ΠΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ ΙΓ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (ΙΓ´.)

 

 

Ας μελετήσουμε και την ζωή του Ιακώβ. Αναγκάζεται να φύγει στην ξενιτιά, όχι γιατί το θέλει ο Θεός όπως στον προπάππο του Αβραάμ, αλλά για να μη τον σκοτώσει ο αδελφός του Ησαύ. Ο Αβραάμ είχε όλα τα αναγκαία πλούσια, ενώ αυτός ευχόταν να έχει μόνο ρούχο και άρτο. Μόλις έφθασε στον θείο του αναγκάσθηκε, αυτό το καλομαθημένο αρχοντόπουλο, να εργάζεται όπως οι υπηρέτες του σπιτιού. Υπέμεινε από τους ομότιμους του αυτά που υπομένουν οι υπηρέτες. Ο ίδιος διηγείται τα παθήματά του λέγοντας· «Εγώ πλήρωνα από την τσέπη μου, όσα ζώα μου κλέβαν την ημέρα και τη νύχτα· κατακαιγόμουνα από τον καύσωνα της ημέρας και υπέμεινα την παγωνιά της νύχτας και έτσι ζώντας, έφευγε ο ύπνος από τα μάτια μου. Κι αυτά υπόφερα για είκοσι χρόνια (Γεν. 31, 39-41).

Υπέμεινε την απάτη να του δώσει ο θείος του ως γυναίκα την κόρη του την Λεία, την μεγάλη και άσχημη, που δεν την αγαπούσε, και μάλιστα αφού δούλεψε επτά χρόνια γι’ αυτό τον σκοπό! Υποχρεώθηκε να δουλέψει για άλλα επτά χρόνια για να πάρει την Ραχήλ, που αγαπούσε και καιγόταν γι’ αυτήν, και περίμενε κι άλλα έξι χρόνια για να τους αφήσει να επιστρέψουν πίσω. Υπέμεινε δε και δεύτερη απάτη από τον πεθερό του σχετικά με τους μισθούς του. Αυτό το φανερώνει λέγοντας· «με απάτησες κατά δέκα πρόβατα» (Γεν. 31,41). Και το χειρότερο και τα αδέλφια των γυναικών του κι αυτά τον φθονούσαν και τον δημιουργούσαν προβλήματα. Αν ήταν άλλος και αντιμετώπιζε τις καταστάσεις αυτές θα έσφαζε τον πεθερό του και τα παιδιά του και θα αυτοκτονούσε και ο ίδιος. Ο Ιακώβ τίποτα από αυτά δεν έκανε. Τόσο πράος, ανεξίκακος και υπομονητικός ήταν.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι η αγαπημένη του γυναίκα, για το χατίρι της οποίας εργάσθηκε ως δούλος δέκα τέσσερα χρόνια, είχε κυριευθεί από μεγάλη στενοχώρια, βλέποντας την αδελφή της να γεννά συνεχώς κι αυτή να μη μπορεί να γεννήσει και ξέσπασε στον άνδρα της, χωρίς αυτός να ευθύνεται σε τίποτα. «Δώσε μου τέκνα αλλιώς θα αυτοκτονήσω» (Γεν. 30,1). Πώς μπορούσε λοιπόν να είναι χαρούμενος τη στιγμή που η γυναίκα που τόσο αγαπούσε οδυρόταν, οι δικοί της τον επιβουλευόταν;

Ο Ιακώβ εν τέλει φεύγει κρυφά από τον πεθερό του, όπως κρυφά έφυγε κι από το σπίτι του. Έφυγε από τον αδελφό του για να πέσει στον πεθερό του και τώρα φεύγει από τον πεθερό του για να αντιμετωπίσει πάλι τον αδελφό του. Έπαθε αυτό το οποίο λέγει ο Αμώς για την ημέρα του Κυρίου. «Παθαίνει κανείς αυτό που παθαίνει κάποιος όταν ξεφύγει από το λιοντάρι και ορμήσει εναντίον του αρκούδα και αυτός (για να την ξεφύγει) πηδήσει μέσα στο σπίτι του και στηρίξει το χέρι του στον τοίχο και τον δαγκώσει φίδι (Αμώς 5,19). Δοκίμασε τρόμο όταν τον κυνήγησε ο Λάβαν, δοκίμαζε όμως συνεχώς τρόμο τι θα γίνει όταν συναντήσει τον αδελφό του. Γι’ αυτό έλεγε· «Απάλλαξέ με Θεέ μου από τα χέρια του αδελφού μου Ησαύ, διότι τον φοβούμαι, μη τυχόν έλθει και πατάξει εμένα και την μητέρα των τέκνων μου. Συ όμως μου είπες θα σε καταστήσω ισχυρό» (Γεν. 32,11-12). Πόσο ανήσυχο και αγχωμένο δεν τον έκανε αυτός ο φόβος, ακόμη κι αν είχε ζήσει όλη τη ζωή του μέχρι τότε χαρούμενος; Αντίθετα όμως, από τότε που ζήτησε να λάβει την ευλογία, για την οποία ο αδελφός του δεν ενδιαφερόταν καθόλου, η ζωή του ήταν πλημμυρισμένη από φόβο, συμφορές και επιβουλές. Τόσο φόβο είχε για το τι θα κάνει ο Ησαύ, που και μετά τη συνάντησή τους μπόρεσε ν’ απαλλαγεί από την αγωνία του. Κι ενώ εκείνος τον παρακαλούσε να φύγουν μαζί, ο Ιακώβ, σαν να ήταν θηρίο, προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από την παρουσία του και του έλεγε τεχνηέντως· «Γνωρίζεις Κύριέ μου, ότι τα παιδιά μου είναι τρυφερά και ότι τα πρόβατά μου και οι γελάδες μου είναι έτοιμα να γεννήσουν· εάν λοιπόν τα εξαναγκάσω μέσα σε μια μέρα θ’ αποθάνουν όλα τα ζώα. Ας βαδίσει ο Κύριός μου πριν από τον δούλο του, εγώ δε θα αργοπορήσω τον ερχομό μου ανάλογα με την αργοπορία των κτηνών που πορεύονται μαζί μου, μέχρις ότου έλθω προς τον Κύριόν μου εις την Σηείρ» (Γεν. 33, 13-14).

Κι ενώ φαίνεται να τελειώνουν τα βάσανα του ξαφνικά ο Συχέμ, αλλόφυλος άρχοντας, αρπάζει την κόρη του Δείνα και την διακορεύει. Ο Ιακώβ πονάει και νιώθει ντροπιασμένος. Ο Εμμώρ, ο πατέρας του Συχέμ, μεσολαβεί κατόπιν αιτήσεως του γιου του να την πάρει ως γυναίκα του και να αλληλοπαντρεύονται μεταξύ τους, ώστε να γίνουν μία φυλή. Τα παιδιά του Ιακώβ υποκρίθηκαν ότι θέλουν, αλλά έθεσαν τον όρο να περιτμηθούν όλοι οι αλλόφυλοι. Πράγματι αυτό έγινε και την τρίτη μέρα από την περιτομή, που όλοι οι άνδρες ήταν τραυματισμένοι και ανίκανοι να πολεμήσουν, ο Συμεών και ο Λευί με τους άνδρες τους πήγαν αιφνιδιαστικά και τους πετσόκοψαν. Οι ειδωλολατρικοί λαοί της πριοχής κατατρόμαξαν από το χτύπημα των Ισραηλιτών, αλλά και ο Ιακώβ κατατρόμαξε από τυχόν αντίποινα. Είπε ο Ιακώβ στο Συμεών και τον Λευϊ· «με κάνατε μισητό, ώστε να θεωρούμαι κακός  από όλους όσους κατοικούν στη γη αυτή. Και από τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους, εγώ δε έχω μικρό αριθμό ανθρώπων, ώστε αν συγκεντρωθούν και βαδίσουν εναντίον μου θα με εξολοθρεύσουν και θα καταστραφώ κι εγώ και όλος ο οίκος μου» (πρβλ. Γεν 34ο κεφ). Ευτυχώς ο φόβος του Θεού κυρίευσε όλες τις γύρω πόλεις και δεν καταδίωξαν τους υιούς του Ισραήλ» (Γεν. 35,5).

Τι συνέβη μετά από αυτά τα οδυνηρά γεγονότα; Μήπως ο Ιακώβ ανέπνευσε; Τότε τον κυρίευσε το αποκορύφωμα των κακών, διότι απεβίωσε η αγαπημένη του σύζυγος πρόωρα και συγχρόνως βίαια. Κατά την ώρα του τοκετού του Βενιαμίν πέθανε λόγω του δύσκολου τοκετού της! Τα τέκνα που ζητούσε, για να μη πεθάνει, από τον άνδρα της, αυτά γίναν η αιτία του θανάτου της. Γι’ αυτό ονόμασε το παιδί της «ο υιός της οδύνης μου» (Γεν. 35, 16-18).

Μόλις πέθανε η Ραχήλ και την έθαψε ο Ιακώβ, ο πρωτότοκος γιος του από την Λεία πηγαίνει και κοιμάται με την παλλακή του πατέρα του Ιακώβ, που ήταν δούλη της Ραχήλ. Το μίσος και η αντιζηλία που παραθεωρείτο η μητέρα του Λεία λόγω της Ραχήλ, εκδηλώθηκε τώρα μετά το θάνατό της, κατ’ αυτόν τον αισχρό και σιχαμερό τρόπο. Τόσο βαρειά το έφερε αυτό ο Ιακώβ που την ώρα του θανάτου του, τότε που οι γονείς δείχνουν την μεγαλύτερη συμπάθεια προς τα παιδιά τους, αυτός τον μάλωσε και του υπενθύμισε τη σιχαμερή και γεμάτη αυθάδεια πράξη του και τον συμβούλευσε να προσέχει, γιατί έτσι που φουσκώνει από αλαζονεία, μήπως χυθεί έξω από τα όρια της κατά Θεόν ευπρέπειας και καταστραφεί εντελώς (Γεν. 39, 3-4).

Όταν άρχισε να ενηλικιώνεται ο πρώτος υιός της αγαπημένης του γυναίκας, στον οποίο στήριζε κάθε του ελπίδα και παρηγοριά, τότε ακριβώς τον πλήξανε οι πικρότερες συμφορές στη ζωή του και μάλιστα όχι από εχθρούς του αλλά από τα ίδια του τα παιδιά. Τα παιδιά του θα πουλήσουν τον Ιωσήφ σαν δούλο στην Αίγυπτο και θα πουν στον πατέρα τους ότι τον φάγανε τα θηρία, δείχνοντας τον όμορφο χιτώνα που τον είχε κάνει δώρο αιματοβαμμένο. Έτσι μετά το θάνατο της Ραχήλ και την θλίψη από την ατίμωση που του προκάλεσε ο Ρουβήν θρηνεί για τον θάνατο του αγαπημένου του παιδιού αλλά και για τον τρόπο του θανάτου του. Ήταν ο υιός της αγαπημένης του συζύγου, ήταν το καλύτερο από τα παιδιά του, ήταν από μικρός στην ηλικία, αιτία για να πεθάνει ήταν αυτός που τον έστειλε να δει τι κάνουν τα αδέλφια του, δεν πέθανε στο σπίτι του, δεν ήταν κοντά ο πατέρας του να τον συμπαρασταθεί ή κάτι ν’ ακούσει από αυτόν, δεν πέθανε από συνηθισμένο θάνατο αλλά έγινε θηριάλωτος, δεν βρέθηκαν τα οστά του, δεν μπόρεσε να τον θάψει και να τον νεκρολογήσει, δεν ήταν πλέον νέος όταν συνέβη αυτό, αλλά ζούσε σε βαθειά γεράματα. Θλιβερό θέαμα παρουσιάστηκε, που άφησε όμως ανάλγητα τα παιδιά του. Το άσπρο του κεφάλι γέμισε από τη στάχτη και το γηραλέο στήθος του φάνηκε, αφού ξέσχισε τον χιτώνα του, και θρήνοι απαρηγόρητοι φόρτισαν πένθιμα την ατμόσφαιρα του σπιτιού του. «Διέρρηξε ο Ιακώβ τα ιμάτιά του  και έζωσε στη μέση του σάκκο και πενθούσε τον υιό του για πολλές μέρες. Συγκεντρώθηκαν δε όλοι οι υιοί του και οι θυγατέρες του και ήρθαν να τον παρηγορήσουν (ώ της υποκρισίας τους!) και δεν δεχόταν λόγους παρηγοριάς, λέγοντας, θα κατεβώ στον άδη λυπημένος για να συναντήσω τον υιόν μου» (Γεν. 38, 34-35).

Τα χρόνια περνούν και ο χρόνος κάπως θεράπευσε τον πόνο του Και ξαφνικά πείνα μεγάλη κυριεύει όλη τη γη. Το βάσανο του επισιτισμού ίσως είναι το φρικτότερο. Λόγω πείνας φάγανε μητέρες τα παιδιά τους λέγει η ιστορία. Ακούστηκε ότι στην Αίγυπτο υπάρχουν τρόφιμα και πήγαν τα παιδιά του εκτός του Βενιαμίν που τον κράτησε κοντά του σαν στερνοπαίδι του και σαν το μόνο που απέμεινε από την Ραχήλ και τον Ιωσήφ. Επιστρέψαν και φέρανε τροφές, αλλά μαζί με τις τροφές φέρανε το νέο ότι τον Συμεών κράτησε ως όμηρο ο αντιβασιλεύς της Αιγύπτου και ζητά τον Βενιαμίν για να τον ελευθερώσει. Πόνος πάνω στον πόνο και συμφορά πάνω στη συμφορά. Ο Ιακώβ ξεσπά και πάλι με πόνο λέγοντας· «δεν θα μεταβεί ο υιός μου στην Αίγυπτο μαζί σας, διότι ο αδελφός του πέθανε κι αυτός είναι ο μόνος που μου απέμεινε και είναι δυνατό να τον βρει ασθένεια καθώς πηγαίνετε στον δρόμο σας και θα οδηγήσετε τα γηρατειά μου λυπημένα στον άδη» (Γεν. 42,38).

Η πείνα όμως συνέχισε και η πίεση στον Ιακώβ να τους δώσει τον Βενιαμίν και να ξαναπάνε υπήρξε αφόρητη. «Διατί με καταστρέψατε, λέγοντας στον άνθρωπο ότι έχετε αδελφό (Γεν. 43,5); «Ο Ιωσήφ δεν υπάρχει, ο Συμεών δεν υπάρχει, θα πάρετε και τον Βενιαμίν; Σε μένα έπεσαν όλες οι συμφορές;» (Γεν. 42,36). Αυτή τη στιγμή ο Ιακώβ θρηνεί για τον Συμεών και τον Βενιαμίν περισσότερο απ’ ότι θρήνησε τον Ιωσήφ. Διότι συμφορά, που δεν έχει ελπίδα επανορθώσεως, στην αρχή μας διαλύει· αλλά σιγά-σιγά τη συνηθίζουμε και το παίρνουμε απόφαση πως, «ό,τι έγινε, έγινε». Αλλά το αβέβαιο του μέλλοντος που μας κρατά σε αγωνία, αν θα συμβεί κάτι κακό, αυτό είναι φοβερό και ανυπόφορο. Κι αυτό μπορεί να το μάθει κανείς από τον Δαυΐδ, ο οποίος, όσο ζούσε το παιδί του, το θρηνούσε, όταν όμως πέθανε, ανεχόταν το πένθος. Έτσι και ο Ιακώβ θρηνούσε και πενθούσε μήπως και συμβεί κάτι το κακό στον Βενιαμίν αλλά και τον Συμεών.

Αργότερα μαθαίνει από τα προκομμένα παιδιά του ότι ο Ιωσήφ ζει και συνεπώς ότι αυτά τον απατούσαν και τον βασάνιζαν τόσα χρόνια χωρίς να τον λυπούνται. Τι πόνο και τι απογοήτευση ένιωσε γι’ αυτό; Η ευχαρίστηση που ένιωσε ότι ζει ο Ιωσήφ ουσιαστικά δεν τον έτερψε, διότι πλέον ήταν καμένος από τα βάσανα και έτοιμος να πεθάνει. Αυτό αποκαλύπτει και ο Βερζελλί (B´Βασ. 19, 31-38) ο οποίος ήταν Γαλααδίτης και σε δύσκολη στιγμή της ζωής του Δαυΐδ τον τροφοδότησε και τον ενίσχυσε. Όταν ο Δαυΐδ θέλησε να τον πάρει κοντά του στα Ιεροσόλυμα και στο παλάτι του, ο Βερζελλί του είπε ότι είναι γέρος ογδόντα ετών δεν έχει άλλα χρόνια να ζήσει. Δεν μπορεί πλέον ν’ απολαύσει τις ευχαριστήσεις που προσφέρει το παλάτι. Απλώς θα γίνει βάρος στον βασιλιά και θα του δημιουργεί προβλήματα. Ας τον αφήσει να πεθάνει στον τόπο του κι ας πάρει κοντά του τον γιο του Χαμαάμ. Ο ίδιος ο Ιακώβ θα πει στον Φαραώ, όταν αργότερα θα τον συναντήσει· «Ολίγες και πονηρές είναι οι ημέρες της ζωής μου και δεν φθάνουν τις μέρες των πατέρων μου» (Γεν. 47, 9). Και τα λέγει αυτά ενώ εκείνη τη στιγμή ήταν εκατόν τριάντα ετών. Λέγει λίγα τα χρόνια του, γιατί ήταν γεμάτα βάσανα και πόνους, ενώ οι ευχάριστες στιγμές ήταν ελάχιστες.

 

Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή