ΠΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ Κ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«ΠΡΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΟ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟ ΑΣΚΗΤΗ» (Κ´.)

 

 Ύστερα από αυτά, πέθανε ο βασιλιάς των Αμμωνιτών (απογόνων του Λωτ) Ναάς. Ο Ναάς υπήρξε σκληρός εχθρός του Ισραήλ και είχε απάνθρωπες απαιτήσεις από τους Ισραηλίτες, όταν εκείνοι ζήτησαν να αποφευχθεί ο πόλεμος και να υποταχθούν σ’ αυτόν (πρβλ. 11ο κεφ. Α´Βασ.). Εν τέλει τον νίκησε ο Σαούλ κατά κράτος.  Ο Δαυϊδ, θέλοντας να απαλύνει τις μνήμες του παρελθόντος αλλά και από ευγνωμοσύνη, γιατί προσωπικά ο Ναάς του είχε κάνει καλό, έστειλε ανθρώπους να παρηγορήσουν τον υιό του Αννών. Ο υιός του όμως πρόσβαλε κατά αισχρό τρόπο τους απεσταλμένους (τους ξύρισε τα γένεια και έκοψε τους χιτώνες τους στο μισό ύψος, ώστε να τους φθάνουν μέχρι τη μέση) και τους απέστειλε πίσω στον Δαυΐδ. Αποτέλεσμα της πράξεώς του αυτής ήταν να προκληθεί πόλεμος μεταξύ Ισραηλιτών και Αμμωνιτών αλλά και των Σύρων που συμμάχησαν με τους Αμμωνίτες. Πόση η πίκρα του Δαυΐδ όταν αποτέλεσμα της καλωσύνης που έδειξε ήταν να προκληθεί ολόκληρος πόλεμος;

Αλλά ο Δαυΐδ δοκιμάστηκε και από προσωπικές οικογενειακές τραγωδίες.

Ο πρωτότοκος υιός του Αμνών ερωτεύθηκε την ετεροθαλή αδελφή του Θημάρ. Η Θημάρ και ο Αβεσσαλώμ ήταν τέκνα του Δαυΐδ από την σύζυγό του Μααχά, που ήταν κόρη του βασιλιά της Γεδσούρ Θολμί και συνεπώς ήταν ειδωλολάτρις. Ο Αμνών μη μπορώντας να συγκρατήσει τον αμαρτωλό πόθο του προφασίστηκε ότι ήταν ασθενής και ζήτησε από τον Δαυΐδ να τον βοηθήσει στη νοσηλεία του η αδελφή του. Έτσι κατόρθωσε να την ατιμάσει, αλλά το χειρότερο μετά την ατίμωσή της την απέπεμψε κατά το χειρότερο τρόπο μη θέλοντας να την βλέπει καθόλου. Η Θημάρ έσχισε τον χιτώνα της τον πολύχρωμο που φορούσαν οι παρθένες πριγκίπισσες και έρριξε στάχτη στο κεφάλι της και έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της και βάδιζε και έκλαιγε με φωνές, για να δείξει ότι βιάστηκε παρά την θέλησή της.

Ο αδελφός της Αβεσσαλώμ μόλις έμαθε την ατίμωσή της, την πήρε στο σπίτι του, όπου εκεί έμεινε σαν χήρα. Ο Δαυΐδ, όταν έμαθε το γεγονός, θύμωσε πάρα πολύ αλλά δεν τιμώρησε τον Αμνών, διότι ήταν ο πρωτότοκος του και τον αγαπούσε πάρα πολύ. Ο Αβεσσαλώμ διέκοψε κάθε σχέση με τον αδελφό του και τον μισούσε συνεχώς. Μετά όμως δύο χρόνια κάλεσε σε συμπόσιο τα αδέλφια του, με αφορμή τις γιορτές που γινόταν τότε στη κουρά των προβάτων, και κει, ενώ ο Αμνών ήταν μεθυσμένος τον σκότωσε και μετά κατέφυγε για τρία χρόνια στον παππού του Θολμί τον βασιλιά της Γεδσούρ. Έτσι η ατιμία έφερε το έγκλημα· τό ένα πάθος οδήγησε στο άλλο. Ο Δαυΐδ θρήνησε και για τα δύο. Μάλιστα από λανθασμένη πληροφορία διαδόθηκε ότι ο Αβεσσαλώμ φόνευσε όλα τα αδέλφια του. Με αποτέλεσμα ο Δαυΐδ και οι δούλοι του να θρηνούν, σαν να χάθηκε όλος ο βασιλικός οίκος για αρκετή ώρα. Πάντως λάθος του Δαυΐδ και μειονέκτημα του το ότι δεν τιμώρησε σαν βασιλιάς και τηρητής του νόμου ούτε τον Αμνών ούτε τον Αβεσσαλώμ. Μιμήθηκε τον αρχιερέα Ηλί και νικήθηκε από τον δεσμό του αίματος.

Ο Αβεσσαλώμ γύρισε κάποτε με τέχνασμα που έκανε ο αρχιστράτηγος του Δαυΐδ ο Ιωάβ. Αλλά ο Δαυΐδ δεν δέχθηκε να τον δει για άλλα δύο χρόνια. Κάποτε δέχθηκε να τον δει και τότε τον καταφίλησε. Αλλά ο Αβεσσαλώμ διψώντας για εξουσία αλλά και τρέφοντας μέσα του μίσος για την μέχρι τότε στάση του πατέρα του, κάποια στιγμή επαναστάτησε εναντίον του και τον ανάγκασε να περιπλανείται στις ερημιές  σαν φυγάς, όπως συνέβαινε και επί Σαούλ. Και τώρα η περιπλάνηση του ήταν πολύ σκληρότερη. Διότι τότε μεν τα πάθαινε σαν στρατηγός, τώρα σαν βασιλιάς· τότε σαν νέος τώρα σαν ηλικιωμένος· τότε βοηθούσε άλλους τώρα χρειαζόταν ο ίδιος γηροκόμηση. Και ο διώκτης του δεν ήταν κανένας εχθρός του αλλά ο υιός του, που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του. Τα πάθη του Δαυΐδ και η στενοχώριες ήταν αβάσταχτες και ανυπόφορες.

Επιπλέον ο Δαυΐδ υπέστη και άλλη ατίμωση. Ο Αβεσσαλώμ, που στεναχωρέθηκε για την ατίμωση της αδελφής του, δεν δίστασε να ατιμάση, και μάλιστα δημοσίως, τις παλλακίδες του πατέρα του, δέκα τον αριθμό, που τις άφησε ο Δαυΐδ να φυλάνε το παλάτι μετά την φυγή του από τα Ιεροσόλυμα. Ο Αβεσσαλώμ καταρράκωσε και τους θεσμούς της φύσεως και τους νόμους της συνουσίας. Και, μεθυσμένος από την μωρία του κι ενώ συνεχιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος, αυτός έκανε αυτά που αχρείοι και ανώμαλοι νικητές κάνουν στους αντιπάλους τους, όταν τους νικούν κατά κράτος.

Δύο γεγονότα που συνέβησαν κατά τον καιρό της συγκρούσεως Δαυΐδ και Αβεσσαλώμ προκάλεσαν πολύ λύπη και στεναχώρια.

Ο υιός του Σαούλ και φίλος του Δαυΐδ Ιωνάθαν είχε ένα γιο, τον Μεμφιβοσθέ, ο οποίος έμεινε χωλός, όταν η παραμάνα του, μόλις έμαθε την είδηση ότι φονεύθηκαν ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν, τον πήρε πέντε ετών και με βιασύνη προσπάθησε να απομακρυνθεί και κείνος κάποια στιγμή έπεσε και χτύπησε (Β´Βασ. 4,4). Ο Δαυΐδ, αφού επικράτησε σαν βασιλιάς, έψαξε να βρει απογόνους του Σαούλ κι όταν έμαθε για τον Μεμφιβοσθέ, τον πήρε στο παλάτι, του έδωσε όλα τα κτήματα του Σαούλ του παππού του και τον έκανε ομοτράπεζό του. Επιπλέον τον δούλο του Σαούλ το Σιβά, που είχε δεκαπέντε γιους και είκοσι δούλους, τον παρέδωσε στον Μεμφιβοσθέ για να τον υπηρετεί (Β´Βασ. 9ο κεφ.).

Ο Σιβά επειδή προέβλεψε την αποτυχία της ανταρσίας του Σαούλ και θέλοντας να επωφεληθεί της ευκαιρίας να κερδίσει την εύνοια του Δαυΐδ για το μέλλον, σαμάρωσε δύο όνους και τους φόρτωσε με διακόσια ψωμιά, εκατό γλυκίσματα από σταφίδες, εκατό φρούτα φοινικιάς και ένα ασκί κρασί και τα προσέφερε όλα στον Δαυΐδ και την συνοδεία του. Δυστυχώς όμως συκοφάντησε ψευδώς και ανοσίως ότι ο κύριος του ο Μεμφιβοσθέ έμεινε στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να τον αποκαστήσουν οι Ισταηλίτες στον θρόνο του παππού του Σαούλ. Τότε ο Δαυΐδ έδωσε όλη την περιουσία και τα κτήματα του Μεμφιβοσθέ στον Σιβά. Αργότερα βέβαια αποκαλύφθηκε η πονηριά του και το ανόσιο έργο του (Β´Βασ. 16ο κεφ. · 19, 25-30).

Μετά την αναχώρηση του Σιβά ένας συγγενής του Σαούλ που λεγόταν Σεμεΐ βγήκε από την πόλη Βαουρίμ στην οποία έμπαινε ο Δαυΐδ και άρχισε να τον βρίζει και να τον καταριέται και να τον λιθοβολεί ενώπιον των ανδρών της συνοδείας του. Του έλεγε ότι ήταν άνθρωπος βαμμένος στο αίμα και παράνομος, που σφετερίστηκε τον θρόνο του Σαούλ, και τώρα ο Θεός τον τιμωρεί με την ανταρσία του Αβεσσαλώμ Αυτό ήταν το αποκορύφωμα στη δοκιμασία του Δαυΐδ. Στρατηγός του Δαυΐδ θέλησε να σκοτώσει τον Σεμεΐ, «το ψόφιο το σκυλί», που τόλμησε να βρίσει τον βασιλιά και να του φερθεί τόσο πρόστυχα, αλλά ο Δαυΐδ δεν το επέτρεψε. «Αφήστε τον να με διαπομπεύει και να με καταριέται, διότι ο Κύριος του είπε να φερθεί έτσι... Αφήστε τον να το κάνει, μήπως και ο Κύριος βλέποντας τον εξευτελισμό και την ταπείνωσή μου, μου δώσει αγαθά αντί του εξευτελισμού που υπέμεινα» (Β´Βασ. 16, 5-14).

 

Για την διασκευή· ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ 

Κορυφή