Ο Θεός δεν έπαυσε να διδάσκει...

Πάχος διανοίας γίνεται ἀπό τῶν ἁμαρτημάτων”

Χρυσόστομος

 

Με την λέξη διάνοια, προσδιορίζεται η σκέψη μας, ο νους μας, το πνεύμα μας. Ο άνθρωπος δε ως λογικό ον διαλογίζεται, διανοείται. Μέσω δε αυτής της διανοήσεως, καλείται να αγαπήσει τον Θεό. “Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλη τῆ καρδία σου, καἰ ἐν ὅλη τῆ ψυχῆ σου, καἰ ἐν ὅλη τῆ διανοία σου” (Ματ. 23,37).

Τι ζητάει λοιπόν ο Θεός από τον άνθρωπο, που ποθεί να τον ακολουθήσει; Το τρίπτυχο καρδιάς, ψυχής και διανοίας. Ένα τρίπτυχο όμως που πρέπει να διατηρηθεί άρρηκτα ενωμένο, για να υπάρξει αποτέλεσμα. Ισχύς! Γιατί “ἡ ἰσχύς ἐν τῆ ἑνώσει”.

Παρ΄ όλα αυτά η διάνοια, αποτελεί την κινητήρια δύναμη που θα ενεργοποιήσει και τις έτερες δύο δυνάμεις, ώστε να παραχθεί το τελικό έργο της λατρείας του δημιουργού Θεού. Γιατί αν η διάνοια δεν είναι υγιής και σώφρων, δεν θα επιδράσει ευεργετικά στην καρδιά και στην ψυχή. Η λεπτότητα και η εν γένει καλλιέργεια της διανοίας, θα αναδείξει και την ευγένεια της ψυχής, δίδοντας θέρμη και στην καρδιά. Αν όμως σύμφωνα με τον Χρυσόστομο αποκτήσει η διάνοια πάχος, χάνοντας τον “ασκητισμό” της, σημαίνει ότι αμάρτησε.

Ας μελετήσουμε το εν λόγω παράπτωμα, στον πρώτο κιόλας άνθρωπο πάνω στη γη, την στιγμή που τρώει τον απηγορευμένο καρπό. “Καί διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί” (Γεν. 3,7). Δηλαδή άνοιξαν τα μάτια του. Ούτως ή άλλως αυτά ήταν ανοιχτά και πριν. Τώρα όμως καταγράφεται το πονηρό άνοιγμά τους. Γιατί σκοτίσθηκε ο νους των πρωτοπλάστων, εξησθένησε η θέλησή τους, οπότε έχασαν την αγιότητά τους και την εν γένει αθωότητά τους. Γυμνώθηκε η πνευματική υπόστασή τους αποκαλύπτοντας και την σωματική γυμνότητα. Λέγει ο Θεοδώρητος: “Τα μικρά παιδιά δεν κοκκινίζουν όταν είναι ξεντυμένα”. Γιατί; Γιατί η διάνοιά τους είναι ενδεδυμένη με το πέπλο της αγνότητος και όχι της πονηρίας των “μεγάλων”.

Εν προκειμένω όμως, το πνεύμα του ανθρώπου βρώμισε λόγω της ανταρσίας κατά του Θεού, οπότε και το σώμα του επαναστάτησε κατά του πνεύματός του. Τόσο δε σκοτίσθηκε η διάνοια ένεκα της αμαρτίας του Αδάμ, ώστε νομίζει ότι είναι δυνατόν να κρυφθεί μέσα στον παράδεισο και να ξεφύγει των ματιών του παντεπόπτου Θεού. Αλλά “ὁ Θεός περιπατῶν ἐν τῶ παραδείσω” (Γεν. 3,8), αναζητά ανακαλώντας τους ταυτοχρόνως εις την τάξη της μετανοίας, τους “ξεμυαλισμένους” πρωτοπλάστους. Η συνέχεια γνωστή.

 

Ας δούμε όμως το θέμα της διανοίας, πως το αναλύουν οι αρχαίοι Έλληνες.

 

Λέγει ο Έλλην κωμικός ποιητής και φιλόσοφος Επίχαρμος από την Κω. “Νους ορά και νους ακούει τ' άλλα κωφά και τυφλά”. Δηλαδή μόνο ο νους βλέπει και ακούει, όλα δε τα άλλα, δηλαδή τα αισθητήρια όργανα, άνευ της συμμετοχής του νου, είναι κωφά και τυφλά. Γι' αυτό και ο Διογένης ο Απολλώνιος τονίζει ότι, όταν έχουμε τον νου μας αλλού, ούτε βλέπουμε ούτε ακούμε.

Ο “σκοτεινός” φιλόσοφος Ηράκλειτος, φωτίζει περαιτέρω το θέμα μας με μία αξιοσημείωτη παρατήρηση. “Για τους ακαλλιέργητους ανθρώπους, οι οφθαλμοί και τα ώτα είναι αναληθείς μάρτυρες”.

 

Καιρός όμως να αναζητήσουμε μέσα στην αγία Γραφή τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί ο Θεός να συγκινήσει την ανθρώπινη διάνοια. Πώς σχεδιάζει να δωρήσει στον άνθρωπο, “γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν”, ώστε να βρει ανάπαυση η ψυχή του.

Διαβάζουμε στην προς Εβραίους επιστολή (1,1). “Πολυμερῶς καί πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ΄ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῶ...” Με πολλούς και διαφόρους τρόπους μίλησε ο Θεός τα πρώτα χρόνια μέσω των προφητών. Οι προφήτες όπως έχουμε αναφέρει άλλοτε, αποτελούσαν το στόμα του Θεού πάνω στη γη. Μέσω αυτών λοιπόν προσπαθούσε να προσελκύσει ο Θεός την ανθρώπινη διάνοια και δι' αυτής στη συνέχεια συγκινούσε την καρδιά και καλλιεργούσε την ψυχή του ανθρώπου.

Γράφει ο προφητάναξ Δαβίδ στον ψαλμό 77,1-2: “πρόσεχε λαέ μου Ισραήλ στην διδασκαλία μου. Στρέψε τα αυτιά σου προς εμένα και άκουσε τα λόγια του στόματός μου. Θα αρχίσω να σου μιλώ με παραβολές”.

Κάποια άλλη στιγμή προστάζει ο Θεός τον προφήτη Ησαΐα. “Πήγαινε να είπης στον λαόν τούτον: Κατ΄ επανάληψιν θα ακούσητε λόγον Θεού, αλλά ουδέν θα εννοήσητε. Γεγονότα αναντίρρητα θα ίδητε, αλλά ουδέν θα προσέξητε. Τούτο έγινε, διότι επωρώθη, εσκληρύνθη η καρδία των ανθρώπων του λαού τούτου και ούτως εφάνησαν βαρέα τα λόγια ταύτα εις την ακοήν των. Έκλεισαν τους οφθαλμούς της ψυχής των δια να μη ίδουν δια των οφθαλμών των τα πράγματα, να μη ακούσουν τα λόγια μου δια των ώτων των και εννοήσουν, ώστε να επιστρέψουν προς εμέ και εγώ να θεραπεύσω αυτούς”.

Εν προκειμένω ο προφήτης εκθέτει μία παθογόνο κατάσταση. Αγνώμονες άνθρωποι ευεργετούμενοι, πωρώνονται και γίνονται αγνωμονέστεροι. Άλλοι δε φωτιζόμενοι με περισσότερο φως τυφλώνονται.

 

Κάποια στιγμή όμως ήγγικε η ώρα, όπως προανέφερε ο Δαυΐδ, να μιλήσει ο Θεός και με παραβολές στον λαό του. Όταν στο μυαλό μας έρχεται η έννοια της παραβολής, αυτομάτως το πνεύμα μας προστρέχει στον Χριστό. Τον Χριστό με τις παραβολές του.

Ρώτησαν οι μαθητές του, τον Χριστό ποιός ο λόγος που μιλάει με παραβολές. Εκείνος απήντησε. “Εσείς ανταποκριθήκατε άμεσα στην εντολή μου “Δεῦτε ὀπίσω μου...” και ένας έκαστος εξ' υμών ενετάχθη στο “ἀκολούθει μου”. Εσείς επιδείξατε ζήλον προστρέχοντες κοντά μου, εγκαταλείποντες εργασίες, οικογένειες, περιουσίες. Τα πάντα εν τη γη. Οι διάνοιες σας εστάθησαν λεπτές στο άκουσμα μου και ο λόγος μου ρίζωσε μέσα σας αμέσως, καρποφορώντας. Τα δε αυτιά σας και τα μάτια λόγω “λεπτής” διανοίας, ήταν ήδη ευαισθητοποιημένα να ακούσουν το μήνυμά μου. Ως θεοσεβείς και υπάκοοι, ανταμειφθήκατε με την γνωριμία του θείου μυστηρίου και της βασιλείας των ουρανών. Μέσω εμού γνωρίσατε και τον Θεό πατέρα. Ενώ ο κόσμος “οὐκ ἔγνω” (Ιω.17,25) αυτόν”.

Τι απομένει λοιπόν στον Χριστό; Μιλώντας με παραβολές να ηλεκτρίσει τις ανθρώπινες διάνοιες, να τραβήξει το ενδιαφέρον τους, να τις συγκινήσει, να τις θερμάνει, “λειώνοντας” την παγωνιά της αδιαφορίας και της αναισθησίας από μέσα τους. Η παραβολή λοιπόν απετέλεσε την τροφή του “μάννα” μέσα στην έρημο της πνευματικής λιμοκτονίας και “το ύδωρ το ζων” που δρόσισε τις καρβουνιασμένες ψυχές από τον καύσωνα της αμαρτίας.

Όμως τι είναι παραβολή; Είναι μία διδακτική ιστορία, μία αλληγορική αφήγηση, που εμπεριέχει κάποιο δίδαγμα. Είναι οι διδακτικές αφηγήσεις του Χριστού που μέσω του εμπεριεχομένου λεκτικού τρόπου της μεταφοράς, περνούσε ψυχοφέλιμα μηνύματα στον χοϊκό άνθρωπο, με έννοιες όμως που κατείχε καλά ο τελευταίος από την καθημερινότητα. Αλλά ο Χριστός ως πραγματικός και γνήσιος Λόγος χειριζόταν και τον λόγο με μοναδική “ρητορική” δεξιοτεχνία, κατατροπώνοντας τους υποτιθέμενους νομικούς και λοιπούς διανοούμενους, που το μόνο που επεδίωκαν ήταν η πρόκληση και η επίδειξη. Ο κομπασμός. Ήδη από 12 χρονών, ευρισκόμενος μέσα στον ναό με μοναδική νοημοσύνη και λεπτότητα διανοίας, κατέρριπτε μύθους και δοξασίες των γελοίων “ποιητών”. Ένας τοιούτος “ποιητής” των ημερών μας, χαχανιζόμενος σε μία συνέντευξή του πρόσφατη αποκαλεί τον Χριστό χίππυ και σέξυ μαραγκό. Είναι φυσικό όμως, σε τέτοια βλάσφημα και άκρως χυδαία χαμαιτυπικά όντα, απόβλητα της κοινωνίας, να βολεύουν χαρακτηρισμοί που τους εκφράζουν, γιατί η ιδιότης του Χριστού ως Θεού αληθινού τους καταρρίπτει άμεσα στην άβυσσο της ανυπαρξίας και του μηδενισμού τους. Αλλά ούτως ή άλλως τέτοια στοιχεία είναι ανύπαρκτα και προσπαθούν να κλέψουν την δημοσιότητα με την μπόχα που αναδίδουν...

Όμως είναι ώρα, εξ' ύπνου εγερθέντες, να έλθουμε στα καθ' ημάς. Στο παρόν, αλλά και στο μέλλον που χαράσσουμε εμείς οι σύγχρονοι υπερόπτες, οι βλάσφημοι, οι πλεονέκτες, οι άρπαγες, οι ειδωλολάτρες, οι λοίδοροι, οι μέθυσοι, οι αρσενοκοίτες, οι φιλήδονοι οι ποικίλοι ανώμαλοι. Τα πιόνια των μεγάλων “οραματιστών” της ανθρωπότητος.

Το γεννώμενο ερώτημα λοιπόν είναι. Μιλάει ο Θεός στις μέρες μας; Όμως και έτερο ερώτημα αναφύεται. Εμείς οι ίδιοι προσπαθούμε να αφουγκρασθούμε την φωνή του Θεού; Στο ερώτημα του Φιλίππου προς τον ευνούχο της Κανδάκης “γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;” (Πραξ. 8,31) έχουμε εμείς “οἱ θεοί” την ταπείνωση να πούμε “πῶς γάρ ἄν δυναίμην, ἐάν μή τις ὁδηγήση με;”.

Αλλά δυστυχώς, εμείς οι ιδιόρρυθμοι καθοδηγητές, λόγω πάχους διανοίας, περιφρονούμε τον άμεσο λόγο του Θεού μέσω της ανάγνωσης της αγίας Γραφής και των πατέρων. Αρνούμαστε να μελετήσουμε την ζωή του αγίου που έχουμε την τιμή να φέρουμε το όνομά του. Ξεπερασμένα θέματα αυτά. Απηρχαιωμένα. Παραμύθια να κοιμίζουν τα μικρά παιδιά και όπιο να ναρκώνει τους τρανούς. Τους παχύνοες. Την ίδια ώρα όμως ενοχλούνται κάποιοι που έγινε η αγία Σοφία τζαμί. Κανείς όμως δεν μαρτυρά την αλήθεια, ότι επιτέλους διαφυλάχτηκε από τα κατουρήματα των “χριστιανών” τουριστών. Τα παλούκια ενώ τα έχουμε μπηγμένα βαθειά στα μάτια μας, εν τούτοις, ψάχνουμε σχολαστικά να ανακαλύψουμε τις αγκίδες στου γείτονα τα μάτια. Οὐαί ἡμῖν.

Παρ΄ όλα αυτά ο Θεός τρέχει “απεγνωσμένα” να σώσει τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα της απωλείας, που είναι και χριστιανοί, καθότι απέμεινε με το ένα. Προσπαθεί με νέο χαρακτήρα παραβολών να αντιπαραβάλει την σεμνή και τίμια οδό απέναντι στον κατήφορο που πήραμε. Έχοντας λοιπόν συμπαραστάτη του την φύση, αυτήν που καταβιάσαμε αναιδώς εμείς οι άνθρωποι του λέγοντας “κάτω σχῶμεν τάς καρδίας”, προσπαθεί να μας συνετίσει. Να μας ξυπνήσει. Εκατό ολόκληρα χρόνια ο Νώε κατεσκεύαζε την κιβωτό στέλνοντας σήμα κινδύνου ότι “θα μας καταστρέψει ο Θεός” (Γεν. 6.) Και πάλι η φωνή του Κυρίου ακούγεται “τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε” (Λουκ. 22,46). Αλλά τι είναι προσευχή; Αφού καταργήθηκε από παντού. Ειδικά από τα σχολικά θρανία. Γι' αυτό και η συγκομιδή από διαόλους πλούσια. Ακόμη και μέσα στην εκκλησία οι προσευχές δεν εισακούονται, καθότι κινούνται μόνο τα χείλη, ενώ την ίδια ώρα η καρδιά απέχει πόρρω.

Έτσι ο Θεός επιλέγει στη σύγχρονη ειδωλολατρική κοινωνία μας σημεία φυσικά για να περάσει τα μηνύματά του. Οπότε οι πρόσφατοι κατακλυσμοί που σημειούνται, μπορεί λόγω θεϊκής υποσχέσεως να μην αποσκοπούν στο πνίξιμο της ανθρωπότητος, αλλά σίγουρα στοχεύουν να ξεπλύνουν την βρώμα της ανηθικότητος πάνω από το σώμα της γης. Οι αλλεπάλληλες φωτιές μπορεί να μην έχουν την ισχύ του θειαφιού και της φωτιάς εξ' ουρανού που αφάνισαν τα Σόδομα και τη Γομόρρα, αλλά υπενθυμίζουν με άλλο τρόπο ότι ήδη εμείς είμαστε μία νεκρά θάλασσα από ψυχικής πλευράς. Να αναφερθούμε τέλος σε τραγωδίες που συμβαίνουν και πάλι υπαιτιότητι μας; Μέσα απ' αυτές θέλει ο Θεός να περάσει το μήνυμα, ότι στράβωσαν οι ράγες της διανοίας μας, οπότε το τραίνο της ζωής μας ιλιγγιωδώς οδεύει σε βέβαιο εκτροχιασμό.

Κι όμως εμείς, “τῶν οἰκιῶν ἡμῶν ἐμπιπραμένων, ἄδομεν” προσδοκώντας την μεγάλη επανεκκίνηση μέσω της πληθωρικής προβολής σοδομικών τάσεων. Αλλά θα καταντήσουμε στάχτη, πριν ακόμη έλθει η ώρα της καύσης των νεκρών τομαριών μας. Εκπειράζουμε τον Κύριο πιο προκλητικά και από τον ίδιο τον Σατανά. Εκείνος τουλάχιστον κάποια στιγμή τον άφησε “καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῶ” (Ματ. 4,11). Ο εκπειρασμός όμως και η χυδαία πρόκληση επιφέρουν την αυτοκαταστροφή.

Όταν πριν χρόνια το διαστημικό λεωφορείο “Challenger” έφτασε γεμάτο περηφάνια προς την απογείωση, τελικά απογειώθηκε, διαλυόμενο εις τα εξ ων συνετέθη. Σε άμορφη ύλη. Πριν προλάβει να κάνει την ποθητή του εκκίνηση, παρέμεινε στην γη και φυσικά δεν κατόρθωσε ποτέ να κάνει το ίδιο “επανεκκίνηση”.

Οι εμπνευστές του αμφισβήτησαν τον Θεό μέσω του ονόματος, διεκδίκησαν τα πρωτεία, πόθησαν να αποσπάσουν τον θαυμασμό και την προσοχή της δουλοπαρικής ανθρώπινης διάνοιας, έριξαν το γάντι καλώντας σε μονομαχία τον Θεό. Τελικά όμως “τα όρνια” κατέφαγαν τις “σάρκες” τους. Εν τέλει ο άνθρωπος κρύπτοντας το θεϊκό τάλαντο προτίμησε να παραμείνει μόνο σάρκα, δηλαδή κρέας, τροφή όμως επίζηλη για τα ποικίλα “αρπακτικά”. Προτίμησε να σαρκάζει τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και τον Θεό. Οπότε ως σαρκοβόρος, στην τροφή και στις συνήθειες, ως ένα κοινό παχύδερμο κατήντησε να επιδεικνύει πληθωρικά το μόνο που έχει. Τις σάρκες του. Τα κρέατά του, μέσω της καθολικής γύμνιας του, που τα έχει καμουφλαρισμένα με τατουάζ. Το τατουάζ στα χρόνια μας, αναπληρώνει την κλασική ενδυμασία.

Κάπως έτσι ο παχύνους άνθρωπος των ημερών μας με πωρωμένη και σκληρυμένη την καρδιά του πλανάται...

έκπληκτο παράσιτο, δίχως πίστη, δίχως νόμο, δίχως αιτία και ούτε σκοπό ζητούσα τη χαρά στριφογυρίζοντας, τρέχοντας, πετώντας από απάτη σε απάτη...” Σαρτρ

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή