Ενθύμηση· Στη δεκαετία του 1950 το θρησκευτικό περιοδικό «Ανάπλασις» δημοσίευσε ένα σχόλιο δυσμενές, αν η μνήμη δεν με απατά, για το Βατικανό. Αφορμή του σχολίου ήταν το άρθρο ενός Ιταλού δημοσιογράφου με τίτλο «Si Cristo vedesse», όπου καυτηριαζόταν το γεγονός ότι οι αξιωματούχοι κληρικοί του παπικού κράτους κυκλοφορούσαν με πολυτελή αυτοκίνητα. Ο Ιταλός δημοσιολόγος είχε εύστοχα παίξει με τα αρχικά S.C.V. ( Sancta Civitas Vatikani, ήγουν Αγία Πολιτεία του Βατικανού) των πινακίδων των αυτοκινήτων. «Αν ο Χριστός έβλεπε…», υπενθύμιζε αιχμηρά στους εποχουμένους μαθητές του Κυρίου ένας άνθρωπος της πιάτσας. Πολύ σωστά, αλλά εις ώτα κουφά.
Αφήγηση· «Όταν φύγαμε με τη γυναίκα μου και τα μικρά μας παιδιά από την Αλβανία, δεν είχαμε παρά μόνο τα ρούχα που φορούσαμε. Τίποτε άλλο. λιμοκτονούσαμε. Κάποιος μου σύστησε να απευθυνθώ σε πρόσωπο που εργαζόταν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Πήγα λοιπόν, να τον βρω στην Μονή Πετράκη. Περιμένοντας τον να έλθει είδα να καταφθάνουν η μια ύστερα από την άλλη μεγάλες λιμουζίνες, απ’ όπου έβγαιναν ευτραφείς Αρχιερείς, με τα εγκόλπια και τις πατερίτσες τους και με βάδισμα που φώναζε ότι διαβαίνει η Εξουσία. Δεν είχα δει ποτέ Δεσπότη στην πατρίδα μου. Από τις διηγήσεις των γονιών μου άλλη ιδέα είχα σχηματίσει για τον Ελληνικό κλήρο. Οι λιμουζίνες και το ύφος των Αρχιερέων με απέλπισαν. Σηκώθηκα και έφυγα χωρίς να συναντηθώ με τον άνθρωπο, που ίσως με βοηθούσε να βρω κάποια δουλειά».
(Ο αφηγητής Φ.Κ., με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αλβανίας, συγγραφέας και «εχθρός του λαού», φυλακισμένος από το καθεστώς του Χότζα, εξακολουθεί να είναι πιστό μέλος της Εκκλησίας, αλλά δεν λησμονεί το τραύμα).
Δεύτερη παρένθεση· Μια χαρά ποίμανε σε δίσεκτα χρόνια ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος Πλειοθός το ποίμνιό του και ας μην είχε αυτοκίνητο. Όταν βρισκόταν στην ανάγκη να το χρησιμοποιήσει, έπαιρνε ένα αγοραίο. Και όχι πάντα το ίδιο, για να μην σκανδαλίζει ως προσωπολήπτης.
Αφήγηση· «Όταν τύχαινε να έλθει στην ιερατική Σχολή ο Δεσπότης, οι μαθητές και μέλλοντες κληρικοί κύκλωναν την λιμουζίνα του. Τη χάιδευαν και τη γλίχονταν ερωτικά. Η επιθυμία τους να την αποκτήσουν ήταν αβάσταχτη».
Απάντηση χριστιανικού περιοδικού σε αναγνώστη· «Δεν συμφωνούμε με την κριτική που ασκείτε. Όσο για εκείνα που γράφετε σχετικά με τα αυτοκίνητα των Μητροπόλεων, πιστεύουμε ότι δεν σας τιμούν».
Δημοσίευμα στην «Καθημερινή» της 18ης Νοεμβρίου 2009, σ. 24· «Μπορούσε να τον συναντήσει κανείς σε κάποιο δρόμο του παλιού Βελιγραδίου να κρατάει τσάντες με ψώνια από το μπακάλικο της γειτονιάς ή απλό επιβάτη στο αστικό λεωφορείο και το τρόλεϊ. Αν δεν τον γνώριζε, θα νόμιζε ότι ήταν ένας γηραιός μοναχός, κουρασμένος από τις νηστείες και τη σκληρή δουλειά σε κάποιο μετόχι μοναστηριού, και ούτε θα του περνούσε από το νου ότι ήταν ο Πατριάρχης.
Ο επί δεκαεννιά χρόνια ηγέτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας Πατριάρχης Παύλος, δεν είχε ούτε λιμουζίνα για τις μετακινήσεις του, ούτε οπλισμένους φρουρούς για να τον προστατεύουν από “εχθρούς”, ούτε τον ακολουθούσαν τηλεοπτικές κάμερες στις επισκέψεις του σε ιδρύματα αδυνάμων και φτωχογειτονιές των προσφύγων.
Παραμονές του πολέμου στο Κόσσοβο, κατέβηκε στην Πρίστινα, για να εμψυχώσει τους Σέρβους πιστούς που περνούσαν δύσκολες ώρες. Το καθεστώς Μιλόσεβιτς ήθελε πώς και πώς να «πουλήσει» την επίσκεψη του Πατριάρχη για επικοινωνιακούς λόγους, αλλά σκόνταψε στην άρνησή του να μετακινηθεί με ελικόπτερο, όπως του πρότεινε η κυβέρνηση του Βελιγραδίου. Προτίμησε το τρένο της γραμμής και όταν κατέβηκε στο Κόσσοβο Πόλιε τον περίμενε μια τεράστια λιμουζίνα, την οποία είχαν μισθώσει οι ζάμπλουτοι τραπεζίτες αδελφοί Κάριτς για να μεταβεί πομπωδώς στην Πρίστινα. Αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας στους υπευθύνους της υποδοχής πως δεν βολεύεται σε πολυτελή σαλόνια και μπήκε σ’ ένα παλιό Γκολφ, με το οποίο έφθασε στον προορισμό του».
Τρίτη παρένθεση· Υπογράμμισα στην εφημερίδα αυτές τις παραγράφους για να τις διαβάσει η γυναίκα μου, ύστερα όμως πήγα στην κουζίνα και τις διάβασα ξανά μεγαλοφώνως. Ο Πατριάρχης, που δεν εύρισκε καθόλου την βολή του στις λιμουζίνες, αλλά στο αστικό λεωφορείο, στο τρόλεϊ και στο τρένο· που δεν έστερξε το ελικόπτερο και ψώνιζε από το μπακάλικο της γειτονιάς –α! ήταν η φωνή αύρας λεπτής-, μας δρόσιζε, θύμιζε τον μεγάλο συνονόματό του, που όργωσε την οικουμένη, δίχως να μετακινείται με άρματα ή φορεία μεγάλου κυβισμού. Καμμιά θλίψη για την εκδημία του, μόνο η ευχή· «Ας τον μιμούνται όλοι!».
Σχόλιο· «Ελικόπτερο» και «λιμουζίνα». Δεν ήταν καθόλου τυχαίες οι λέξεις που χρησιμοποιούσε ο δημοσιογράφος. Υπενθύμιζαν την επιδεικτική αλαζονεία ηγουμένου και της συνοδείας αυτού, που δεν έλεγαν όχι στα ελικόπτερα και είχαν ψωμοτύρι τις λιμουζίνες.
Στίχοι του Νίκου Καρούζου (οι τελευταίοι του ποιήματος· «Παραλλαγή στο θέμα της οδύνης»)·
Αντίο αγόρι,
Το ΙΧ στις κούρσες
Πάνε να μας πείσουν πως σημαίνει Ιησούς Χριστός.
Δημοσίευμα στη Καθημερινή της επόμενης μέρας 19.11.2009, σ. 5 Τίτλος “Όχι” ιεραρχών στα μικρού κυβισμού αυτοκίνητα».
Γυρνώντας σπίτι βρήκα την εφημερίδα ανοιχτή σε αυτή τη σελίδα και τη γυναίκα μου σκυθρωπή. Το «διάβασες»; ρώτησα. «Ναι», μου αποκρίθηκε και πρόσθεσε κάτι οδυνηρό. Δεν είχα κουράγιο να το διαβάσω, προτού καθίσουμε να φάμε. Έτρωγα με θυμωμένη απόγνωση. Μουρμούριζα όλη την ώρα. «Απέστειλα υμάς άτερ βαλλαντίου και πήρας και υποδημάτων».
Από το 1955 είχε γράψει τους σχεδόν προφητικούς στίχους του Νίκος Καρούζος. Τότε περίπου που ο Ιταλός σκανδαλιζόταν με τα αυτοκίνητα S.C.V., όταν δηλαδή οι «πόδες των ευαγγελιζομένων» είχαν πια αρχίσει να εκχωρούν τη φύση και τον κόπο τους στις εύκολες άκοπες ρόδες.
Προσκυνώ το σκήνωμα του Πατριάρχη, που δεν τον βόλευε η άνεση, η πομπή και η βάση της πολυπραγμοσύνης, και απελπίζομαι με τη θεολογία της λιμουζίνας.
Ν. Δ. Τριανταφυλλοπούλου
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2009
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ