«Μή ὑψηλοφρόνει, ἀλλά
φοβοῦ» (Ρωμ. 11,20)
Ο Χριστός, «ὁ περιπατῶν ὡς ἐπ’ ἐδάφους ἐπί θαλάσσης» (Ιωβ. 9,8), ο Χριστός που έχει αναστείλει και υπερβεί πάμπολλους φυσικούς νόμους, έρχεται τώρα και καταργεί τον νόμο της βαρύτητος, περπατώντας πάνω στην θάλασσα όπως και πάνω στην ξηρά. Βαδίζει κυριολεκτικά ανάμεσα στα πελώρια κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ, καλώντας ταυτοχρόνως τον Πέτρο, που βρίσκεται μέσα στο πλοιάριο μαζί με άλλους μαθητές και κλυδωνιζόταν, να τον πλησιάσει περπατώντας και ο ίδιος πάνω στην θάλασσα. Πράγματι, ο ριψοκίνδυνος μαθητής, ξεκινάει προς συνάντηση με τον Κύριο, αλλά «καθ’ οδόν» δειλιά λόγω των επιθετικών φυσικών ανέμων και αρχίζει να βυθίζεται στο νερό. Η προς στιγμή ολιγοπιστία του διακόπτει την πορεία του προς τον Κύριο. Αποτέλεσμα, λόγω ανθρωπίνης αδυναμίας, το «βούλιαγμα», το οποίο αποτρέπεται μόνο με την πρόταση του θεϊκού χεριού. Πότε όμως; Αφού προηγηθεί το «Κύριε σῶσον με» (Ματ. 14,30).
Μία στιγμή λοιπόν απιστίας και αρχίζουμε να βυθιζόμαστε. Τότε, μόνο ο Κύριος μας σώζει· δεν σωζόμαστε ποτέ μόνοι μας. Πώς; Με την μετάνοια σβήνουμε το παρελθόν μας, το αμαρτωλό και άπιστο, και ανοίγουμε δρόμο για το μέλλον. Δρόμο για τον Θεό!
Κάποια άλλη στιγμή ο Πέτρος, φοβισμένος σφόδρα, την ώρα της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, βρίσκει το θάρρος και παρακαλεί τον Κύριο να κατασκηνώσουν εκεί, πάνω στο Θαβώρ, για να αντικρίζουν οι τρεις μαθητές, «μόνοι τους», την δόξα του Χριστού. Παρακαλεί τον Κύριο «καλόν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» με στόχο να τον αποτρέψει από τον δρόμο της επικείμενης σταύρωσης, αλλά με απώτερο σκοπό και ο ίδιος να γλιτώσει από έναν δρόμο μαρτυρίου, στον οποίο κατ’ ανάγκη θα βάδιζε και αυτός πλάι στον Κύριο. Ο Χριστός όμως με τον τρόπο του, αποφασιστικά, τόνισε και σε αυτόν και στους άλλους δύο μαθητές, να μην πουν κάτι για τα γενόμενα, σε κανένα, έως ότου αναστηθεί (Ματ.1 7,9). Με λίγα λόγια τόνισε την αναγκαιότητα της σταυρικής θυσίας, η οποία είναι προδιαγεγραμμένη στο σχέδιο του Θεού, και μετά θα ακολουθήσει η ανάσταση και η αέναη θέα της θείας δόξας.
Ήταν σαν να του έλεγε ο Χριστός· «Πέτρο δεν ζητούμε την ασφάλεια και τον εφησυχασμό μας μέσα στην ζωή. Πρέπει να ριψοκινδυνεύσουμε, να θυσιαστούμε και μετά να απολαύσουμε την θεϊκή δόξα, αναστημένοι οι ίδιοι από την νέκρωση των παθών μας».
Πρέπει λοιπόν προπάντων να πειθαρχούμε στο θέλημα το θεϊκό. Επιθυμία του Θεού ήταν να μεταβεί ο Ιωνάς στην Νινευί και να κηρύξει μετάνοια. Δεν εξετάζουμε, ούτε λογοκρίνουμε την διαταγή του Θεού. Πρέπει να κάνουμε το θέλημά του. Αλλιώς θα βρεθούμε έγκλειστοι στα σπλάχνα κάποιου «κήτους», ώσπου να συνέλθουμε. Να μετανοήσουμε. Ανάγκη λοιπόν απολύτου υπακοής στα λόγια του Θεού. Χωρίς διχοστασίες και διχογνωμίες. Προπάντων χωρίς μεγαλαυχία. Γιατί αυτή είναι εμπόδιο σοφίας. Οι δε μεγάλαυχοι, αφού υποστούν μεγάλες τιμωρίες για την ανυπακοή τους, αποτελούν διδάγματα για τους άλλους, αναφέρει ο Σοφοκλής.
Όμως ο καιρός του διδασκάλου έφθασε. Το έργο του Κυρίου τελείωσε. Η αποστολή του έλαβε τέλος. Το όνομα του πατρός φανερώθηκε στους ανθρώπους, όπως και το θέλημά του γνωστοποιήθηκε. Τα πάντα εκτελέστηκαν με ακρίβεια. Το μόνο που εναπομένει, είναι το «τετέλεσται». Προς αυτό οδεύει σιγά–σιγά ο Χριστός. Ο Χριστός λοιπόν δεν παρέμεινε στην δόξα του Θαβώρ.
Λίγοι ηγέτες στην ζωή τους τόλμησαν και επανέλαβαν σιωπηρά, με την πράξη τους, αυτή την ηρωική φράση, που αποτελούσε το σύνθημα συνάντησης με τον θάνατο, προκειμένου να ζωοποιήσουν, να σώσουν, τον λαό τους. Λίγοι ηγέτες θυσίασαν την επί γης δόξα τους, προκειμένου να χαράξουν τον δρόμο της σωτηρίας και της εν γένει ελευθερίας στους υπηκόους τους.
Αυτοί όμως κατεγράφησαν στην ιστορία ανεξίτηλα ως ΗΓΕΤΕΣ! Οι πλείστοι των λοιπών ηγετών, έμπλεοι μέσα στην ακριβοπληρωμένη λαοθάλασσα, μέσα στην πληθωρικά οργανωμένη υποδοχή από πλευράς των ομοϊδεατών αυλοκολάκων τους, των ταϊσμένων, διεκήρυτταν ανά τους αιώνες μεγαλοφώνως· «ἦλθα».
Είναι αυτοί στους οποίους αναφερόμενος ο Σοφοκλής, λέγει, ότι νομίζουν, πως αυτοί μόνο υπερέχουν κατά τον νουν, κατά την δεινότητα του λέγειν και κατά τα αισθήματά τους. Όταν όμως ερευνηθούν εις βάθος, αποδεικνύονται κούφιοι και άνευ περιεχομένου. Ειδικά οι προδότες και ανίκανοι, όταν έλθει η ώρα της φυγής τους, όταν αποκαλυφθούν τα «έργα» τους και οι «ημέρες» τους, ενώ κατέφθασαν φανερά και πανηγυρικά, τώρα αποσύρονται μυστικά, δειλά κατά κύριο λόγο, προκειμένου να γλυτώσουν το πανάθλιο κουφάρι τους. Γιατί «ο Θεός καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνους καί ὕψωσε ταπεινούς» (9η ωδή). Γιατί «ὁ Θεός πάντας τούς πορευομένους ἐν ὑπερηφανία δύναται ταπεινῶσαι» (Δαν. 4,34) και κάποια στιγμή τους εξευτελίζει.
Αυτοί όμως όταν είναι καβάλα στο καλάμι, –όπως σχολιάζει ο λαός μας– καυχώνται για όλα τα άνομα έργα τους και προπάντων επιχαίρουν κομπορρημονούντες, όταν πάνε κόντρα στον Θεό. Όταν λακτίζουν προς κέντρα…
Διαβάζουμε δήλωση του πρωθυπουργού στη βουλή, Κυριακή 30–1–2022, των τριών ιεραρχών.
«Όσο για τα δικαιώματα, άλλοι μιλούν για αυτά και άλλοι τα υπηρετούν, γιατί η εθνική στρατηγική για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ είναι δικό μας έργο».
Ο ίδιος άλλη στιγμή ανακοινώνει· «Μεγάλη η απώλεια της πρώτης γυναίκας προέδρου του ευρωκοινοβουλίου Σιμόν Βέιλ, που πρωτοστάτησε στη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στην Γαλλία».
Καυχώνται λοιπόν οι σύγχρονοι μεγάλαυχοι, ξεστομίζοντες πλάνες, κακοδοξίες και στρεβλώσεις. Καυχώνται, προτρέποντες παράλληλα, για την γενική κατάρρευση, τις άνομες σχέσεις, την σαρκολατρία, την εκτεταμένη διαστροφή, το δαιμονισμό και το ατελείωτο αίμα των εμβρύων… Καυχώνται εμπαίζοντες, ειρωνευόμενοι πικρά και εξουδετερώνοντες μέσω της εξουθένωσης, τους σύγχρονους χριστιανούς. Καυχώνται για τα διπλώματά τους και τα μεταπτυχιακά τους, την ώρα που μέσα στα βάθη του είναι τους, έχουν παύσει να είναι άνθρωποι. Έχουν πεθάνει. «Ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, καί νεκρός εἰ» (Αποκ. 3,2)
Αν ανατρέξουμε στην πρόσφατη ιστορία της πατρίδος μας, μπορούμε κάλλιστα να δούμε ποιοι έμειναν από τους άρχοντές μας θυσιαζόμενοι υπέρ βωμών και εστιών και πόσοι λάκισαν. Στις μέρες μας οι πλείστοι λιποτακτούν ιδεολογικά, μακριά από την πίστη και την ελληνική παράδοση, καθότι αποτελούν ομοιώματα, φτηνά αντίγραφα μιας κίβδηλης ηγετικής παράλλαξης. Εξέλειψαν οι καθαρόαιμες ηγετικές μορφές. Αυτό έχει σαν συνέπεια την αναζήτηση και λατρεία ενός καινούργιου «σωσία» στον ορίζοντα της ανθρωπότητος. Οι λαοί διψούν για σωτήρα. Κι’ όμως αυτός ήλθε και δεν τον ανεγνώρισαν.
Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα μας, σε άλλο κόσμο ζει ο Χριστός και σε άλλο οι μαθητές του, που δεν μπορούν να συλλάβουν τα πυκνά νοήματα του διδασκάλου. Κάπως ανάλογα σκέφτεται και ο Πέτρος, ο οποίος ακούγοντας και πάλι λόγια από τον Κύριο για πορεία που τερματίζει στον σταυρό, πεισμάτωσε και αντείπε σ’ αυτόν, ότι όπου και αν πάει θα τον ακολουθήσει. «Τήν ψυχήν μου ὑπέρ σοῦ θήσω» (Ιω. 13,37).
«Εδώ άφησα σπίτι, οικογένεια, επάγγελμα, όλες μου τις απολαύσεις και σε ακολουθώ τόσα χρόνια, και τώρα μου λες δεν μπορώ να σε ακολουθήσω;» Ο Πέτρος μέσα στον ζηλωτισμό του, αντιτάσσεται κατ’ ουσίαν έναντι στον Χριστό με μία αυθάδη αυτοπεποίθηση. Τα λόγια του Χριστού όμως ήταν σαφή· «πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοί ἐν τῆ νυκτί ταύτη… ἀποκριθείς δἐ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῶ· εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγώ δέ ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι…» (Ματ. 26,31). Ο φοβισμένος προηγουμένως, τώρα υψηλοφρονεί, καυχιέται και όχι εν Κυρίω, αλλά στην δύναμη του εαυτού του.
Τριπλό το αμάρτημα της καυχησιολογίας του.
Πρώτον είπε λόγο αντίθετο στον λόγο του Χριστού. Ο Χριστός, προφήτευσε, ότι όλοι οι μαθητές θα κλονισθούν και ο Πέτρος είπε, ότι αυτός δεν θα κλονισθεί. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Πέτρος έκανε τον Χριστό ψευδοπροφήτη και τον εαυτό του αληθινό προφήτη.
Δεύτερον θεώρησε τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους μαθητές.
Τρίτον στήριξε πεποίθηση στον εαυτό του και όχι στον Θεό.
Το τριπλό αμάρτημα της υψηλοφροσύνης όμως, οδηγεί σε τριπλή άρνηση. «Οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον». Για να τον ταπεινώσει ο Χριστός, τον αφήνει έρημο και αβοήθητο για να μάθει στην πράξη πόσο αδύνατος είναι. Ο Πέτρος πλέον ακολουθεί τον διδάσκαλο «από μακρόθεν». Σίγουρα ο εν λόγω, σε αυτά τα λόγια που προέταξε, εξέφραζε την εσωτερική του διάθεση. Τον ζήλο του για τον Κύριο. Όμως δεν υπελόγισε τις δυνάμεις του και έπεσε. Έπεσε δε άσχημα. Η τριπλή ολίσθηση, επέφερε την τριπλή άρνηση.
Όμως, όταν ένας Πέτρος· «Σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτη τῆ πέτρα οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησία» (Ματ. 16,18) δέχτηκε την προειδοποίηση από τον Χριστό, ότι θα τον αρνηθεί, τι να πούμε εμείς οι απλοί μαθητές του;
Μέσα όμως στην αγωνία των παντοειδών δοκιμασιών, θλίψεων κατατρεγμών, διωγμών και λοιπών κινδύνων, επεμβαίνει ο θεράπων ιατρός προτείνοντας την κατάλληλη αγωγή. «Μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδιά πιστεύετε εἰς τόν Θεόν, καί εἰς ἐμέ πιστεύετε» (Ιω. 14,1). Όλοι οι καλόβουλοι πιστοί, μπορεί κάποια στιγμή να παρασύρονται ανθρωπίνως, λόγω υπερμέτρου ζήλου, και να νομίζουν ότι είναι άτρωτοι. Όμως με ένα κοίταγμά του ο Κύριος, τους βάζει στην θέση τους, όπως τον Πέτρο (Λουκ. 22,61), οπότε μετανιωμένοι εκείνοι κλαίνε πικρά, αναγνωρίζοντας την μηδαμινότητά τους.
Τι όμως συμβαίνει με τους σατανικούς καυχησιολόγους; Αυτούς που περιφρονούν τον Θεό και επιχειρούν να δοξασθούν άνευ της βοηθείας του; Αυτούς που αποκαλούνται φαρισαίοι; Αυτοί απλούστατα, καυχούνται ότι νηστεύουν δύο φορές την εβδομάδα και ότι δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους. Άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και ειδικά… τελώνες.
Προπάντων όμως οι πρότεροι «προσεύχονται».
Αλλά όλοι αυτοί οι μεγάλαυχοι, είναι οι μεγάλοι σκανδαλοποιοί για τους οποίους μιλώντας ο Κύριος ανέφερε ότι είναι καλύτερο να πάνε να πνιγούν, παρά να σκανδαλίζουν με τα λόγια τους και τις πράξεις τους, τους απλούς ανθρώπους. (Λουκ. 17,1).
Ειδικά όταν αυτοί οι σκανδαλοποιοί βρίσκονται μέσα στον χώρο της εκκλησίας και είναι ρασοφόροι, είτε «πιστοί» χριστιανοί, τότε τα πράγματα είναι ακόμη πιο πολύπλοκα. Τότε αντιλαμβανόμαστε πόσο μακριά βρισκόμαστε από την αλήθεια και πόσο χλιαρή και ανούσια έχει γίνει η χριστιανική μας ζωή. Πόσο ειδωλολατρική. Έχουμε γεμίσει πόλεις και χωριά με ναούς και εξωκκλήσια, αλλά γύρω από τα θυσιαστήρια του Θεού, εμείς έχουμε αναπτύξει μία ζωή ειδώλων, που σιχαίνεται ο Κύριός μας και αποστρέφεται το πρόσωπο του αφ’ ημών. Την ζωή μας πλέον την κυβερνά ένα κοσμικό φρόνημα που έχει αφαιρέσει από μέσα μας κάθε σεμνότητα και κάθε πίστη. Κάποτε όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την θέση μας. Να δείξουμε με τα έργα μας, όχι με τα λόγια μας, αν πιστεύουμε πραγματικά στην αλήθεια του Χριστού. Πρέπει να συναισθανθούμε τα σφάλματά μας και να αφήσουμε τη ζωή μας όλη να μοσχοβολήσει από την ευωδία της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Αν δεν το κάνουμε αυτό τελικά, θα πεθάνουμε μέσα στην παραφροσύνη μας, όπως ο Αίαντας ο Τελαμώνιος και το μόνο ευάκουστο, θα είναι ο Αιάντειος γέλωτάς μας.
Γιατί; Την εντολή που έδωσε ο Τελαμώνας στον γιό του Αίαντα φεύγοντας για την Τροία «να νικά με το κοντάρι του, αλλά προπάντων με την βοήθεια των Θεών», ο Αίαντας «υψικόμπως», δηλαδή με μεγαλαυχία και θεϊκή περιφρόνηση, την απέρριψε. Τι αντείπε; «Εγώ θα δοξασθώ και άνευ της βοηθείας των Θεών».
Αυτό κάνουμε χρόνια τώρα και εμείς οι σύγχρονοι Αίαντες και τελικά τιμωρούμενοι υπό του Θεού παραφρονήσαμε. Η κοινωνία μας κατήντησε κοινωνία τρελλών, οπότε όλα δικαιολογούνται.
«Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς Χριστοκτονίας, τῆς τῶν σχιζοφρενῶν ἀνθρώπων».
Αρίσταρχος