ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Χθες, σήμερα, αύριο

 

«Θα απαλλαγούμε καμμιά φορά από τα κατηχητικά;»

(Π. Παλαιολόγος, εφημ. «Το Βήμα», 19. 5. 1977)

 

«Κατηχητικά σχολεία-μάστιγα για τα παιδιά μας»

(ντόρα Νταϊλιάνα, εφημ. «Ελευθεροτυπία», 5 και 7. 11. 1980)

 

  Το πρόβλημα της ελληνικής νεολαίας ανησυχεί σήμερα όλους μας. Ή καλύτερα εκείνους που πονούν αυτό τον τόπο. Το ποιοι και πως και γιατί απεργάζονται τον αποπροσανατολισμό των νέων μας το ’χουμε επισημάνει με τον πιο σαφή και ξεκάθαρο τρόπο από τις σελίδες του περιοδικού μας.

  Αναμφισβήτητα η Εκκλησία έχει την αγωγή των νέων. Γιατί αυτοί είναι τα αρνία του Χριστού, τα οποία καλείται να ποιμάνει και να τα βοηθήσει να γίνουν ζωντανά και συνειδητά μέλη του σώματος του Χριστού. Και το έργο αυτό το κάνει με την κατήχηση.

  Όμως η διακονία της αυτή πολεμήθηκε και πολεμάται ακόμη από γνωστούς κύκλους. «Η Δράσις μας»  σε μια συνέχεια 4 άρθρων θα δείξει ποιοι από πότε  και γιατί πολέμησαν τα Κατηχητικά Σχολεία (στο εξής Κ. Σ.) και ποιοι στάθηκαν και στέκονται δίπλα τους. Και ακόμη ότι ο θεσμός των Κ. Σ. δεν είναι δυτικής και προτεσταντικής προελεύσεως, αλλά γνήσια Ορθόδοξος, απόλυτα σύμφωνος με την Ορθόδοξη Παράδοση. Γι’ αυτό και πρέπει να συνεχισθεί.

 

 

  Απόπειρες Ιδρύσεως Εκκλησιαστικών Κατηχητικών Σχολείων στην Ελλάδα άρχισαν από το 1870. Τα Κατηχητικά όμως παγιώθηκαν στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα*. Τη μεγαλύτερη δε αύξηση και πρόοδο παρουσίασαν στη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο οι πολύχυμοι καρποί τους όχι μόνο στο εκκλησιαστικό αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον διαρκούν μέχρι σήμερα.

 

  Στα δύσκολα για την Ελλάδα χρόνια του 1940 μέχρι το 1950 ο πόλεμος προερχόταν από τον άθεο μαρξισμό, ο οποίος ήταν πολύ φυσικό ν’ ανησυχεί για μια τέτοια δραστηριότητα της ‘Εκκλησίας. Έτσι το μαρξιστικό περιοδικό «Νέα Γενιά» (Μάιος 1946, αρ. φ. 70) έγραφε: «Ο δρόμος που ’χουν πάρει τα Κ.Σ. τώρα τελευταία είναι στ’ αλήθεια πολύ ανησυχητικός (..). Αυτά που γίνονται μέσα στην κατήχηση είναι πραγματικά εξωφρενικά (...). Καταλαβαίνουμε τί αναστάτωση φέρνουν μέσα στις οικογένειες (..) μ’ αυτές τις πτωματολογίες, συκοφαντίες κλπ. ‘Όσο και ανά ψάξουμε δε θα βρούμε Χριστιανισμό σ’ αυτές τις διδασκαλίες (sic). Οι μεσαιωνικές αυτές απόψεις γίνονται εκβιαστικές πλάι σε σειρά εκφυλισμούς, καταχρήσεις κλπ. που υπάρχουν μέσα στα Κατηχητικά και που ’χουμε χρέος και συγκεκριμένα να ξεσκεπάζουμε κάθε φορά»!...

  Άλλο μαρξιστικό Περιοδικό η «‘Ενότητα» (Θεσσαλονίκη, 18 Μαΐου 1947) έγραφε: Κάνουμε έκκληση στους νέους και τις νέες των Κ.Σ. να τινάξουν από πάνω τους την ολέθρια νάρκη, που θολώνει την ψυχή και σκοτίζει το νου και να σκεφθούν, Να σκεφθούν ψύχραιμα και θαρρετά τί τους λένε εκεί μέσα, ποιοι τους τα λένε, γιατί τους τα λένε».

 

  Από τη δεκαετία τού 1960 ο πόλεμος έγινε οξύτερος και συστηματικότερος. Έτσι η εφημερίδα «Το Βήμα» (21.111963) έγραφε: «Να χτυπάς καμπάνες τα πρωινά της Κυριακής, ν’ αποσπάς τα παιδιά από το παιχνίδι τους και να τα κλείνεις σαν καλογεράκια στο ημίφως των ναών, όπου ιερωμένοι και λαϊκοί, ξένοι προς τα παιδαγωγικά, εισβάλλουν αντιδημοκρατικά, αντιλαϊκά και αναχρονιστικά (sic), σε περιοχή που ανήκει σε επίσημη Εκκλησία (.). Το Κατηχητικό δεν βγαίνει καν από την παράδοση, αλλά είναι νεόπλασμα στον οργανισμό της Παιδείας».

  Άλλοτε η ίδια εφημερίδα έγραφε: «Θ’ απαλλαγούμε καμιά φορά από τα Κατηχητικά; Θα είναι απαλλαγή της Παιδείας από την εισβολή σ’ αυτήν της Εκκλησίας σε μιαν από τις χειρότερες μορφές» (sic). («Το Βήμα», 19.5.1977). Σε μια βδομάδα η ίδια εφημερίδα επανερχόταν στο θέμα γράφοντας: «Οπωσδήποτε θα υπάρχουν και στα Κατηχητικά πρόσωπα άξια. Το θέμα όμως είναι αλλού: Αν επιτρέπεται σε μια Δημοκρατία, όπου το Κράτος έχει το βάρος της ευθύνης για στην Παιδεία, να ασκούν χρέη παιδαγωγού όργανα της Εκκλησίας έξω από τον έλεγχο της Πολιτείας. Όταν μάλιστα η ‘Εκκλησία συχνά δίνει δείγματα μεσαιωνισμού, εμπάθειας και φανατισμού»!... (εφημ. «Το Βήμα», 26.5.1977).

  Και τα τρία πιό πάνω κείμενα ανήκουν στον Παύλο Παλαιολόγο, που έγραφε τότε στο «Βήμα» τη στήλη «Στο Περιθώριο της ζωής».

 

  Τη σκυτάλη της πολεμικής πήρε στη συνέχεια η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», κυρίως με μια δήθεν «έρευνα» της Ντόρας Νταϊλιάνα, που την τιτλοφόρησε «Κατηχητικό Σχολείο -Μάστιγα για τα παιδιά μας» (εφημ. «Ελευθεροτυπία» 5 και 7 Νοεμβρίου 1980).

  Σ’ όλες αυτές τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες και τούς απαξιωτικούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος των Κ.Σ. απάντησαν αρκετοί. Μεταξύ αυτών και «Η Δράσις μας» με δύο άρθρα1.

  Αξίζει τον κόπο ο αναγνώστης ν’ ανατρέξει στα δύο αυτά άρθρα για να δει πού βρίσκονται σήμερα τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην έρευνα της Νταϊλιάνα. Βρίσκονται δυστυχώς στις φυλακές για εγκληματικές ενέργειες. Ενώ ένας είναι καθηρημένος κληρικός...

 

  Στο χορό των πολεμίων των Κ.Σ. από το 1960 και εξής ρίχτηκαν, εκτός των άλλων, και δεξιοί και αριστεροί θολοκουλτουριάρηδες, νεο-ορθόδοξοι αυτοπρόβλητοι θεολόγοι-κοινωνιολόγοι, και άλλα μέλη του κινήματος θεολογικού μοντερνισμού. Δυστυχώς συμμεριστήκαν τις απόψεις τους και κληρικοί, μεταξύ των οποίων και επίσκοποι, οι οποίοι διέλυσαν τα Κ.Σ. στις περιφέρειες τους!...

  Όλοι αυτοί, από τους οποίους οι πλείστοι μεταπτυχιακοί θεολόγοι με ντοκτορά από την Προτεσταντική και Παπική Θεολογία (!), που πρόβαλαν και ως υπέρμαχοι της φιλοκαλικής και μυστικής θεολογίας, και ταυτόχρονα υπέρμαχοι του «μανικού έρωτος», χλεύασαν και κατηγόρησαν τα Κ.Σ.. ως αντίγραφα από την Προτεσταντική Δύση. Αυτοί εμφανιστήκαν και ως ή μόνοι υπερασπιστές της ανόθευτης Ορθόδοξης αλήθειας! Φαίνεται πως κάτι τέτοιους είχε υπόψη του ο Παπαδιαμάντης όταν έγραψε: Τα κακοχωνεμένα επιχρίσματα εκ τής εσπερίας μάλλον έκαμαν το νου τους να ψηλώσει!..

  Αυτοί, λοιπόν, πλήττοντας τα Κ.Σ. και μειώνοντας στην ακτινοβολία τους, έγραψαν μεταξύ άλλων και τούτο: «Τα Κ.Σ. είναι “μόσχευμα” τυπικά προτεσταντικής ηθικολογίας, ολότελα άσχετο με την παράδοση, εμπειρία, νοοτροπία και πολιτισμό»2.

 

  Στην ίδια όμως περίοδο του πολέμου κατά των Κ.Σ. υπήρξαν και μεγάλες έρευνες μεταξύ Πανεπιστημιακών και Ανωτάτων Εκπαιδευτικών, στης οποίες τα πρόσωπα αυτά απάντησαν θετικά και επαινετικά για το έργο των Κ.Σ. Όλη αναγνώριζαν τη σημασία τού θεσμού, ιδιαίτερα ή των θετικών έπιστημών3.

  Η αξιολογότερη απ’ όλες τις έρευνες ήταν εκείνη του «Δελτίου της Χριστιανικής Ενώσεως Εκπαιδευτικών Λειτουργών» (Χ.Ε.Ε.Λ.), για την οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω.

  Όσο κι αν πολεμήθηκαν τα Κατηχητικά Σχολεία στη δεκαετία του 1940 και 1950,  δε σταμάτησαν το άγιο έργο τους. Άλλωστε υπήρξαν και πολύ επίσημες φωνές που συμπαραστάθηκαν στην εκκλησιαστική αυτή διακονία προς τους νέους της πατρίδος μας.

 

  Αναφέρουμε στη συνέχεια δηλώσεις και ομολογίες σπουδαίων της εποχής εκείνης προσωπικοτήτων, Πανελληνίου κύρους, που ομολόγησαν απερίφραστα ότι τα Κ.Σ. επιτελούν θαυμαστό έργο. Μπορεί οι σημερινοί να μη γνώρισαν τα πρόσωπα εκείνα, όμως η προσφορά τους έχει επηρεάσει βαθύτατα στην ελληνική επιστήμη και παιδεία.

  Στό Δελτίο της Χριστιανικής Ενώσεως Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Χ.Ε.Ε.Λ.) υπ. αρ. 24 (Οκτώβριος 1951) και υπ. αρ, 25 (Νοέμβριος 1951) δημοσιεύτηκαν δυο εκτενείς έρευνες με τίτλο «Τα Κατηχητικά Σχολεία - Βαρύνουσαι γνώμαι. στις οποίες αριστείς της ελληνικής διανοήσεως διατύπωσαν την κατεξοχήν έγκυρη γνώμη τους για τα Κ.Σ. Σημειώνουμε κάποια αποσπάσματα των γνωμών αυτών.

  Ο Ακαδημαϊκός και Καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μαρίνος Γερουλάνος έγραψε: «Η απόδοσης» των Κ.Σ. «καθίσταται καταφανής εκ της όλης εμφανίσεως του μαθητού του Κ.Σ., όστις αμέσως διακρίνεται μεταξύ άλλων νέων. Αλλά και μόνο  από παιδαγωγικής πλευράς εξεταζόμενο, θεωρώ το Κ.Σ ως  απαραίτητον συμπλήρωμα του Δημοσίου Σχολείου».

  Ο Γεν. Επιθεωρητής των Μαθηματικών στη Μ. Εκπαίδευση Μιλτιάδης Γερμανός έγραψε· Πρέπει οι κκ. Γυμνασιάρχαι και καθηγηταί να συνεργάζονται  ευχαρίστως με τους εκπροσώπους των Κ.Σ. και να προτρέπουν τους μαθητιάς να φοιτούν εις τα Κ.Σ., ήτα οποία υποβοηθούν’ τα μέγιστα το έργο του σχολείου, σήμερον που η ασέβεια, η αναίδεια  και η εγωπάθεια έχουν πλεονάσει». Ο Παιδαγωγός, Διευθυντής του Διδασκαλείου Μ. Εκπαιδεύσεως και Επόπτης της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής, Κων. Γεωργούλης δήλωσε: «Κρίνων την συμβολή των Κ.Σ. εκ των αποτελεσμάτων, ευρίσκω αυτήν λίαν ευεργετικήν».

  Ο Ανώτατος Εκπαιδευτικός Σύμβουλος Παναγιώτης Γεωργοϋντζος έγραψε: «Οι εκπαιδευτικοί έχομε συμφέρον και καθήκον να συνεργασθώμεν κατά τον πλέον στενόν και εγκάρδιον τρόπον με τα Κ.Σ., βοηθούντες αυτά εις το έργον των και επικαλούμενοι στην ειδικήν των βοήθειαν εις το έργον του σχολείου μας».

  Ο Ακαδημαϊκός και Καθηγητής των Παιδαγωγικών Νικόλαος Εξαρχόπουλος, έγραψε: «Θεωρώ απαραίτητον όπως ο θεσμός των Κ.Σ. επεκταθεί όσον το δυνατόν ευρύτατα παρ’ ημίν, διότι έχει μεγίστην ανάγκην αυτού η ημετέρα χώρα, ένεκα της καταστάσεως, εις στην οποίαν περιήλθε η Ελληνική Κοινωνία και της ατελούς Λειτουργίας της εκπαιδεύσεως παρ ημϊν»,

  Ο Σπυρ. Μ. Καλλιάφας, Καθηγητής των Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απάντησε αστό ερώτημα της έρευνας: «Το σχολείον, το δημόσιον και το ιδιωτικόν, οφείλουν να διάκεινται προς τω Κ.Σ. ευμενώς, αλλά και ενεργότερον ενδιαφερόμενα περί αυτού να βοηθούν δι’ έργων και λόγων την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού».

  Ο Ανώτατος Εκπαιδευτικός Σύμβουλος Ανδρ. Παπαγεωργόπουλος μετέπειτα Καθηγητής Α.Π.Θ. έγραψε: «Το Κ.Σ.. διά της καθόλου εργασίας αυτού, συντελεί σπουδαίως εις την επίτευξιν της διά του δημοσίου σχολείου επιδιωκόμενης μορφώσεως των νέων. Διά τούτο πιστεύω ιδιαιτέρως αναγκαίαν την ίδρυσιν και καλήν λειτουργίαν Κ.Σ.».

  Ο Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιω. Παπασταύρου παρετήρησε: «Οι νέοι και οι νέες που μετέχουν της κινήσεως των Κ.Σ. διακρίνονται διά την επίδοσίν των εις τα μαθήματα, την χρηστότητα και το ήθος των».

  Ο Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ι. Σταματάκος, παρατήρησε: «Γλαύκα εις Αθήνας θα εκόμιζεν ο αποφαινόμενος ότι η αποστολή των Κ.Σ. είναι υψίστη. Διότι το πράγμα είναι εξόφθαλμον και αυταπόδεικτον».

  Ο Ανώτατος Εκπαιδευτικός Σύμβουλος Δημ. Χατζής σχολίασε: «Είναι φανερόν ότι προς ουδέν το υγιές και χρήσιμον εν τη κοινωνία μας αντιστρατεύονται οι σκοποί και οι επιδιώξεις των Κ.Σ. τα δε έργα του Δημοσίου και Κ.Σ. αλληλοσυμπληρούνται».

  Παρόμοιες γνώμες διατύπωσαν, απαντώντας στο ερώτημα που τους είχε τεθεί, και οι Γεν. Επιθεωρητές Μ. Εκπαιδεύσεως Γ. Εμμανουήλ και Κωνστ. Μπαλογιάννης, ο Τρύφων Παπαθανασίου, Γεν. Επιθεωρητής στοιχ. Εκπαιδεύσεως, κ.ά.

  Όμως είναι πολύ χαρακτηριστική και η έρευνα που είχε κάνει για τα Κ.Σ. η Ελευθεροτυπία της 1.9.1977, δηλαδή τρία χρόνια πριν από εκείνη που είχε κάνει η ίδια εφημερίδα την 5 και 7.11.1980, την οποία και αναφέραμε προηγουμένως. Τη δημοσίευσε την 1.9.1977 με τίτλο: «Κατηχητικά· Τί είναι; Που σκοπεύουν». Στην έρευνα αυτή μερικοί έδωσαν αρνητικές απαντήσεις, όπως η ‘Έλλη Αλεξίου και ο Κ. Ταχτσής. Πολύ θετικές όμως απαντήσεις έδωσαν ο συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο οικονομολόγος και μετέπειτα υπουργός Ιω. Παλαιοκρασσάς, ο Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθαν. Κομίνης και ο τότε Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής και μετέπειτα Ακαδημαϊκός π. Αναστάσιος Γιαννουλάτος, σήμερα δε Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας. Ιδιαίτερα ο γνωστός σκιτσογράφος ΚΥΡ έγραφε: «Η κατασκήνωση (ΣΣ των Κ,Σ.) της Αγίας Παρασκευής ήταν μια από τις ωραιότερες παιδικές μου αναμνήσεις»4.

  Υπήρξαν και κατήγοροι των Κ.Σ. που κινήθηκαν καθαρά από ελατήρια ιδιοτέλειας και σκοπιμότητας. Το περίεργο είναι ότι σ’ αυτούς δεν απάντησαν άνθρωποι του εκκλησιαστικού χώρου, όπως όφειλαν, αλλά πρώην μαθητές Κ.Σ. που είχαν εν τω μεταξύ αποστασιοποιηθεί από στην Εκκλησία, επηρεαζόμενοι από την περιρρέουσα κοσμική ατμόσφαιρα και την έντονη αθεϊστική προπαγάνδα, που επιμένει να προβάλλεται συστηματικά ως η πεμπτουσία της προόδου και του εκσυγχρονισμού!

  Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας φτηνής και ιδιοτελούς σκοπιμότητας αφενός και υπερασπίσεως των Κ.Σ. αφετέρου είναι το ακόλουθο. Το διηγείται ο γνωστός λογοτέχνης και συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου στο βιβλίο του «Η πρωτεύουσα των προσφύγων».

  Γράφει: «Ένας εκδότης με πίεζε προ ολίγων ετών να γράψω ένα βιβλίο για τα Κατηχητικά, έστω μόνο για τα Κατηχητικά της Θεσσαλονίκης, για να γελάσουμε και να πουλήσουμε, κατά στην έκφρασή του. Εγώ.. και να γράψω κάποτε για τα Κατηχητικά δεν πρόκειται να γράψω ποτέ μ’ εαυτό το πνεύμα, και αυτό, όχι μόνο γιατί δεν προσφέρονται, αλλά γιατί έχω φάει για χρόνια τω ψωμί τους, δηλαδή έχω τραφεί στα συσσίτια τους σε καιρούς χαλεπούς... Αρκετές φορές.. έχω ρίξει πετριές προς τα εκεί.. Άλλο αυτό και άλλο η φρικτή παραγνώριση, η κακότητα πέρα για πέρα, η διάθεση για εξόντωση και κονιορτοποίηση, απλώς επειδή πρόκειται περί πιστών Χριστιανών.. Και το συναντώ αρκετά συχνά να εκπέμπεται.. Όχι, αυτοί δέν έχουν δικαίωμα να μιλάνε γιατί είναι εμπαθείς και αμαθείς5.

 

  Σημειώνουμε ότι στο βιβλίο του αυτό ο Γιώργος Ιωάννου περιλαμβάνει και το διήγημα. «Ο Χριστός αρχηγός μας», ένα διήγημα αφιερωμένο στα περίφημα συσσίτια των Κ.Σ. της Θεσσαλονίκης, που λειτούργησαν την περίοδο της κατοχής με πλούσιο κοινωνικό έργο. Ο Γ. Ιωάννου αναφέρει σ’ αυτό πολλές και συγκεκριμένες αναμνήσεις από τη συμμετοχή του στα συσσίτια των Κ. Σ. τα δίσεκτα εκείνα χρόνια του 1943-1948. Ο ίδιος πάλι, λίγο πριν από το θάνατό του, σε συνέντευξή του στο Περιοδικό «Ιχνευτής» (27.12.1984) μίλησε πολύ θετικά για το ίδιο Θέμα.

  Θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι, για να καταγραφεί η τεράστια προσφορά των Κ.Σ. στην Εκκλησία, στην Πατρίδα, στην Παιδεία. στην Επιστήμη, στο στρατό, στην κοινωνία μας γενικότερα. Ορθά επεσήμανε ο Γ. Ιωάννου, ότι ο πόλεμος κατά των Κ.Σ. είναι «φρικτή παραγνώριση, κακότητα πέρα για πέρα. διάθεση για εξόντωση και κονιορτοποίηση» της ανυπολόγιστης προσφοράς των Κ.Σ., επειδή αυτή είναι έργο πιστών Χριστιανών. Και μάλιστα όταν αυτός ο πόλεμος προέρχεται, για να χρησιμοποιήσω και πάλι τα λόγια του Γ. Ιωάννου, από εμπαθείς και αμαθείς.. Στις ανεύθυνες κατηγορίες κατά των Κ.Σ. απάντησε πολύ εύστοχα και η γνωστή χρονογράφος Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου στο χρονογράφημά της «Περί Αγωγής»7.

 

  Ο επίμονος όμως και βρώμικος πόλεμος κατά των Κ.Σ. απέδωσε καρπούς. Φρικτούς, πικρότατους, απαίσιους.

  Ποιος δεν θρηνεί σήμερα για τους «μαστουρωμένους» νέους μας πού τρικλίζουν στους δρόμους ζητιανεύοντας ένα ευρώ ή αργοσβήνουν ζωντανοί νεκροί στα παγκάκια και στα πάρκα;

  Ποιος δεν θρηνεί γι’ αυτούς που κάνουν τις νύχτες μέρες θυσιάζοντας στον Βάκχο των κλαμπς με όλα τα θλιβερά επακόλουθα;

  Ποιος δέον συμμερίζεται στην αγωνία τούτου του τόπου βλέποντας τους μαθητές να κάνουν κατάληψη των σχολείων τους, από τα οποία θα πάρουν μόρφωση και θα διδαχθούν ήθος για τη ζωή τους; Ή τους φοιτητές να καταστρέφουν και να λεηλατούν γραφεία και εργαστήρια των Σχολών τους, να χτυπούνε τους πρυτάνεις τους, ανά εγκλείουν τους καθηγητές τους στα Γραφεία τους και να χτίζουν με τούβλα την είσοδο των Γραφείων τους;

  Ποιος δεν προβληματίστηκε και δεν κυριεύτηκε από σύγκρυο και δεν ένοιωσε αφάνταστο πόνο βλέποντας τις σκηνές που έζησε η Αθήνα και άλλες πόλεις της πατρίδας μας τον Δεκέμβριο του 2008, σκηνές που μεταδόθηκαν σ’ όλο τον Κόσμο κι έκαναν όλους, ιδιαίτερα τον απόδημο ελληνισμό και όσους αγαπούν στην Ελλάδα, ν’ ανατριχιάσουν;

  Βέβαια δεν ξεχνάμε ότι βρέθηκαν ορισμένοι που επαινούσαν ή συνεχίζουν να επαινούν τις νεολαιΐστικες αυτές συμπεριφορές, οι οποίοι τις υπέθαλπαν ή τις υποθάλπουν, και που αισθάνονται ευτυχείς για όλα αύτά! Αυτοί όμως είναι εκείνοι που πολέμησαν ανέκαθεν και συνεχίζουν να πολεμούν τω έργο των Κ.Σ. και γενικότερα της Εκκλησίας. Ενώ όσοι ορθοφρονούν, όσοι νοιάζονται γι’ αυτόν τον τόπο, όσοι αγαπούν τον Χριστό και στην Εκκλησία Του, πονούν και προσεύχονται. Και συνεχίζουν, παρά τις δυσκολίες, το έργο τους με τα Κ.Σ..

  Διότι, το λέμε καθαρά και το διακηρύσσουμε στεντόρεια, τα Κ.Σ. μεταφέρουν στις ψυχές των νέων την αείζωο φλόγα των αγίων και τη ζωογόνο δρόσο του Πνεύματος. Τα Κ.Σ. εναποθέτουν στην αθάνατη ψυχή τον νέων τη σφραγίδα του ‘Ορθοδόξου ήθους, το οποίο κατέθεσαν στο θησαυροφυλάκιο της Ιστορίας οι άγιοι Απόστολοι και οι πνευματέμφοροι διάδοχοί τους. Τη σφραγίδα της αληθινής προόδου, της λεβεντιάς, της τόλμης και της αυτοθυσίας των ηρώων της πίστεως και της πατρίδος, την ακροβολισμένη με σεμνότητα και ιεροπρέπεια στη μακρά λεωφόρο της ελληνικής μας Ιστορίας. Τα Κ.Σ. είναι χαλκεία όπου σφυρηλατείται η αυριανή γενιά.

  Οι όψιμοι εκσυγχρονιστές καί οι εκκοσμικευμένοι νεο-ορθόδοξοι κατηγόρησαν, τα Κ.Σ. ως «μόσχευμα τυπικά προτεσταντικής ηθικολογίας, ολότελα άσχετα με την παράδοση, εμπειρία, νοοτροπία και πολιτισμό...».

  Και όμως! Τα Κατηχητικά Σχολεία (Κ.Σ.) δεν είναι καθόλου ξένα προς την Ορθόδοξη παράδοση και την Αποστολική διδαχή. Αν οι Προτεστάντες οργάνωσαν Κ.Σ. στα μετά τη μεταρρύθμιση χρόνια, αυτό δεν σημαίνει πως είναι προτεσταντικής προελεύσεως.

  Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από τα ερμηνευτικά σχόλια του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στο Α΄ Πέτρ. γ΄ 15. Στο χωρίο αυτό ό απόστολος Πέτρος συνιστά στους Χριστιανούς να είναι πάντοτε έτοιμοι να απολογηθούν και να υπερασπισθούν την αλήθεια του Ευαγγελίου σε καθένα που τους ζητεί λόγο και απόδειξη γι’ καυτά που ελπίζουν ν’ απολαύσουν στο μέλλον. Γράφει λοιπόν ο όσιος Νικόδημος τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα:

  «Από τα λόγια ταύτα του μεγάλου Πέτρου αναγκαίως συμπεραίνομε ότι όλοι οι χριστιανοί, και λαϊκοί και ιερωμένοι, πρέπει εξ ανάγκης απαραιτήτου να είναι διδαγμένοι παιδιόθεν την Ιεράν Κατήχησιν της πίστεως και τα δόγματα όλα της ευσεβείας να ηξεύρουν από στήθους, επειδή και μέλλουν να είναι διδάσκαλοι των απίστων και αιρετικών, καθώς εδώ τα θέλει ο κορυφαίος των αποστόλων. Διότι, αν αυτοί δεν μάθουν πρώτον τι είναι χριστιανός, τι είναι η πίστις, τι είναι ο Χριστός, ποια είναι τα δόγματα της πίστεως και τα λοιπά της Ορθοδόξου ομολογίας, πως ημπορούν να τα διδάξουν εις τους άλλους; Όθεν οι άγιοι αρχιερείς και πατριάρχαι πρέπει να φροντίζουν διά να καθιστούν εις τας επαρχίας των σχολεία Κατηχητικά με διδασκάλους προκομμένους και ενάρετους, διά να διδάσκουν τα παιδιά των χριστιανών την της Πίστεως Κατήχησιν και την Ορθόδοξον ομολογίαν, καθώς ταύτα σχολεία Κατηχητικά εσυστάθησαν τώρα νεωστί εις τας Κυδωνίας και δει εις τον Αίμον και επροξένησαν πολύν καρπόν, ως μαρτυρούν πολλοί.

  »Διατί κατά αλήθειαν εντροπή μεγάλη είναι τα μεν παιδάρια των Λατίνων να είναι τόσον γυμνασμένα εις τα δόγματα της πίστεώς των, ώστε οπού να αποκρίνονται με κάθε ετοιμότητα εις εκείνους όπου τα ερωτούν. Οι δε των ορθοδόξων Γραικών ιερείς ή και αρχιερείς να μην ηξεύρουν περί αυτών νά αποκριθούν ουδέ το παραμικρόν, αλλά να μένουν άφωνοι ωσάν ιχθύες, όταν ήθελε τους ερωτήση τινάς ή Τούρκος ή Λατίνος ή Αρμένιος περί της πίστεώς των. Και τούτο όλον πόθεν προέρχεται; Διατί δεν εκατηχήθησαν αυτοί από μικρά παιδία, ούτε έμαθον τα της ορθοδόξου ομολογίας δόγματα. Και διατί δεν τα έμαθον; Δατί τοιαύτα σχολεία Κατηχητικά δεν εσυνηθίσθησαν να ιδρύονται εις τους τόπους της εδικής μας Γραικίας. Ώστε όλον το παν στέκει εις το να επιμεληθούν οι άγιοι αρχιερείς και οι ορθόδοξοι χριστιανοί, όσοι μάλιστα έχουν παιδία, να συσταθούν τοιαύτα σχολεία, διά να ανοιχθούν τα όμματα των χριστιανών και να μάθουν την πίστιν τους. Και μαθαίνοντες να ηξεύρουν να αποκρίνονται περί αυτής εις τους ερωτώντας, καθώς εδώ παραγγέλλει ο κορυφαίος, αλλά και ο συναπόστολός του Παύλος προστάζει να κατοικεί εις τους χριστιανούς ο λόγος του Χριστού πλούσιος με κάθε σοφίαν, ήτοι τα περί του Χριστού και της του Χριστού πίστεως δόγματα. Ό λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως εν πάση σοφία” (Κoλασ. 3, 16,). Καεί πάλιν “ό λόγος υμών εν χάριτι  ήρτυμένος, ειδέναι πώς δει υμας ενί εκάστω αποκρίνεσθαι” (Κολασ. 4, 6).

 

  Λέγει δε και ο θείος Χρυσόστομος τα φοβερά ταύτα λόγια: “Ότι, όταν οι χριστιανοί δεν ηξεύρουν να αποκριθούν εις τους ερωτώντας αυτούς απίστους και αιρετικούς περί πίστεως, έχουν να λέγουν εκείνοι πως είναι ψεύδος η πίστις των χριστιανών και διά τούτο δεν ηξεύρουν αυτοί να αποκριθούν δι’ αυτήν και πως ο Χριστός είναι απατεών καεί ψεύστης. Ταύτης δε της βλασφημίας αίτιοι είναι οι χριστιανοί, διατί δεν επιμελούνται να μάθουν τα της πίστεώς των δόγματα, αλλά μεριμνούν μόνον διά την ζην και τα γήινα. “Όταν γάρ αυτοί μεν (οι άπιστοι και αιρετικοί) τω ψεύδι συνιστάμενοι πάντα πράττωσιν, ώστε συσκιάσαι των δογμάτων την αισχύνην. Ημείς δε οι της αληθείας θεραπευταί μηδέ το στόμα διάραι δυνώμεθα (δέν μπορούμε ούτε τό στόμα ν’ ανοίξομε), πως ου πολλήν του δόγματος καταγνώσονται την ασθένειαν”; Πως ουκ απάτην και μωρίαν  ημετέρα υποπτεύσουσι; Πως οι βλασφημήσουσι τον Χριστόν ως είρωνα και απατεώνα;... Ταύτης δε ημείς αίτιοι της βλασφημίας. ουκ εθέλοντες αγρυπνείν εν τοις υπέρ ευσεβείας λόγοις, αλλά πάρεργα τιθέμενα ταύτα  και τα της γης μεριμνώντες” (Όμιλ. 17 εις τον Ιωάννη).

  »Όθεν ο αυτός παρακινεί όλους τους χριστιανούς να μανθάνουν τα της πίστεως. Διατί είναι άτοπον πράγμα ο μεν ιατρός και ο παπουτσής και ο υφαντής να ηξεύρη να αποκρίνεται διά την τεχνών του, και ο χριστιανός να μην ηξεύρη να δώση λόγον διά την πίστιν του. “Και γάρ άτοπον τον μεν ιατρόν μετά ακριβείας ύπερε της τέχνης αγωνίζεσθαι της αυτού. Και των σκυτοτόμον και τον υφαντήν και πάντας απλώς τους τεχνίτας. Τον δε χριστιανόν είναι φάσκοντα (αυτόν δε που λέγει ότι είναι χριστιανός) μη δυναμένον λόγον υπέρ της οικείας παρέχειν πίστεως” (Αύτόθι) (Νικοδήμου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας Επτά Καθολικάς Επιστολάς,... Ενετίησιν 1806, σελ. 118-119).

  Αυτά τα έγραφε ο όσιος Νικόδημος λίγα χρόνια πριν κοιμηθεί, το 1794 (κοιμήθηκε το 1809, δηλαδή πριν από 201 χρόνια), στηριζόμενος στην Αποστολική και Πατερική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Τα έγραφε ένα αιώνα πριν από την ίδρυση των Κ.Σ. στην Ελλάδα (1870). Τότε που το έθνος προετοιμαζόταν για τη μεγάλη Επανάσταση του 1821. Αυτό λέει πολλά...

  Ας προσεχθεί λοιπόν ιδιαίτερα η συμβουλή του οσίου, μεγάλου Ορθοδόξου θεολόγου του 18ου αι. η οποία λέγει: «Ώστε όλον το παν στέκει εις το να επιμεληθούν οι άγιοι Αρχιερείς οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, όσοι μάλιστα έχουν παιδία, να συσταθούν τοιαύτα (Κατηχητικά) σχολεία, διά να ανοιχθούν τα ομμάτια των χριστιανών και να μάθουν την πίστιν τους». Οι βασικές γραμμές του Αθωνίτη Ασκητή Νικοδήμου, στις οποίες έπρεπε να κινηθούν ήτα Κ.Σ., είναι: α) Ηθική και Εκκλησιαστική μόρφωση. β) Ειλικρινής συμπαράσταση της ποιμαίνουσας Εκκλησίας. γ) Συνεργασία με τους γονείς. δ) Πνευματικά προσόντα του διδασκάλου του Κ.Σ.

 

  Όσον αφορά τους πολεμίους των Κ.Σ., τους ευχόμαστε να συνειδητοποιήσουν το λάθος τους καεί ν’ αλλάξουν στάση. Όσοι πιστεύουμε αληθινά στη δύναμη του Σωτήρος Χριστού και στον αφυπνιστικό λόγο Του, προσευχόμαστε να τούς λυτρώσει από τον μισάνθρωπο εγωισμό τους και τον μισόθεο εωσφορισμό τους. Μπορούν βεβαίως να καταφέρονται κομπαστικά και θρασύτατα, κατά του αγίου Θεού και να τον βλασφημούν. Ας ξέρουν όμως ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός. Ας μάθουν δε και τούτο· Στη Ρωσία πριν 20 χρόνια δεν υπήρχαν καθόλου Κ.Σ. Ο αντίθεος πόλεμος των στρατευμένων άθεων κατά της Εκκλησίας είχε σαρώσει τα πάντα. ‘Τώρα είναι πάνω από 11.000 (βλ. Περιοδ. Ελεύθερη Πληροφόρηση, αρ. φ. 254. 1.6.2009). Κάτι λέει αυτό….

  Ας προβληματισθούν. Ας αλλάξουν, λοιπόν, στάση οι πολέμιοι των Κ.Σ. Έτσι μόνο θα λυτρωθούν από τούς φοβερούς ελέγχους της συνειδήσεως που τους αναστατώνουν και τους κάνουν ν’ αντιδρούνε μ αυτόν τον τρόπο. Έτσι θα λυτρωθούν και από τη ντροπή που τους είναι μόνιμος σύντροφος, Κι ας μη το ομολογούν. Διότι «μετανοών εστί κατάδικος ακαταίσχυντος». Αυτός που μετανοεί είναι κατάδικος απαλλαγμένος από αισχύνη, κατά τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη.

  Στο μεταξύ οι ποιμένες της ‘Εκκλησίας μας ας αναλάβουν γενναία και δυναμικά τις βαρύτατες ευθύνες τους έναντι του Θεού και των ανθρώπων για ήτα «αρνία» του Χριστού. Διότι λίβας άσπλαχνος φυσά εδώ και λίγες δεκαετίες πάνω στον χιλιοβασανισμένο τόπο μας και ξεραίνει τα έμψυχα τρυφερά λουλούδια της πατρίδας μας τους νέους μας. Ας μη μας σαγηνεύουν τα Ευρωπαϊκά Προγράμματα για σεξουαλική αγωγή και διδασκαλία της γιόγκα κτ.ό. Ας μή μας συγκινεί η Ευρώπη με τον βάρβαρο πολιτισμό των «έξυπνων βομβών», του «απεμπλουτισμένου θανάτου» και των ομοφυλοφιλικών γάμων...

  Τα Εκκλησιαστικά Κατηχητικά Σχολεία, όπου λειτουργούν, πρέπει να συνεχίσουν το άγιο έργο τους με ένθεο ζήλο και αγάπη προς τα παιδιά μας.

  Όπου σταμάτησαν αστόχαστα, να ανασυσταθούν το συντομότερο. Να τα αναλάβουν άνθρωποι με αρετή και Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό ήθος, με θερμουργό πίστη και παιδαγωγική γνώση. Κυρίως όμως με φόβο Θεού και αγάπη στο σύγχρονο άνθρωπο με τα φαρμακωμένα φυλλοκάρδια.

  Στον έντονο παροξυσμό του πολύμορφου κακού έχουμε χρέος, ιδιαίτερα οι γονείς, να μην αφήσουμε ανέστια και αθωράκιστα τα παιδιά μας. Καεί η μόνη λύση είναι να τους προσφέρουμε τον Χριστό και το σωστικό λόγο Του, όπως τον δίδαξαν και τον βίωσαν οι θεοφόροι Πατέρες μας, οι μεγάλοι μας Κατηχητές.

  ν.π.β.

 

  *Λεπτομέρειες βλ. στη Διδακτορική Διατριβή της Κας Ευαγγελίας Τσαγκαρλή-Διαμάντη, Δρ. Θεολογίας- Mr Φιλοσοφίας, η Πατερική Διδαχή στα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος· Ιστορική αναδρομή και διδακτική αξιοποίηση, εκδ. «Λύχνος», Αθήνα 2003 σ. 20-29.

———————————————

1. Βλ. τ. 172, Φεβρουάριος 1981, σ. 30-31 και 34 και τ. 173 Μάρτιος 1981, σ.49.

2. Χρήστου Γιανναρά, ο πήχης του μεγάλου ηγέτη, επιφυλλίδα της εφημ. «Καθημερινή»,15.11.1998

3. Βλ.π. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, επιστολή με «μια βιβλιογραφική ενημέρωση για το θέμα των Κ.Σ.» στο περιοδικό «Σύναξη» Απρίλιος-Ιούνιος 2009, τ. 101-102. Επίσης «Τότε Κρυφό Σχολείο, σήμερα Κατηχητικό» έκδοση Γ.Ε.Χ.Α., Αθήνα 1981.

4. Βλ.π. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, επιστολή με «μια βιβλιογραφική ενημέρωση για το θέμα των Κ.Σ.» στο περιοδικό «Σύναξη» Απρίλιος-Ιούνιος 2009, τ. 110 σελ.102.

5.Γιώργου Ιωάννου, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Αθήνα, εκδ. «Κέδρος» 1997, σελ. 113-114

6. Βλ. π. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, ό.π. σ. 102.

7.Εφημ. «Εστία» 20.2.1988.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Η ΔΡΑΣΙΣ ΜΑΣ»,

ΤΕΥΧΗ (4) ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009- ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2010

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή