ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΓΡΑΦΕΙ ο Γιάννης Καψής (1929-2017) στο βιβλίο του «Χαμένες πατρίδες»·

«Η ιστορία της μικρασιατικής καταστροφής δεν στάθηκε δυνατό να γραφεί μέχρι σήμερα. Τα στοιχεία υπάρχουν· επίσημες εκθέσεις δεν είναι πια απόρρητες. Δεν υπάρχει όμως το χέρι, που θα την γράψει – χέρι σταθερό, που να μη τρέμει από τη συγκίνηση· σκέψη ξεκάθαρη, που να μη θολώνει απ’ την αγανάκτηση. Μόνο μοιρολόγια είναι δυνατό να γραφούν με βουρκωμένα μάτια· και πώς να μη βουρκώσουν από τη θλιβερή εκείνη κατάντια…»1.

Αυτό που γράφει γενικά ο Καψής για τη Μικρασιατική καταστροφή, μπορεί κανείς να το πει ειδικώτερα για το θέμα μας· Έλληνες κληρικοί κατά την Μικρασιατική καταστροφή. Είνε ένα θέμα που σε αναστατώνει. Είνε ένα θέμα που εξετάζοντάς το πέφτεις από τα σύννεφα. Αναρρωτιέσαι, ποιόν πρέπει να μισήσης περισσότερο· τους Τούρκους, οι οποίοι κατά τρόπο κυνικό, απάνθρωπο και βάρβαρο έπεσαν σαν αιμοχαρή θηρία πάνω στους κληρικούς της Μ. Ασίας και τους εξόντωσαν μέσα από φρικιαστικά μαρτύρια, ή τους Έλληνες πολιτικούς και μάλιστα τον εκπρόσωπό τους, τον ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος κυριολεκτικά υπήρξε ο πρόδρομος των Τούρκων στο ελεεινό έργο τους του κατατρεγμού, του προπηλακισμού, του εξευτελισμού και της εξοντώσεως του κλήρου;

Αλλά ας γίνω σαφέστερος. Μόλις ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Σμύρνη στις αρχές Μαϊου του 1919, ύπατος αρμοστής διωρίσθηκε ο Αριστείδης Στεργιάδης, προσωπικός φίλος του Βενιζἐλου. Πριν διορισθεί στη Σμύρνη, ήταν διοικητής της Ηπείρου. Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του κομπάζοντας για τα κατορθώματά του· «Όταν ήμουν διοικητής της Ηπείρου, οι εκεί παπάδες κι οι ηγούμενοι, κάθε φορά που ερχόταν να μ’ επισκεφθούν στο γραφείο μου, τύλιγαν κάτω από το ράσο τους διπλές και τρίδιπλες προβιές, γιατί γνώριζαν πως δεν θα γλύτωναν από τα χέρια μου, χωρίς να φάνε και μερικές βουρδουλιές». Στον επίσκοπο Νικοπόλεως, όταν πήγε να τον συγχαρή για την ανάληψι των καθηκόντων του ως διοικητού της Ηπείρου, του είπε· «Τι μου στολίστηκες σαν κοκόττα με τα χρυσαφικά σου! βγάλε τα…». Στον δε μητροπολίτη Σμύρνης, όταν παρουσιάσθηκε στο γραφείο του για υπηρεσιακή υπόθεσι φορώντας το εγκόλπιό του, του το άρπαξε και του είπε· «Ν’ αφαιρέσης αυτά τα μπιχλιμπίδια». Μία Κυριακή πάλι, ενώ ο Χρυσόστομος ανέπτυσσε το ευαγγέλιο στο ναό της Αγίας Φωτεινής, τον διέκοψε ο Στεργιάδης λέγοντας· «Πάψε πάψε, παπά· τα ξέρουμε αυτά». Τον άφηνε ώρες να περιμένη στον προθάλαμο του γραφείου του, ενώ δεχόταν και τον πιο άσημο άνθρωπο. Του απηγόρευε κάθε προσωπική επαφή με τους μαχητάς, και αργότερα ενώ είχε πυρετό τον εξανάγκασε διά της αστυνομίας να επιβιβασθεί σε πλοίο υπό συνοδείαν για να μετάσχει σε αντικανονική σύνοδο στην Ανδριανούπολι παρά τη θέλησί του. Σχεδίαζε δε ν’ απαγορεύση την επάνοδό του στη Σμύρνη και να τον στείλη εξορία στην Κρήτη, πράγμα όμως που η θεία πρόνοια δεν άφησε να επιτευχθεί.

Κατά στατιστική, που κατήρτισε επί τη βάσει αδιαψεύστων στοιχείων ο δημοσιογράφος Σταύρος Κουκουτσάκης, ο Στεργιάδης ύβρισε, ράπισε, ξευτέλισε ή και χειροδίκησε (ιδίως με τράβηγμα από τα γένεια ή σχίσιμο ράσων) και έστειλε σε φυλακή ή εξώρισε 102 ιερωμένους της Σμύρνης και των περιχώρων της καθώς και του εσωτερικού της Μ. Ασίας. Απ’ αυτούς ήσαν 7 μητροπολίτες και επίσκοποι, 36 αρχιμανδρίτες και οικονόμοι, 59 απλοί ιερείς.

Αξίζει όμως να παραθέσουμε λεπτομερέστερα κάποιες περιπτώσεις ιερέων·

α) Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Πασχάλης. Υπήρξε γραμματεύς της μητροπόλεως Σμύρνης και το πρώτο θύμα του Στεργιάδη. Για ασήμαντη αφορμή τον κάλεσε στο γραφείο του και άρχισε να τον χτυπά στα πλευρά, στα χέρια, στο κεφάλι. Εν τέλει τον αφήνει αιμόφυρτο και διατάζει ένα χωροφύλακα να τον μπαρκάρη σ’ ένα καράβι για εξορία, χωρίς να του επιτρέψη να επικοινωνήση με τους δικούς του.

β) Ιερεύς Λάσκαρις Βερδελής. Ήταν εφημέριος της Αγίας Φωτεινής. Τον κάλεσε ο Στεργιάδης στο γραφείο του κι αφού τον εξύβρισε χυδαιότατα και τον μαστίγωσε, τον πέταξε με λακτίσματα από τη σκάλα της αρμοστείας. Τα ίδια έπαθαν και ο ιερεύς του Χορόσκιοϊ Δαμασκηνός, ο αρχιμανδρίτης Πέτρος Συνοίκης και ο ιεροκήρυξ Αθηναγόρας Ιατρόπουλος.

γ) Μητροπολίτης Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλης. Είχε υποβάλει προς τον Στεργιάδη αναφορά για ωρισμένες διοικητικές παραβάσεις οργάνων της αρμοστείας. Αυτό εξερέθισε τον αρμοστή· τον κάλεσε στο γραφείο του, τον εξύβρισε καπηλικώτατα, τον απείλησε πως θα τον μαστιγώσει, και τελικά εν μέσω χειμώνι τον έθεσε υπό κράτησιν και τον εξώρισε στη Μαγνησία. Ο Ιωακείμ από τη μεγάλη του σύγχυση έμεινε απόπληκτος και σε λίγο χρονικό διάστημα πέθανε. Σημειωτέον, ότι ο Ιωακείμ ήταν πολύ φιλάγαθος και γενναιόδωρος. Όλη τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του την διέθεσε για σχολεία, νοσοκομεία και ιδρύματα. Οι Τούρκοι πάντοτε τον βοήθησαν δεόντως στο έργο του και οι διοικηταί τον σεβάσθηκαν και τον εξετίμησαν.

δ) Μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος Ωρολογάς. Ο Στεργιάδης του συμπεριφέρθηκε σκαιότατα. Είχε ζητήσει από την αρμοστεία δάνειο για επείγουσες ανάγκες της επαρχίας του και επειδή, παρά τα επανειλημμένα διαβήματά του προς τον Στεργιάδη, δεν του χορηγείτο, υπέβαλε αναφορά διαμαρτυρίας στην κυβέρνηση. Ο Στεργιάδης τον ύβρισε σκαιότατα όταν το έμαθε. Είπε· «Εγώ είμαι το κράτος, εγώ είμαι το παν. Γι’ αυτό δεν θα πάρετε δάνειο». Και δεν τους το χορήγησε.

Σε άλλη περίπτωση θέλησε να επιβάλη τη θέλησή του στο μητροπολίτη για να ψηφίσει πατριάρχη της αρεσκείας της τότε κυβερνήσεως. Και σε αντίδρασι του μητροπολίτη για την επέμβασι, του είπε· «Ιεροί κανόνες και εθνικοί κανονισμοί είμαι εγώ». Και αμέσως έθεσε υπό κράτησιν το Γρηγόριο μαζί με το μητροπολίτη Κρήνης και τους έστειλε στην Αλεξανδρούπολι.

Χυδαιότατα εξυβρίσθησαν από τον Στεργιάδη ο μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Σμάραγδος, ο Κρήνης Καλλίνικος, ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος, ο Φιλαδελφείας Ευγένιος κ.ά.. Όλοι οι ανωτέρω έπιναν το πικρό φαρμάκι του μαρτυρίου από ελληνικά χέρια, προτού το γευθούν τελείως από τους Τούρκους2.

Ως επίμετρο του αντικληρικού και αντιχριστιανικού πνεύματος του Στεργιάδη αναφέρουμε το εξής γεγονός. «Κάποτε τον επεσκέφθη ο πρόκριτος και δικηγόρος Ιωάννης Βέλλης, εργαζόμενος δραστηρίως δια την σύσφιξιν των ελληνοαρμενικών σχέσεων. Έκαμε όμως το λάθος ο λαμπρός αυτός πατριώτης να του αναγγείλη, στη ρύμη των λεγομένων του, ότι ένας Τούρκος επιθυμούσε να γίνη χριστιανός.

Πες στους παπάδες, του είπε, ν’ αποφεύγουν τέτοια πράγματα, γιατί θα τους κόψω τη γλώσσα».

 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Η μνήμη όμως της Μικρασιατικής καταστροφής δεν μας προβάλλει μόνο αγκάθια και τριβόλους σαν τον Στεργιάδη, αλλά και «ρόδα πορφυρά, ρόδα ματωμένα και μυρωδάτα συνάμα, τους μάρτυρες του 1922. Κι ανάμεσά τους, ρόδο το αμάραντο κι ευωδιαστό, ο Χρυσόστομος, ο τελευταίος μητροπολίτης της μαρτυρικής Σμύρνης»4. Ας ζωγραφίσουμε το πορτραίτο του5.

Γεννήθηκε στην Τρίγλια της Προποντίδος το 1867. Ήταν το δευτερότοκο παιδί του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμονίδου. Τάχθηκε από τη μάνα του, ενώ ήταν ακόμη βρέφος, για να υπηρετήσει την Εκκλησία. Από μικρός έδειξε τα έκτακτα χαρίσματα και τις αρετές που τον κοσμούσαν. Υπήρξε «αγχίνους, ευφάνταστος, τολμηρός, φιλόπρωτος, ενθουσιώδης, φιλότιμος, οξύς, επίμονος, φίλαλλος». Μόλις τελείωσε το επτατάξιο σχολείο, σε εποχή που έβραζε το ηφαίστειο της Κρήτης, εκδηλώνει τις εσωτερικές του τάσεις και επιθυμίες λέγοντας· «Θέλω να σπουδάσω, να γίνω δεσπότης, να πάω στην Κρήτη». Φοιτά στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολι και μετά στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Σαν φοιτητής στη Χάλκη τίθεται υπό την προστασία και καθοδήγησι του μητροπολίτου Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλλιάδη, ο οποίος μόλις αποφοιτά τον προσλαμβάνει ως αρχιδιάκονο στη Μυτιλήνη και μετά 2 χρόνια, το 1893 όταν μετατίθεται στην Έφεσο, τον παίρνει κι αυτόν μαζί του.

Στα χρόνια αυτά αρχίζει να εκδηλώνεται το συγγραφικό του τάλαντο. Ως απόφοιτος της Χάλκης γράφει την εναίσιμον επί πτυχίω διατριβήν «Προτεσταντών έλεγχος». Ευρισκόμενος στην Έφεσο αρθρογραφεί στην εφημερίδα της Σμύρνης «Αμάλθεια» αποδεικνύοντας ασύστατο τον ισχυρισμό παπικών λαζαριστών μοναχών, ότι δήθεν η Παναγία είχε την κατοικία της και ετάφη στην Έφεσο. Λίγο αργότερα εκδίδει δίτομο έργο με τίτλο «Περί Εκκλησίας», στο οποίο αποδεικνύει ότι η μόνη αληθής Εκκλησία είνε η ορθόδοξη.

Αλλά εκεί που κυρίως διακρίθηκε ο Χρυσόστομος ήταν το κήρυγμα. Ήταν «η ζώσα δύναμις του άμβωνος». Το κήρυγμά του ορμητικό, ζωντανό, φλογερό, πλούσιο σε εικόνες. Οι λόγοι του πρωτότυποι, καλλιεπείς, ειλικρινείς και ευθείς. Προκαλούσε «τον σαγηνευτικόν ερεθισμόν της προσοχής του ακροατού με την εικονικήν παράστασιν, με την ευφράδειαν και τον ποικίλον εις βαρείας και γλυκείας μεταπτώσεις τόνον της φωνής του αγορητού». Ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Κοτσώνης, ο οποίος έτυχε ως νεαρός μαθητής της Ριζαρείου Σχολής να παρακολουθήση μια διάλεξί του στην Αθήνα στην αίθουσα του «Παρνασσού» ενώ ήταν τότε επίσκοπος Σμύρνης λίγο πριν τη μικρασιατική καταστροφή, σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά για το κήρυγμα του Χρυσοστόμου. «Ο ιεράρχης εκείνος δεν ωμίλει· εκ του βήματος εξεχείλιζεν ένα ηφαίστειον, η λάβα του οποίου κατέκαιε κάθε ταπεινόν αίσθημα, κάθε αμφιβολίαν, κάθε ανέκφραστον σκέψιν»6. Και η ακολουθία που συνετάγη προς τιμήν του υπό του Νικολάου Π. Αβούρη λέγει χαρακτηριστικά «Χρυσόστομος δεύτερος ανεδείχθης τρισόλβιε…» (7ο τροπάριο της λιτής σε ήχο πλ. α΄)7.

 

Τον Απρίλιο του 1897 ο μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εκλέγεται οικουμενικός πατριάρχης ως Κωνσταντίνος ο Ε΄. Στη νέα του θέση παίρνει και τον Χρυσόστομο ως μέγα πρωτοσύγκελλο, αφού προηγουμένως τον χειροτονεί σε πρεσβύτερο. Ο Χρυσόστομος, σε ηλικία μόλις 30 ετών, αποβαίνει ο βασικός σύμβουλος και βοηθός του πατριάρχου και ένας από τους κυριωτέρους αξιωματούχους του Φαναρίου.

Ο Χρυσόστομος στη νέα του θέση αναλαμβάνει· α΄) την προεδρία των συζητήσεων μεταξύ ορθοδόξων και αγγλικανών, που εγίνοντο με απώτερο σκοπό την ένωση, β΄) το έργο της αναθεωρήσεως του τυπικού των ακολουθιών και της αποκαταστάσεως της υμνογραφίας στη μετρική των αρχαίων μελωδών, γ΄) την φροντίδα να περατωθεί η κριτική έκδοση της Κ. Διαθήκης επί τη βάσει των κωδίκων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

 

Το 1901 απομακρύνεται ο Κωνσταντίνος και επανέρχεται στον Οικουμενικό Θρόνο ο πολύς Ιωακείμ ο Γ΄. Εκτιμώντας το έργο του Χρυσοστόμου τον κρατεί κοντά του ως πρωτοσύγκελλο και μετά ένα έτος, το 1902, τον χειροτονεί μητροπολίτη Δράμας σε ηλικία μόλις 35 ετών. Αποχαιρετώντας τον πατριάρχη ο Χρυσόστομος είπε τα εξής προφητικά λόγια. «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανος μάρτυρος ιεράρχου».

 

Στη Δράμα το έργο του Χρυσοστόμου υπήρξε πολύπλευρο.

Η αλληλογραφία του με το Πατριαρχείο ογκώδης. Η δράση του ξεσηκώνει το μένος Τούρκων, Βουλγάρων, Άγγλων, Γάλλων. Έτσι στις 30 Αυγούστου του 1907 αναγκάζεται ν’ αποχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, την Τρίγλια. Μετά από ένα χρόνο με την επικράτηση των Νεοτούρκων ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Δράμα για να εξορισθεί ξανά μετά ένα έτος στην Τρίγλια. Σε κάθε μητρόπολι που εκενούτο την εποχή εκείνη οι κάτοικοι ζητούσαν τον Χρυσόστομο για μητροπολίτη τους. Τον Ιανουάριο του 1910 απεβίωσε ο μητροπολίτης Σμύρνης Βασίλειος, οπότε το Πατριαρχείο εξέλεξε παμψηφεί τον Χρυσόστομο ως μητροπολίτη της ιστορικής μητροπόλεως.

 

Χαρακτήρ του Χρυσοστόμου

Στη Σμύρνη διαγράφεται ανάγλυφος διά μέσου λόγων και πράξεων ο χαρακτήρ του ιεράρχου. Είνε κράμα αντιθέσεων και σύνολο αρμονίας. Είνε εθνικιστής αγωνιζόμενος για την ανάσταση του Βυζαντίου, κηρύσσει όμως και το ευαγγέλιο του διεθνισμού εις εκπλήρωσιν του χριστιανικού ιδεώδους. Αγωνίζεται μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του για την ένωση των εκκλησιών, συγχρόνως δε γράφει συγγράμματα με τα οποία ελέγχει τις κακοδοξίες των ετεροδόξων. Εξαίρει σε λατρεία τις παραδόσεις, και προσπαθεί να μεταβάλει το τυπικό των ακολουθιών. Κρατεί με το ένα χέρι το σίδερο, και με το άλλο το κλαδί της ελιάς. Πιστεύει στο πεπρωμένο, κι όμως δεν παύει ν’ αγωνίζεται κόντρα στα σημεία των καιρών. Αγαπά την ζωή ως υπερφυές μυστήριο, και πρεσβεύει τη συμφιλίωση με το θάνατο ως την υπέρτερη επιταγή για την εκπλήρωση των ευγενών προορισμών της ζωής.

 

Σμύρνη

Η έλευσή του στη Σμύρνη προκαλεί σεισμό. Ουδέποτε εκλογή μητροπολίτου χαιρετίσθηκε με τόσο άδολο και ανυπόκριτο ενθουσιασμό. Ξένος δημοσιογράφος παρατήρησε ότι, αν η Σμύρνη είχε τείχη, θα τα γκρέμιζαν, όπως έκαναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις όταν γύριζαν οι ολυμπιονίκες.

Ο Χρυσόστομος αμέσως αρχίζει το έργο του. Χτίζει νέο μητροπολιτικό μέγαρο, ανανεώνει φημισμένα σχολεία όπως είνε η Ευαγγελική Σχολή και το Ομήρειο Παρθεναγωγείο, και κτίζει άλλα καινούργια. Δημιουργεί γυμναστήρια και κολυμβητήρια, προωθεί τον αθλητισμό, πρωτοστατεί στην ίδρυσι του σώματος αλκίμων και του σώματος των προσκόπων. Οργανώνει νοσοκομεία· κηρύττει την κατάργηση της ελεημοσύνης και την αντικατάστασή της με οργανωμένο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Εκδίδει τον «Ιερό Πολύκαρπο». Φροντίζει για την κατήχηση, το κήρυγμα, τη βυζαντινή μουσική. Ενδιαφέρεται ζωηρά για την ίδρυση πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Καθορίζει με νέο κανονισμό, ότι όλες οι κοινοτικές και εκκλησιαστικές αρχές θα προέρχονται από την ψήφο του λαού και όχι με διορισμό ή ex officio. Μόλις μαθαίνει, ότι η τουρκική κυβέρνηση παραχωρεί με διάταγμα τις εκκλησίες της Μακεδονίας στους Βουλγάρους, οργανώνει χωρίς άδεια συλλαλητήριο στη Σμύρνη και επιτίθεται με ασυνήθιστη δριμύτητα εναντίον της τακτικής των Τούρκων. Αργότερα, όταν αρχίζουν οι μεγάλοι διωγμοί των Ελλήνων στη Μ. Ασία με αφορμή τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918), φροντίζει για την περίθαλψη των αναρίθμητων προσφύγων και καταγγέλλει τις θηριωδίες των Τούρκων σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Γράφει τις εκθέσεις του αυτές μέρα και νύχτα. Όταν κουράζεται το δεξί του χέρι, γράφει με το αριστερό. Τρεις δακτυλογράφοι συγχρόνως δεν προφθάνουν να καθαρογράφουν τα κείμενά του. Το συγγραφικό του έργο τώρα παρουσιάζει μια νέα πτυχή, την επιστολική. Την άρχισε στη Δράμα, και τώρα την φθάνει στο αποκορύφωμά της.

Ο διοικητής της Σμύρνης Ραχμή μπέης δεν συγχωρεί τις ενέργειές του αυτές και τον εξορίζει στην Πόλι. Τέσσερα χρόνια έμεινε στην εξορία ο Χρυσόστομος. Κ’ εκεί όμως δεν μένει άνεργος. Γράφει στη γαλλική γλώσσα βιβλία, που εξιστορούν τους διωγμούς των Μικρασιατών, και κυκλοφορεί ανωνύμως τεύχος με τίτλο «Εκκλησιαστικό πρόγραμμα», όπου αναφέρεται στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στην Εκκλησία. Το 1918 λήγει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος και ο Χρυσόστομος επανέρχεται στη Σμύρνη. Στις 2 Μαΐου του 1919 ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στη Σμύρνη. Το όνειρο της αναστάσεως του Βυζαντίου φαίνεται ότι αρχίζει να πραγματοποιείται. Δυστυχώς όμως η ελληνική κατοχή δεν διαρκεί πολύ. Την άνοιξι του 1922 το μέτωπο καταρρέει. Ο Χρυσόστομος οργανώνει την «Μικρασιατική Άμυνα», αλλά δυστυχώς ο Στεργιάδης και ο αρχηγός στρατού στη Μ. Ασία Χατζηανέστης δεν τον αφήνουν να δράση.

 

Το μαρτύριο

Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαίως. Οι Τούρκοι εισέρχονται στη Σμύρνη. Όλοι συμβουλεύουν τον Χρυσόστομο να φύγει, μάλιστα του εξασφαλίζουν και θέση σε ξένα πλοία. Αρνείται λέγοντας· «Εγώ να εγκαταλείψω την Σμύρνην και την μητρόπολίν μου; Ποτέ! Θα με κατεδίωκαν αι σκιαί του ιερού Πολυκάρπου και του αγίου Γρηγορίου του Ε΄ ως ανάξιον διάδοχόν τους. Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος, είναι να παραμένη με το ποίμνιόν του».

Οι Τούρκοι σε λίγο τον συλλαμβάνουν· με ξιφολόγχη του βγάζουν τα μάτια· του κόβουν τ’ αυτιά· του κόβουν τα χέρια· του ξερριζώνουν τα γένεια. Μετέφεραν ύστερα το πτώμα του στις τουρκικές συνοικίες, όπου το διεμέλισαν, κι ό,τι επέμεινε το έρριξαν στις όχθες του ποταμού Μέλη και το άφησαν βορά στους σκύλους. Ο μητροπολίτης Φλωρίνης Βασίλειος8 Παπαδόπουλος, εκ των στενών συνεργατών του, ισχυρίζεται ότι οι Τούρκοι συν τοις άλλοις τον πετάλωσαν και τον σαμάρωσαν. Πράγμα πολύ πιθανό, διότι, όπως ισχυρίζεται ο φιλέλλην Γάλλος δημοσιογράφος και ιστορικός Rene Puaux9, το πετάλωμα και το σαμάρωμα το συνήθιζαν οι Τούρκοι όταν βασάνιζαν ιερείς, θέλοντας συν τοις άλλοις να τους παρομοιάσουν με υποζύγια, ξευτελίζοντάς τους έτσι κατά τη γνώμη τους. Ο ίδιος δημοσιογράφος εξιστορεί, ότι από τους 459 ιερείς της επαρχίας της Σμύρνης οι 347 εξαφανίστηκαν10.

 

ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΩΝ11

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1872. Νεαρός μετέβη στο Ιεροσόλυμα και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού, χωρίς όμως να περατώσει σπουδές λόγω διακοπής της λειτουργίας της. Κατόπιν επιστρέφει στη Σμύρνη, χειροτονείται διάκονος από τον Σμύρνης (1884-1910) Βασίλειο στο ναό του Αγίου Γεωργίου, φοιτά στην Ευαγγελική Σχολή, και τέλος προσλαμβάνεται από τον Ηλιουπόλεως Ταράσιο ως αρχιδιάκονος επί 2ετία. Το 1895 επιστρέφει στη Σμύρνη, σπουδάζει ρωσικά και αποστέλλεται από τον μητροπολίτη Εφέσου Κωνσταντίνο Βαλλιάδη τον από Μυτιλήνης, γέροντα του Χρυσοστόμου Σμύρνης, στην Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Αφού πήρε το πτυχίο της θεολογίας, επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολι, όπου πατριάρχης είνε τώρα ο Εφέσου ως Κωνσταντίνος Ε΄, ο οποίος τον χειροτονεί πρεσβύτερο και τον ξαναστέλνει στη Ρωσία ως εφημέριο της ελληνικής κοινότητος της Θεοδοσίας στην Κριμαία. Μετά 4ετίαν χειροθετείται αρχιμανδρίτης, υπηρετεί στην κοινότητα Συμφερουπόλεως, αργότερα στην κοινότητα Σεβαστουπόλεως, και το 1910 καλείται από τον ομογάλακτο πνευματικό του αδελφό Χρυσόστομο Σμύρνης στη Σμύρνη. Το 1913 εκλέγεται βοηθός επίσκοπος με τον τίτλο του Ξανθουπόλεως.

Ως βοηθός επίσκοπος ο Αμβρόσιος αρχίζει το καθ’ αυτό έργο του στη Μ. Ασία. Αναπληρώνει επιτυχώς επί 4ετία τον Χρυσόστομο, όταν εκείνος εξορίζεται (20 Αυγούστου 1914) στην Κωνσταντινούπολι. Το 1919 με την επιστροφή του Χρυσοστόμου στη Σμύρνη διορίζεται πατριαρχικός έξαρχος στην επισκοπή των Μοσχονησίων. Το 1922 η επισκοπή Μοσχονησίων ανεξαρτητοποιείται από τη μητρόπολη Σμύρνης και ανακηρύσσεται μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου με πρώτο μητροπολίτη τον Αμβρόσιο. Τα Μοσχονήσια είνε μια συστάδα από νησίδες και σκοπέλους στον Αδραμυττηνό κόλπο. Ο Στράβων τα αναφέρει με το όνομα Εκατόννησοι. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά, η Μοσχόνησος, σχηματίζει με την κυρίως μικρασιατική ακτή τα ασφαλέστατα φυσικά λιμάνια των Κυδωνιών.

Η επισκοπή των Μοσχονησίων το 1914 δεν είχε πάνω από 8.000 Έλληνες. Στο διάστημα 1914-1918 αυτό το «μικρό ποίμνιο» είχε υποστεί διωγμούς ανήκουστους. Το αποτέλεσμα των διωγμών ήταν, τα 2/5 των Μοσχονησιωτών να καταφύγουν στη Λέσβο και τα 3/5 στο Αϊβαλί (Κυδωνίες), απ’ όπου εκτοπίσθηκαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας μαζί με πολλούς Κυδωνιάτες. Το μεγαλύτερο μέρος των εκτοπισθέντων εξωντώθηκε από τις στερήσεις και τις επιδημίες. Οι λίγοι διασωθέντες άρχισαν να επιστρέφουν το 1919. Ο Αμβρόσιος επί 3ετίαν αγωνίζεται υπεράνθρωπα για την επούλωσι των πληγών του ποιμνίου του, που επιστρέφει πανταχόθεν στα Μοσχονήσια μετά την κατάληψι της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό. Όμως το μέλλον δεν έφερε δυστυχώς στα Μοσχονήσια την ειρήνη και τη γαλήνη. Τον Αύγουστο του 1922 το ελληνικό μέτωπο σπάζει. Το Σεπτέμβριο οι Τούρκοι του Κεμάλ μπαίνουν στις Κυδωνίες και στα Μοσχονήσια. Την 14η Σεπτεμβρίου 1922, ημέρα του Σταυρού, οι Μοσχονησιώτες περνούν συνοδεία Τούρκων στην απέναντι μικρασιατική ακτή και παίρνουν το δρόμο για το Αδραμύττιο. Το σκοτάδι πηχτό τυλίγει διακριτικά την πένθιμη αυτή πορεία και δεν θα πη ποτέ, πού ακριβώς και πώς 6.000 άνθρωποι, όσοι είχαν επιζήσει από τους προηγούμενους διωγμούς, «εσφαγιάσθησαν ομαδικώς. Μετά του ποιμνίου του εύρε τον θάνατον, ομού μετ’ εννέα ιερέων, και ο μητροπολίτης Αμβρόσιος, όστις κατετεμαχίσθη φρικωδώς». Ξημέρωνε η 15η Σεπτεμβρίου 1922…

 

Ο ΚΥΔΩΝΙΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

Ο Γρηγόριος, κατά κόσμος Αναστάσιος Ωρολογάς, γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μ. Ασίας το 1864. Η Μαγνησία ήταν τότε έδρα της μητροπόλεως Εφέσου. Αφού έλαβε την εγκύκλιο μόρφωσι, εισήλθε με την υποστήριξι του επισκόπου της Εφέσου Αγαθαγγέλου στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, απ’ όπου εξήλθε αριστούχος το 1889.

Χειροτονηθείς κληρικός κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του υπηρέτησε την Εκκλησία στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε αρχιμανδρίτης και πρωτοσύγκελλος, αργότερα στις Σέρρες, και κατόπιν στη Δράμα, όπου υπήρξε τοποτηρητής της μητροπόλεως έως ότου ήλθε σ’ αυτήν ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, με τον οποίο συνεργάσθηκε για λίγο. Είνε από τους πρώτους ιεροκήρυκες που εισήγαγαν την χρήση της δημοτικής στο θείο κήρυγμα.

Τον Οκτώβριο του 1902 χειροτονείται μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριουπόλεως. Η Στρώμνιστα, πόλη της αρχαίας Παιονίας, βρισκόταν πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης–Σκοπίων. Πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους είχε μια ανθούσα ελληνική κοινότητα με όλα τα μέσα, ώστε να συντηρεί το ναό του Αγίου Δημητρίου και τρεις σχολές. Ο Γρηγόριος αναπτύσσει εδώ, όπως και στις προηγούμενες πόλεις της Μακεδονίας όπου υπηρέτησε ως ιεροκήρυξ, διμέτωπο αγώνα· εναντίον των Βουλγάρων και εναντίον των Τούρκων. Οι Βούλγαροι, με προπαγάνδα αλλά και τρομοκρατία, προσπαθούν να εκβουλγαρίσουν τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Ο Γρηγόριος, αν και εκ φύσεως μετριοπαθής κληρικός, σε τούτους τους δύσκολους καιρούς γίνεται λιοντάρι στρατευμένος στην Εκκλησία και στην πατρίδα. Το πόσο επωφελώς έδρασε υπέρ της εθνικής υποθέσεως φαίνεται από την απόφαση που πήραν οι Βούλγαροι να τον δολοφονήσουν. Στις 7 Αυγούστου του 1905, ενώ ο μητροπολίτης επέστρεφε από το χωριό Γκάμπροβο, 75 κομιτατζήδες του επιτίθενται. Διεσώθη όμως ως εκ θαύματος και επέστρεψε στη Στρώμνιτσα.

Οι Τουρκοβούλγαροι, μη μπορώντας να τον εξοντώσουν αλλιώς, πιέζουν το Πατριαρχείο να τον μεταθέση. Έτσι στις 22 Ιουλίου του 1908 το Πατριαρχείο τον μεταθέτει στην μητρόπολι των Κυδωνιών. Η μητρόπολι Κυδωνιών ιδρύθηκε στις 22 Απριλίου του 1908 εξ αποσπάσεως από την απέραντη μητρόπολι της Εφέσου. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1908 γίνεται η τελετή της ενθρονίσεως και ο λαός του Αϊβαλιού, που αριθμούσε τότε 35.000, παρακολουθεί σύσσωμος την τελετή. Ο νέος επίσκοπος μόλις ανέλαβε ασχολείται με κοινωνικά έργα, με την συντήρηση των φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών καταστημάτων της ιστορικής πόλεως των Κυδωνιών.

* * *

Η ησυχία του Γρηγορίου δεν θα διαρκέσει πολύ. Το κίνημα των νεοτούρκων, που επέφερε αναζωπύρωση του τουρκικού εθνικισμού, συνετάραξε την Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τα έτη 1908–1918. Το Αϊβαλί ήταν το Σούλι της Μ. Ασίας. Περήφανο και αδούλωτο. Ήταν τόσο απαράμιλλη η τόλμη του, ώστε ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει στους Αϊβαλιώτες δύο εξευτελιστικά για τους Τούρκους προνόμια. Το προνόμιο να μη κτισθεί εκεί ούτε ένα τζαμί και το προνόμιο να μη μπει ποτέ Τούρκος έφιππος στην περήφανη πόλη12. Μόλις ανεκηρύχθη το τουρκικό σύνταγμα από τους νεότουρκους, οι Κυδωνιάτες προέβησαν σε εθνικές εκδηλώσεις και εξεδήλωσαν φανερά τα φλογερά πατριωτικά τους αισθήματα, με αποτέλεσμα η πόλη να διαβληθεί ότι είνε έτοιμη να επαναστατήσει. Επεβλήθη τότε στρατιωτικός νόμος, άρχισαν φυλακίσεις, λεηλασίες, διώξεις, εξορίες. Οι κάτοικοι υπέφεραν τα πάνδεινα επί ένα μήνα.

Ο Γρηγόριος διαμαρτύρεται εντόνως στις αρχές και προσπαθεί δια διαφόρων μέσων και ενεργειών ν’ ανακουφίσει τους πάσχοντας. Οι εκπρόσωποι των Τούρκων τον αντιμετωπίζουν κατά τον χειρότερο τρόπο. «Σεις οι παπάδες», του είπε ένας διοικητής, «είσθε μικρόβια μιας αρρώστιας η οποία έπιασε αυτούς τους γκιαούρηδες και δεν τους αφήνει ν’ ανοίξουν τα μάτια τους να δουν ποιο είναι το συμφέρον τους. Λοιπόν, οι γιατροί καταστρέφουν τα μικρόβια· κ’ εμείς εσάς, τους παπάδες και τους δασκάλους, θα σας κρεμάσουμε». Και ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής προκλητικά και κυνικά απαντώντας στις διαμαρτυρίες του Γρηγορίου του είπε· «Στην Κωνσταντινούπολη σκοτώσαμε 500 ιερείς. Δεν έχει σημασία αν σφάξουμε κ’ εδώ ένα μητροπολίτη και μερικούς ιερείς». Ο Γρηγόριος όμως δεν σταματά τον αγώνα και ζητά να επεμβούν οι πρεσβείες των ξένων δυνάμεων. Τελικά τον Αύγουστο του 1909 αίρεται ο στρατιωτικός μόνος, η πολιορκία της πόλεως λύνεται, και οι εξόριστοι ξαναγυρίζουν στα σπιτικά τους. Τα μπουντρούμια της Αλικαρνασσού είνε πια θλιβερή ανάμνηση.

* * *

Έρχονται οι νικηφόροι πόλεμοι του 1912-1913. Ο Γρηγόριος ζητά από τον Βενιζέλο στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους ν’ απαιτήσει η Ελλάς, να δοθούν στο Αϊβαλί τα προνόμια που είχε πριν το 1821. Δυστυχώς όμως το 1914 μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία διπλασιάσθηκε η Ελλάς, αρχίζουν οι μεγάλοι διωγμοί των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Επί 3ετία (1914–1917) το Αϊβαλί κυριολεκτικά πολιορκήθηκε. Υπέφεραν τα πάνδεινα. Στερήθηκαν εντελώς τα τρόφιμα και κάθε περίθαλψη. Ούτε τους νεκρούς μπορούσαν να θάψουν στα εκτός της πόλεως ευρισκόμενα νεκροταφεία. Το Νοέμβριο του 1915 η πόλη δέχεται και τους εκδιωχθέντας από τα Μοσχονήσια Έλληνες. Ο Γρηγόριος με τη συνδρομή ευπόρων κατοίκων και της κυβερνήσεως Εθνικής Αμύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου τρέφει τους πεινώντας και περιθάλπει τους ασθενείς.

Οι Τούρκοι, όπως οι Βούλγαροι άλλοτε στη Μακεδονία, δεν ησυχάζουν. Γίνεται απόπειρα δολοφονίας του και μετά τον κατηγορούν επί εσχάτη προδοσία. Αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς το δικαστήριο τον αθωώνει. Στις 15 Μαρτίου του 1917 οι Κυδωνιάτες μαζί με τους φιλοξενουμένους Μοσχονησιώτες εκτοπίζονται στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Ο Γρηγόριος αρνείται να φύγει κατόπιν εντολής του Πατριαρχείου και μένει ολομόναχος φρουρός της ιστορικής πόλεως. Τον κατηγορούν ξανά επί εσχάτη προδοσία. Τον φυλακίζουν και μένει στις φυλακές μέχρι τον Οκτώβριο του 1918, οπότε η Τουρκία ηττημένη με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπογράφει ανακωχή, οι κρατούμενοι ελευθερώνονται, μεταξύ των οποίων και ο Γρηγόριος, οι δε εξόριστοι επιστρέφουν στα σπίτια τους. Ο Γρηγόριος και πάλι επί των επάλξεων αγωνίζεται να επουλωθούν οι πληγές, οι τόσο μεγάλες και φοβερές, του ποιμνίου του.

Στις 2 Μαϊου του 1919 ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Μ. Ασία. Ο Γρηγόριος, που έλειπε ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολι, επιστρέφει. Το Αϊβαλί πανηγυρίζει· η φαντασία οργιάζει για μια τρισευτυχισμένη από ‘δω και πέρα εποχή. Δυστυχώς όμως το 1922 ο στρατός μας υποχωρεί και επιστρέφει στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι επιτίθενται σαν μανιασμένα θηρία, σφάζουν και ερημώνουν τις ελληνικές πόλεις και τα χωριά. Ο Γρηγόριος προσπαθεί ν’ αντιμετωπίση και τη νέα κατάσταση. Συγκαλεί τη δημογεροντία και συνιστά, ο πληθυσμός ν’ αναχωρήση αμέσως για Μυτιλήνη. Δυστυχώς δεν εισακούεται. Η δημογεροντία απαγορεύει και εμποδίζει βιαίως την φυγή των κατοίκων. Έτσι στις 29 Αυγούστου του 1922 αρχίζει η σφαγή και η ερήμωση των χωριών. Με στρατιωτικό νόμο απαγορεύεται η έξοδος των κατοίκων από την πόλι. Συλλαμβάνονται οι άρρενες πολίτες ηλικίας 18–45 ετών, οι οποίοι αριθμούν περίπου 4.000 άτομα, οδηγούντια πεζή στην κωμόπολη Φρένελι, κ’ εκεί πέφτουν κάτω από τις ριπές των πολυβόλων.

Ο Γρηγόριος την ύστατη αυτή στιγμή αγωνίζεται υπεράνθρωπα. Τρέχει, παρακαλεί, ικετεύει, υφίσταται μυρίους εξευτελισμούς. Οι απαντήσεις είνε φαρμακερές–σαρκαστικές· «Πρέπει να είσθε ευχαριστημένοι που μέχρι τώρα τα κεφάλια σας βρίσκονται πάνω στους ώμους σας», του απαντά κυνικά Τούρκος αξιωματούχος. Οι πόρτες κλείνουν η μια μετά την άλλη, όμως εκείνος επιμένει. Καταφέρνει με μυστικές ενέργειες και με την εγγύησι του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού να έρθουν πλοία από τη Μυτιλήνη και να παραλάβουν τα γυναικόπαιδα. Από τις 35.000 κατοίκους οι 20.000 περνούν στο νησί της Μυτιλήνης. Επιτρέπει ο Γρηγόριος και στους ιερείς της πόλεως, 21 εν όλω, ν’ αναχωρήσουν. Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά να φύγει. Την τελευταία στιγμή όμως αλλάζουν γνώμη οι Τούρκοι, συλλαμβάνουν τους ιερείς μαζί με τον Γρηγόριο και τους οδηγούν στη φυλακή, όπου μαζί με άλλους προκρίτους υφίστανται ανήκουστα μαρτύρια. Την τέταρτη ημέρα, 3 Οκτωβρίου του 1922, οδηγούνται όλοι έξω από την πόλη προς το Αγιασμάτι, όπου ενώπιον του Γρηγορίου σφαγιάζονται πάντες με διαφορετικό ο καθένας τρόπο. Για τον Γρηγόριο ανοίγεται λάκκος βαθύς. Ο Τούρκος αξιωματικός σαρκάζοντας του λέει, ότι «του ετοίμασε οντά (=δωμάτιο) για να κατοικήση όλα τα χρόνια της ζωής του». Προφανώς ετοιμάζονταν να τον θάψουν ζωντανό. Την ώρα εκείνη το πρόσωπο του Γρηγορίου έγινε καταπόρφυρο και πριν προφθάση ν’ αρθρώση λέξι άφησε την τελευταία του πνοή στο χείλος του τάφου. Η θεία πρόνοια ματαίωσε το σχέδιο του εκτελεστικού αποσπάσματος να τον θάψουν ζωντανό. Αυτό υπήρξε το τέλος του μητροπολίτου Κυδωνιών Γρηγορίου. Μαρτύρησε για την Εκκλησία και το Έθνος σε ηλικία 58 ετών, αφήνοντας μνήμη ιεράρχου αγωνιστού, σώφρονος, μετριοπαθούς, ακεραίου και πράου.

 

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΖΗΛΩΝ

Ο Ευθύμιος Αγριτέλλης γεννήθηκε στα Παράκοιλα της Λέσβου το 1876. Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του, στη Λειμωνιάδα Σχολή που λειτουργούσε τότε στη μονή Λειμώνος, και τέλος στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκάρη μοναχός στη μονή Λειμώνος και χειροτονήθηκε διάκονος στη Χάλκη. Όταν επέστρεψε στη Λέσβο από τη Χάλκη, διωρίσθηκε διευθυντής της Λειμωνιάδος Σχολής και ιεροκήρυξ της επαρχίας. Το 1910 χειροτονείται πρεσβύτερος και διατελεί πρωτοσύγκελλος Μηθύμνης μέχρι το 1912. Σ’ όλο το διάστημα της υπηρεσίας του στη Λέσβο υπήρξε κατά γενική ομολογία πρότυπο κληρικού και στη θεωρία και στην πράξη.

Το 1912 ο εκ της επαρχίας της Μηθύμνης καταγόμενος, και αδελφός της μονής Λειμώνος, μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου Γερμανός Καραβαγγέλης, ο από Καστορίας, με σύσταση του οικουμενικού πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ τον προσλαμβάνει γενικό αρχιερατικό επίτροπο. Σε λίγο προάγεται σε βοηθό επίσκοπο του μητροπολίτου Αμασείας με τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης στο Δυτικό Πόντο επισκοπής Ζήλων. Από ’κει και πέρα ο Ευθύμιος επί 10ετία κυβέρνησε τη μητρόπολη Αμασείας, τη μεγαλυτέρα σε έκτασιη σχεδόν μόνος, αφού ο Γερμανός Καραβαγγέλης απουσίαζε συνεχώς στην Κωνσταντινούπολι και στην Αθήνα. Υπό την χειραγωγία του η μητρόπολη Αμασείας γνώρισε ασυνήθιστη πρόοδο στην παιδεία και στην κοινοτική οργάνωση. Ήρθαν όμως και οι καιροί των μεγάλων διωγμών. Οι Έλληνες εξορίζονται και εκτοπίζονται στα βάθη της Μ. Ασίας, άλλοι δε πεθαίνουν στα τάγματα εργασίας. Ένας ξένος μηχανικός, ο Luthringer, γράφει· «Μερικούς Έλληνες, που δεν μπορούσαν να εργασθούν άλλο, τους έρριξαν ζωντανούς στα θεμέλια μιας γέφυρας και με πέτρες και ασβέστι τους έχτισαν»13.

Μπρος σ’ αυτή την κατάστασι ο μητροπολίτης Γερμανός αντιδρά ποικιλοτρόπως και αρχίζει κρυφά να διοργανώνη ανταρτικά σώματα. Έτσι σχηματίζεται ένας καλά οργανωμένος και οπλισμένος στρατός 20.000 ανδρών, που ο Κεμάλ στα Απομνημονεύματά του τον χαρακτηρίζει «έργο και όργανο του Καραβαγγέλη» και ανεβάζει τον αριθμό του σε 30.00014. Γι’ αυτές του τις ενέργειες οι Τούρκοι τον εκτοπίζουν στην Κωνσταντινούπολι το 1917. Το έργο του το συνεχίζει τώρα ο Ευθύμιος. Αλλά και αυτού η δράση φανερώνεται, με αποτέλεσμα στις 21 Ιανουαρίου 1921 να συλληφθεί μαζί με άλλους προκρίτους της πόλεως Αμασείας και να ριφθεί στις φυλακές. Ζητεί τότε, να θεωρηθεί αυτός μόνο υπεύθυνος και ν’ αθωωθούν οι άλλοι. Αλλά καμμία απάντηση δεν του εδόθη. Η φυλάκισή του συνεχίζεται μέχρι την 18η Απριλίου του 1921, ημέρα του Πάσχα για ’κείνη τη χρονιά. Ο Ευθύμιος, διαφεύγοντας την προσοχή του δεσμοφύλακος, επισκέφθηκε άλλους φυλακισμένους δίνοντάς τους παρηγοριά και κουράγιο. Αυτή όμως η «αποκοτιά» επιβαρύνει τη θέσι του, και από την ημέρα εκείνη τον απομονώνουν στα υγρά υπόγεια των φυλακών, που τα προώριζαν για βαρυποινίτες εγκληματίες. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαίσιες και τα βασανιστήρια ανατριχιαστικά. Διασωθέντες, που εξήλθαν από τις φυλακές, διηγούνται, ότι οι οιμωγές του εδόνουν την φυλακή. Άλλοτε έκλαιε και θρηνούσε. Άλλοτε βογγούσε από τους πόνους. Άλλοτε στέναζε προσπαθώντας να καταπιεί τον πόνο. Άλλοτε έψαλλε τον παρακλητικό κανόνα και άλλοτε τη νεκρώσιμη ακολουθία και «ἐκήδευεν αὐτός ἑαυτόν». Οι θρήνοι, οι βόγγοι και οι ψαλμωδίες σταμάτησαν την 29η Μαϊου 1921. Σημαδιακή μέρα. Ημέρα πένθους για τον Ελληνισμό. Ημέρα που πάρθηκε η Πόλη. Είχαν περάσει 129 μέρες μέσα στη φυλακή και 41 μέσα στην απομόνωση. Άφησε την τελευταία του πνοή μόλις 45 ετών. Το σκήνωμα του μάρτυρα κανείς δεν το είδε και κανείς δεν ξέρει που ετάφη. Λίγο αργότερα κατεδικάσθη στον δι’ αγχόνης θάνατο και ο πρωτοσύγκελλος Αμασείας Πλάτων Αϊβάζογλου μαζί με 70 προύχοντες.

 

Από τους αναρίθμητους κληρικούς, που θυσιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική καταστροφή, παρουσιάσαμε ελάχιστα πρόσωπα. Και σ’ αυτά αναφερθήκαμε πολύ περιληπτικά. Νομίζω, ότι στην περίπτωσι αυτή ταιριάζει, κάπως παραφρασμένος βέβαια, ο λόγος του Ιωάννου του Θεολόγου, τον οποίο παραθέτει στο τέλος του Ευαγγελίου του· «Ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά ὅσα ἐποίησαν οἱ Ἕλληνες ὁρθόδοξοι κληρικοί τοῦ 1922, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν»15.

Αρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

 

 

ΠΗΓΕΣ

  1. Γιάννη Π. Καψή, Χαμένες πατρίδες, Αθήναι 1989, σελ.138

  2. Για το αντικληρικό φέρσιμο του Στεργιάδη βλ. Χρήστου Σ. Σολωμονίδη, Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήναι 1993, σελ. 251 κ.ε.

  3. Μνήμη Μικράς Ασίας, αφιέρωμα στη Μικρασιατική καταστροφή του περιοδικού “Τρεις Ιεράρχαι”, Αθήναι 1992, αριθμ. Φυλ. 1464-1465

  4. Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην Νεομαρτύρων, εκδ. Ι. Μ. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 463

  5. Τα βιογραφικά στοιχεία για τον Χρυσόστομο Σμύρνης ελήφθησαν από το έργο του Σπυρίδωνος Λοβέρδου Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήναι 1929

  6. Χρ. Σολομωνίδη, προαναφερθέν έργο, σελ. 545

  7. Νίκου Χ. Βικέτου, Η αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης και η μαρτυρία της Εκκλησίας, εκδ. Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1993, σελ.18

  8. Χρ. Σολομωνίδη, μνημ. εργ., σελ.448

  9. Rene Puaux, Οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης, εκδ. “Ιστορητής”, Αθήναι 1993, σελ. 63· 99

  10. Ενθ' ανωτ., σελ. 83

  11. Τα βιογραφικά για τον Αμβρόσιο Μοσχονησίων, τον Γρηγόριο Κυδωνιών και τον Ευθύμιο Ζήλων ελήφθησαν από την Θ.Η.Ε. και από το περιοδικό “Ζωή” των ετών 1992-1993

  12. Γιάννη Π. Καψή, μνημ. έργο, σελ.27-28

  13. Περιοδικό “Ζωή”, Αθήναι 1993, σελ.83

  14. Αντιγόνης Μπέλλου–Θρεψιάδη, Μορφές Μακεδονομάχων, και Γερμανού Καραβαγγέλη, Τα ποντιακά, εκδ. “Τροχαλία”, σελ.106

  15. Ιωαν. 21,25

Κορυφή