Οἱ μακάριοι καί οἱ… «μακαρίτες».

Οἱ μακάριοι καί οἱ… «μακαρίτες».

«Μακάριος ἀνήρ, ὅς οὐκ ἐπορεύθη

ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καί ἐν ὁδῷ

ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστι καί ἐπί καθέδρα

λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν» (Ψαλ. 1,1)

 

Μακάριος! Μία λέξη άγνωστη έως δυσεύρετη στη δύστυχη και κατ’ ουσίαν «μακαρίτισσα» ψυχικά και ρακένδυτη λεκτικά, σύγχρονη κοινωνία, του ξενομανούς όμως κομπασμού προς απόκρυψη της γενικώτερης ενδείας, ανεπαρκείας και του ναδιρικού ηθικού ξεπεσμού. Μάλλον συναντάται και τώρα, αλλά με υποκατάστατες λέξεις και έννοιες, καμουφλαρισμένες, που προσκολλώνται κατά κύριο λόγο στην ανιαρή, υλιστική και άκρως ειδωλολατρική έννοια και σημασία του τυχερού. Σ’ όλα τα υποκατάστατα της αξιοσέβαστης θεάς τύχης. Φοβίζει η αρχική έννοια «μακάριος» και προπάντων ελέγχει, γιατί θυμίζει τον Κύριο και τους μακαρισμούς του. Όμως ούτε αυτόν θέλουνε, ειδικά στις μέρες μας, ούτε αυτούς. Τους μακάριους, όπως τους αποκαλεί ο «Μακάριος και μόνος Δυνάστης», ο Χριστός (Α΄ Τιμ. 6,15). Η υπερφίαλη και τρικλίζουσα στο πνεύμα μηδενιστική και άκρως άθεη κοινωνία των ημερών μας προσπαθεί πυρετωδώς να σβήσει από την μνήμη της, αλλά και την άψυχη θέα της όλα τα υγιή συνθήματα του παρελθόντος, προπάντων όμως τους εμπνευστές τους και ας είναι και κεκοιμημένοι. Τουτέστιν ακίνδυνοι. Γνωρίζουν όμως ενδόμυχα οι πρότεροι, ότι το πνεύμα των τοιούτων είναι επικίνδυνο. Γιατί είναι «επιφερόμενο»,  οπότε αισθάνονται ως φυγάδες, καθότι άνομοι, διωκόμενοι απ’ αυτό.

Σε αντίθεση όμως με την επιδιωκόμενη πρότερη σβέση, προστρέχουν προθύμως ανά πάσα στιγμή και ευκαιρία να ανασύρουν λόγια – άλογα κατά βάση – να ανάψουν την ατμόσφαιρα, μέσω των νεκρών ειδώλων τους. Των θεών τους, όπως τους θεωρούν. Των κάλπικων όμως και ανέκαθεν… «μακαριτών». «Αυτοί δεν προτίμησαν εμένα, αλλά την οδό της ζωής των και τα μυσαρά των είδωλα, τα οποία αγάπησε η ψυχή των» (Ησ. 66,3). Αλλά ό,τι και αν κάνουν, ό,τι και αν μηχανευθούν οι «πολυμήχανοι», ούτε το φως μπορούν να σβήσουν, ούτε την αλήθεια να αμαυρώσουν, γιατί οι ίδιοι οι λίθοι από τα όρη και τα λαγκάδια θα εγερθούν και θα κράξουν· «Ε! απατεώνες, υποκατάστατα του σκότους, ψεύτες και λωποδύτες, πνευματικοί βιαστές της κοινωνίας. Ως εδώ!» Γιατί; «Πάντα γάρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου καί ἔστιν ἐμά πάντα ταῦτα, λέγει Κύριος· καί ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί τρέμοντα τούς λόγους μου;» (Ησ. 66,2).

Να ποιος είναι μακάριος. Ο ταπεινός, ο ήσυχος, ο ακούων τους λόγους του Κυρίου. Γιατί; Διότι πάνω σ’ αυτόν θα ρίξει ο Θεός το βλέμμα του. Πόσο απλή είναι η ευτυχία η ανθρώπινη, όταν είναι δομημένη πάνω στην πέτρα του Χριστού; Στο καθ’ εαυτού και μοναδικό θεμέλιο; Πόσο απλή; Όσο απλά ανέβηκε ο Χριστός σ’ ένα βουνό, κάθισε σε μια πέτρα και δίδασκε τα πλήθη. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Τους απλοϊκούς κατά βάση ανθρώπους. Γιατί οι ένσοφοι και επίσημοι, απαξιούν… την απλότητα. Τους ενοχλεί η έλλειψη επισημότητος όσον αφορά τον τόπο, τον τρόπο, την εμφάνιση του… Ναζωραίου. Αυτού που προέρχεται από ένα κακόφημο χωριό, ενώ οι πρότεροι κρατούν από τζάκια υψηλά, όπως κομπάζουν φλύαρα. Άσχετα αν αυτά τα τζάκια «δομούνται» από αλογοκλέφτες, κατσικοκλέφτες και παντοειδείς λήσταρχους του κοντινού παρελθόντος, προπάντων ποικίλους δωσίλογους και μαυραγορίτες, που τώρα φόρεσαν γραβάτα και κουστούμι ποζάροντας υπεροπτικά, μάλλον προκλητικά πάνω στα ποικίλα έδρανα. «ἐπί καθέδρα λοιμῶν».

Και όμως εδώ στην περίπτωση του Χριστού υπάρχει μία άλλη επισημότητα. Η τοιαύτη των λόγων του. Η μεγαλύτερη επισημότητα απ’ όλα τα λόγια που ακούσθηκαν πάνω στην γη. Ενώ τα λόγια των «τζακάδων» είναι ένα αισχρό συνοθύλευμα ψέματος και απάτης, χωρίς φραγμούς και όρια, με απόληξη όμως το ξεσκέπασμα από την θεία δίκη. Γιατί «ἔστιν δίκης ὀφθαλμός ὅς τά πανθ’ ὁρᾶ».

 

Όπως λοιπόν διεισδύουν οι μέλισσες στα ενδότερα του άνθους για να απομυζήσουν τον χυμό του, κάπως ανάλογα ας διεισδύσουμε και εμείς στα άδυτα της εννοίας «μακάριος» για να «σφετεριστούμε» ευγενώς τον εγκλειόμενο θησαυρό της. Μακάριος λοιπόν ή μάκαρ αποκαλούνταν ο κατοικών στα νησιά των Μακάρων, στην χώρα του Ραδαμάνθυος, της οποίας οι κάτοικοι ζούσαν μακάρια, απολαμβάνοντας ευτυχισμένη ζωή, χωρίς θλίψεις και φροντίδες. Τα νησιά των Μακάρων απεικονίζουν την αιώνια άνοιξη. Τον Παράδεισο. Άρα μακάριος είναι ο ευτυχισμένος, τρισευτυχισμένος, ο ευδαίμων, ο ευλογημένος σύμφωνα με την ορολογία της πίστεώς μας. Γιατί η μακαριότης αναπέμπει στην ψυχική ευτυχία και ευδαιμονία κατά κύριο λόγο, εκτοπίζοντας αναλόγως την χοϊκή παράφρασή της. Η μακαριότης αυτή απευθύνεται σ’ όσους συναισθάνονται την πνευματική πτωχεία τους και ως εκ τούτου εξαρτούν το είναι τους όλο, από τον Θεό.

Δυστυχώς όμως στις ανίερες μέρες που βιώνουμε, καθότι έχουν συληθεί αισχρά όλες οι υψηλές πνευματικές έννοιες, όταν αραιά και που αναφερθούν κάποιοι στους μακάριους, προσβλέπουν στον χαρακτηρισμό των ευτυχών και ευδαιμόνων, των άνευ πνευματικών ανησυχιών και φιλοδοξιών ανθρώπων, των διαβιούντων στην μακαριότητα της πνευματικής μετριότητός των. Αυτοί όμως οι μακάριοι είναι κατ’ ουσίαν η καμουφλαρισμένη ταυτότητα των ασεβών, οι οποίοι τυγχάνουν ήδη «μακαρίτες», πεθαμένοι, νεκροί, αλλά διακατέχονται από την ψευδαίσθηση ότι «ζουν». Κι όμως όζουν. Γιατί οι μακαρισμοί και οι ακραιφνείς μακάριοι εντυγχάνουν στην κυριότητα και αποκλειστική διάθεση του Θεού. Αποτελούν ένα ισχυρό θεϊκό μονοπώλιο. Του μακαρίου και δυνάστου Θεού, αλλά και των πιστών συνεργατών του. Προφητών, νομοθετών, ψαλμωδών, αποστόλων, αγίων. Αυτοί έχουν το αποκλειστικό προνόμιο του μακαρισμού, καθότι αποτελούν την πηγή και έδρα της μακαριότητος.

Αλήθεια πόση δύναμη εγκλείεται μέσα στους μακαρισμούς και πόση αδυναμία υποκρύπτεται μέσα στην αποθέωση, κατά βάση αποξένωση που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη; Πόσο μηδαμινός είναι ο άνθρωπος που δένεται μόνο με τα ανθρώπινα και εκτιμάει μόνο τις σχετικές αξίες; Τελικά πόσος καιρός απαιτείται ακόμη για να αντιληφθεί, ότι όλα τα υπερφίαλα σχέδιά του να φτιάξει έναν παράδεισο με τις δικές του δυνάμεις έχουν συντριβεί; Πόσος καιρός χρειάζεται για να νοιώσει μέσα στο πετσί του ο άνθρωπος, ότι ο πύργος της Βαβέλ παραμένει μία σχεδιαστική φιλόδοξη σκέψη χωρίς εφικτή υλοποίηση όμως λόγω της ενσπαρμένης πνευματικής πολυγλωσσίας και ακατανοησίας που κληροδοτήθηκε εκ Θεού στον αναιδή και θρασύτατο σφετεριστή του θεϊκού θρόνου; Επειδή λοιπόν αδυνατούν να υλοποιήσουν τα αμαρτωλά σχέδιά τους, αρκούνται στον εύκολο δρόμο του ονειδισμού και της δίωξης των μακαρίων. Όμως όταν στο μέλλον αντικρύσουν τους εν λόγω τρίβοντας τα μάτια τους θα αναφωνούν· «Οὗτος δέν εἶναι ὅν ἐσχομεν ποτέ εῖς γέλωτα; (Σοφ. Σολ. 5,4) Αλλά, «Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν ρῆμα πονηρόν…» (Ματ. 5,11).

Ήδη αιώνες τώρα, μακαρία είναι η Εκκλησία που την έκαναν παντού γνωστή οι αμέτρητες στρατιές των μαρτύρων της. Των μακαρίων! Μακάρια είναι η πίστη για την οποία άρχισαν εκ νέου να μας ρίχνουν στις «φυλακές» της κοινωνικής απομόνωσης και στην συνέχεια στα «ψυχιατρεία» των ιδιορρύθμων γνωματεύσεων και χαρακτηρισμών. Αλλά αυτή είναι η σύγχρονη «διάλεκτος» των μοντέρνων αντιχρίστων. Αυτή είναι η πολυλαλούμενη νεοταξική συμπεριφορά που αποβλέπει στην απεξάρτηση από το καρκίνωμα της Εκκλησίας. Από την θρησκεία του Ναζωραίου. Το όπιο του λαού. Κι όμως όλα αυτά αποτελούν μπογιατισμένα, ανυπόφορα, παλιομοδίτικα και ανεπαρκή συνθήματα ενός σκοτεινού παρελθόντος που τα ξαναφέρνουν οι καλοπληρωμένοι επαγγελματίες καθοδηγητές στο προσκήνιο της αμαρτωλής κλίκας του συγχρόνου πραιτωρίου. Γιατί στο Διάβολο λείπει κάθε δημιουργική αρχή και όλες οι βδελυγμίες και τα εγκλήματά του δεν φέρνουν τίποτα καινούργιο εκτός από την πλήξη της κολάσεως. «Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται ήδη για πολλοστή φορά, πάντα κατά τον ίδιο τρόπο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Μία πέρα για πέρα αταίριαστη γιγάντια πλήξη» όπως αναφέρεται στους αδελφούς Καραμαζώφ.

Έτσι λοιπόν η ελπίδα για ανανέωση έχει προ πολλού πεθάνει. Τα μόνα που ζουν ακόμη είναι οι μονότονοι λόγοι, τα μηχανικά χαμόγελα, το θέατρο του ξεσηκώματος του ενός κόμματος ενάντια στο άλλο, η αντιπαλότητα των αριστερών ενάντια στους δεξιούς και των δεξιών ενάντια στους αριστερούς. Τα επιχειρήματα των προτέρων γνωστά, κουραστικά, ανυπόφορα πλέον. Όλα αυτά όμως συμβαίνουν, γιατί πιστεύουν ότι μακάριοι είναι οι κατέχοντες.

Κι όμως κάποιος άλλος υποστηρίζει ότι η μακαριότης εγκλείεται ιερά στην «πτωχεία». Ειδικά την πτωχεία του πνεύματος. Την βαθειά ταπείνωση του «ἕν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα». Αυτή είναι η βάση της αρετής και της ευτυχίας. Στους πτωχούς τῷ πνεύματι ανήκει ο μεγάλος και αιώνιος πλούτος. Η βασιλεία των ουρανών. Αυτοί είναι οι πραγματικοί κατέχοντες.

 

Στις μέρες μας όμως, ένας μακαρισμός ιδιόμορφος αποσπά την προσοχή των ορθοφρονούντων ανθρώπων. Διεκδικεί μία ιδιότυπη πρωτιά. Πρωτιά στο ψαλτήρι, καθότι αριθμεί πρώτος σαν ψαλμός, αλλά και πρωτιά γιατί απευθύνεται σ’ αυτούς που θέλουν να γίνουν πρώτοι. Κατά άλλη συνωνυμία να γίνουν μακάριοι.

Στον ψαλμό αυτό αντιτίθεται η μακαριότης του δικαίου, προς την αθλιότητα του αμαρτωλού. Το δένδρο το φυτεμένο κοντά στα γάργαρα νερά και το χνούδι που διασκορπίζει ο άνεμος. Τα άχυρα, τα σκύβαλα. Οι επιπλέοντες φελλοί. Εδώ λοιπόν ο ψαλμωδός μακαρίζει τον άνθρωπο που οὐκ ἐπορεύθη…, οὐκ ἔστη… και οὐκ ἐκάθισε…

Τον άνθρωπο που δεν πορεύθηκε τον δρόμο του σύμφωνα με τις σκέψεις, τις θελήσεις και τις συμβουλές της ασεβούς κοινωνίας. Τον άνθρωπο που δεν υπετάγη στους άνομους νόμους του αισχρού κατεστημένου. Του πολιτικού γάμου, του αυτόματου διαζυγίου, της αποποινικοποιήσεως της μοιχείας, της νομιμότητας του εγκλήματος των εκτρώσεων, της προωθήσεως του σοδομισμού και του εσχάτου ηθικού ξεπεσμού. Μακάριος λοιπόν ο άνθρωπος που δεν έρχεται σε διάλογο με τους δαίμονες. Αυτούς που στην εποχή μας φορούν προβειά ανθρώπινη προς παραπλάνηση, αλλά προδίδονται από τα ξεσχισμένα ιμάτιά τους. Από τα κουρέλια που περιβάλλουν την γυμνή σάρκα τους μερικώς.

Μακάριος λοιπόν ο άνθρωπος αυτός που δεν στάθηκε στο σοκάκι των ασεβών, προκειμένου να συνάψει όρθιος φιλίες μαζί τους. Να χτυπήσει πλάτες και να του χτυπήσουν τις δικές του και τέλος δεν συνεκάθισε στις συγκεντρώσεις διεφθαρμένων ανθρώπων, όπου κολλάς λοιμώδεις νόσους, εν μέσω λυμεώνων και διαφθορέων, εν μέσω χλευαστών, για να συζητήσει συνωμοτικά περί ανόμων και άκρα προδοτικών θεμάτων. Μακάριος ο άνθρωπος που δεν κάθισε «ἐν καθέδραις», όπου συζητούν και μετά υπογράφουν ελαφρά τη συνειδήσει, ανεύθυνα και προπάντων εγκληματικά. Ένας επίσκοπος μετά από μία πανηγυρική λειτουργία, συνέστησε σε τρεις παρευρισκόμενους βουλευτές από διάφορα κόμματα, να προσέχουν τι ψηφίζουν και τι υπογράφουν.

Μακάριος λοιπόν ο άνθρωπος που δεν συμμετέχει στα συμπόσια των λουκουλλείων γευμάτων την ώρα που ο λαός χειμάζεται καιόμενος, γυμνητεύων, πτωχεύων, πεταμένος στους δρόμους.

Η αστυνομία απέκλεισε ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο σε πόλη της Β. Ελλάδος, προκειμένου πολιτικό πρόσωπο που ευρέθη εκεί λόγω επίσκεψης, να φάει με την ησυχία του και μέσα στην ασφάλειά του.

Μακάριοι, λοιπόν είναι στις μέρες μας όλοι αυτοί που αρνούνται να συμπορευθούν πλάι στην πολιτική και θρησκευτική επισημότητα, έχοντας στόχο την προσωπική και ευρύτερη οικογενειακή τακτοποίηση (βόλεμα), μέσω διορισμών και εξασφάλισης θέσης εργασίας, πουλώντας όμως αντί πινακίου φακής τα πρωτοτόκια τους.

Πρωτοτόκια πίστεως και πατρίδος.

 

Τέλος τρισμακάριοι είναι όλοι αυτοί που ζητούν από την άρχουσα τάξη, πολιτική και θρησκευτική· «μικρόν ἀπό τοῦ ἡλίου μετάστηθι». Ἤ καλύτερα «ἀποσκότησόν μου».

Μη με σκοτίζεις φίλε καίσαρα. Κάνε ό,τι θες. Επέβαλε ό,τι θες. Εξουσία είσαι ή έστω το παίζεις. Όμως μη μου ταράττεις τους κύκλους. Μας λεηλατήσατε την κατά κόσμο πατρίδα. Την αιώνια δεν σας την δίδουμε. Ούτως ή άλλως ο Τουρκοφάγος ο Νικηταράς πέθανε ζητιάνος και τυφλός. Κέρδισε όμως περίτρανα την μακαριότητα. Αυτήν που λοιδορείτε εσείς οι «μακαρίτες». Λοιπόν σειρά μας τώρα· λοιδορήστε μας. Όμως στο μέλλον θα επαναλάβετε κάτι· «Οὗτος δέν εἶναι ὅν ἔσχομεν ποτέ εἰς γέλωτα;» Τότε θα δούμε, ποιος είναι τελικά για γέλια. Τότε θα δούμε «ποῦ εἰσιν οἱ Θεοί σου, οὕς ἐποίησας σε αυτῷ; Εἰ ἀναστήσονται καί σώσουσι σε ἐν καιρῷ τῆς κακώσεώς σου;» (Ιερ. 2,28).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή