«Θέλεις ὑγιής γενέσθαι»;

«Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα

μή χεῖρόν σοί τι γένηται»

(Ιω. 5,14)

 

Η επιθυμία ίασης σε κάθε νοσούντα άνθρωπο παρουσιάζεται εμφανής. Η δίψα της υγείας ακόρεστη. Η νοσταλγία της αρτιμελείας, που επιτρέπει την απόλαυση όλων των αγαθών, βαθεία. Ποιος άρρωστος, όπως λέγει ο λαός μας, δεν επιθυμεί την υγειά του; Η υγεία αποτελεί το ορμητήριο για όλες τις εξορμήσεις της ζωής. Η υγεία ενεργοποιεί το χαράκωμα μέσα από το οποίο εξαπολύονται όλες οι επιθέσεις εκ του ασφαλούς. Τέλος η υγεία ενσαρκώνει την πανοπλία του ανθρωπίνου σώματος, που το διαφυλάσσει από κάθε αλλότρια επιβουλή και το κάνει άτρωτο. Το άτρωτο όμως του σώματος συμπαρασύρει το πνεύμα σε εκδηλώσεις, που πολλές φορές, φθείρουν την ψυχοσωματική ευρωστία και δρουν ύπουλα πολιορκώντας εκ των ένδον το απροσμάχητον της ύπαρξης. Έτσι λοιπόν, 38 χρόνια κατάκοιτος ο παραλυτικός της Βηθεσδά περιμένει με λαχτάρα τον κατερχόμενο άγγελο εν μέσω της κολυμβήθρας, να ταράξει το ύδωρ και να γιάνει τον πρώτο εμβάντα σ’ αυτήν. 38 χρόνια ασθενείας και πλήρους αδυναμίας με την βαθειά νοσταλγία και ακόρεστη επιθυμία της υγείας. Ὄμως ἄνθρωπον οὐκ ἔχει. Ο κάθε ασθενής λοιπόν είναι εξαρτημένος, ανήμπορος, δούλος στην νόσο του, υπό δεινή ξένη ιδιόρρυθμη κυριαρχία που τον καταπιέζει οικτρά. Αυτή όμως η κατοχή πολλές φορές κρατά τον ασθενή γρηγορούντα κοντά στην θεία χάρη, έστω και εξ ανάγκης. Σε άλλες περιπτώσεις φυσικά, οδηγεί τον ανοχύρωτο πνευματικά άνθρωπο στην βλασφημία του Θεού. Όμως ο Χριστός, παρ’ όλη την γνώση των αδήλων και κρυφίων κάθε ψυχής, εξεπλήρωνε τις επιθυμίες τους. «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;» ρωτάει ο Χριστός. Τώρα έχεις άνθρωπο να σε βοηθήσει και δεν χρειάζεται να μπεις στην κολυμβήθρα, γιατί θα σε γιατρέψω με το ύδωρ το ζων. Ο λόγος «ἔγειρε, ἆρον τόν κράβαττόν σου και περιπάτει» είναι κατά πολύ ανώτερος από όλες τις άλλες φυσικές εκφράσεις. Πρόσεξε όμως μην αμαρτάνεις πλέον, γιατί θα γίνεις χειρότερα απ’ ότι ήσουν. Θα παραλύσεις πλέον πνευματικά, στην σκέψη σου, στην βούλησή σου και αυτό είναι πολύ άσχημο, γιατί χαρακτηρίζει νόσο ψυχής που είναι ανίατη και θανατηφόρα.

Ο Χριστός γνώριζε και πόσα χρόνια ήταν εκεί αναμένων, όμως πολύ περισσότερο «ἐγίνωσκε τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ» (Ιω. 2,23). Ήξερε δηλαδή ο Χριστός καλά, τι σκεφτόταν ο καθένας από μέσα του, καθότι καρδιογνώστης. Το είχε συναντήσει κατά κόρον στην επί γης πορεία του. «Πάντες ζητοῦσι σε» (Μαρκ. 1,37). Μόνος του άλλωστε το είχε διατυπώσει. «Ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ' ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε» (Ιωαν. 6, 27). Λόγω όμως ευαισθησίας ο Χριστός και λεπτής ψυχικής διαθέσεως, ενέδιδε στον επιπόλαιο και άστατο όχλο γιατρεύοντάς τον, ενώ γνώριζε την ίδια ώρα ότι θα σταυρωνόταν απ’ αυτόν. Γνώριζε ότι θα έπινε χολή αντί του μάνα.

 

Αυτό δεν έκανε και ο εν λόγω παραλυτικός; Γέγονε υγιής και συνέχισε να αμαρτάνει με πάθος και πρόκληση. Η δουλειά του είχε γίνει. Κατάγερος πλέον κατήντησε έρμαιο της άρρωστης και πωρωμένης συνείδησής του. Έτσι λοιπόν περνώντας οι μέρες, οι μήνες φτάνουμε και στην «ἀνημπόρεια» του Ναζωραίου. Στην δική του ασθένεια, της εγκατάλειψης, της αγνωμοσύνης της θρασύτητος, της αχαριστίας όλων αυτών που ευηργετήθησαν πλουσίως. Ουδείς όμως πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος. Μετά από καιρό συναντάμε «τόν ἄντρα ὄντα ἐπί κλίνης ἀνωρθωμένον» να αμείβει τον θεράποντα Χριστό για την πάλαι ποτέ ίασή του. Πώς; Το χέρι που έγιανε από την δεινή παραλυσία, κατά μία παράδοση της Εκκλησίας μας, τώρα το σήκωσε και ράπισε τον Ευεργέτη. Άνευ ουσιώδους λόγου. Σαν υπηρέτης του αρχιερέα Άννα μέσα στην αυλή του, ραπίζει τον Κύριο, γιατί κατά την γνώμη του δεν μίλησε ευπρεπώς στο αφεντικό του.

Όμως ο Χριστός δεν άντεξε· σηκώνει το χέρι του πνεύματος του και τον αντιρραπίζει θεϊκά, διαμαρτυρόμενος αξιοπρεπώς. «Εἰ κακῶς ἐλάλησα μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ, εἰ δέ καλῶς τί μέ δέρεις;» (Ιω.18,23).

Η διαμαρτυρία αυτή του Χριστού αποτελεί μία απρόσμενη διακοπή της έμμονης σιωπής του κατά την διάρκεια του πάθους του. Στάθηκε σιωπηλός σε μαστιγώσεις, εμπτυσμούς, κολαφισμούς, αλλά τώρα αντιδρά έντονα υψώνοντας φωνή διαμαρτυρίας για το ράπισμα, που ήταν πιο οδυνηρό απ’ όλα τα άλλα πάθη του.

Γιατί ο Χριστός του πρόσφερε θεραπεία και εκείνος για αντάλλαγμα με το πρώην παράλυτο χέρι του, του πρόσφερε ράπισμα. Είχε λησμονήσει γρήγορα την σύσταση του Χριστού «μηκέτι ἁμάρτανε». Απέναντι σ’ αυτή την «οξυτάτη» πώρωση δεν άντεξε ο Χριστός και ελάλησε. Ήταν καιρός του λαλείν. Όμως μ’ αυτόν τον τρόπο άδραξε την ευκαιρία, για να δώσει ένα ηθικό δίδαγμα ή μάλλον μία απαραίτητη διευκρίνιση στο «ὅστις σέ ραπίσει ἐπί τήν δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καί τήν ἄλλην». Το κήρυγμα ο Χριστός δεν το έπαυσε πολύπλευρα, έως και το «τετέλεσται». Απαντά λοιπόν σ’ αυτούς που επιθυμούν τους οπαδούς του ευτελές παίγνιο στην χαμερπή διάθεσή τους. Πόσες φορές στις μέρες μας απαιτούν αδιαμαρτύρητη εξουθένωση της ανθρώπινης προσωπικότητος των Χριστιανών οι αντίχριστοι, εκμεταλλευόμενοι την ρήση «ὅστις σε ραπίσει ἐπί τήν δεξιάν». Απαντά όμως ο ίδιος ο Χριστός σ’ όλα αυτά τα «εὐφυῆ» ρεμάλια, μη στρέφοντας μέσα στην αυλή του Άννα την άλλη σιαγόνα του στο ανίερο, πνευματικά παράλυτο χέρι του αχάριστου υπηρέτη, αλλά τουναντίον υψώνει ήρεμη και αξιοπρεπή, συντριπτική όμως διαμαρτυρία.

«Εἰ κακῶς ἐλάλησα μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ, εἰ δέ καλῶς τί μέ δέρεις;»

Το αντιρράπισμα του Χριστού δεν κάνει χρήση εξευτελιστικών λόγων για τον δράστη. Δεν τον διασύρει. Δεν του ανταποδίδει «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ», αλλά προβάλλει το άψογο των λόγων και πράξεών του στην γενική κρίση και εκτίμηση. Έτσι όμως συντρίβει κατά τον πιο επώδυνο τρόπο την θρασύτητα. Το μνημειώδες αντιρράπισμα, αποτελεί έκφραση θείου μεγαλείου και σκέπασε απόλυτα το ηχηρό ράπισμα του δούλου.

Έτσι λοιπόν οι γνήσιοι Χριστιανοί ας μιμηθούν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζουν αντιρραπίζοντας «ηχηρά» τις θρασύδειλες απειλές των ανύπαρκτων πνευματικά χοϊκών όντων, που θυμίζουν κάπως την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά μάλλον προσιδιάζουν την πιθηκοειδή πιο πολύ. Κάπως έτσι, μιμούμενοι τον Χριστό, αντέδρασαν μεγάλα πνευματικά αναστήματα που διακρίνονταν από τον άσπιλο βίο τους. Έτσι ο Βασίλειος αντιρράπισε τον Μόδεστο, ο Χρυσόστομος την Ευδοξία, ο Αθανάσιος τους αρειανούς συκοφάντες του.

Έκτοτε μετά το ράπισμα του αρχηγού της πίστεώς μας, συνέχισαν να πέφτουν ριπηδόν τα ραπίσματα στους οπαδούς του. Ειρωνείες, λοιδορίες, περιφρονήσεις, διώξεις, εκδικάσεις, φυλακίσεις, μαρτύρια, θάνατοι ήταν τα συνώνυμα του ραπίσματος εκείνου και στόχο είχαν την προσφορά θυσίας από τα αντίθεα απόβλητα προς τα σατανικά είδωλά τους. Κατ’ ουσίαν όμως αυτά ήταν προσφορά και θυσία αινέσεως προς τον μέγα ραπισθέντα.

Αλλά «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι». Εἰ ἐμέ ἐρράπισαν καί ὑμᾶς ραπίσουσι. Όμως τα ραπίσματα καθίστανται πλέον ηχηρά εν μέσω ευσεβών ορθοδόξων χριστιανικών κρατών και με άρχοντες ανάλογους. Σαν τους δικούς μας. Αυτά τα γεγονότα που βιώνουμε στον χώρο της ορθοδοξίας με την πρόφαση του ιού έναν χρόνο τώρα, αποτελούν ραπίσματα «εὐφυῆ» και «δίκαια» από πλευράς αντιθέων για προστασία της κοινωνίας. Για το καλό όλων…

Το δε καλό ερμηνεύεται ως σύνθλιψη των χριστιανικών ψυχών και καταβύθιση του σκάφους της εκκλησίας.

Έτσι το κλείσιμο των ιερών ναών, η απαγόρευση των ιερών ακολουθιών και των ιερών μυστηρίων, αποτελούν το πλέον ιδιότυπο ηχηρό ράπισμα που πονάει δεινά. Ειδικά το ράπισμα που εδόθη για να πλήξει την καρδιά της Εκκλησίας, ώστε να παύσουν οι παλμοί που συντονίζουν το ψυχοσωματικό σύστημα των πιστών, το ράπισμα που εδόθη κατά του ιδίου του σώματος και του αίματος του Χριστού, του μυστηρίου της Θ. Μεταλήψεως, ξεσκεπάζει τα σχέδια των αποθρασυμένων κνωδάλων του ελληνικού στερεώματος, των οποίων η ζωή γέμει δολιότητος και υποκρισίας, χωρίς να απουσιάζει ο μακρινός απόηχος από ένα κράτος που ζει ακόμη με το αίσθημα κατωτερότητος ενός «ΟΧΙ» του παρελθόντος.

Όλοι οι αναρμόδιοι και ανίδεοι έσπευσαν να απαιτήσουν απαγόρευση της Θείας Μεταλήψεως. Επειδή ο ιός έκλεισε τα νυχτερινά άνομα κέντρα τους, από τα γλεντάδικά τους μέχρι τους οίκους ανοχής, που τους προσωνυμούν τεχνηέντως «Studios», έσκασαν εν μέσω του στερητικού συνδρόμου της αμαρτωλής διασκέδασης και ως εκ τούτου έπρεπε να σκάσουν και τους αναρχικούς χριστιανούς που αντιστρατεύονται την ζωή τους. Είναι πάγιος κανόνας της ζωής πάντοτε σ’ όλα τα θέματα να εκφέρουν γνώμη οι πλέον άσχετοι και αναρμόδιοι. Να απαιτούν και να ανταπαιτούν όλα τα κηφηνοειδή αποβράσματα της κοινωνίας. Έτσι λοιπόν επί του παρόντος οι μη πιστεύοντες είναι εκείνοι οι οποίοι περισσότερο μιλούν για τους «κινδύνους» από την Θεία Κοινωνία. Η πληθώρα των πορνιδίων με τις δεκάδες εκτρώσεις στο αμαρτωλό ενεργητικό τους, αλλά και όλοι οι ανώμαλοι και άκρως ανήθικοί του «ανδρικού» στερεώματος είναι οι περιφανείς αντεκδικητές…

Εμείς όμως στα ελεεινά ραπίσματά τους θα αντιτάξουμε ένα και μοναδικό αντιρράπισμα του μακαριστού ιατρού καθηγητού πανεπιστημίου Αθ. Αβραμίδη. «…Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση πιστού στον οποίο να μεταδόθηκε αρρώστια με την Θεία Μετάληψη… ούτε και μέσα στα σανατόρια, όπου έβραζε η φυματίωση ή στα νοσοκομεία αφροδισίων νοσημάτων, όπου νοσηλεύονταν συφιλιδικοί και με ανοιχτές πληγές στο στόμα, τότε που η αρρώστια «θέριζε»… Για τον πιστό, πρόβλημα δεν υπάρχει· όμως εκείνοι που αμφιβάλλουν ή φοβούνται μήπως πάρουν κάποια αρρώστια με την Θ. Κοινωνία, αυτοί δεν έχουν λόγο να μεταλάβουν και δικαίωμα τους είναι να απέχουν. Ας αφήσουν όμως τους άλλους ήσυχους…».

Άρχοντες της συγχρόνου ελληνικής πραγματικότητος και πιστέ συνακόλουθε όχλε· «θέλετε ὑγιεῖς γενέσθαι; Μηκέτι ἁμαρτάνετε» Διαφορετικά· «ὄψεσθε εἰς ὅν ἐξεκεντήσατε».

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή