(ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ π. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ)
Σε κάποιο σημείο του «Καταφυγίου ιδεών» ο Χρήστος Γιανναράς τον αναφέρει εύφημα, μαζί με τους νυν Αρχιεπισκόπους Αναστάσιο Γιαννουλάτο και Δημήτριο Τρακατέλλη. Τον θυμάμαι αρχηγό μιας αποστολής της Χριστιανικής Φοιτητικής Ενώσεως στη σεισμόπληκτη περιοχή του Δομοκού το 1953. Φορούσε μια πλατύγυρη ψάθα και δούλευε τον κασμά κάτω από τον ήλιο του καλοκαιρινού κάμπου. Δεν μπορούσα να τον φανταστώ με μίτρα στη θέση της ψάθας και επισκοπική ράβδο αντί για αξίνα. Ο άνθρωπος ήταν κομμένος από το νταμάρι των εργαζομένων «ταις ιδίαις χερσί».
Ήξερε πολύ καλά τη σημαίνει χειρωναξία και δεν την αποστράφηκε. Η γνώση αυτή τον οδήγησε, για να περιοριστώ σε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, στην ανατροπή του διαιτολογικού καθεστώτος στο φοιτητικό οικοτροφείο του «Αποστόλου Παύλου», όπου στεγαζόταν και πολλοί σκληρά εργαζόμενοι φοιτητές. Ο οικονόμος και σιτιστής του οικοτροφείου λίγο και θα πάθαινε αποπληξία, όταν πήρε την εντολή από το νέο διευθυντή να αντικαταστήσει το μεσημεριανό λαδερό φαγητό του Σαββάτου με μουσακά ή παστίτσιο, ενώ τη βραδινή ταχινόσουπα και τα αράπικα φιστίκια με πιλάφι και τυρί.
Αργότερα, ασυμβίβαστος με τις όποιες σκοπιμότητες και την παραπλανητική χλιαρότητα, πήρε των ομματιών του και πήγε να βρει τον αββά Πιέρ, τον ρακοσυλλέκτη του Παρισιού. Η αναζήτηση του ουσιώδους τον έφερε ύστερα στην Σουηδία, όπου δούλεψε ως μαραγκός και ιερέας. Βίος δίχως την ελάχιστη άνεση. Αν τον καλούσε η ανάγκη, θα μπορούσε να δουλέψει σε αλιευτικό ανοικτής θαλάσσης, σε ρυμουλκό, ή εκφορτωτής σε λιμάνι ή οδηγός νταλίκας. Μετά τη δύσκολη θητεία του στον κόσμο, αναζητώντας πάντοτε το «έν ου εστι χρεία», ασκήτεψε, όπως οι ασκητές της ερήμου. Λέγοντας «τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη», ομολογούσε ότι ο τίτλος του αρχιμανδρίτη, που έφερε και ο ίδιος, ήταν ένα κατά συνθήκη ψεύδος.
Εκτός από την κατασκήνωση στο σεισμόπληκτο Θαυμακό, έζησα και μια εβδομάδα μαζί του –με άλλους πέντε- στο Δομοκό τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου. Τότε δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά την φλόγα που τον κατάκαιγε. Με εντυπωσίαζε περισσότερο ένας διακεκριμένος φυσικός της μικρής μας ομάδας, όπως τόσοι και τόσοι, «κουκιά έτρωγα κουκιά μολογούσα».
Πάνε αρκετά χρόνια από τα βράδι εκείνο, που πέρασε ξαφνικά από το σπίτι μας. Ήλθε και έφυγε σαν λεπτή βροχή, αφήνοντας τη δροσιά και το άρωμά της.
Δεν ένοιωσα την παραμικρή λύπη για την εκδημία του π. Ευσεβίου Βίττη.
Λαόνικος Διονυσίου
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2009
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ