Ο υιός της απωλείας και τα υποκατάστατά του

«Χαῖρε ραββί, καί

κατεφίλησεν αὐτόν»

(Ματ. 26,49-Μαρκ.14,46)

 

Έχουμε συνηθίσει εδώ και πολλά χρόνια, την πράξη της προδοσίας και την συνοδεύουσα ατμόσφαιρά της, να την εντάσσουμε στο πλαίσιο της Μ. Σαρακοστής, προσαρτώντας την αποκλειστικά από την πράξη του Ιούδα και αποδίδοντάς την μόνο σ’ αυτόν.

Κι όμως καλλιεργώντας μία ευρύτητα σκέψεως και ιδεολογικής εντιμότητος, ανακαλύπτουμε ότι η προδοσία είναι απόλυτα εγκατεστημένη και κυριαρχικά εδραιωμένη–ριζωμένη τριγύρω μας και αποτελεί την υποχθόνια δύναμη που αναμοχλεύει τον βόρβορο όλης της εθνικοθρησκευτικής μας βεβήλωσης.

Εμβαθύνοντας όσο μας επιτρέπει η ρηχότητα της διανοίας μας στο πρόσωπο του Ιούδα, του ενός από τους δώδεκα, σύντομα θα αντικρύσουμε μπροστά μας να ξεφυτρώνουν άπειροι αναίσχυντοι και θρασείς Ιούδες. Ίσως πρώτος και «καλύτερος» ο ίδιος μας ο εαυτός, διεκδικώντας τα καμουφλαρισμένα πρωτεία.

Κι όμως ο Ιούδας, ο Ιούδας κάθε εποχής, απετέλεσε το πιο ενδιαφέρον κομμάτι από την φροντίδα του ιδίου του Χριστού. Ίσως για κανέναν άλλο δεν αγωνίστηκε ο Θεός τόσο, όσο για τον ανενδοίαστο εκφραστή της ωμής προδοσίας.

Έτσι λοιπόν μελετώντας με υπευθυνότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση και ψυχικό θάρρος την περίπτωση του Ιούδα, θα ανακαλύψουμε τάχιστα ότι είμαστε κι εμείς συνένοχοί του και δεν ωφελούμαστε ουδαμώς με την συνεχόμενη επίρριψη ανωδύνων ευθυνών στους «κακούς… Ιουδαίους».

Ο Ιούδας λοιπόν γεύτηκε το προνόμιο να είναι «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα». Πολλοί από μας τους συγχρόνους, φιλοδοξούμε να συνευρεθούμε στον όμιλο του Ναζωραίου ως εκεί όμως που μας συμφέρει. Ως εκεί που εξυπηρετούνται οι ρυπαροί στόχοι μας και προ πάντων τα αργυριακά μας συμφέροντα.

Ο Χριστός επιπροσθέτως, του εμπιστεύθηκε και την οικονομική διαχείριση της ομάδος, παρ’ όλο που σαν Θεός γνώριζε την αδυναμία της φιλοχρηματίας του. Ποθούσε όμως να του γνωστοποιήσει με τον τρόπο του, το απατηλό της λάμψης των θορυβωδών αργυρίων. Γι’ αυτό τον είχε στο πλάι του στο θαύμα των πεντακισχιλίων, όπου και κανόνισε να του δώσει ένα εκ των δώδεκα γεμάτων περισευσάντων κοφινιών και να του υπενθυμίσει ότι τα πάντα είναι άφθονα, όταν υψώνουμε την καρδιά μας στον μέγα δωρητή Θεό. Εκείνος όμως επέμεινε στον δρόμο μιας παράξενης «φυγής».

Όσο λοιπόν ξεμάκραινε ο Ιούδας, τόσο ο Χριστός έτρεχε από πίσω του, διώκοντάς τον με το έλεός του. Αυτό άλλωστε κάνει και στις μέρες μας, μ’ εμάς τους πιστούς απογόνους αυτουνού, που όσο ξεμακραίνουμε λόγω αμαρτίας από κοντά του, τόσο αυτός επιδιώκει να βρίσκεται δίπλα μας–μέσα μας, έστω και με την μορφή… ιού. Βρίσκεται κοντά μας για να μας θυμίζει, όπως ειλικρινά ομολογεί ο διαβόητος Ρενάν, ότι είναι το αγκωνάρι της ανθρωπότητος και μέσω αυτού γίνεται η ανόρθωσή μας. Όλοι οι άλλοι είναι στυγνοί προδότες χειρότεροι του Ιούδα, καθότι έχουν σπάσει τα φτερά της ψυχής ολόκληρης της κοινωνίας, καταδικάζοντάς την στην χοϊκή έρπηση. Οπότε πρέπει να αντιληφθούμε το συντομότερο, ότι μόνον αυτός είναι το γνήσιο φως, ο στοργικός πατέρας μας και ο πιστός αδελφός μας.

Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν ο Χριστός έκανε χρήση πράξεων και λόγων για να ανακόψει τον κατήφορο της απωλείας του –όπως άλλωστε ενεργεί και σήμερα για εμάς– και να εξάρει το μήνυμα της επιστροφής. Γονατίζει λοιπόν ο Θεός πλένοντας τα πόδια του πλάσματός του, χωρίς να διαμαρτύρεται εκείνο ποσώς, σ’ αντίθεση με τον Πέτρο. Ψυχρό και ασυγκίνητο τα προτάσσει μπροστά σ’ Εκείνον που περπάτησε στον παράδεισο αναζητώντας με οδύνη τους πρωτεργάτες της προδοσίας· τους πρωτόπλαστους… διαχέοντας πάντοτε την άδολη αγάπη του.

Έχοντάς τον λοιπόν στον μυστικό δείπνο πλάι του, στην επίσημη τράπεζα, ενώ πλησίαζε η στιγμή της προδοσίας, πάλι τον μίλησε με διάκριση χωρίς να δώσει λαβή στους έντεκα.

«Ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον». Μόνο ο Χριστός και ο Ιούδας αυτή τη στιγμή γνωρίζουν το βαθύ νόημα των λόγων. Οι έντεκα υπέθεταν ότι κάτι έχει σχέση με την ιδιότητά του να κρατά «το γλωσσόκομον». Έτσι «λαβών οὖν τό ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δέ νύξ». Πάντοτε την νύχτα εργάζονται πυρετωδώς οι παντοειδείς άνθρωποι της ανομίας παρέα με τα πονηρά πνεύματα· «ὅμοιος ὁμοίω». Την ημέρα, στο φως φοβούνται. Υπάρχει κίνδυνος αποκάλυψης. Δεινού ξεσκεπάσματος και θέα της οικτράς «γύμνιας». Αλλά και μέσα σ’ αυτήν την νύχτα, δεν παύει ο Θεός «ο πανταχού παρών» σαν πεπειραμένος ανιχνευτής να αναζητεί το πλανημένο πρόβατο, «τά πάντα πληρῶν»· την αποστολή του. Οπότε ο Ιούδας ξαναφαίνεται. Ξεπροβάλλει πάλι μέσα από το σκοτάδι στον κήπο πλέον της Γεθσημανή. Στον τόπο του εγκλήματος. Εκεί που θα λάβει χώρα η προδοσία στην απόλυτη έννοια και πράξη. Η σκοτεινή μορφή του Ισκαριώτη σύμμαχη πλέον με το σκότος, βαδίζει προς τον στόχο· τον Χριστό· ΟΧΙ όμως για να πέσει στα πόδια του σαν τον άσωτο προφέροντας το «ἥμαρτον… ἐνώπιον σου». Δεν προσεγγίζει επιστρέφων· επιστρέφει τουναντίον για να γκρεμίσει, ό,τι άφησε όρθιο, αποτελειώνοντας το καταστροφικό έργο της προδοσίας. Για να υποδείξει με τον ποταπό τρόπο του, να καρφώσει, τον διδάσκαλό του στους σταυρωτές, καθότι οι σκοτεινές υπάρξεις του νυχτερινού συμμοριτικού αποσπάσματος δεν δύνανται μέσα στο στοιχείο τους στο προσφιλές σκοτάδι, να αναγνωρίσουν τον… εγκληματία.

Πολλές φορές, το βλέπουμε ειδικά στις μέρες μας, ενώ άνθρωποι «αξιωματούχοι» ζουν μέσα στο περιβάλλον τους, στο στοιχείο τους, στην ρυπαρή ατμόσφαιρά τους, παρ’ όλα αυτά μέσα στην ανασφαλή ασφάλειά τους, δυσκολεύονται να ξετυλίξουν τα σχέδια τους κάνοντας κακό, γιατί τους τυφλώνει ο ίδιος ο Θεός, παρεμποδίζοντάς τους. Μωραίνοντάς τους. Τους υποτιθέμενους σοφούς. Άλλοι όμως προχωρούν ακάθεκτοι… Αυτό κάνουν οι σύγχρονοι «δώδεκα» στενοί μαθητές του Κυρίου, οι ποιμένες μας. Παραδίδουν άπονα, άσκεφτα, προδοτικά το ποίμνιό τους στους αλλοτρίους· στην σπείρα. Ούτε ίχνος αιδούς έναντι του Θεού, ενοχής και προπάντων τύψεων συνειδήσεως. Αλλά οι τύψεις προσδιορίζουν μία εύρωστη συνείδηση…

Αλλά είναι και αυτός ο κανόνας της μ. Χ. ζωής μας. Ο Χριστός να παραδίδεται στους εχθρούς του από τους προδότες φίλους του. Οι άνθρωποι που έζησαν μαζί του, που συνέφαγαν και συνέπιαν, που απηύλασαν όλων των πνευματικών ευεργεσιών τον διακρίνουν ακόμη και μέσα στο σκοτάδι, οπότε οι εχθροί παραμένουν ψυχροί σταυρωτές· μία εγκληματική σπείρα κοινών δημίων. Όμως οι πρότεροι, αποστάτες φίλοι, προδίδουν, σταυρώνοντας την ψυχή. Αυτό όμως αποτελεί το πιο απάνθρωπο και ανέντιμο στην γλώσσα του ευαγγελίου.

Αλλά καθότι εμείς οι άνθρωποι αποτελούμε μία ξεχωριστή ζούγκλα όντων με ανθρώπινη προβιά, έχουμε τους ανάλογους παραλληλισμούς μας με την καθ’ εαυτού ζούγκλα των ζώων, που φυσικά πάλι εμείς την προξενήσαμε, οι αποστάτες, μετά το πτωτικό παραλήρημά μας.

Όπως λοιπόν το αγρίμι την νύχτα εντοπίζει το θήραμά του και ορμάει να το ξεσχίσει, κάπως έτσι ο μαθητής, ο φίλος, ο αποστάτης, ρίχνεται πάνω του, κατασπαράσσοντάς τον, μ’ ένα πρόστυχο φίλημα. Κι όμως ο διδάσκαλος πάλι δεν τον αποπέμπει, αλλά προσπαθεί να τον συνετίσει «χαστουκίζοντάς» τον με τρυφερά λόγια αγάπης· «Ἰούδα, φιλήματι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. 22,48).

Πλέον τον ξεσκεπάζει ο Χριστός αποκαλύπτοντας τα δυσώδη έλκη της ψυχής του, ποθώντας την ύστατη στιγμή την μετάνοια και επιστροφή του. Ποθεί να αγαλλιάσει η καρδιά του, ακούγοντας εκείνο το συνταρακτικό κάποιου άλλου πεπτωκότος· «ποίησον με ὡς ἔνα τῶν μισθίων σου». Οπότε πρώτος ο Χριστός πατέρας και γνήσιος φίλος θα τον αγκάλιαζε, θα τον φιλούσε και θα τον ενέδυε με την στολή την πρώτη.

Όμως εκείνος, απόλυτα πωρωμένος, εγωιστικά αποφασισμένος, δαιμονοκρατούμενος, προτίμησε αντί για τον σιτευτό μόσχο τον ποθητό γι’ αυτόν χρυσό μόσχο των θορυβωδών αργυρίων. «Καί παρέδωκεν αὐτόν ἵνα σταυρωθῆ» ολοκληρώνοντας το απαίσιο έργο της εσχάτης ασεβείας του. Αυτό ακριβώς ποιούν σήμερα οι άρχοντές μας, πολιτικοί και θρησκευτικοί, επενδύοντας προκλητικά σε χρυσούς άψυχους μόσχους, χωρίς να υπολογίζουν ότι κάποια στιγμή θα φανεί ένας Μωυσής κατερχόμενος από την θεοψία του και θα τα κάνει όλα «γυαλιά καρφιά». Αλλά και τότε θα μασούν τις γλώσσες τους από πόνο και θα βλασφημούν το όνομα του Θεού, χωρίς να μετανοούν (Απ. 16,51). Αλλά όπως δεν έλαβε απάντηση ο Θεός τότε στην ερώτηση· «Ἀδάμ, Ἀδάμ ποῦ εἶ;»,  έτσι και τώρα όποιος αλέκτορας και αν λαλούσε, δεν είχε την δύναμη ν’ αλλάξει το δραματικό σκηνικό. Μήπως στις μέρες μας δεν λαλεί ο αλέκτωρ του ιού; Αλλάζει κάτι; Η άπελπις σκηνή, τερματίζει με το πέταγμα των τριάκοντα αργυρίων, χωρίς όμως το αναγκαίο πέταγμα του αισχρού ψυχικού κόσμου. Έκτοτε «οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν» συχνά εντοπίζουν στην ζωή τους την χλωμή όψη του Ιούδα με προτεταμένα τα μογγολικά χείλη, να προχωρεί απαθής προς τον ατάραχο Ναζωραίο. Αντικρίζουν επίσης μία άλλη προδοσία χειρότερη. Προδοσία λέξεων και πράξεων που εγκλείουν τρυφερά, ό,τι ευγενέστερο κρατάει μέσα της μία ανθρώπινη ψυχή. Την θερμή και άδολη ευχή του «Χαῖρε» με την επίσης τρυφερή προσφώνηση του «ραββί», κλεισμένες στην πιο εγκάρδια εκδήλωση του «καί κατεφίλησεν αὐτόν». Κάπως έτσι στις μέρες μας, κάτω από αγνές λέξεις κρύβονται οι πιο βρωμεροί και απάνθρωποι σκοποί όπως και πίσω από τις πιο εγκάρδιες εκδηλώσεις, τα πιο ταπεινά πάθη. Η φοβερή βεβήλωση λόγων και πράξεων, ξεδιπλώνεται μπροστά μας ΟΧΙ από ένας Ιούδα, αλλά λεγεώνος αξιωματούχων. Η ομαδική προδοσία και βεβήλωση οσίων και ιερών, μόνο από την άσπιλη φυσιογνωμία του Ιησού μπορούν να ανατραπούν και να βρουν την περιπόθητη ανόρθωση.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή