Τόν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω;

«Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν

φέρει καί περί ἡμῶν

ὀδυνᾶται» (Ησ. 53,4)

 

Θλιμμένες και μελαγχολικές καμπάνες μας καλούν και φέτος να οδοιπορήσουμε προς τον Γολγοθά. Αυτή τη φορά το πένθος σουβλίζει παραδειγματικά την καρδιά μας, σκάβοντας βαθειά για να θεμελιώσει το βασίλειό του στέρεα μέσα στην ύπαρξή μας. Όχι τόσο για τον σταυρούμενο Χριστό. Αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει χρόνια τώρα, αλλά για την δική μας «σταύρωση» που επιτελείται εδώ και ένα χρόνο και δεν λέει να τερματίσει. Αυτό το αιτιώδες πένθος έρχεται να δρομολογήσει τον ορθό εορτασμό της Μ. Εβδομάδος για πρώτη φορά, πέρα από τις συνήθεις, εθιμοτυπικές, ξένοιαστες και ανιαρές συνυπάρξεις του παρελθόντος. Αυτό το πένθος διεισδύει απειλητικά στο εσώτερο του ψυχισμού μας, προτρέποντάς μας να πάρουμε αποφασιστικά το στενό ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στον Εσταυρωμένο, εγκαταλείποντας οριστικά τις μεγαλειώδεις αυτοκρατορικές οδούς της κραιπάλης.

Μια θαρραλέα εσωτερική φωνή μας παροτρύνει· «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα…» να του μιλήσω για τον πόνο μου. Για τον πόνο που καθηλώνει όλη την κοινωνία. Αυτός θα μας καταλάβει. Την ώρα όμως που πλησιάζουμε στον χώρο του μαρτυρίου, ακούγεται μία αποκαμωμένη φωνή να ψελλίζει «τετέλεσται» και ένα ματωμένο κεφάλι να γέρνει απότομα στους ώμους Του. Στους ώμους ενός κατακρεουργημένου σώματος. Ενός έργου «ανθρώπινου». Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να αποκρυβεί ένα χαμόγελο νίκης και μία ανέκφραστη γλυκύτητα, να ξαποσταίνουν στην όαση του θεϊκού προσώπου του.

Δυστυχώς τιμωρηθήκαμε· δεν τον προλάβαμε ζωντανό. Δεν προλάβαμε να μας ακούσει. Αλλά μήπως εμείς τόσα χρόνια τον αφουγκραστήκαμε έστω και μια στιγμή; Συμμεριστήκαμε τον μαρτυρικό πόνο του; Νιώσαμε τον ιδρώτα της αγωνίας του μέσα στον κήπο της Γεθσημανή να λούζει και την δική μας αγωνία; Έρχεται όμως να δώσει λύση στις απορίες μας μία άλλη μεγαλειώδης φράση εκ στόματος του σταυρωμένου καταδίκου· «ἄφες αὐτοῖς».

Παρ’ όλη όμως την νεκρική ατμόσφαιρα που σκεπάζει όλη την πλάση, ξεπηδά μία υπερκόσμια φωνή επιτάσσοντάς μας να γονατίσουμε σεμνά μπροστά του. Μοιάζει με εκείνη που μαρμάρωσε τον θεόπτη Μωυσή τότε «Αυτός ο τόπος που πατάς είναι ιερός… βγάλε τα σανδάλια σου». Δεν χρειάζεται άλλη παρότρυνση λοιπόν· ας γονατίσουμε άδολα τις διάνοιές μας μπροστά του, αφαιρώντας τα υποδήματα της ψυχικής επάρσεώς μας. Ας πονέσουν τα ευθυτενή και πλήρως άκαμπτα γόνατα της αλαζονικής υπάρξεώς μας, μήπως και γιάνει η ψυχή μας. Ας λούσουμε με δάκρυα τον ιερό βράχο, όπου στεριώνεται ο σταυρός και ας αφήσουμε την ψυχή μας να τρέξει, όπως το ελάφι, ερευνώντας την μεγάλη αλήθεια του πόνου.

Καταιγιστικά ερωτηματικά απαιτούν μια δίκαιη απάντηση.

Γιατί άραγε να μην αποφύγει το πικρό ποτήρι του θανάτου ο μεσαίος σταυρωμένος;

Γιατί να τελειώσει το επί γης έργο του με τέτοια οδυνηρή θυσία;

Ήταν τόσο αναγκαίο να τρυπηθεί το κεφάλι του αθώου με οδυνηρά αγκάθια εμπαικτικού στέμματος;

Όπως το ορμητικό, κρυστάλλινο νερό ορμάει από τις βουνοκορφές να ξεχυθεί μέσα στις χαράδρες, έτσι και η απάντηση καθάρια και χειμαρρώδης ορμάει να φωτίσει το φονικό σκηνικό. Έτσι, ο πόνος που γεύεται ο Ναζωραίος είναι η δική μας κληρονομιά, ο ολόπικρος καρπός της παρακοής μας. Αυτός έπληξε τον ίδιο τον Θεό φορτώνοντάς τον με την δική μας ανθρώπινη οδύνη και τον εξευτελισμό.

Όμως επεμβαίνει η φύση δικαιωματικά καθότι η μόνη πειθαρχώσα στο θεϊκό θέλημα και επιβάλλει τον απαράβατο κανόνα της. Ένα ον για να φτάσει στην τελειότητα, πρέπει να περάσει από το στάδιο της δοκιμασίας, καταλήγοντας σ’ ένα σταυρό.

Παρ’ όλο που ο Κύριος δεν είχε υποχρέωση να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο, καθότι αναμάρτητος και τέλειος το έπραξε. Ο αναμάρτητος, ο άδολος, ο χλευαζόμενος και απόλυτα λοιδορούμενος, σταυρώθηκε σαν κοινός κατάδικος επί ξύλου, για να γιατρέψει τα πάθη μας.

Κάπως έτσι η ζωή μας ταυτίζεται με ανηφορικό μονοπάτι που καταλήγει σ’ ένα Γολγοθά.

Σ’ αυτόν τον Γολγοθά πάντοτε θα βρίσκονται τρεις άνθρωποι, πάνω σε τρεις σταυρούς, προσδιορίζοντας απόλυτα την έννοια του σκότους της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ο μεσαίος, ο γιος του Θεού, αποτελεί την έκφραση της αγάπης, τα πολύτιμα λύτρα εξαγοράς και απελευθέρωσης του ανθρώπου από τον στυγνό απαγωγέα της αμαρτίας. Οι άλλοι δύο στέκονται συμπαραστάτες και ζωντανοί μάρτυρες σε ένα σκηνικό παραλογισμού. Το σκηνικό του θείου δράματος.

Ένα δράμα που αναλυόμενο ξεδιπλώνει την εξουθένωση και την θυσία ενός παράξενου Θεού.

Πρώτα απ’ όλα καρφωμένα και αιμόφυρτα τα πόδια αυτουνού που κάποιο δειλινό αναζητούσε μέσα στην Εδέμ τον ένοχο Αδάμ.

Πιο ψηλά ψηλαφώντας το σώμα του, αντικρίζουμε μην μπορώντας όμως να τα πιάσουμε λόγω θεϊκού ύψους, τα χέρια εκείνα που μοίρασαν ψωμί στην έρημο, που ευλόγησαν άρτους και χόρτασε κόσμος, που έχρισε πηλό και έγιαναν τα μάτια του τυφλού.

Βρίσκονται τα χέρια αυτά που έπιασαν θεϊκά την γη και τον ουρανό και τα σίμωσαν αδελφώνοντάς τα. Τα χέρια που ήνωσαν τα πριν διεστώτα. Χωρίς να το επιζητούμε, το βλέμμα μας, αισθητό και νοητό, καρφώνεται στο στόμα του που έπαυσε να πάλλεται, αφού ψέλλισε εκείνο το μεγαλειώδες «τελέλεσται». Αυτό το στόμα που έφραξε βλάσφημα στόματα και ανακοίνωσε στην πράξη επίσημα την περάτωση του επί γης έργου του επιτυχώς προπάντων συντρίβοντας τον διάβολο και την ακολουθία του. Αυτούς τους σύγχρονους που τους πνίγει το εκχυνόμενο αίμα από τον σταυρό του καταδίκου Χριστού, θυμίζοντάς τους εκείνο το εγκληματικό «Τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς…» Ήλθε η ώρα να πέσει πάνω τους και να τους πνίξει.

Έτσι τερματίζει το δράμα του Ιησού. Όμως συνεχίζει το δικό μας δράμα πάνω στους δύο ετέρους σταυρούς. Όλοι είμαστε σταυρωμένοι πλάι του. Άλλοι δεξιά και άλλοι αριστερά. Άλλοι δεόμενοι και άλλοι υβρίζοντες και βλασφημούντες. Η λέξη «τελέλεσται» έρχεται να προσδιορίσει το τετέλεσται της απωλείας και το τετέλεσται της σωτηρίας. Το εγχείρημα της επιλογής, καθαρά δικό μας.

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή