίος, 1900-1960, Αθήνα 1997, σσ. 179, 183-184, 185, 281 αντίστοιχα.

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή